Κεφάλαιο 15°
~Οαση για τον καθένα είναι διαφορετική έννοια... Μερικοί τη βρίσκουν στο παράδεισο, ενώ κάποιοι άλλοι, στην ίδια τη κόλαση που δημιουργούν ..~
"Σε παρακαλεσα να μην σκαλίσει κανένας την υπόθεση..." ο Τσαρλς καθόταν στη καρέκλα ενώ απέναντι του ακριβώς , ο σερίφης της πόλης τον κοιτούσε αινιγματικά. "Αυτό το κωλόπαιδο έπρεπε χρόνια τώρα να βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα και εμείς όχι μόνο σαν κοινότητα δε κάναμε κάτι αλλά τον αφήσαμε να κόβει και βόλτες στα μαγαζιά μας! Πες μου Έντουαρτ! Κάνω λάθος; Αν δε του δίναμε τροφή και νερό πως σκατα θα επιβίωνε; Κοίτα τώρα που καταλήξαμε! Και δε θέλω να μου πεις πάλι πως δεν υπάρχει κανένα στοιχείο εναντίων του! Ούτε τότε υπήρχε; Έσφαξε τους γονείς που να τον πάρει ο διάολος!" Ο Τσαρλς ήταν έξαλλος και δε το έκρυβε καθόλου.
Είχε πάρει τον σερίφη μονόπλευρα ενώ εκείνος καθόταν απηυδισμένος στη ταλαιπωρημένη καρέκλα του και τον κοίταζε. "Και τώρα πιστεύεις πως με το να σκαλίσεις το παρελθόν θα βγάλεις άκρη; Αυτό έπρεπε να γίνει τότε. Τώρα είναι αργά και φταίνε όλοι εμείς!",
Ο Έντουαρντ ήταν ένας παχουλός εξηνταρης. Σε λίγους μήνες θα έβγαινε στη σύνταξη και είχε ζήσει από κοντά το μακελειό που ξέσπασε δέκα χρόνια πριν στο σπίτι των Άντερσον. Τα κορμιά τόσο της Μάργκαρετ όσο και του πάστορα Χάρισον, ήταν σχεδόν διαμελισμένα. Σφαγμένα σαν να τους επιτέθηκε κάποιο άγριο ζώο και άφησε μόνο κουφάρια πίσω. Τον Λουκ τον βρήκαν μέσα στο δάσος ώρες αργότερα. Δεν έβγαλε λέξη όταν τον έσυραν στο τμήμα ούτε όταν του παρουσίασαν τα άψυχα κορμιά των γονιών του. Το κράτος όρισε δικηγόρο και αυτός κατάφερε και τον έστειλε σε ένα ίδρυμα για ψυχικές διαταραχές όχι φυσικά γιατί ήξερε, μα γιατί πίστευε πως ήταν τόσο βαθιά σοκαρισμένος και πληγωμένος από το θέαμα που είχε ανάγκη από ιατρική βοήθεια. Μήνες αργότερα και αφού είχαν την υπόθεση ακόμα ανοιχτή, τον κατάφεραν και μίλησε...
Ο Λουκ τους είπε πως γύρισε από τη βόλτα του και τους βρήκε σφαγμένους στο υπόγειο. Ανέφερε μάλιστα πως ο πατέρας του είχε κάποιες περίεργες δοσοληψίες τελευταία οι οποίες θα έφερναν κάποια λεφτά στην εκκλησία τα οποία και καταχράστηκε. Και μόνο από τα λεγόμενα του, η υπόθεση κουκουλωθηκε για να μη σπηλωσουν τη μνήμη ενός από τους πιο καταξιωμένους ιερείς που πέρασε ποτέ από τη πόλη τους. Υπέθεσαν πως κάποιος περαστικός τους δολοφόνησε και έκλεισαν την υπόθεση. Δεν έμαθαν ποτέ ότι ο Λουκ έπασχε από κάποια διαταραχή ούτε φυσικά πως επισκέφθηκε μόνος του ένα κέντρο για αυτές τις παθήσεις και έπαιρνε αγωγή. Η εχεμύθεια τους, ήταν το παν για τέτοιους ασθενείς άλλωστε.
