Κεφάλαιο 18°

Ποιος φταίει και ποιος όχι για ένα δημιουργημένο τέρας;

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_

"Λυπάμαι πολύ αλλά αυτά διαθέτει μόνο το κατάστημα" τους άφησε τα μενού στο τραπέζι "Παρόλα αυτά θεωρώ πως μπορείτε να βρείτε κάτι να τσιμπήσετε στα γρήγορα"

"Θα σε ενημερώσουμε" η Ελίζαμπεθ επέστρεψε στη θέση της. Όλα τα έκανε μηχανικά από το μεσημέρι. Το τηλεφώνημα με τη μητέρα της νωρίτερα ,της στοίχησε. Η Κάσιντι την ενημέρωσε ότι αποφάσισαν να κατέβουν πιο νότια και να φύγουν από τη Βοστώνη. Της είπε ότι αυτό θεώρησαν καλύτερο αφού αν έφευγαν από τη μεγαλούπολη θα είχαν ευκαιρία ίσως να βρουν ένα πιο φθηνό σπίτι και να ξεκινήσουν από την αρχή. Πόσα ψέματα...
Η μητέρα της λάτρευε τη Βοστώνη. Εκείνη γεννήθηκε. Της είχε πει άπειρες φορές ότι δε θα έφευγε ποτέ της από εκείνο το μέρος.

Η Ελίζαμπεθ ήταν πεπεισμένη ότι ο Ράιαν και ο πατέρας του ήταν πίσω από όλα αυτά.
Πόσο θα ήθελε για μια στιγμή να γυρίσει πίσω το χρόνο και να κάνει τις σωστές επιλογές για μια φορά στη ζωή της...σκέφτηκε κοιτάζοντας το παρελθόν πίσω της και τα αποτελέσματα αυτού.

Το καμπανάκι ήχησε και έστρεψε το βλέμμα της προς τη πόρτα. "Θεέ μου... Αυτός μου έλειπε τώρα" Ψέλλισε και ξεχνώντας τα προβλήματα της οικογένειας της, θυμήθηκε τα καινούρια που προέκυψαν εκεί.

Ο Λουκ ήταν όπως ακριβώς κάθε φορά.
Είχε να πατήσει μια βδομάδα το πόδι του εκεί μέσα. Προχώρησε στο τραπεζάκι του κάθισε και εκείνη γύρισε να φτιάξει το καφέ του.

"Κοπελιά! Είμαστε έτοιμοι!" αναφώνησε ένας από τη παρέα που κάθισε νωρίτερα

"Έρχομαι αμέσως" του φώναξε και προετοίμασε το ποδαράκι του Λουκ. Έβαλε το κρουασάν δίπλα, πήρε τον καφέ και το σημειωματάριο για τις παραγγελίες και βγήκε. Δεν ήθελε κουβέντες μαζί του. Ήταν πολύ θυμωμένη με τον εαυτό της που τον φίλησε και ένιωθε ηλίθια ξέροντας ότι πέρασε τη νύχτα του με τη Νάντια. Παρόλα αυτά όπλισε τον εαυτό της με απάθεια, πήγε κοντά του και χωρίς να τον κοιτάξει άφησε τον καφέ. Δεν του είπε ούτε λέξη ενώ και εκείνος ήταν όπως τη πρώτη μέρα. Σιωπηλός με το καπέλο μέχρι κάτω. Θαρρείς και δεν προηγήθηκε καν εκείνη η βόλτα στη παραλία. Τίποτα... Έμοιαζε σαν να τον γνώριζε από το μηδέν. Σαν να μην είχε προηγηθεί εκείνη η υπέροχη μέρα και όσα έκαναν μαζί.

