Κεφάλαιο 13°

-ουδεις εγλίτωσε...-


«Όχι! Όχι άλλο! Όχι πάλι!» ξύπνησε καταιδρωμενη και ανάβοντας το λαμπατερ , προσπάθησε να αναπνεύσει. Για κάποιο λόγο οι εφιάλτες είχαν επιστρέψει πιο έντονοι από άλλες φορές. Η σφιγμενη γροθιά του, τα κατακόκκινα από το θυμό μάτια, τα σάλια πάνω στα χείλη καθώς της φώναζε , όλα όσα έφυγε για να ξεχάσει, πήραν τη μορφή κακών ονείρων και επέστρεψαν. Σκούπισε το μέτωπο της και κοιτάζοντας από το παράθυρο συνειδητοποίησε πως ήταν ακόμα νύχτα. «Ακόμα ένα ξενύχτι, υπέροχα!» μονολογησε πηγαίνοντας προς το μπάνιο.

Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο της και ξαπλωνοντας πάλι , έπιασε το αγαπημένο της βιβλίο. Οι σελίδες είχαν ξεφτυσει από την χρήση αλλά δεν έπαυε να χρωματίζει τη φαντασία της με τις λέξεις και να την κάνει να ξεχνιέται. Ατέρμονη αγάπη. Όταν το πρωτοειδε στο ράφι ενός παλαιοπωλειου λίγα χρόνια πριν , ο τίτλος της προκάλεσε ανάμεικτα συναισθήματα.
«Είναι ένα κρυμμένο διαμάντι» της είχε πει ο γεράκος που είχε το μαγαζάκι. Από τις πρώτες κι όλας λέξεις όμως, κατάλαβε πως είχε δίκιο. Δεν ήταν ακόμα ένα ρομαντικό μυθιστόρημα που γέμιζε τα μυαλά με ροζ συννεφάκια. Ούτε έφτιαχνε ένα παραμύθι με τις λέξεις του για να απαλύνει τις έγνοιες των αναγνωστών. Το συγκεκριμένο βιβλίο μιλούσε για αγάπη αλλά μια αγάπη διαφορετική . Ήταν εκείνη που δεν είχε στάλα εγωισμού, που στο όνομα της χάθηκαν οι πρωταγωνιστές και ξεκίνησαν ένα δικό τους ταξίδι. Σαν ψυχές...
Φόρεσε τα γυαλιά της μα πριν ανοίξει τη χιλιοτσακισμενη σελίδα, η μορφή του Λουκ ξεπρόβαλε στο μυαλό της.

Η διαδρομή της επιστροφής από το σπίτι της Κάθριν, δεν είχε να θυμίζει σε τίποτα τη βόλτα που έκαναν στη παραλία. Ο Λουκ έδειχνε πολύ πιο σοβαρός σε αντίθεση με πριν ενώ στα χείλη, είχε μόνιμα ένα καρφιτσωμενο χαμόγελο που της προκαλούσε ανατριχίλα. Οι κουβέντες που αντάλλαξαν μεταξύ τους ήταν ελάχιστες ενώ ο λακωνικός τρόπος που απαντούσε σε διάφορες ερωτήσεις της για τη πόλη, την απογοήτευσε.
Έκλεισε το βιβλίο εκνευρισμένη και ξεφυσησε. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί.

Έφτιαξε ένα καφέ και αποφάσισε να βάλει κάτω τα οικονομικά της. Έπρεπε να στείλει στη μητέρα της λεφτά και να μιλήσει με τον Τσαρλς. Άρχισε να κάνει σχεδιαγράμματα, να υπολογίζει τα αναλώσιμα, το ρεύμα το νερό και κατέληξε πως πάλι δεν έφταναν. Με την Κάθριν δεν είχε συζητήσει για το μισθό της αλλά σε κάθε περίπτωση δεν μπορούσε να βασιστεί.
«Όχι ρε γαμωτο θα αργήσω!» αποκρίθηκε ξαφνικά βλέποντας πως πέρασε η ώρα και σηκώθηκε για να ετοιμαστεί.

***

-Πρεπει να βάλεις το θηρίο φυλακή..-

«Σας είπα κύριε Άντερσον πως η δοσολογία που σας γράφω είναι ήδη αρκετά αυξημένη. Δεν μπορώ να ανεβάσω κι άλλο τη δραστική ουσία. Απαγορεύεται»

