Κεφάλαιο 17°
~Στη γη γεννιέσαι και εκεί μέσα της βαθιά καταλήγεις ...~
Φωνες... Τόσες πολλές , διάσπαρτες μέσα στα σκοτεινά δάση του μυαλού μου.
Τι έκανα; Τι έκανε εκείνος;
Τι αμαρτίες πληρώνω και σε ποιον χρωστώ;
Πρέπει να φύγω...
Να φύγω όσο πιο μακριά γίνεται ...
Ο Λουκ κοιτούσε ολόγυρα και αδυνατούσε να βγάλει άκρη. Όσο πάλευε να ανακτήσει μνήμες άλλο τόσο το μυαλό του χάνονταν. Θαρρείς και ο Ίαν είχε κλείσει κάθε τι που αφορούσε τη προηγούμενη νύχτα μέσα σε ένα κουτάκι βαθιά στο κεφάλι του και το έκρυψε στο βαθύτερο σημείο για να μη θυμηθεί.
"Ντέρεκ; Τζει;! Κάποιος παναθεμα σας! Κάποιος να μιλήσει" Άρπαξε σαν τρελός το ημερολόγιο μα οι σελίδες ήταν σχεδόν όλες σκισμένες και μην αντέχοντας άλλο, κάθισε στο πάτωμα απελπισμένος.
Τα φώτα ήταν σβηστά αλλά από τις λάμπες του δρόμου έβλεπε αρκετά καθαρά γύρω του. Το σπίτι ήταν άνω κάτω. Τα μαξιλαρια ήταν σκισμένα, η πολυθρόνα αναποδογυρισμενη, η βρύση της κουζίνας ακουγόταν ανοιχτή ενώ κάθε γυαλικό, σαν κομμάτια από παζλ, ήταν σπασμένο και πεταμένο χάμω.
Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν τον ανησυχούσε όσο εκείνες οι κόκκινες κηλίδες που υπήρχαν διάσπαρτες παντού. Μύριζαν σίδερο και οι μνήμες από το αίμα στη γλώσσα του κάθε φορά που έτρωγε ξύλο, γαργαλουσαν τα μέσα του. Ήξερε πολύ καλά πως ήταν αίμα. Όπως ακριβώς ήξερε πολύ καλά πως ο ίδιος δεν ήταν πουθενά πληγωμένος.
"ΒΓΕΣ ΕΞΩ ΡΕ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΕ!" τσιριξε και το στήθος του άρχισε να ανεβοκατεβαίνει σαν τρελό "Τι διάολο έκανες!" Απαίτησε να μάθει και σαν μωρό που είναι έτοιμο να μπουσουλησει, ακούμπησε τα χέρια στο πάτωμα και εστίασε στο κενό.
"Πάψε να κλαίς σαν μυξιαρικο!!!" Φώναξε αξαφνα
"Μην ανακατευεσαι Ντέρεκ!"
"Τζει ραψε το στόμα σου!"
"Γιατί δε του λεμε τι έγινε χθες;"
"Γιατί θα μας σκοτώσει και εμάς!"
"Δε μπορεί και το ξέρεις!"
"Τζει σταμάτα!"
"Ντέρεκ φοβάμαι!"
"Εγώ πάλι όχι!"
"Σε ικετεύω... Κινδυνεύουμε..."
"Θα πάψεις;"
"Πρέπει να του μιλήσουμε!"
"Πάψε σου είπα!"
"Τικ τακ... Τικ τακ... Τικ τακ κάνει η καρέκλα της μαμάς... Και όταν εκείνη τραγουδά και τη μουσική βάζει ψηλά , έρχεται ο μπαμπάς και ο Τζέι πονά..."
Ο Λουκ ξαπλωμένος πια στο πάτωμα κοιτούσε το ταβάνι βγάζοντας μικρές πνιχτες φωνουλες. Ο Τζέι αρνιόταν να μπει μέσα, ο Ντέρεκ σώπασε και ο Ίαν ήταν κρυμμένος.