"Τι θα θέλατε παρακαλώ;" πήγε στο επόμενο τραπέζι χωρίς να κοιτάξει πίσω. Η παρέα έδωσε τη παραγγελία της και εκείνη πήγε στη κουζίνα να την ετοιμάσει. Της πήρε λίγη παραπάνω ώρα καθώς τα άτομα ήταν πέντε όταν ξαφνικά έβρισε. "Ο καφές!" βγήκε και έβαλε στα γρήγορα ένα φλιτζάνι κάτω από την υποδοχή. Στα δέκα λεπτά ο Λουκ έπινε το δεύτερο καφέ του και είχαν περάσει δώδεκα. Δεν είχε καθυστερήσει να του πάει ποτέ τον καφέ όσες φορές ήρθε αλλά για δύο λεπτά, δε θα υπήρχε θέμα. Τον έφτιαξε , τον έβαλε στο δίσκο και πήγε στο τραπέζι. Καθόταν στην ίδια ακριβώς στάση.
Άφησε το γεμάτο φλιτζάνι κάτω και πήρε το άδειο αλλά πριν φύγει, την έπιασε από το χέρι απότομα.

"Ένα διπλό ουίσκι σήμερα" της είπε και ανασηκώνοντας το πρόσωπο του , οι ματιές τους ενώθηκαν. Η καρδιά της πεταρισε άθελά της. Είχε αυτό το  διαπεραστικό βλέμμα που της προκαλούσε ανάμεικτα συναισθήματα. Έμοιαζε σαν να διαπερνάει τα μάτια  της, να τρυπώνει στο μυαλό της και να ψάχνει κάθε παραθυράκι του εγκεφάλου της. Η Ελίζαμπεθ ξεροκαταπιε και έπειτα έστρεψε το βλέμμα στο κράτημα του. Ακόμα είχε το χέρι του στο δικό της.

"Όλα καλά δεσποινίς;!" Ένας άντρας που τη παραδίπλα παρέα που τους είδε, πήρε θέση. Η Ελίζαμπεθ θυμήθηκε τι είχε γίνει τότε με τους δύο μεθυσμένους και χαμογέλασε σφιγμένα.

"Άσε το χέρι μου" γύρισε και ειπε μέσα από τα δόντια της προς το Λουκ και ύστερα κοίταξε προς το άλλο τραπέζι "Ναι ναι, όλα μια χαρά έρχονται και τα φαγητά σας σε λίγο!"

"Είσαι λίγο εκνευρισμένη σήμερα Λίζι;" η φωνή του καθώς και ο τρόπος που έκοψε το όνομα της , πρόσφεραν μια υπερπαραγωγή συναισθημάτων μέσα της.

"Ποιο είναι το πρόβλημα σου;" έγινε επιθετική μαζί του και τραβώντας το χέρι της εκείνος το απελευθέρωσε. Του έριξε ένα άγριο βλέμμα και πήγε στη κουζίνα. Ένιωθε ότι ήθελε να τη χλευάσει κατά κάποιο τρόπο.  Σίγουρα δεν είχε ιδέα ότι η Ελίζαμπεθ τους άκουσε με τη Νάντια το προηγούμενο βράδυ. Εκτός αυτού, ύστερα από εκείνη τη βόλτα που έκαναν και το φιλί τους, ο Λουκ εξαφανίστηκε. Δεν πάτησε ούτε στο καφέ ούτε ήρθε σε επαφή μαζί της. Το μόνο λογικό να σκεφτεί η Ελίζαμπεθ ήταν πως έκανε τη πλάκα του μαζί της.

Έβαλε σε ένα τεράστιο ορθογώνιο δίσκο το φαγητό της παρέας και σέρβιρε. Την ρώτησαν ξανά αν ήταν όλα καλά γιατί είδαν το πιάσιμο που της έκανε αλλά εκείνη τους διαβεβαίωσε πως ολα ήταν εντάξει..
Ύστερα του έβαλε ένα ουίσκι όπως της ζήτησε πήγε και του το άφησε χωρίς να κοντοσταθει ούτε δευτερόλεπτο.

Τρία λεπτά μετά, σηκώθηκε και το βλέμμα της στράφηκε πάνω του. Άφησε χρήματα και βγήκε από το μαγαζί. Το μάτι της έπεσε στο ποτήρι πριν καν πάει να καθαρίσει το τραπέζι του. Το είχε αδειάσει όλο.

