Κεφάλαιο 14°

-Ακομα και το πιο αγνό και όμορφο πράγμα σε τούτη τη γη όπως το λουλούδι, έχει και αυτό τις ρίζες του στη λάσπη..-

Το γραμμόφωνο έπαιζε ξανά εκείνη τη καταραμένη μελωδία ενώ η κουνιστή καρέκλα της μάνας του, πήγαινε σιγά σιγά πέρα δώθε. Την έβλεπε...
Χωμένος σε εκείνη την υπόγεια τρύπα μπορούσε να διακρίνει τη μορφή της να πλέκει μέσα από τα μισοφαγωμενα σανίδια.
Τρικ
Τρικ...

Ετριξε το ξύλο και το βλέμμα του έφυγε μονομιάς από το ταβάνι και καρφώθηκε στη κλειδωμένη πόρτα.

-Οχι πάλι....

-Παψε! Σταματα να μιλάς! Σταμάτα να κλαίς πια!

-Εσυ να πάψεις Ντέρεκ! Εγώ πονάω κάθε φορά.

-Σταματηστε και οι δύο σας!

-Συγνωμη Λουκ...

Τα μάτια του είχαν ανοίξει διάπλατα . Μικρές κόκκινες φλέβες πλαισίωναν τις κόρες του από την αϋπνία και με το σώμα κολλημένο πια στον απέναντι τοίχο, κοιτούσε τη πόρτα.

"Ελπίζω να έμαθες απ' έξω την επιστολή του κυρίου διαβολοπλασμα!" στο άκουσμα της φωνής του αλλά και των κλειδιών άρχισε να κλαίει σιγανα ώσπου το απότομο άνοιγμα της πόρτας από τη κλωτσιά του, έκανε το κορμί του να τρέμει. "Λέγε διαολε! Την έμαθες;!" απαίτησε

"Ναι πα- πατέρα..." Ψελισσε με κομμένη ανάσα και εκείνος γέλασε.

"Σήκω πάνω σαν άντρας ρε! Θέλω να μου την πεις!"
Ο Λουκ τον κοίταξε μα δε σαλεψε
"Δεν ακούς; Είπα σήκω!" Πρόσταξε αγγίζοντας το ζωνάρι του και ο μικρός πάτησε τα κλάματα, στήριξε το σώμα του κόντρα στο τοίχο και σηκώθηκε.
"Βγάλε τα ρούχα σου..." συνέχισε να του δίνει οδηγίες σαν είδε πως υπάκουσε ενώ την ίδια στιγμή η ένταση από το γραμμόφωνο και εκείνο το καταραμένο τραγούδι δυνάμωσαν.
"ΤΩΡΑ!" ο Λουκ τρόμαξε και αναπήδησε μονομιάς στη θέση του. "Καταραμένο πλάσμα!" Ο θυμός βγήκε αβίαστα και μαζί με αυτόν και τα τεράστια χέρια του τα οποία τον άρπαξαν και τον πέταξαν στο πάτωμα. "ΞΕΚΙΝΑ!!" διέταξε σκίζοντας του τη μπλούζα ενώ η ζώνη είχε ήδη τυλιχθεί στα χέρια του.

"Πορεύεσθε...." Ξεκίνησε να λέει ο μικρός και η πρώτη βουρδουλιά έπεσε αμέσως

"ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ!" ούρλιαξε και ο Λουκ άρχισε να κλαίει "ΞΕΚΙΝΑ!"

"....οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ...Ααααααα!!!" Κραύγασε μόλις η ζώνη βρήκε φρέσκο δέρμα. Η πλάτη του είχε σκληρά και απαλά σημεία πια... Είχε ουλές ετών αλλά και καθάριο δέρμα.

