Κεφάλαιο 12°

"Τα πουλιά; Τα πουλιά είναι ελεύθερα..."

Περπατούσε δίπλα του σκεπτική. Ο Λουκ είχε ώρα που άφησε το χέρι της ελεύθερο και εκείνη δεν έμαθε να λέει ψέματα στον εαυτό της. Της άρεσε. Όπως της άρεσε και το γεγονός πως περπατούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο. Χωρίς ντροπή. Χωρίς σκιές. Χωρίς καπέλο. Χωρίς παρελθόν. Το μόνο σίγουρο ήταν πως ο Λουκ ήταν ένας πολύπλοκος άνθρωπος. Της θύμιζε λαβύρινθο και εκείνη έπρεπε να φτάσει σε μια άκρη. Το ώφειλε στον εαυτό της άλλωστε ύστερα από όσα πέρασε με τον Ράιαν. Πάντοτε έβλεπε επιφανειακά αλλά πήρε ένα γερό μάθημα και πλέον ήξερε πως αν δε δεις το βάθος των ανθρώπων, τότε έχεις πλάι σου έναν άγνωστο.

"Τι σκέφτεσαι;" Η ξαφνική του ερώτηση την έπιασε απροετοίμαστη. Τι σκεφτόταν; Εκείνον φυσικά.. Πώς όμως να το παραδεχόταν; Ο Λουκ, πρόσεξε για ακόμα μια φορά τις μηχανικές , αυθόρμητες, κινήσεις που έκαναν τα δάχτυλα της , τσαλακωνοντας τα μακριά της μαλλιά και γέλασε. "Στο τέλος δεν θα σου μείνει μαλλί...Και είναι τόσο όμορφα..."

Η Ελίζαμπεθ τράβηξε αμέσως τα χέρια της , σταμάτησε και άφησε λ το βαθύ της βλέμμα προς το μέρος του. "Νομίζω, εδω, είναι ένα όμορφο μέρος για να καθίσουμε" εκείνος γύρισε προς την τοποθεσία που του έδειχνε και ικανοποιημένος έβγαλε τα παπούτσια του.

"Τι κάνεις;" Ρώτησε περίεργα και εκείνος γελώντας της έδειξε τα δικά της

"Βγάλτα... Άφησε την θέρμη της αμμουδιάς να διαπεράσει το δέρμα σου..."

"Μιλάς θαρρείς και έχω μπροστά μου ένα βιβλίο..." αποφάνθηκε περιπαιχτικά και έβγαλε τα παπούτσια της ακολουθώντας τον προς την θάλασσα. Το παλιό λιμάνι ήταν ακριβώς απέναντι , ενώ στις δεκάδες, έρημες πλέον αγάντες του μόλου, υπήρχαν μόνο πουλιά. Μία άυλη, ιδιαίτερη αίσθηση, απλώθηκε στο κορμί της καθώς σκέφτηκε πως κάποτε εκείνο το σημείο εσφιζε από ζωή. Πλέον έμοιαζε με ερείπιο. Τα ξύλινα, σκοροφαγωμενα, δοκάρια που κρατούσαν το μόλο, ήταν έτοιμα να καταρρεύσουν και τα εκατοντάδες φύκια που είχαν προσκολληθει επάνω τους , είχαν βάψει το καφέ τους , σε ένα σκούρο κυπαρισσί χρώμα. Με λίγα λόγια, ήταν ένα εγκαταλελειμμένο από ανθρώπους μέρος που πέθαινε.

"Τι σκέφτεσαι πάλι και χάθηκες;" την ρώτησε κι εκείνη ξαφνιασμενη γύρισε και τον κοίταξε. Είχε ήδη καθίσει κάτω , τα πόδια του έφταναν ως την αρχή της θάλασσας και στηριζόταν με τα χέρια του στην αμμουδιά

"Με συγχωρείς... Μου τράβηξε την προσοχή ο χρόνος..." Αποκρίθηκε κι εκείνος σχημάτισε μια μπερδεμένη γκριμάτσα. "Εννοώ, πως η παλαιότητα αυτού του μέρους, σου φέρνει θλίψη..." Ο Λουκ γέλασε.