Είχε αρκετή ομίχλη έξω και άλλες δύο ώρες μπροστά της μέχρι να κλείσει. Ο Τσαρλς ούτε πάτησε το πόδι του και η σκέψη να πληρωθεί έπεσε και εκείνη στο κενό. Όλα ήταν ένα μπαχαλο...

Η παρέα της έκανε νόημα να πληρώσει.
Πήγε και αφού εισέπραξε το ποσό καθάρισε και κοίταξε το ρολόι. Ήθελε να κλείσει άμεσα αλλά ήξερε ότι αυτό ήταν αδύνατο. Σπάνια έκλειναν το μαγαζί νωρίτερα αν δεν συνέτρεχε σοβαρός λόγος ή κακοκαιρία.
Η ομίχλη ήταν καθημερινό φαινόμενο στη συγκεκριμένη πόλη λόγω της θέσης της και ήταν κάτι φυσιολογικό.

Αποφάσισε να προετοιμάσει τη πρωινή βάρδια. Μπήκε στη κουζίνα και έβγαλε τα ψωμάκια, τα μαρούλια και όλα τα υλικά για τα κρύα σάντουιτς. Ξεκίνησε να κάνεις η προετοιμασία όταν σταμάτησε ξαφνικά. Ήταν σίγουρη ότι άκουσε βήματα αλλά παρόλα αυτά το καμπανάκι δε χτύπησε.
Σκεπτόμενη ότι παράκουσε ή ίσως πως έβγαλε αέρα συνέχισε τη δουλειά της ώσπου άκουσε μουσική από το τζουκ μποξ και πάγωσε. Σκούπισε τα χέρια της και βγαίνοντας να ελέγξει δεν είδε κανένα. Το μαγαζί ήταν άδειο.

"Τόσο ετών μηχάνημα θα κόλλησε..." Μουρμούρησε και πήγε να το κλείσει. Πάτησε το κουμπί, το μηχάνημα έσβησε και ξαναπήγε στη κουζίνα αλλά δευτερόλεπτα αργότερα εκείνο άρχισε να παίζει εκ νέου. "Τι διάολο..." η Ελίζαμπεθ βγήκε ξανά και πηγαίνοντας προς το τζουκ μποξ, το έβγαλε από τη πρίζα. "Καλύτερα έτσι..." ψέλλισε κοιτώντας το "Πόσο να αντέξεις και εσύ..."
Ξαναμπήκε στη κουζίνα χωρίς να δώσει σημασία αλλά όταν έπειτα από δύο λεπτά άκουσε τη μουσική να παίζει πάλι, την έπιασε ταχυπαλμια. Κοίταξε προς τη κουρτίνα της πόρτας , πλησίασε σιγά σιγά και την άνοιξε τόσο όσο ώστε να βλέπει. Κανείς...
Το μηχάνημα όμως ήταν στη πρίζα και έπαιζε μουσική.
"Λες να έβγαλα λάθος καλώδιο;" σκέφτηκε σιγά σιγά αφού έξω όλα ήταν στη θέση τους. Η πόρτα ήταν κλειστή. Τα τραπέζια άδεια και το πάρκινγκ από όσο μπορούσε να διακρίνει εξίσου άδειο.
"Ναι Ελίζαμπεθ. Προφανώς και έβγαλες κάτι λάθος" είπε στον εαυτό της κουνώντας το κεφάλι της πέρα δώθε και βγήκε. Πλησιάζοντας πρόσεξε ότι κάθε καλώδιο ήταν συνδεδεμένο. Αν είχε βγάλει λάθος πρίζα μια δε θα ήταν εκτός; σκέφτηκε και αυτόματα την έλουσε κρύος ιδρώτας. Κάτι δε πήγαινε καλά. Αν πριν ήταν σίγουρη ότι όλα ήταν τυχαία, τώρα φοβήθηκε.