"Αν δεν ξεκινήσεις , θα σου δείξω με τον άλλο τρόπο...." ο πατέρας του γέλασε πίσω από τα πυκνά του μουστάκια και ο Λουκ σύρθηκε ένα μέτρο μακριά. Η ζώνη ξέσπασε εκ νέου στο κορμί του και μόλις άκουσε το φερμουάρ από το παντελόνι να κατεβαίνει, άρχισε να τσιριζει τις λέξεις

"Πορεύεσθε εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον εἰς τὴν γενεὰν τοῦ πυρὸς μαζὶ μὲ τὸν πατέρα σας τὸν διάβολον. Δι᾿ αὐτὸν ἐδουλεύσατε, δι᾿ αὐτὸν ἐκοπιάσατε εἰς τὴν ζωὴν σᾶς καὶ αὐτὸν ἀπολαύσατε!!!"

Ο πατέρας του τον κοίταξε αυταρεσκα και πλησίασε. Γονάτισε μπροστά του, εχωσε τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του Λουκ και σήκωσε το κεφάλι τόσο όσο...

"Μαθαίνεις...Ήθελα απλά να τον δω στα μάτια σου το τρόμο ... Είναι ηδονισμός, παλιοδιαβολοπλασμα! Θα έρθω και αύριο" είπε μόνο και σηκώθηκε. "ΠΑΡΕ ΚΑΙ ΕΝΑ ΔΩΡΟ ΑΧΆΡΙΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ!" φώναξε ξαφνικά αφήνοντας τη ζώνη να σκάσει στο πρόσωπο του Λουκ και εκείνον να πέσει αναίσθητος μονομιάς...

Παρόν

Πετάχτηκε ,κοιτώντας τρομαγμένος ολόγυρα και μόλις κατάλαβε πως βρίσκεται στο σαλόνι , μόνος μέσα σε ένα σκοτεινό σπίτι, ημερεψε.
Μέρες τώρα είχε κλειστεί στο σπίτι και δεν έβγαινε. Η πόρτα του είχε χτυπήσει τρεις φορές και ούτε άνοιξε. Δεν τον ενδιέφερε ποιος ήταν απ' έξω. Ήταν πιο ασφαλής άλλωστε αν έμενε απ' έξω.

Όπου κι αν κοιτούσε έβλεπε μονάχα μαύρα σύννεφα να τον περιτριγυρίζουν.
Σκιές και μικρά πλάσματα να γελούν εις βάρος του. Αίμα... Παντού μετέπειτα έβλεπε αίμα...
Θεριά να τον περιμένουν στις γωνιές και τέρατα που κρυβόντουσαν εδώ και 'κει στο σπίτι.

Είχε κρίσεις και μάλιστα έντονες...
Από τη μέρα που πήγε βόλτα με την Ελίζαμπεθ και ξύπνησε στο σπίτι δίχως να θυμάται πως βρέθηκε εκει, έτρεμε η ψυχή του. Στη σκέψη και μόνο πως ανέλαβε το κτήνος τα ηνία φοβόταν τα χειρότερα. Πίστευε πως θα ανοίξει να βγει και θα δει κόσμο με δάδες και όπλα να τον περιμένουν. Ήταν πεπεισμένος πως ο Ίαν έκανε κάτι πολύ κακό. Αυτό μαρτυρούσε ένα κομμάτι κορδέλας που βρήκε στη τσέπη του... Είχε αίμα επάνω.

Μπουσουλησε σαν μικρό μωρό μέχρι τον καθρέφτη που για χρόνια είχε σκεπάσει με ένα σεντόνι και στάθηκε μπροστά. Το τράβηξε και κοίταξε το είδωλο του. Ανάθεμα αν είχε πάρει την αγωγή αλλά και να τη πήρε, έβλεπε πως ο Ίαν δεν επιδέχονταν καμία αγωγή.

Τα δάκρυα καυτά έτρεξαν στα μάγουλα του μόλις ήρθε αντιμέτωπος με την όψη του.

"ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΡΕ!" πάτησε μια απότομη φωνή πιάνοντας τον καθρέφτη. Τα σάλια του πετάχτηκαν παντού και εκείνος έτρεμε ολόκληρος. "ΒΓΕΣ ΈΞΩ ΡΕ ΚΑΡΙΟΛΗ! ΒΓΕΣ!" πρόσταξε μα τίποτα...