Δυστυχώς όμως για την ίδια τη πόλη και τους κατοίκους της, η φήμη ότι εκείνος ήταν ο δολοφόνος δεν άργησε να απλωθεί. Θεουσες και άγιοι πολίτες , πιστοί στο έργο του Χάρισον , πίστευαν ακράδαντα πως ο Λουκ , ήταν προβληματικός. Βέβαια σε αυτό συνέβαλε πολύ και η αποψη της Μάργκαρετ, της ίδιας του της μάνα. Σε κύκλους στενούς και "έμπιστους", ουκ ολίγες φορές ανέφερε ότι ο διάολος κατοικούσε στο παιδί της.
Ένα απαλό χτύπημα στη πόρτα και μετέπειτα η μορφή ενός μαυροντυμενου άντρα, έκλεισε το στόμα του Τσαρλς που δεν έλεγε να σταματήσει.
"Καλησπέρα σας κύριοι" αποκρίθηκε ο ψηλολιγνος άντρας "Ονομάζομαι Μπροκ Σάντερς. Επιθεωρητής Μπροκ Σάντερς για την ακρίβεια" συμπλήρωσε και ο σερίφης σηκώθηκε.
"Καλησπέρα σας επιθεωρητα. Σας περιμέναμε..." είπε και σηκώθηκε κοιτάζοντας λοξά τον Τσαρλς "Θα επιληφθώ το αίτημα σας κύριε Κρόφορντ. Και τώρα με συγχωρείτε" του είπε και ο Τσαρλς σηκώθηκε και εκεινος. Μπορεί να ήταν καλοί φίλοι και να τα έλεγαν όλα αλλά ο Έντουαρντ ήξερε καλά πως σε θέματα υπηρεσίας απαγορεύονταν να μοιραστεί με απλούς πολίτες πληροφορίες.
"Ευχαριστώ σερίφη. Θα τα ξαναπούμε..Κύριε επιθεωρητά..." Εγνεψε έναν ήπιο χαιρετισμό προς το μέρος του και χωρίς άλλη καθυστέρηση έφυγε από το γραφείο αφήνοντας τους μόνους.
"Έντουαρντ Μπάουερ! Στις υπηρεσίες σας.. Καθίστε παρακαλώ", σύστησε τυπικά τον εαυτό του "Σας περίμενα αύριο είναι η αλήθεια..."
"Έτυχε κάτι και αποφάσισα να έρθω νωρίτερα. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;"
"Φυσικά και όχι! Ίσα ίσα!"
"Όπως σας είπα και στο τηλέφωνο, από εδώ και μπρος το θάνατο της Κάθριν Γουάιτ, τον αναλαμβάνουμε εμείς. Θα ήθελα παρακαλώ όλο το φάκελο με τα στοιχεία καθώς και την εξέταση του ιατροδικαστή"
"Βεβαίως. Είμαστε μικρή πόλη. Χρόνια έχει να γίνει κάποιο έγκλημα εδώ κύριε Σάντερς..."
"Αυτό δεν αλλάζει τη φύση του εγκλήματος. Ο δολοφόνος είναι ακόμα εκεί έξω"
"Μάλιστα..."
"Κάνατε κάποια καινούρια έρευνα;"
"Όχι. Ο ιατροδικαστής αποφάνθηκε πως ήταν στραγγαλισμός. Παρόλα αυτά, δεν πέθανε από αυτό αλλά από καρδιά. Υποθέτουμε πως την ώρα που την έπνιγαν..."
"Την έπνιγαν; Προς τι ο πληθυντικός;"
"Με συγχωρείτε... Δεν ξέρουμε πόσοι ήταν οι δράστες οπότε αναφέρθηκα απλώς σε αυτό σαν γενική έννοια..."