"Έλα μικρό μου διαολακι να σου μάθω το Θεό... Βγάλε το παντελόνι , πάρε το κομποσχοίνι και ξεκινά τις προσευχές... Μαμά; Που είσαι μαμά; ΣΚΑΣΕ ΔΙΑΟΛΕΜΕΝΟ! Ο ΠΑΤΈΡΑΣ ΣΟΥ ΘΑ ΣΕ ΕΞΑΓΝΊΣΕΙ!!"
Τα δάχτυλα του Λουκ άγγιξαν τα σανίδια και γύρισε ολόκληρος μπρούμυτα
"Μανούλα μου...Μαμά μου φοβάμαι...Μη κλαις. ΜΗ ΚΛΑΙΣ! ΘΑ ΣΑΠΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΚΟΛΑΣΗ! μαμά μη!!! Μη τον αφήνεις να με πλησιάσει! -Καλησπέρα Λουκ! -Φυγε μακριά μου! -Μαζι θα πάμε στο θεό μικρέ... -Μη με αγγίζεις! -Ειναι ο διάολος μέσα του Τσαρλς! Μη σε πτοεί! Πρέπει να τιμωρηθεί! -ΟΧΙ!!! Σε εκλιπαρώ! Πονάει! - ΕΛΑ ΣΤΟ ΘΕΙΟ ΤΣΑΡΛΣ ΔΙΑΟΛΕ!"
Το κορμί του Λουκ άρχισε να φέρνει σβούρες στο πάτωμα ενώ τα νύχια του ολοένα και έσκιζαν με μανία τα σανίδια ώσπου ξάφνου σταμάτησε κάθε του κίνηση. Έχοντας το κεφάλι γερμένο προς τα κάτω, σύρθηκε ως τον αγαπημένο του καθρέφτη και κάθισε μπροστά του. Έσκυψε προς τα μπροστά, άφησε την ανάσα να θολώσει το γυαλί και ύστερα χωρίς να κοιτάζει άπλωσε το δάχτυλο του και έγραψε : τρέξε
***************
"Πολύ σιωπηλή σήμερα. Όλα εντάξει; Μήπως ξενερωσες που ήρθα εγώ αντί για την Νάντια;" Η Πέιτον τοποθέτησε στο δίσκο τους καφέδες και η Ελίζαμπεθ αναστέναξε.
"Φυσικά και όχι"
"Κάτι σε απασχολεί... Ξέρω είπα θα σταματήσω από του Τσάρλς αλλά κάπου πήγε η Νάντια και αναγκαστικά ήρθα εγώ" της εξήγησε βλέποντας ότι η Ελίζαμπεθ ήταν προβληματισμένη
"Ούτε ο Τσαρλς φάνηκε από το πρωί" της απάντησε σκεπτική
"Η Κλάρα χρειάζεται βοήθεια" της υπενθύμισε
"Το ξέρω Πέιτον, απλώς κάθε Παρασκευή φέρνει τις πληρωμές"
"Θα έρθει πιο μετά. Και εγώ τελευταία στιγμή ήρθα. Ίσως κανονίζει για προσωπικό. Δε ξέρω..."
"Γιατί να κανονίσει; Εσύ δεν είπες πως η Νάντια σου έστειλε μήνυμα να την αντικαταστήσεις μόνο για σήμερα;" Απόρησε
"Ναι, το έκανε χθες βράδυ αλλά του Τσαρλς δε του αρέσουν αυτά. Δεν μιλήσαμε ακόμα αλλά είμαι σίγουρη πως δε θα του αρέσει να κανονίζουν χωρίς να ξέρει"
"Δε φτάνει που κανονίζει για αντικαταστάτη θα τη διώξει κι όλας; Δε νομίζεις πως υπερβάλλεις λιγάκι; Αν και δε με απασχολεί" σχολίασε εν τέλει έχοντας ένα θυμωμένο μειδίαμα στα χείλη.
"Τέλος πάντων. Θα έρθει και θα δούμε. Πάω γιατί θα κρυώσουν οι καφέδες!"