"Βαλθηκες να το κλείνεις..." άκουσε ξαφνικά πίσω της και γυρίζοντας ο Λουκ ήταν ένα μέτρο μακριά της.

"Πως μπήκες μέσα;" ρώτησε κάνοντας ένα βήμα πίσω

"Από τη πόρτα..."

"Δεν άκουσα θόρυβο" Κάτι πάνω του ήταν σκοτεινό. Το βλέμμα του είχε μια πονηραδα που δεν είχε ξαναδεί ενώ η φωνή του ήταν εξίσου περίεργη. Καμιά σχέση με τον Λουκ από τη βόλτα στη λίμνη.

"Ίσως χάλασε το καμπανάκι Λίζι .." έκανε ένα βήμα προς το μέρος της μα όταν τον μιμήθηκε και εκείνη, ακούμπησε στο τζουκ μποξ. "Γιατί πισωπατάς;"

"Δε το κάνω" απάντησε χωρίς καθυστέρηση

"Αλήθεια;" Ο Λουκ στάθηκε μπροστά της

"Ξέχασες κάτι; Θέλεις μήπως ένα καφέ;" η φωνή της πρόδιδε ότι ένιωθε περίεργα κοντά του.

"Όντως κάτι ξέχασα..." παραδέχθηκε και άπλωσε το χέρι του προς τα μαλλιά της αλλά εκείνη τραβήχτηκε. Ήθελε τόσο απελπισμένα να βγάλει το σουγιά από τη τσέπη και να της κόψει το λαρύγγι. Ήταν θαρρείς και εκείνο το τρομαγμένο λάγνο της βλέμμα να τον παρακαλούσε να το κάνει. Σε καμία περίπτωση όμως δεν ήθελε να χάσει την έξοδο του. Στη τελική με την εμφάνιση της άρχισαν να βγαίνουν προς τα έξω ξανά οι προσωπικότητες. Πόσο μάλλον ο Ίαν ο οποίος ζούσε φυλακισμένος για καιρό. Πρώτα θα ήταν σίγουρος για το αύριο και μετά θα τη σκότωνε. Μέχρι τότε όμως θα έπαιζε ένα όμορφο παιχνίδι μαζί της και θα περνούσε καλά. Θα τον ευχαριστούσε και ο ηλίθιος ο Λουκ άλλωστε.

"Λουκ; Σε ρώτησα κάτι..." η φωνή της τράβηξε τη προσοχή του στα χειλη της. Ήταν τόσο θανάσιμα ζουμερα... Φαντάστηκε να τα σκιζει σιγά σιγά και να ρουφάει το αίμα που θα ανάβλυζε από μέσα τους. Τα μαλλιά της... Εκείνα τα υπέροχα μοσχομυρωδατα μαλλιά της να κολλούσαν στα ματωμένα της χείλη και εκείνη να έκλαιγε. Πόσες ηδονικες εικόνες του χάριζε; Αναρωτήθηκε κοιτώντας τη. "Λουκ!" η Ελίζαμπεθ φώναξε λίγο παραπάνω. Τσιριξε σχεδόν αφού εκείνος τη κοιτούσε σαν χαμένος. Έβλεπε το κεφάλι του να γέρνει ελαφρά και να επεξεργάζεται ένα ένα τα χαρακτηριστικά της και ένιωθε περίεργα.

"Συγνώμη..." βρήκε το σθένος να της πει γλύφοντας τα χείλη του

"Για ποιο πράγμα;"

"Που έφυγα έτσι τις προάλλες..."

"Δε καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάς" έκανε την ανηξερη και ο τρόπος που ανασηκωσε τους ώμους της του πρόσφερε μια ακόμα εικόνα της για να φαντασιώνεται... Την σκέφτηκε στα τέσσερα στο πάτωμα... Δεμένη χειροπόδαρα και εκείνος με μια λεπίδα να σκίζει το δέρμα της. Δεν πίστευε ούτε και ο ίδιος πόσα πολλά όμορφα συναισθήματα του έβγαζε. Τόσο ωραίες δομημένες εικόνες. Είχε σχεδόν ενθουσιαστεί.