«Σου εξήγησα πως πρέπει να αυξηθεί η δόση!» επέμενε εκείνος

«Μα δεν βλέπω το λόγο. Ο Τζέι και ο Ντερεκ κάθε χρόνο βγαίνουν προς τα έξω» ο Λουκ της έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα και δίνοντας μια δυνατή γροθιά στο συνονθύλευμα χαρτιών που είχε πάνω το γραφείο τα πέταξε όλα κάτω.
«Άχρηστοι!» ξέσπασε και πιάνοντας το κεφάλι του άρχισε να κόβει βόλτες στο σαλόνι. Η κατάσταση είχε ξεφύγει και δεν έβλεπε την αιτία. Ήξερε μεν πως , όταν πλησίαζε ο θάνατος των γονιών του γινόταν πιο δύσκολο να τους ελέγξει μα αυτό που έγινε μια ημέρα πριν , όχι απλά τον προβλημάτισε αλλά και τον τρόμαξε. Ο Ίαν κρυβόταν χρόνια ολόκληρα από τους ψυχιάτρους και ο ίδιος δεν τον ανέφερε ποτέ από φόβο.
«Εσυ φταις !» είπε πλησιάζοντας το καθρέφτη. Η κατάσταση ήταν τεταμένη και ο ψυχισμός του ερχόταν σε κρούση με την ορθή λογική.
«Δεν φταίω...» ακούστηκε ξαφνικά μια παιδική φωνή και ο Λουκ ούρλιαξε.
«ΦΤΑΙΣ!»
Έπεσε κάτω και βάζοντας τα κλάματα έχωσε βαθειά το χέρι μέσα στη τσέπη. Αν και το κεφάλι του πονούσε τρομερά, έβγαλε και ξεδιπλωσε για πολλοστή φορά το χαρτί που βρήκε πλάι στο κομοδίνο όταν ξύπνησε

-Είναι μια κούκλα. Θα χαρώ να της γδαρω το δέρμα....Αφού τη πηδήξω πρώτα. Είδα πως επέστρεψε και η Νάντια. Νόμιζες δεν θα το μαθαινα ;-

Ο Λουκ έσκισε το σημείωμα σε χίλια κομμάτια και προσπαθώντας να ηρεμήσει άρχισε να παίρνει βαθιές αναπνοές. Δεν έβρισκε το λόγο που ο Ίαν βγήκε για δεύτερη φορά έξω μα δεν μπορούσε να παραβλέψει το κίνδυνο. Έπρεπε πάση θυσία να μείνει μακριά από την Ελίζαμπεθ κι αυτή τη φορά ορκίστηκε στον εαυτό του να μην ξαναπατήσει ποτέ το πόδι του στο καφέ.

***

Βοστώνη

Πέταξε το μπουκάλι της μπύρας στον απέναντι τοίχο και γέλασε. Δεν χρειαζόταν να παριστάνει πλέον τον πάμπλουτο γόνο του πατέρα του. Βρισκόταν στα δικά του λημέρια, με τους δικούς του ανθρώπους και το απολάμβανε.

«Μήπως ήπιες πολύ;» ρώτησε ο Κρίστοφερ με δισταγμό.

«Πρέπει να το γιορτάσω ρε μαλάκα! Τη βρήκα το καταλαβαίνεις;» απάντησε ανοίγοντας μια ακόμα μπύρα και ξάπλωσε στο μεγάλο καναπέ . Το διαμέρισμα ήταν μικρό αλλά είχε γίνει το κρησφύγετο τους. Παλαιότερα κάθε βράδυ όλη η παρέα μαζευόταν εκεί μέσα αλλά μετά τα γεγονότα και τη φυλάκιση του Ράιαν, η παρέα διασκορπίστηκε. Μερικοί θέλησαν να μείνουν αμέτοχοι στην υποτιθέμενη «βεντέτα» που άνοιξε μεταξύ τους ενώ άλλοι διάλεξαν στρατόπεδο και απομακρύνθηκαν.

«Και τι σκοπεύεις να κάνεις ρε; Γιατί δεν τα αφήνεις όλα πίσω να προχωρήσουμε; Στη τελική...»

«Στη τελική τι;» τον διέκοψε εκνευρισμένος «Ξεχνάς πως μπήκα στη στενή για χάρη της;»

«Όχι και νομίζω σου ξεκαθάρισα τη θέση μου αλλά δε νομίζεις πως και μόνο που θα μείνουν στο δρόμο είναι αρκετό; Τι άλλο μένεις να κάνεις δηλαδή;» ρώτησε ο Κρίστοφερ

Ο Ράιαν σκούπισε με την αναστροφη της παλάμης του , τη μπύρα που βγήκε από τα χείλη του και γέλασε σαν το διάολο...

"Να την καταστρέψω... Αυτό μένει να κάνω. Κάθε της κομμάτι. Ένα ένα... Σιγά σιγά ... Να διαλύσω αυτή τη πόρνη και να της δώσω ένα γερό μάθημα! Και τώρα όπως είπαμε!"

"Μήπως το παρατραβας;" πετάχτηκε ένας ξανθουλης ο οποίος κρατούσε μια κουκούλα στα χέρια

""Σκάσε Τζάκσον! Όλα θα γίνουν όπως ακριβώς τα υπολογίσαμε.... Και τώρα φόρεσε την!" είπε θυμωμένα και εκείνος υπάκουσε σαν πιστο σκυλί...