Η Πέιτον έφυγε και η Ελίζαμπεθ έπιασε ένα πανί και ξεκίνησε να καθαρίζει εκνευρισμένη τη μηχανή του καφέ. Δείλιασε να του χτυπήσει τη πόρτα το προηγούμενο βράδυ. Πως να χτυπήσει άλλωστε όταν πλησίασε στο σπίτι του και άκουσε γυναικεια φωνή. Μια φωνή γνώριμη στα αυτιά της...
Η Νάντια όχι μόνο ήταν στου Λουκ αλλά από ότι έδειχνε δεν ήταν μόνο φίλοι τελικά. Εκείνη που της είπε από τη πρώτη στιγμή να μείνει μακριά του, ήταν σπίτι του και από ότι φάνηκε έκανε και σεξ μαζί του. Τουλάχιστον αυτό φάνηκε από τις φωνές της...
"Δε φταίει κανένας άλλος! Εγώ η ηλίθια φταίω που πίστεψα πως ήταν διαφορετικός!" Μονολογησε χτυπώντας με το πανί τη μηχανή "Και η άλλη ακόμα δεν ήρθε στη πόλη... Θεέ μου... Μαρεσει που τον έλεγαν και τρελό! Τρελή θα ήμουν εγώ αν εμπλεκα! Ούτε που με νοιάζει! Σιγά! Επειδή πήγαμε μια βόλτα στη θάλασσα; Να πηδήξει ήθελε ο τύπος ξεκάθαρα! Τελικά όντως έπρεπε να μείνω μακριά!" αν και δε το ήθελε η Ελίζαμπεθ ένιωθε θυμωμένη.
"Τι μουρμούρας εκεί;" Τη ρώτησε η Πέιτον πλησιάζοντας
"Εγω;" Γύρισε αυθόρμητα κοιτώντας τη.
"Λέω, τι μουρμούρας εκεί! Σου ζήτησα έναν εσπρέσσο πριν ένα λεπτό και ούτε με κοίταξες!"
"Με συγχωρείς... Κάτι δικά μου. Σκέτο;"
"Ναι μωρέ Ελίζαμπεθ! Δε βλέπεις τον Χέντριξ στο τραπέζι; Ξέχασες πως πίνει το καφέ;" Η Ελίζαμπεθ κοίταξε τα τραπεζάκια και κατάλαβε αμέσως για ποιον πελάτη μιλούσε.
"Σε ένα λεπτακι θα είναι έτοιμος" Γύρισε στη μηχανή και ξεκίνησε μηχανικά να φτιάχνει τον καφέ. Δεν ήξερε γιατί ήταν θυμωμένη. Ο Λουκ δεν ανταποκρίθηκε στο φιλί της. Ένα φιλί που του χάρισε χωρίς να το σκεφτεί. Παρόλα αυτά ένιωθε θυμωμένη στη σκέψη ότι η Νάντια πέρασε μαζί του το βράδυ. Στη τελική ήταν παιδική του φίλη. Ίσως είχαν δεσμό. Ίσως χάθηκαν μετέπειτα και απλά ζωντάνεψε το πάθος τους ξανά. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί και τι ακριβώς να πράξει. Το μόνο σίγουρο πάντως ήταν πως ένιωθε ντροπιασμένη. Πρώτη φορά στη ζωή της αφέθηκε να κάνει μια κίνηση και την μετάνιωνε συνεχώς.
"Ξέχασες το μπισκοτάκι..." Η Πέιτον τη κοίταξε περίεργα και η Ελίζαμπεθ ανασηκωσε τα φρύδια της και τοποθέτησε χωρίς να σχολιάσει κάτι ένα μπισκότο πλάι στο καφέ. "Είσαι σίγουρα εντάξει; Φαίνεσαι στα χαμένα Ελίζαμπεθ"
"Μην ανησυχείς για μένα Πέιτον. Είναι οικογενειακά όσα με απασχολούν"
"Εσύ ξέρεις. Αν θελήσεις πάντως να μιλήσεις εγώ είμαι εδώ..."
"Σε ευχαριστώ"
Η Ελίζαμπεθ γύρισε προς τη μηχανή του και ξεφυσησε. Αναρωτήθηκε για μια στιγμή πως γίνεται να τη κυνηγούν όπου κι αν πάει τα προβλήματα. Είτε αυτά έχουν να κάνουν με το παρελθόν της, είτε όχι...