"Καλά , καλά... Συνεχίστε παρακαλώ"
"Έλεγα λοιπόν πως ο ιατροδικαστής είπε ότι ο θάνατος της είναι 50-50. Δευτερόλεπτα χώρισαν την ανακοπή από τον πνιγμό της"
"Καταλαβαίνετε πως αυτό δεν στέκει έτσι;" Αποκρίθηκε και ο σερίφης τον κοίταξε περίεργα "Ο δράστης είχε πρόθεση να την ξεκανει κύριε Μπάουερ! Το ότι πέθανε από το φόβο της αυτό δεν αλλάζει!"
"Σωστά... Πολύ σωστά",
"Βρέθηκαν και ούρα στο σημείο;"
"Ναι, τα δικά της. Προφανώς από το φοβο της. Είχε και κάποια ηλικία..."
"Έγινε έρευνα στο σπίτι;'
Ο Έντουαρντ έδειξε να δυσανασχετεί. Τα είχε όλα καταγεγραμμένα στο φάκελο και δεν καταλάβαινε τις ερωτήσεις. Παρόλα αυτά σώπασε τις σκέψεις του, και απάντησε
"Μάλιστα. Δεν βρήκαμε τίποτα το μεμπτό. Ένα κλασικό σπίτι μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Δεν έλειπε κάτι. Ούτε υπήρχαν σημάδια πάλης στο σπίτι. Σπασμένα αντικείμενα και τα συναφή εννοώ..."
"Καλώς. Άρα;"
"Άρα;" Ρώτησε ο σερίφης ξύνοντας το κεφάλι του
"Άρα ήξερε το δράστη κύριε Μπάουερ!" Αποκρίθηκε σθεναρά κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι του "Όλοι εσείς οι μικροαστυνομικοι απορώ πως πήρατε τις θέσεις σας .." μουρμουρισε χαμηλόφωνα και σηκώθηκε. Πήρε το φάκελο και έπειτα κοίταξε τον σερίφη από πάνω μέχρι κάτω "Μένω στη μοναδική πανσιόν της πόλης. Θα μελετήσω τα στοιχεία και θα σας δω το πρωί. Καλό σας απόγευμα" του είπε ξερά και δίχως να περιμένει απάντηση , άνοιξε τη πόρτα και έφυγε...
******
"Κάθε άνθρωπος έχει μια ιστορία στις πλάτες του. Ένα παρελθόν πάνω στο οποίο είτε προσπαθεί να χτίσει το μέλλον, είτε προσπαθεί απεγνωσμένα να το αποφύγει έτσι ώστε να έχει μέλλον... Δε συμφωνείς;"
"Ε; Ναι ναι... Φυσικά.." η Ελίζαμπεθ ξεροβηξε και τραβώντας το πιατάκι προς το μέρος της, έφαγε ένα κομμάτι κέικ που έβγαλε νωρίτερα. Είκοσι λεπτά στο σπίτι και ο Λουκ ήταν πολύ περίεργος. Μιλούσε περί ανέμων και υδάτων ενώ κάθε τόσο έριχνε κλεφτες ματιές προς το παράθυρο, τον καθρέφτη, την επιφάνεια του γρανίτη που κοσμούσε τη κουζίνα. Σε οτιδήποτε μπορούσε να δει το είδωλο του.
Τα λόγια του δεν είχαν καμία συνοχή και η Ελίζαμπεθ από την ώρα που έκλεισε η πόρτα ένιωθε ένα έντονο πλακωμα στο στήθος. Έπεισε τον εαυτό της πως και ο ίδιος ήταν σε σοκ. Παρόλα αυτά στο βλέμμα του δεν υπήρχε ίχνος λύπης ή έστω κάποιου γενικού συναισθήματος για όσα διαδραματίστηκαν.
"Λίζι σου μιλάω!" φώναξε κάπως ατσαλα και εκείνη απηδησε στη θέση της. "Με ... Με συγχωρείς. Χίλια συγγνώμη!" συνέχισε πριν του δώσει απάντηση. "Οι καταιγίδες... Ξέρεις... Δε μπορώ τις καταιγίδες..." Ο Λουκ σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο ενώ εκείνη τον κοιτούσε μπερδεμένη και άναυδη συνάμα. "Δεν ήθελα να σου φωνάξω. Δεν συνηθίζω να το κάνω..."