**********

"Μήπως θα μπορούσα να πάρω προκαταβολικά το μισθό μου; Θα έρχομαι διπλό βάρδιες και θα μιλήσω και στον Τσαρλς... Όχι όχι...σκατα!" Η Ελίζαμπεθ μιλούσε μόνη της καθώς περπατούσε για το σπίτι της Κάθριν "Εμ, μήπως θα μπορούσα να έχω αύξηση;" συνέχισε να κατέληξε να βρίζει τον εαυτό της. Δεν έβρισκε λόγια να ζητήσει χρήματα από την Κάθριν μα έπρεπε να το κάνει. Δε θα ζητούσε δανεικά μα το μισθο της. Το ίδιο θα έκανε και από τον Τσαρλς. Βέβαια η ντροπή που ένιωσε στη σκέψη πως έπρεπε να το κάνει ήταν τεράστια.
"Λοιπόν, καταρχάς, χιλια συγνώμη για το θάρρος... Θα ήθελα αν ήταν δυνατόν να ζητήσω τον μισθό μου και..." η Ελίζαμπεθ έκανε ακόμα μια πρόβα μα φτάνοντας έξω από το σπίτι της, σταμάτησε μπερδεμένη "Πως και δεν πήρε την αλληλογραφία της;" Αναρωτήθηκε βγάζοντας από το γραμματοκιβωτιο δύο λευκούς φακέλους. Η Κάθριν της ειχε αναφέρει την καθημερινότητα της η οποία ήταν μια καθαρή ιεροτελεστία. Ξυπνούσε, έβαζε τον καφέ να γίνεται, έπαιρνε την αλληλογραφία και την εφημερίδα της και έπειτα απολάμβανε στη βεράντα το πρωίνο. Της στάθηκε πολύ περίεργο στο μάτι το γεγονός πως τη πρώτη μέρα στη δουλειά της , αντίκρισε έξω την αλληλογραφία.

"Κάθριν;! Καλημέρα! Ήρθα!" φώναξε μπαίνοντας στην αυλή κάνοντας μια στάση να μυρίσει τα υπέροχα λουλούδια "Μα... τι.. τι είναι αυτό;" αναρωτήθηκε βλέποντας πάνω στα λευκά τριαντάφυλλα μια κόκκινη κουκκίδα "Πασχαλίτσα!" Αναφώνησε χαρούμενη αφού πάντοτε πίστευε πως φέρνουν τύχη σε όποιον τις συναντήσει. "Έλα μικρή μου ... Πέτα μακριά!" η Ελίζαμπεθ την έπιασε στα χέρια της και μόλις τη σήκωσε ψηλά εκείνη άνοιξε τα φτερά της και πέταξε αμέσως. "Γλυκά πλάσματα .." ψελισσε γυρίζοντας προς το σπίτι "Κάθριν! Καλημέρα! Ήρθα!"

Σιωπή....

Προχώρησε λίγο ακόμα και φτάνοντας στη ξύλινη βεράντα είδε τη πόρτα κλειστή και τη κουρτίνα τραβηγμένη.
"Κάθριν!" ξαναφωναξε και πλησίασε το παράθυρο μα δεν έβλεπε τίποτα από μέσα. Όλα τα παντζούρια ήταν κλειστά και το σπιτι σκοτεινό
"Καααθριν! Κοιμήθηκες;" Η Ελίζαμπεθ έπιασε το χερούλι αν και δεν ήθελε να την ενοχλήσει και η πορτα ήταν ξεκλειδωτη. "Μη τρομάξεις, έρχομαι μέσα Καθρ...ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!" το ουρλιαχτό της συνοδεύτηκε από ανακάτεμα και γυρίζοντας απότομα το κεφάλι της προς το πλάι, έκανε εμετό. Η εικόνα που αντίκρυσε ήταν αποκρουστική...

"Κάθριν....;" Ψέλλισε τούτη τη φορά σκουπίζοντας το στόμα της μα ήξερε ότι δε θα έπαιρνε απάντηση...
Πως να έπαιρνε άλλωστε όταν η Κάθριν ήταν νεκρή;

Έστεκε σαν άγαλμα στη καρέκλα. Ήταν καθισμένη στο τραπέζι, είχε μπροστά της μια κούπα γεμάτη με ένα υγρό και το κεφάλι της ήταν γερμένο στο πλάι.
Τα μαλλιά της ήταν περιποιημένα και τα μάτια της ανοιχτά .
Η γλώσσα της κρεμόταν σαν ψεύτικη από το στόμα ενώ ο λαιμός της ήταν μελανιασμενος ολόγυρα.
Η όλη εικόνα θύμιζε σκηνικό ταινίας ... Θαρρείς και κάποιος την είχε τοποθετήσει ευλαβικά στη θέση της να περιμένει ...
"Θεέ μου!!" Η Ελίζαμπεθ νιώθοντας το στομαχι της να γυρίζει ξανά, έπιασε το στόμα της και έτρεξε γρήγορα προς τα έξω τρομοκρατημένη. Αφού έκανε ξανά εμετό, έβγαλε το κινητό της και με τρεμάμενα χέρια κάλεσε αμέσως τον Τσαρλς....

🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top