Ο θάνατος της Κάθριν την συντάραξε. Πέρα όμως από το συνθηματικό κομμάτι, ολόκληρη η οικογένεια της κρεμόταν σε ένα σχοινί που ήταν έτοιμο να σπάσει. Ήξερε πως έπρεπε να ξαναψαξει για δουλειά. Δε την έπαιρνε να μείνει μόνο στους Τσαρλς.
"Ανάθεμα..." ψέλλισε και έκλεισε για λίγο τα βλέφαρα της "Όλα θα πάνε καλά Λιζ... Όλα..." είπε στον εαυτό της. Τα νεύρα δεν έβγαζαν πουθενά άλλωστε.
Γυρίζοντας προς τους πελάτες είδε την Πέιτον σχεδόν έξαλλη να μιλάει στο τηλέφωνο έξω από το μαγαζί. Έκανε χειρονομίες και έδειχνε εκνευρισμένη.
"Είσαι καλά;" την ρώτησε μόλις μπήκε μέσα και εκείνη έβγαλε τη ποδιά της και να την άφησε στο πάγκο.
"Όχι!" είπε μόνο
"Θα φύγεις;" ρώτησε η Ελίζαμπεθ βλέποντας ότι μαζεύει τα πράγματά της
"Ναι. Θα πεταχτω μέχρι το κέντρο να βάλω στη τοπική εφημερίδα μια αγγελία. Μόλις μου τηλεφώνησε ο Τσαρλς. Μίλησε με τη Νάντια και του είπε ότι σταματάει. Έφυγε Ελίζαμπεθ. Και τώρα με ρώτησε αν μπορώ για λίγες μέρες να την αντικαταστήσω! Αν είναι δυνατόν!" Εκρωξε "Αφού ξέρει ότι δε μπορώ! Υποτίθεται θα κανόνιζε εκείνος για προσωπικό..." συνέχισε απογοητευμένη
"Γιατί έφυγε; Πριν λίγο καιρό ήρθε πάλι πίσω... Δεν καταλαβαίνω.."
"Ούτε εγώ! Αν βγάλεις άκρη πες μου και εμένα..." Η Πέιτον έβαλε το μπουφάν της και τη κοίταξε κάπως πιο ήρεμα "Θα είσαι εντάξει αν πεταχτω στο κέντρο; Θα κάνω καμιά ώρα..."
"Ναι, μην ανησυχείς. Δεν έχει και κίνηση σήμερα..."
"Ελίζαμπεθ;" η Πέιτον κοντοσταθηκε "Ο Τσαρλς μου είπε να πάρω και τη βραδινή βάρδια σήμερα... Αλλά δε μπορώ...."
"Κατάλαβα. Μην ανησυχείς. Θα κάτσω όλη μέρα..."
"Είσαι σίγουρη; Μπορώ αν θέλεις να σε καλύψω να φύγεις για λίγο το απόγευμα"
"Δεν χρειάζεται...Άντε πήγαινε πριν αγριεψει ο καιρός"
Η Πέιτον έφυγε και η Ελίζαμπεθ έφτιαξε ένα καφέ για τον εαυτό της και κάθισε. Πολύ περίεργα της φάνηκαν όλα...
Η Νάντια είχε επιστρέψει πριν λίγες μέρες στη πόλη. Χθες ήταν με τον Λουκ και τώρα τους ανακοίνωσε ότι έφυγε ξανά.
Τίποτα δεν έβγαζε νόημα αλλά αποφάσισε να μην ασχοληθεί ξανά. Θα κοιτούσε τη δουλειά της, παράλληλα θα έψαχνε για δεύτερη εργασία και με όποιο τρόπο μπορούσε θα βοηθούσε τους γονείς της πάση θυσία... Στη τελική εκείνη έφταιγε για όλα τα κακά που τους βρήκαν. Κανένας άλλος..