"Δεν πειράζει μη μου δικαιολογείς τίποτα. Άνθρωποι είμαστε..." Του απάντησε και εκείνος της έριξε μια ματιά μέσα από την αντανάκλαση του τζαμιού. Η Ελίζαμπεθ ανατριχιασε...
Είχε τέτοια ψυχρότητα στο βλέμμα που όμοια της δεν είχε ξαναδεί. Ο τρόπος δε που την κοίταξε μέσα από το είδωλο του, σήκωσε όχι μόνο τις τρίχες στο κορμί της αλλά και ένα κύμα τρόμου στη πλάτη της. Για κάποιο άγνωστο λόγο φοβήθηκε, έστω και στιγμιαία γιατί μολις γύρισε και την αντίκρισε, της χαμογέλασε.
"Όταν ήμουν μικρός..." Ξεκίνησε να λέει περπατώντας προς το μέρος της "Ο π.."έκανε μια παύση προσπαθώντας να βγάλει τη λέξη από τα χείλη του και αφού τρεκλισε τα κόκαλα του λαιμού μια φορά, συνέχισε "ο πατέρας μου, κάθε φορά που έπιανε καταιγίδα με ....με κλείδωνε ας πούμε στην αποθήκη. Έπρεπε να περάσω εκεί όλη τη νύχτα. Να υποστώ τα μπουμπουνητα και να βλέπω τις αστραπές ενώ οι τέσσερις εκείνοι τοίχοι, ετριζαν..." της εκμυστηρεύτηκε καθώς περπατούσε προς τα πίσω της. Η Ελίζαμπεθ ήταν καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας, μα πλέον, εκείνος έκοβε βόλτες πίσω της και εκείνη κενωσε το βλέμμα της προς το παράθυρο. "Δε θα σου πω ψέματα πως η παιδική μου ηλικία, ήταν ας πούμε...άγρια" είπε σιγανα τη λέξη ενώ άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στη ξύλινη θήκη με τα κουζινομάχαιρα. "Έπρεπε πολλές φορές να κοιμηθώ νηστικός. Βρωμικος..." όσο μιλούσε, το χέρι του φλέρταρε με τις λεπίδες ώσπου τράβηξε το πιο μακρυ σιγά σιγά και το έβγαλε. "Πανέμορφο..." ψέλλισε κοιτώντας τη λεπίδα "Πανέμορφο ήταν ένα παλιό ποδήλατο που είχα" συμπλήρωσε και εκείνη γύρισε απότομα προς το μέρος του.
"Δεν ήξερα πως είχες τόσο άσχημα παιδικά χρόνια. Λυπάμαι... Μου είπες βέβαια πριν ότι ήθελες να μου ανοιχτείς αλλά δε φαντάστηκα πως θα ήταν τόσο άσχημα" ο Λουκ ο οποίος είχε ήδη βάλει το χέρι πίσω από τη πλάτη, την κοίταξε με ένα ψεύτικο βλέμμα λύπης.
"Ξέρεις μικρή μου Λίζι... Ο κόσμος εκεί έξω είναι κακός..."
"Πέταξες;" τον ρώτησε κοιτώντας τον μέσα στα μάτια και ίσως για πρώτη φορά τον ένιωσε να τη κοιτάζει με άλλο ύφος
"Τι εννοείς;" Ρώτησε και εκείνη σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. Η καταιγίδα είχε ξεκινήσει για τα καλά πια και πιάνοντας το πόμολο, το άνοιξε ελαφρά για να μοσχομυρισει η βροχή.
"Λένε πως η μεγαλύτερη πληγή μας, γίνεται το πιο δυνατό φτερό..." Με τα μάτια κλειστά και τη μυρωδιά της βρεγμενης γης βαθιά στα στήθη, αναστέναξε. Και η ίδια εξάλλου είχε περάσει πολλά. "Όσο περισσότερες πληγές άλλα τόσα τα φτερά στη πλάτη μας μόλις καταφέρνουμε να σταθούμε στα πόδια μας..." Ο Λουκ κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω και έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της. Η πλάτη της ήταν υπέροχη στα μάτια του. Είχε ονειρευτεί πως έσκιζε κάθετα όλη τη σάρκα της. Απ' άκρη σ'άκρη... Έβλεπε το αίμα να κατρακυλάει καυτό ανάμεσα στα δάκτυλα του ενώ μπλεγμένα μέσα τους, έκανε εικόνα μέχρι και τα μαλλιά της.