"Προσωπικά με ηρεμεί... Δεν το πρόλαβα, για να σου πω και την αλήθεια, αλλά έχω ακούσει πως κάποτε ήταν σπουδαίο λιμάνι. Παλαιότερα μου άρεσε πολύ να περπατάω κατά μήκος του. Να ακούω τα σανίδια να τρίζουν και να βλέπω το λιγοστό τσιμέντο κατεστραμμένο. Έτσι είναι η ζωή ... Έρχεται και φεύγει...." Εκείνη κάθισε δίπλα του, άπλωσε και τα δικά της πόδια προς την θάλασσα και γύρισε προς το μέρος του.

"Γιατί;" Ο Λουκ αναστέναξε. Είχε καταλάβει σε ποιο πράγμα αναφέρεται, αλλά δεν ήξερε αν θα άντεχε να ακούσει για το παρελθόν την δεδομένη στιγμή. Από την στιγμή που δέχθηκε, την περίμενε μια τέτοια ερώτηση.

"Δεν είναι η στιγμή για να μάθεις το 'γιατί' ... Ας πούμε , πως η πόλη με θεωρεί παρείσακτο , και ας απολαύσουμε την ηρεμία...."

"Ακόμα, κι εσυ ο ίδιος μου είπες να μείνω μακριά. Δες που είμαστε Λουκ. Εγώ κι εσύ. Σε μια έρημη ακρογιαλιά, να συζητάμε σαν δύο φυσιολογικοί άνθρωποι..."

"Το παρελθόν λέγεται παρελθόν για κάποιο λόγο Ελίζαμπεθ..." της επισήμανε και ξάπλωσε προς τα πίσω "Σίγουρα , έχεις κι εσύ ένα από πίσω. Όπως όλοι. Δεν θέλω να το μάθω όμως. Ίσως, ίσως όχι ακόμα...."

"Όχι ακόμα;"

"Ναι, όχι ακομα..." Η Ελίζαμπεθ, μιμουμενη την κίνηση του , ξάπλωσε δίπλα του.

"Ήρθα εδώ για να ηρεμήσω... Άθελά μου, έπεσα πάνω σε ενα κύμα μίσους, για έναν άνθρωπο άγνωστο για μένα. Για σένα..."

"Ωωωω , ακόμα δεν είδες τίποτα. Αν κυκλοφορησω στην πόλη το πρωί, πιστεύω θα πάνε όλοι στην εκκλησία και θα βγουν με Σκορδά και αγιασμό στα χέρια να κυνηγήσουν το θεριό... Δεν έχω και την καλύτερη φήμη..."

Η Ελίζαμπεθ, γύρισε το κορμί της στο πλάι, στήριξε το κεφάλι της στην παλάμη του χεριού της και χαμογέλασε.

"Τώρα γιατί γελάς;" τη ρώτησε καθώς γυρνούσε και εκείνος προς το μέρος της.

"Αδυνατώ να πιστέψω όσα λες..." παραδέχθηκε

Ο Λουκ , εσχισε τα χείλη του , προκειμένου να δώσει την απάντηση του, αλλά το ξαφνικό πέταγμα ενός πουλιού πάνω από τα κεφάλια τους τον τρόμαξε.

"Ουάου! Λίγο ακόμα και θα έπεφτε πάνω μας !" Αναφώνησε η Ελίζαμπεθ

"Συνήθως, παρακαλάω για να έρθουν να πετάξουν χαμηλά. Έρχομαι συχνά. Φέρνω ότι περισσεύει από τροφή στο σπίτι , αλλά εκείνα δεν έρχονται! Δες τα ! " Η Ελίζαμπεθ, έκρυψε τον ήλιο με το χέρι της και κοίταξε τον όμορφο σχηματισμό των πουλιών. Πετούσαν λίγα μέτρα μακριά τους.

"Πάντα ήθελα να πετάξω, τα ζηλεύω..." Η απαλή της φωνή, η ελπίδα που έκρυβαν τα λόγια της, ίσως, ακόμα και ο πόνος από το άγνωστο για εκείνον παρελθόν της, φανερώθηκαν σε μόνο έξι λέξεις.

"Πέτα!" Είπε και σηκώθηκε άξαφνα. Έτεινε το χέρι του προς το μέρος της κι εκείνη σουφρωσε τα φρύδια της επιδοκιμαστικά.

"Μήπως έχω φτερά και δεν το ξέρω;" απάντησε και παρ'ότι δίστασε, έπιασε το χέρι του.