°°°°°°°°°°°
Είκοσι χρόνια πριν
Ήταν μεσάνυχτα όταν χτύπησε τη πόρτα και έξω ο αέρας φυσούσε μανιασμένα. Η πόλη είχε αποκοιμηθεί. Ο χειμώνας ήταν βαρύς και κανένας δε κυκλοφορούσε έξω μετά τη δύση του ηλίου. Στο δεύτερο χτύπο , ο πάστορας άνοιξε και εκείνος μπήκε μέσα. Έβγαλε το πανωφόρι του και το σκούφο και τον κοίταξε.
"Όλα έτοιμα;"
"Ναι Τσαρλς. Εσύ τα έχεις όλα έτοιμα;" τον ρώτησε ο πάστορας Χάρισον
"Φυσικά" Έπιασε το πανωφόρι και έβγαλε από τη τσέπη ένα πάρκο χαρτονομίσματα "Θα βοηθήσει να χτιστεί το βόρειο τμήμα της εκκλησίας τώρα. Νομίζω είναι αρκετά"
"Μάργκαρετ.." ο πάστορας κοίταξε τη γυναίκα του "Φτιάξε ένα ζεστό ρόφημα στον Τσαρλς" της είπε και εκείνη έπιασε αμέσως το τσαγιερό. "Σε ευχαριστώ που επέλεξες να μας βοηθήσεις. Είναι σημαντικό έργο του Θεού"
"Βαδίζουμε και πορευόμαστε με το θεό Χάρισον" του απάντησε ο Τσαρλς "Δε θα επέτρεπα ποτέ να κυκλοφορεί ανάμεσα μας ένας διάολος"
"Και βγήκε από τα σπλάχνα μου. Τι τρομερό..." επενέβη η Μάργκαρετ αφήνοντας το τσάι μπροστά στον Τσαρλς
"Και μόνο το γεγονός πως είσαι στείρα Μάργκαρετ και δε επισκέφθηκε ο σατανάς σπέρνοντας το σπορο του μέσα σου, είναι αρκετό. Λυπάμαι για όσα βίωσες" της είπε στοργικά.
"Θα τον εξαγνισουμε μαζί" πήρε θέση ο πάστορας "Πιες το τσάι σου και πάμε. Είναι στο υπόγειο"
"Δεν φοβάστε που τον έχετε;" τους ρώτησε
"Ο Θεός μας έδειξε το δρόμο" Του απάντησε ο Χάρισον. "Θα βγάλουμε τη ψυχή από μέσα του!"
"Νομίζω είμαι έτοιμος. Χαίρομαι που μου μίλησες Χάρισον"
"Ήξερα ότι θα ήσουν με το μέρος μας Τσαρλς. Ελάχιστοι καταλαβαίνουν και βλέπουν την αλήθεια"
"Η πόλη είναι χτισμένη με αγάπη και λατρεία στο θεό. Δεν είμαι ο μόνος" του είπε σοβαρός "Πάμε;"
Οι δύο άντρες σηκώθηκαν.
Η Μάργκαρετ σύρθηκε ως τη γωνιά της κουζίνας , άνοιξε το γραμμόφωνο και πιάνοντας το πλεκτό της κάθισε στη κουνιστή καρέκλα της. Ο πάστορας άνοιξε τη πόρτα του υπόγειου και κατέβηκαν. Πριν φτάσουν στο τέλος της σκάλας εκείνη άρχισε να ψέλνει μελωδικά με τη μουσική και να κουνάει τη καρέκλα της.
"Κοιμάται;" ρώτησε ο Τσαρλς.
"Μάλλον. Αν και δεν ξέρω πως είναι δυνατόν να κοιμούνται οι δαίμονες Τσαρλς" ο πάστορας άνοιξε τη πόρτα στο τελείωμα της σκάλας και μπαίνοντας μέσα τον βρήκαν πράγματι να κοιμάται στο πάτωμα. Ήταν κουλουριασμένος. Γυμνός.
"Βλέπεις; Είναι κλεισμένος μέσα σε αυτό το κουκούλι που έχει για σώμα!"
"Άψογος τρόπος να έρθεις στη γη. Με τη μορφή ενός παιδιού που κανένας δε θα πειράξει. Εύγε πάστορα! Κανένας δε θα καταλάβαινε την αλήθεια"
"Η Μάργκαρετ μου μίλησε. Αν δε μου μιλούσε και δε μου έλεγε ότι ο σατανάς την άφησε έγκυο δε θα είχα ιδέα. Τώρα όμως ξέρω..."