"Και εγώ αν θέλεις να ξέρεις δε πέρασα λιγα..."
Τα φώτα τρεμοπαιξαν αξαφνα και εκείνη αναπηδησε.
"Σσς! Μη κουνιέσαι! Σύνηθες φαινόμενο" ο Λουκ, με ένα βήμα βρέθηκε ακριβώς πίσω της ενώ με το χέρι του, την συγκράτησε πριν γυρίσει. "Ίσως κλείσουν εντελώς τα φώτα σε λίγο. Μη χαλάς τη στιγμή... Μίλα μου. Συνέχισε .." τη παρότρυνε
"Κοίτα έξω από το παράθυρο ... Πες μου τι βλέπεις... Πες μου και θα σου πω ένα μυστικό μετά...Ένα μυστικό τόσο τρομερό που δε θα το αντέξεις..."
"Λουκ τι λες;" Έκανε να γυρίσει μα εκείνος άσκησε λίγη πίεση στους ώμους της συγκρατώντας το κορμι της προς το παράθυρο ενώ το χέρι του, είχε ήδη ταξιδέψει πίσω από τη πλάτη της και το μαχαίρι, θαύμαζε το δέρμα που αχνοφαινοταν πίσω από τη μπλούζα της
"Άκουσε με. Πείραμα είναι και αυτό... Σαν εκείνο που σου είπα στο παλιό μόλο..." έσπευσε να την καθησυχάσει και ένιωσε αμέσως το τσιτωμενο της κορμί να ημερευει. "Σε τρομάζω; Με συγχωρείς..."
"Όχι... Φυσικά και όχι..." η Ελίζαμπεθ πήρε μια βαθιά ανάσα "Λοιπόν, βλέπεις εκείνα τα φαναράκια απέναντι;" Είπε δείχνοντας του κάτι κίτρινες λάμπες στο δρόμο σε μια προσπάθεια να χαλαρώσει και να μη σκέφτεται βλακείες. Η αλήθεια είναι πως τον φοβήθηκε μα δε θα του το έλεγε ποτέ.
"Αν τα βλέπω λέει..." της ψιθύρισε και με την μύτη του μαχαιριού, εξυσε ίσα ίσα το ύφασμα της μπλούζας. Ήταν τόσο ηδονικη η εικόνα της πνιγμένη στα αίματα... Από το απόγευμα στο μόλο ήθελε να τη πνίξει. Να δει τη ζωή μέσα από τα μάτια της να εξανεμίζεται καθώς θα βύθιζε το κεφάλι της στο νερό...
Δυστυχώς όμως ήθελε πρώτα να βεβαιωθεί αν μπορεί να βγει δίχως τη παρουσία της. Θέλοντας και μη δε μπορούσε να αρνηθεί το γεγονός πως "ξύπνησε" με τον ερχομό της. Αν μη τι άλλο της χρωστούσε λίγο ακόμα χρόνο...
"Με γαργαλας..." του είπε αφήνοντας ένα απαλό γελακι μόλις το μαχαίρι πλησίασε λίγο παραπάνω το δέρμα της και εκείνος έσφιξε αμέσως τη λαβή.
"Υπόσχομαι να μη το ξανακάνω! Λοιπόν... Τι έλεγες μικρή μου Λίζι;" Η βαθιά του φωνή άγγιξε το αυτι της και ο Λουκ κατάφερε να τη κάνει να ανατριχιασει ξανά. Ήταν τόσο γοητευτικός άντρας αλλά ταυτόχρονα , ήταν και σαν ένας ζωντανός λαβύρινθος που ένιωθε ότι αν έμπαινε μέσα, δε θα έβγαινε ποτέ.