Λεπτά αργότερα , κατέληξε να κλαίει σαν μωρό πλάι στο καθρέφτη...
Παραδίπλα υπήρχε το ημερολόγιο του...
Δε το είχε ανοίξει καν να δει αν ήθελε κάτι ο Ντέρεκ η ο Τζέι τις μέρες αυτές...

Σώσε μας Λουκ...
Είναι τρελός...

Έγραφε στη μισοσκισμενη σελίδα...

Το χέρι ξαφνικά σηκώθηκε μόνο του.
Σκούπισε τα μάτια...
Ύστερα ανασηκωσε το κορμί...
Κοίταξε ξανά το είδωλο του στο καθρέφτη...
Περπάτησε...
Πήρε το ημερολόγιο....
Έβγαλε έναν αναπτήρα από τη τσέπη,
εσκισε εντελώς τη σελίδα...
Την έκαψε...
Και ύστερα...

Ύστερα γέλασε....

*******

"Με συγχωρείς..."

"Δεν πειράζει Πέιτον. Όλα είναι εντάξει .." η Ελίζαμπεθ έκανε στην άκρη και εκείνη μπήκε στο σπίτι. Τρείς μέρες είχε να βγει και ο Τσαρλς ύστερα από όσα αντίκρυσε τις έδωσε άδεια.

"Ήρθα να δω πως είσαι... Ξέρεις μετά τα..."

"Καλά είμαι..."

"Ήρθε ξανά η αστυνομία στο μαγαζί. Ρωτούσε μήπως είδαμε κάτι... Μήπως ακούσαμε. Μήπως..."

"Μήπως σας απέκρυψα κάτι και έστειλαν εσένα να δεις σωστά;" η Ελίζαμπεθ ηττημένη περπάτησε ως τη κουζίνα και η Πέιτον την ακολούθησε.

"Μη το βλέπεις έτσι... Απλά δυσκολεύονται να πιστέψουν πως κάποιος δολοφόνησε τη Κάθριν. Ποτέ δε πείραξε κανένα..."

"Από το λιγο που τη γνώρισα ήταν αξιαγάπητη..." ψέλλισε σιγανα βάζοντας δύο κούπες καφέ

"Ελίζαμπεθ; Σίγουρα δεν είδες κάτι; Θα μου το έλεγες;" ρώτησε και η Ελίζαμπεθ συνέχισε να σερβίρει τον καφέ "Ένας μικρεμπορος που περνούσε με το αμάξι λίγα λεπτά νωρίτερα κατέθεσε πως σε είδε με κάποιον να περπατάς.."

"Με κανέναν δεν ήμουν!" αποκρίθηκε σθεναρά "Με συγχωρείς...δεν ήθελα να φωνάξω" Έσπευσε να δικαιολογήσει την έκρηξη της "Απλά το σοκ δε λέει να φύγει ... Και πως ήξερε αυτός ο έμπορας ποια είμαι; Δεν είμαι από δω! Εκτός αυτού, σπίτι ήμουν και απλά πηγα στην δουλειά όταν τη βρήκα! Τι σχέση μπορεί να έχω εγώ με όλα αυτά;!"

"Σε πιστεύω. Ηρέμησε..."

"Όχι Πέιτον. Δε με πιστεύεις δυστυχώς" η Ελίζαμπεθ σέρβιρε τους καφέδες και κάθισε απέναντι της. Έμοιαζε με κουρέλι. Τα μαλλιά της ήταν αλουστα , γύρω από τα μάτια της υπήρχαν μαύροι κύκλοι και έδειχνε αδύναμη.

"Κοίτα Ελίζαμπεθ, εδώ είναι μικρή πόλη και..."

"Σε παρακαλώ να χαρείς... Δε μπορώ να επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια"

"Αυτός ο ψυχακιας το έκανε έτσι; Όλοι ήξεραν πως δούλευε για εκείνη!" Είπε επιτέλους αυτό που σκεπτόταν και η Ελίζαμπεθ την κοίταξε με αηδία.

"Ήρθε η ώρα να φύγεις .."

"Θα φύγω! Αλλά να ξέρεις πως εσύ βάζεις σε κίνδυνο τη ζωή σου! Αν η αστυνομία ανακαλύψει πως τον καλύπτεις..."