"Έλα τώρα..." βρήκε τη δύναμη και της είπε βγαίνοντας από τις σκέψεις του "Με φίλησες και έφυγα σαν ηλίθιος..." ο Ίαν πέρασε στην επίθεση

"Αααα... Για αυτό μιλάς; Το ξέχασα ήδη. Δεν ήταν κάτι σημαντικό. Μια παρόρμηση της στιγμής" η Ελίζαμπεθ τον προσπερασε αλλά εκείνος με ένα δυνατό κράτημα τη γύρισε και τη κόλλησε στο κορμί του.

"Σοβαρά;" ρώτησε θέλοντας να βάλει τα κλάματα. Ήταν τόσο υπέροχη...τα μάτια της είχαν θυμώσει. Το έβλεπε. Σκέφτηκε πως θα ήταν να εχωνε μέσα τα δάχτυλα του και να τα έβγαζε σιγά σιγά... Τόσες πολλές εικόνες...
Οι ιστοί τους να κρέμονται εκείνη να σπαρταραει... Δεν άντεχε πια να του δημιουργεί εικόνες. Ήταν απίστευτη αίσθηση.

"Άφησε με σε παρακαλώ. Δε μπλέκω με δεσμευμένους άλλωστε" η απάντηση της του τράβηξε το ενδιαφέρον. Σκέφτηκε αυτόματα τι μπορεί να έκανε ο μαλάκας ο Λουκ και εκείνη απάντησε έτσι.

"Ποιος σου είπε ότι είμαι δεσμευμένος...;" ρώτησε τραβώντας τη ένα τσακ πιο κοντά

"Έλα τώρα. Δεν είμαι παιδί Λουκ. Ούτε θα το πάω πλαγίως. Πέρασα χθες το βράδυ να δω πως είσαι γιατί είχες μέρες να φανείς και άκουσα τη Νάντια να φωνάζει από μέσα. Δεν είμαι ηλίθια ούτε κανένα κοριτσάκι... Έγινε ένα λάθος. Οκ, το παραδέχομαι. Σε φίλησα πάνω στη στιγμή. Δεν είσαι υποχρεωμένος να..." Ο Ίαν την έπιασε από τη μέση και γυρίζοντας την έβαλε να κάτσει πάνω στο τζουκ μποξ και χωρίς να της δώσει χρόνο να σκεφτεί , κόλλησε τα χείλη του αχόρταγα στα δικά της.

"Κόψε τις μαλακίες Λίζι..." είπε αξαφνα πάνω στο φιλι. "Τίποτα δε τρέχει μαζί της... ούτε τώρα ούτε ποτέ. Το ξέρεις ότι σε γουστάρω σαν τρελός..." Την έσφιξε από τη μέση και εκείνη έχασε πάσα ιδέα. Ήταν τόσο παθιασμένος σε κάθε του κίνηση. Πρώτη φορά τον ένιωθε έτσι. Όχι πως τον ήξερε και καλά αλλά πλέον δεν είχε λόγια.

"Λουκ... Σταμάτα" βρήκε το σθένος να πει βλέποντας τον ότι αγριευει. "Δουλεύω εδώ" η Ελίζαμπεθ προσπάθησε να τον απομακρύνει μα εκείνος τη κράτησε σταθερά πάνω στο μηχάνημα.

"Δε σε αφήνω αν δε μου πεις ότι με πιστεύεις" πράγματι οι δηλώσεις του ξεπέρασαν και τη πιο ζωηρή φαντασία της.
Εκτός αυτού τόλμησε και τη φίλησε σε δημόσιο μέρος. Αν πράγματι είχε σχέση με τη Νάντια ακόμα και η ιδέα ότι θα τους έβλεπε κάποιος, θα τον απέτρεπε από το πράξει έτσι.