Η καραμέλα "μικρή μου Λίζι" σε κάθε άλλη περίπτωση θα την εξόργιζε αλλά από τα χείλη του έβγαινε τόσο παθιασμένα που ούτε σκέφτηκε να του πει ότι την ενοχλεί. Είχε αρχίσει άλλωστε να αναρωτιέται μήπως το χάνει το μυαλό της. Είχε αφήσει έναν άγνωστο, σε μια άγνωστη πόλη να μπει σπίτι και ειδικά αυτό το συγκεκριμένο άγνωστο που φώναζε δολοφόνο ολόκληρος ο τόπος.
Ο μαγνητισμός του κορμιού του, ήταν έντονος. Δε ήταν καμιά κοπέλα που "έπεφτε" στη γοητεία του καθενός εύκολα μα ο Λουκ πέρα από την ομορφιά είχε και κάτι περίεργο. Μόνο αυτή η λέξη μπορούσε να τον χαρακτηρίσει. Σκοτεινό και περίεργο.
"Λίζι;" ρώτησε στο πλάι του αυτιού της σιγανα και η Ελίζαμπεθ δίχως να το πολυσκεφτει και παρασυρόμενη από την ατμόσφαιρα γύρισε απότομα , τον έπιασε από το πρόσωπο και τον φίλησε.
Μια αστραπή έσκισε τον ουρανό. Ώρα τώρα πάλευε να απελευθερωθεί και μαζί της, ακούστηκε ένα ηχηρό μπουμπουνητο και τα φώτα έσβησαν.
"Με συγχωρείς..." αποκρίθηκε βλέποντας πως ο ίδιος έστεκε παγωμένος "Συγνώμη δεν ήθελα να..." απολογήθηκε ντροπιασμένη αφού δε βρήκε ανταπόκριση και όταν κάτι κρύο άγγιξε τα χείλη της , σώπασε.
"Μη μιλάς" η φωνή του αλλιωτικη τούτη τη φορά "Δε θέλει να παίξει..." Συνέχισε αλλάζοντας εντελώς χροιά "Δε θα κάνει κουμάντο!" Ο Λουκ έκανε ένα βήμα μακριά της και έπειτα άκουσε έναν περίεργο ήχο μα ήταν θεοσκοτεινα και δε το κούνησε ρούπι. Μέσα στο μυαλό της χίλιες σκέψεις έκαναν χορό και πρώτη από όλες , ο κίνδυνος.
"Μη το ξανακάνεις αυτό" της είπε ξαφνικά και ήξερε καλά πως μιλούσε σε εκείνη αφού η ανάσα του ήταν μπροστά ακριβώς στο πρόσωπο της. Σήκωσε τα χέρια να τον ακουμπήσει κάπως μα εκείνος έβγαλε ένα μικρό βογκητο και απομακρύνθηκε.
"Λουκ;" Με το σκοτάδι να κυριαρχεί παντού και μαζί με τη φωνή του η οποία άλλαζε συνεχώς, η Ελίζαμπεθ τρομοκρατήθηκε. Έκανε ένα βήμα πίσω , κόλλησε στο παράθυρο και εκείνος άρχισε να μουρμούραει μοναχός του.
"Λουκ; Με τρομάζεις... Κάτσε να βρω ένα φακό και..."
"Καληνύχτα Ελίζαμπεθ!" τον άκουσε μέσα στα σκοτάδια να λεει βιαστικά και σαν να ήξερε το δρόμο, ο Λουκ έτρεξε γρήγορα μέχρι τη πόρτα , την άνοιξε και εξαφανίστηκε.
Τα φώτα στο σπίτι άρχισαν να τρεμοπαιζουν, το ρεύμα επανήλθε για ελάχιστα δευτερόλεπτα και ύστερα κόπηκε ξανά και αστραψε δυνατά. Το φως που έπεσε όμως προς τα μέσα, ήταν τόσο δυνατό όσο χρειαζόταν για να δει την ορθανοιχτη εξώπορτα και ένα ματωμένο κουζινομάχαιρο πάνω στο τραπέζι...
🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top