"Μπαμπά...;" το μικρό αγόρι άκουσε τις φωνές τους και βλέποντας τους, σηκώθηκε έντρομο.
"Βλέπεις; Τολμάει να με φωνάζει και μπαμπά το βδελυγμα!" Ο πάστορας έβγαλε τη ζώνη του και πλησιάζοντας το, του χάρισε ένα βίαιο χτύπημα στο σώμα και εκείνο κραυγασε. "Σκάσε διαολε!"
"Ηδονικο να βλέπεις και να ξέρεις ότι νικάς το δαίμονα!" Ο Τσαρλς πλησίασε. Το κοίταξε και γέλασε "Θα μάθεις τη θέση σου και θα φύγεις σύντομα από αυτή τη πόλη σατανά!" είπε και ξεκουμπωσε το παντελόνι.
Ο μικρός άρχισε να κλαίει. Ο πάστορας τον γραπωσε από τα χέρια , τον έσυρε στο πάτωμα και πετώντας τον κάτω, γονάτισε μαζί του και τον κράτησε σταθερό.
"Έλα Τσαρλς! Ο εξαγνισμός αρχίζει! Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις!"
Ο Τσαρλς δάγκωσε τα χείλη του αυταρεσκα βλέποντας μπρούμυτα το γυμνό κορμάκι του.
Πλησίασε, έβγαλε το παντελόνι του εντελώς και γονάτισε...
Στα πρώτα ουρλιαχτά η Μάργκαρετ δυνάμωσε το γραμμόφωνο και άρχισε να ψέλνει ολοένα και πιο πολυ...
Ήταν τόσο δυνατά μάλιστα τα ουρλιαχτά του διαβόλου που σηκώθηκε από τη καρέκλα της ύστερα από ένα σημείο και φώναζε δυνατά ύμνους προς το κύριο επισκιάζοντας τη φωνή του διαβόλου που κραυγαζε στο υπόγειο...
°°°°°°°°°
Είχε βραδιάσει έξω.
Η μάχη είχε χαθεί...
Να τρέξει;
Που να πάει...
Σηκώθηκε, κοίταξε τον καθρέφτη και χαμογέλασε. Ήταν η επέτειος του εξαγνισμού του εκείνη η νύχτα.
Ο Ίαν όμως δεν βιαζόταν...
Ύστερα από τόσα χρόνια που ο Λουκ τον είχε σε καταστολή ήθελε να το απολαύσει και η λίστα με τα ονόματα ήταν συγκεκριμένη. Ένιωθε ζωντανός ξανά.
Ο θάνατος της Κάθριν του έδωσε τροφή στη ψυχή και ξέροντας ότι ίσως κινούσε υποψίες αποφάσισε να το πάει ακόμα πιο αργά.
"Σταμάτα να παλεύεις Λουκ...!" είπε αυστηρά κοιτώντας το καθρέφτη. Το ξέρεις καταβαθος πως ήμουν καλο αγόρι χθες! Την άφησα να ζήσει!" Είπε εννοώντας τη Νάντια. "Σήμερα όμως θέλω να διασκεδάσω λίγο..."
Πράγματι η προηγούμενη νύχτα ήταν το κάτι άλλο. Μόλις η Νάντια άνοιξε τη πόρτα την έπιασε από το λαιμό και την τράβηξε στο δωμάτιο. Ο τρόμος στα μάτια της ήταν ίδιος με εκείνη τη μέρα στο δάσος όταν ο Ίαν βγήκε για πρώτη φορά έξω. Καταβαθος ήξερε ότι μόνο εκείνη γνώριζε την ύπαρξη του πέρα φυσικά από τον Λουκ.
Η Νάντια φώναζε, προσπαθούσε να απελευθερωθεί αλλά ήταν μάταιο.