"Με τι στοιχεία μιλάς Πέιτον;!" Απαιτησε να μάθει "Για όλα όσα συμβαίνουν δε μπορείτε να κατηγορείτε έναν άνθρωπο!"

"Τρείς μέρες έχει να βγει από το κωλοσπιτο του!"

"Πόσο μίσος θεέ μου ..." μονολογησε βλέποντας την έτοιμη να ρίξει όλα τα πυρά πάνω του.

Η Ελίζαμπεθ δεν  πίστευε διόλου ότι ο Λουκ είχε κάποια σχέση με όλο αυτό αφού όταν έφυγαν μαζί από την Κάθριν ήταν όλα μια χαρά.  Ο λόγος που επέμενε να λέει πως απλά δεν ήταν μαζί ήταν μόνο και μόνο γιατί την είχαν εκνευρίσει όλοι αυτοί οι ψευτο ηθικοί άνθρωποι που έβρισκαν στο πρόσωπο του Λουκ το κακό προσωποποιημένο.
Τρείς ώρες ήταν μαζί του και μόνο κακός δε της φάνηκε. Ίσα ίσα... Ήταν απίστευτα γλυκός, τρυφερός και αστείος.

"Καλύτερα να φύγω. Αύριο ο Τσαρλς είπε αν θέλεις μπορείς να..."

"Θα έρθω κανονικά για δουλειά. Και τώρα σε παρακαλώ θα ήθελα να μείνω μόνη" της έδειξε την έξοδο και η Πέιτον σηκώθηκε αμέσως.

"Δεν ήθελα να σε ταράξω. Να σε προστατεύσω προσπαθώ... Δεν πειράζει. Αργά η γρήγορα θα δεις μόνη σου το τέρας..." είπε τελεσίδικα "Ακόμα και τότε όμως, η πόρτα μου θα είναι πάντα ανοιχτή για σένα..." συνέχισε και χωρίς πολλά πολλά σηκώθηκε και έφυγε μόνη της.

"Είναι απίστευτοι!" η Ελίζαμπεθ βαρεσε τις παλάμες της στο πάγκο και αναφυσησε. Είχε πολύ πιο σημαντικά προβλήματα άλλωστε στα οποία έκλεινε τα μάτια τις τελευταίες μέρες.

Σε τηλεφωνική επικοινωνία με τη μητέρα της για να της πει ότι δεν κατάφερε να βρει τα λεφτά για το δάνειο, εκείνη την ενημέρωσε πως ήδη τους πέταξαν έξω. Έμεναν προσωρινά σε μια θεία της αλλά σύντομα έπρεπε να φύγουν. Της είπε επίσης πως ο Ράιαν είχε αποφυλακιστεί κάτι που ενέτεινε το άγχος της για όλα όσα έγιναν. Ήταν σίγουρη πως απείλησαν τους γονείς της για να αποκαλύψουν το μέρος που βρίσκεται μα ευτυχώς εκείνοι δε το έκαναν. Αν το είχαν κάνει, θα έβλεπε τον Ράιαν στη πόρτα της τη πρώτη κι όλας μέρα άλλωστε.

Το Πορτ Άλεν, ήταν ένα καταφύγιο και κανένας δεν έπρεπε να ξέρει για αυτό. Πόσο μάλλον οι διώκτες της. Για το μόνο που στεναχωρήθηκε ήταν το σπίτι που με τόσο κόπο ο πατέρας της προσπάθησε να κρατήσει. Έζησε όλη τη ζωή της εκεί μέσα. Ήταν άδικο και κρίμα... Λίγες δόσεις έμειναν μόνο από το παχυλό πόσο στο οποίο το είχαν αγοράσει.