"Εντάξει. Σε πιστεύω. Άφησε με κάτω τώρα..." ο Ίαν ήταν δύο μέτρα και εκείνη μια σπιθαμή μπροστά του. Παρόλα αυτά είχε δύναμη. Το ένιωσε από το τρόπο που τα χέρια της πίεσαν το δέρμα του όταν τη φίλησε.

"Ελα, κλείσε να σε πάω σπίτι..." την έπιασε και τη κατέβασε απαλά. Τα χείλη της είχαν κοκκινίσει από την επαφή με τα ολίγων ημερών γενιά του και δε σταματούσε να του δίνει εικόνες. Τόσες πολλές. Ο Ίαν έπαθε πλάκα. Τη φαντάστηκε σε χιλιάδες σενάρια... Πνιγμένη, στραγγαλισμενη... Διαμελισμένη...
Ήταν εξαίσια κάθε μία από αυτές τις εικόνες.

Η Ελίζαμπεθ από την άλλη ένιωθε χαμένη. Δεν είχε αντιληφθεί εντελώς τι προηγήθηκε. Της ήρθε πολύ απότομο.

"Δε... Δεν μπορώ να φύγω ακόμα. Κλείνω σε δύο ώρες..." ήταν διστακτική και εκείνος το κατάλαβε.

"Κοίτα Ελίζαμπεθ..." ξεκίνησε να λέει αηδιασμένος αφού προσπαθούσε να φορέσει το χαρακτήρα του Λουκ ο οποίος τόση ώρα ούρλιαζε μέσα του. "Λυπάμαι που εξαφανίστηκα. Όπως λυπάμαι και που έφυγα όταν με φίλησες. Σου εξήγησα ότι δεν είχα επαφή με κανένα σε αυτή τη πόλη. Όσο απότομο ίσως είναι για σένα, άλλο τόσο πιο απότομο είναι και για μένα. Τα χάνω καμιά φορά.... Άλλες πάλι, δε ξέρω πως να φερθω όπως τώρα. Έπραξα όπως σκεφτόμουν. Απλά σε φίλησα και λυπάμαι για αυτό..." Ο Ίαν ήθελε να ξερασει από τη τόση γλύκα που έβαζαν τα λόγια του μα αν ήθελε να επιτύχει, έπρεπε να παίξει καλά...

"Δεν... Δε ξέρω τι να πω" παραδέχθηκε κάπως μαζεμένη

"Τίποτα να μη πεις!" Ο Ίαν την τράβηξε από τη μέση "Αύριο θα έρθω να σε πάρω... Κανόνισε να πάρεις ρεπό. Θα πάμε βόλτα. Ένα κανονικό ραντεβού ίσως..."

"Ραντεβού;" απόρησε εκείνη και χωρίς να το ορίζει χαμογέλασε ελαφρά

"Αν σου έλεγα ότι θέλω να περάσω χρόνο μόνος μαζί σου θα ήταν προτιμότερο;" της αντιγυρισε "Έλα Λίζι..." ο τρόπος που έκοψε  παλι το όνομα της της δημιούργησε ένα κόμπο στο στομάχι. Όχι ιδιαίτερα αρνητικό όμως.... Απλώς περίεργο. "Σε γουστάρω. Αν θέλεις και εσυ τότε μπορούμε να δώσουμε μια ευκαιρία.. Τι λες;"

Η Ελίζαμπεθ πήρε μια ανάσα μεγάλη χωρίς όμως να φανεί. Ξαφνικά μέσα της άρχισαν να αναβοσβηνουν πολύχρωμα λαμπάκια θαρρείς και στόλισε τον εαυτό της για τις γιορτές. Πόσο περίεργο που αυτός ο άνθρωπος σε όποια κατάσταση κι αν ήταν την έκανε να νιώθει φόβο και ασφάλεια μαζί, σκέφτηκε και χαμογέλασε.

"Τη Κυριακή. Αύριο δε μπορώ. Η γυναίκα τους Τσαρλς είναι στο μήνα της..." εξήγησε και εκείνος ακούγοντας το όνομα σκοτείνιασε.