Παρόλα αυτά είχαν μια ωραία κουβέντα οι δυο τους με βάση πάντα το σκεπτικό του Ίαν. Την άφησε να φύγει τα ξημερώματα και ήταν σίγουρος πως δε θα επέστρεφε ποτέ ξανά στη πόλη. Ήταν μια ψεύτρα στα ματια του. Ήξερε τι γινόταν και ποτέ δε μίλησε παρά τα αισθηματα που έτρεφε για τον Λουκ. Με το θάνατο όμως της Κάθριν ο Ίαν γνώριζε καλά πως δε μπορούσε να τη σφάξει... Θα κινούσε άμεσα υποψίες και δε το ήθελε αυτό.
Της χάρισε όμως ένα όμορφο σημάδι για να έχει θυμάται και της είπε ότι αν δε φύγει μέχρι το πρωί, ο Ίαν θα τη ψάξει θα τη βρει και θα τη γδάρει. Το διασκέδαζε τόσο πολύ να τη βλέπει να εκλιπαρεί για τη ζωή της. Και εννοείται η αστυνομία δεν ήταν δρόμος για εκείνη. Ο Ίαν ήξερε καλά να χειριστεί τέτοια κατάσταση.
Ντύθηκε και με την αίσθηση της πείνας στα σωθικά του, πλησίασε ξανά στο καθρέφτη. Ήταν η ώρα άλλωστε για το καφεδάκι του Λουκ.
Δε γινόταν να του το στερήσει...
Θα πήγαινε στο πιο αγαπημένο του μέρος...
Ίσως ο Λουκ να έθαψε βαθιά στη ψυχή τις μνήμες του αλλά ο Ίαν θυμόταν καθαρά...ο Τζέι του τα είπε όλα όταν βγήκε στην επιφάνεια. Ενώ ο Ντέρεκ του έδωσε μια λίστα με ονόματα που χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη του.
Αναρωτήθηκε αν ο Λουκ θυμόταν ότι ο Τσαρλς τον βίαζε συστηματικά και εκείνος πήγαινε χρόνια μετά στο καφέ του και του άφηνε και λεφτά... Ήταν σαδιστικό και μόνο σαν σκέψη.
"Εκείνη μας έβγαλε πάλι έξω Λουκ... Θα την αφήσω τελευταία. Μη φοβάσαι" είπε κοιτώντας το είδωλο του.
"Μη τη πειράξεις!" η φωνή του άλλαξε και τα χέρια του έπιασαν τον καθρέφτη δεξιά και αριστερά. Οι ανάσες του γρηγορεψαν μονομιάς.
"Τζέι πάψε! Πήγαινε για ύπνο!" διέταξε κοιτώντας με δυσκολία τον εαυτό του. "Πως τολμάς να έρχεσαι τώρα;"
"Δε θέλω να πάθει κακό! Μη τη πειράξεις.!" Άρχισε να κλαψουριζει μα η παιδική φωνουλα σώπασε ξαφνικά. Ο Ίαν κροτάλισε το λαιμό του και με βλέμμα διαολεμενο κοίταξε το καθρέφτη.
"Όταν κάνω κουμάντο θα κάθεστε φρόνιμοι!" είπε έξαλλος. "Έγινα κατανοητός;" καμιά φωνή δεν βγήκε προς τα έξω. Τους κλείδωσε όλους βαθιά ξανά και αφήνοντας το καθρέφτη έκανε ένα βήμα πίσω. "Για ένα καφέ θα πάω... Γιατί τρομάζετε όλοι πια;!" τους ειρωνεύτηκε γελώντας πονηρά και πιάνοντας το τζακετ και το καπέλο του, βγήκε από το σπίτι...
🖤🖤🖤
Ξέρω πως ορισμένα κεφάλαια ήταν μικρά αλλά υπήρξε ένα θέμα στην αποθήκευση καιρό πριν. Όπως βλέπετε από τώρα ξεκινάνε τα φυσιολογικά μεγέθη ❤️
Πριν το ξεκινήσω πάλι , διάβασα δύο και τρεις φορές την αρχή. Ήθελα να το ζήσω ξανά πριν συνεχίσω. Ελπίζω να φρεσκαρετε τη μνήμη σας γιατί αλλιώς θα είναι δύσκολο να το ακολουθήσετε. Να είστε καλά ❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top