"Πάλι θα βρέξει..." Μονολογησε βλέποντας από το παράθυρο της κουζίνας το συννεφιασμένο ουρανό. Ήπιε λίγο από το ζεστό της καφέ και άφησε τις σκέψεις της να ανατρέξουν σε εκείνο το απόγευμα. Η Πέιτον της είπε ότι και ο Λουκ δε βγήκε καθόλου από το σπίτι. Ήταν σίγουρη ότι έμαθε τα νέα και απλώς θρηνούσε με το τρόπο του και εκείνος. Μα πόσο λάθος τον έκριναν πια όλοι σε εκείνη τη πόλη... Αναρωτήθηκε βγάζοντας έναν αναστεναγμό.
"Διαολε!" έβρισε  ξαφνικά αφού από τη βροντή που έπεσε , αναπήδησε ολόκληρη από τη τρομάρα μα δεν είχε χρόνο να ημερεψει. Η πόρτα χτύπησε δυνατά και εκείνη έστρεψε τη προσοχή της αμέσως εκεί.
"Τι θέλει πια αυτό το κορίτσι!" μουρμουρισε πηγαίνοντας προς τη πόρτα "Πέιτον σου ξεκαθάρισα πως...Λουκ;!" ξεφωνισε ανοίγοντας τη πόρτα και δίχως να το πολυσκεφτει, τον αγκάλιασε αμέσως....

Τρείς μέρες πριν....

"Α! Λουκ! Βλέπω επιστρέψατε... Πως και ήρθες... Έχεις ανάγκη από κάτι;" Η Κάθριν τον κοίταξε μπερδεμένη. Ποτέ πριν ο Λουκ δεν μπήκε στο σπίτι πόσο μάλλον να της μιλήσει. Ακόμα και για τις προμήθειες, της άφηνε χαρτάκι της περισσότερες φορές αλλά και πάλι όσες φορές μίλησαν ήταν ελάχιστες.
"Λουκ;" Η Κάθριν έσμιξε τα φρύδια της προς απάντηση στη σιωπή αλλά και το βλέμμα του.

"Ήξερες..." Είπε ξαφνικά "Ήξερες αλλά ποτέ δε μίλησες..."

"Τι είναι αυτά που λες παιδί μου;" Απόρησε εκείνη κάνοντας ένα βήμα μακριά του.

"Ξέρεις πόσο καιρό λαχταράω να σε δω;"

"Μα... Μα κάθε μέρα με βλέπεις. Δεν καταλαβαίνω..."

Ο Λουκ χαμήλωσε το κεφάλι πονηρά, δάγκωσε το κάτω του χείλος και ύστερα τη κοίταξε προκλητικά

"Αυτή η τύπισσα είναι η έξοδος μου. Δε ξέρω τι έχει αλλά κάνει τη δουλειά της..."

"Λουκ έχεις τρελαθεί; Κάθισε να σου βάλω ένα ποτήρι νερό" Η Κάθριν γύρισε τη πλάτη και μόλις έπιασε ένα ποτήρι τον ένιωσε να κάνει ένα βήμα και να στέκεται πίσω της

"Από τύψεις έπαιρνες πάντα το μέρος μου. Σωστά κωλογρια;" Τα μάτια της άνοιξαν διαπλατα από τρόμο ενώ πριν τσιριξει, εκείνος της έκλεισε το στόμα "Ήξερες πως ο ανώμαλος ο άντρας σου πλήρωσε τον παπά για να γευτεί μικρό αθώο τρυφερό δερματακι! Μίλα!!" την ξόρκισε μα ύστερα γέλασε υστερικά "Α... Ναι , με συγχωρείς, δε μπορείς να μιλήσεις σωστά;" Η Κάθριν άρχισε να κουνιέται σπαστικα πέρα δώθε μα εκείνος έβγαλε από τη τσέπη μία κορδέλα , την τύλιξε με περίσσια χάρη στο λαιμό της και άρχισε να τη σφίγγει δυνατά. Τόσο που φωνή δεν έβγαινε από τα χείλη της ακόμα κι αν της απελευθέρωσε το στόμα. "Παραδεξου το παλιόγρια! Το ήξερες!!" Άρχισε να τη σφίγγει τόσο δυνατά και μόλις ένιωσε τα πόδια της να τρεκλιζουν, την γύρισε με έναν ελιγμό και την ανάγκασε να καθίσει. Άφησε τη κορδέλα να χαλαρώσει και η Κάθριν άρχισε να βηχει μονομιάς.
"Ξέρεις γλυκειά μου..." Ξεκίνησε να λέει τραβώντας μια καρέκλα μπροστά της "Έχουμε τρία λεπτά... Μετά πρέπει να πάω στο γκομενάκι! Ξέρεις πόσο καλό θέατρο έπαιξα; Νόμιζε πως ήθελα να κάνω και μπάνιο! Που αν δει τις ουλές στη πλάτη του ηλίθιου θα φύγει τρέχοντας! Αλλά δε μου έκανε το χατίρι ούτε λίγο μάτι να πάρω.... Δε πειράζει..."