"Τι έπαθες;"

"Τίποτα..." Είπε αλλά τα μάτια του είχαν αλλάξει.

"Σίγουρα; Μήπως σε πείραξε που είπα ότι δε θα μου δώσει ρεπό ο Τσαρλς;" στο δεύτερο άκουσμα του ονόματος του ο Ίαν τρικλισε τα δόντια του. Ήθελε να πιάσει το κεφάλι της και το χτυπάει χωρίς σταματημό στο μηχάνημα πίσω της.

"Ναι. Όλα καλά. Πρέπει να φύγω. Κάτι ξέχασα. Θα έρθω ξανά πριν τη Κυριακή" έλεγε γρήγορα τη μία φράση μετά την άλλη.

"Λουκ περίμενε!" έφυγε σαν τρελός με αστραπιαία ταχύτητα και εκείνη έμεινε στατική να τον κοιτάζει να απομακρύνεται στην ομίχλη ώσπου χάθηκε εντελώς από το βλέμμα της.
Η Ελίζαμπεθ δεν ήξερε τι να πιστέψει και τι να νιώσει...
Μισή ώρα πριν ούτε σκέφτηκε ότι θα μιλήσουν ξανά...
Μισή ώρα αργότερα,  εκείνος ήρθε και τα ανέτρεψε όλα...

           °°°°°°°°°°°°°°

Έβγαζε ανεξέλεγκτες κραυγές ώσπου μπαίνοντας στο δάσος , έπεσε στα γόνατα και άρχισε να ουρλιάζει σαν τρελός. Ακούγοντας από τα χείλη της το όνομα του Τσαρλς, του έστριψε. Έμπηξε βαθιά τα χέρια του στο χώμα και σαν πληγωμένο θηρίο άρχισε να ανασαίνει βαριά...

"Τι έκανες Ίαν!" η φωνή του άλλαξε αμέσως και ο Τζέι βγήκε έξω
"Κινδυνεύει μαζί σου! Τι εκανες;!"

"Πάψε πια! Τα ήθελε και εκείνη!" επενέβη ο Ντέρεκ και ο Ίαν κατάλαβε ότι επηρεάστηκε τόσο πολύ που έχανε τον έλεγχο.

"Θα σε διαλύσω στο ορκίζομαι!" ο Λουκ πάσχισε να αναλάβει τα ηνία και πέφτοντας ολόκληρος στα χώματα άρχισε να φέρνει σβούρες. Προσπαθούσε απελπισμένα να σκίσει την ίδια του τη σάρκα ώσπου ξάφνου σταμάτησε και έμεινε να ανασαίνει κουρασμένα...

"Τι έκανε θεέ μου... Τι έκανε..." Ο Λουκ ξάπλωσε κοιτώντας τον ουρανό και έπιασε το κεφάλι του απελπισμένος...
Κάθε στιγμή, κάθε εικόνα , όλα ήταν ζωντανά στο κεφάλι του αυτή τη φορα. Σαν να τα ζούσε και απλά να μην είχε τον έλεγχο. Δεν είχε ούτε απώλεια μνήμης ούτε τίποτα...
Θαρρείς και ο Ίαν του επέτρεψε να ζήσει όσα έγιναν στο εστιατόριο.
Λεπτά αργότερα γύρισε στο πλάι και άγγιξε το υγρό χώμα...
"Τελείωσε... Ως εδώ" Ψέλλισε και βάζοντας πυγμή σηκώθηκε έξαλλος. "Αύριο κι όλας πάω στη Νέα Υόρκη... Τελείωσε..." μουρμούρησε ξανά και αποφασισμένος να αλλάξει όχι μόνο τη δοσολογία αλλά και γιατρό, έφυγε τρέχοντας προς το σπίτι. Δε θα άφηνε ποτέ ξανά κανένα να κανονίσει τη ζωή του... Ανέχτηκε αρκετά...

🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top