"Τι... Τι θες. Ποιος... Ποιος είσαι; Που είναι ο Λουκ..." Ψελισσε με δυσκολία εκείνη

"Σσς... Δε θέλω να μου σπαταλάς ενέργεια. Μη μιλάς... Ο Λουκ...
Ο Λουκ ας πούμε πως χτυπιέται εκεί μεσα ώρα τώρα αλλά δυστυχώς, αποφάσισε να κάνει τη πάπια! Απορώ πως σε ανεχόταν τόσο καιρό!"

"Θα φωνάξω την ...."

"Την αστυνομία; Την Λιζ;...χμ.. μου αρέσει το Λιζ. Λίζι... Ελιζα... Όταν θα την τον καρφώνω θα βρω ονόματα μη σκας..."

Η Κάθριν έπιασε το λαιμό της σε μια προσπάθεια να βγάλει εντελώς της κορδέλα μα εκείνος γέλασε
"Τς τς τς.... Δε το κάνουμε αυτό. Δύο λεπτά έμειναν..."

"Τι θες από εμένα..." είπε τρομαγμένη πια

"Από εσένα τίποτα. Από τον άντρα σου θέλω αλλά δυστυχώς πέθανε... Βρήκα όμως τρόπο!" Ξάφνου σηκώθηκε πανω και τη κοίταξε περίεργα. Έσερνε το κεφάλι του μια δεξιά, μια αριστερά, μετέπειτα έβρισκε κέντρο και πάλι το ίδιο..."Θα του πας ένα μήνυμα γλυκειά μου!"

σε με θα φων..." Της σφράγισε αμέσως το στόμα και πήγε από πίσω της.

"Ήσουν κακό κορίτσι. Με συγχωρείς..." Αποκρίθηκε ήρεμος ενώ εσφιγγε τη κορδέλα και εκείνη άρχισε να χτυπιέται πέρα δώθε. Δε πτοήθηκε όμως. Έστεκε αγέρωχος όσο την έπνιγε παρά τους σπασμούς της. Όταν πια το σώμα της έπαψε να παλεύει και λίγο πριν ξεψυχήσει, έσκυψε στο αυτί της γελώντας σιγανα και είπε : Πες του καριόλη σου, πως η παιδεραστία τιμωρείται με θάνατο... Πες του επίσης, πως όταν θα έρθω στη κόλαση, θα ψάξω να τον βρω... Τρία λεπτά. Τόσα πες του πως θα κάνω και εγώ  για να του ξεσκίσω τη ψυχή..." στο τελείωμα, έδωσε μια σπρωξια το νεκρο της κεφάλι στο τραπέζι, τράβηξε τη κορδέλα και κοίταξε το ρολόι του.
Είκοσι δευτερόλεπτα έμεναν...
Έστρωσε το σώμα της, έβαλε μπροστά της το τσάι και πήγε μέχρι τη πόρτα ατάραχος.
"Λοιπόν, χάρηκα που τα είπαμε ύστερα από 12 χρόνια γλυκειά μου....Τους χαιρετισμούς μου, στον άντρα σου!"

********

Παρόν

"Λίζι..." ψέλλισε σιγανα ανταποδίδοντας την αγκαλιά. "Μπορώ να περάσω;" ζήτησε και σαν το χάρο που περίμενε τη πρόσκληση, εκείνη του έδειξε αμέσως το δρόμο για το εσωτερικό ...

😏♥️🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top