"Ειρωνεύεσαι κι όλας...." σχολίασε εκείνος και δάγκωσε το κάτω του χείλος. Η κίνηση που έκανε , καθώς το απελευθέρωνε , έφερε ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλα της.

"Μου είπες 'πέτα'... Μια διευκρίνηση έκανα..." Χωρίς να αντέξει, απελευθέρωσε την γλώσσα της, προκαλώντας του γέλιο.

"Λοιπόν μικρή έξυπνη... Θα κολυμπήσεις!!!" Ο Λουκ,καταβαθος δεν αναγνώριζε τον εαυτό του. Τον τωρινό εαυτό... Ένιωθε σαν να είχε γυρίσει το χρόνο πίσω. Τότε που πάτησε τα 18 και άρχισε να βγαίνει από το κολαστήριο. Τότε που ξεκίνησε να ανοίγεται. Να μιλάει με τα υπόλοιπα νέα παιδιά. Να κάνει παρέες και φίλους... Ήθελε διακαώς να την ρωτήσει για την Νάντια αλλά το απέφυγε. Πότε δεν έμαθε, τον λόγο που έφυγε. Θεώρησε πως επειδή την απέρριψε, εκείνη ίσως να το πήρε στραβά. Δεν την έβλεπε όμως ερωτικά. Αν και ο πατέρας του είχε να τον 'αγγίξει' χρόνια, με πρόστυχο φυσικά τρόπο, ο Λουκ είχε καταφέρει να δαμάσει την ντροπή του στο συγκεκριμένο θέμα και όταν γνώρισε την Σαντρα, έκανε και την πρώτη του σχέση. Έκτοτε, είχε αλλάξει. Η πόλη απέκτησε κακο παιδί... Μέχρι φυσικά, που δύο χρόνια αργότερα το κτήνος τον ναρκωσε...

"Τι θα κάνω λέει;" Του απάντησε σοκαρισμένη.

"Ξέρεις πόσα χρόνια έχω να νιώσω ζωντανός; Να νιώσω, γενικά. Ήρθες, ταραξες την ανιαρή ζωή μου και τώρα θα με υποστείς!" Γέλασε με την ψυχή του. Όχι δυνατά . Όχι απότομα. Όχι βιαστικά. Γέλασε με ένα πλατύ, ήρεμο χαμόγελο στα χείλη. Το πιο περίεργο από όλα , ήταν πως η όλη ατμόσφαιρα δεν έβγαζε τίποτα το ερωτικό. Τίποτα το μεμπτό. Τίποτα το πρόστυχο. Ίσα ίσα, έδινε μια αίσθηση κατανόησης μεταξύ τους. Και οι δύο είχαν τα θέματα τους. Εκείνος μεγάλα, εκείνη μικρά, συγκριτικά με τα δικά του. Και οι δύο όμως, είχαν ανάγκη από τρυφερότητα. Ανθρωπιά... ειλικρίνεια...

"Έχε χάρη που σε συμπαθώ! Ελπίζω απλα να μην εννοείς πως θα κολυμπήσω πραγματικά..."

"Ωωω έλα τώρα! Κοίταξε τον ήλιο! Φυσικά και το εννοώ! Που θα ξαναβρούμε τέτοια μέρα; Πρέπει να αρπάξεις την ευκαιρία Ελίζαμπεθ. Ίσως, αύριο να έρθει πάλι η καταιγίδα..."

"Μα δεν ξέρω μπάνιο!!!" Του παραδέχθηκε  αυθόρμητα και ο Λουκ σοβαρεψε. Την κοίταξε κατάματα. Η Ελίζαμπεθ κοκκίνισε, για ακόμα μια φορά και τότε ο Λουκ ξέσπασε σε γέλια.
"ΜΕ ΚΟΡΟΙΔΕΥΕΙΣ;" του είπε και ύψωσε τον τόνο της φωνής της.

"Δεν ξέρεις μπάνιο; Θεέ μου! Πώς και δεν έτυχε να μάθεις;"

"Αυτά έχει η ζωή εξυπνάκια!"

"Ωραία, ίσως τότε ήρθε η ώρα για να μάθεις!"

"Είσαι με τα καλά σου; Δεν υπάρχει περίπτωση... Κοίταξε τα χείλη μου! ΔΕΝ- ΥΠΑΡΧΕΙ-ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ!" Του είπε συλλαβιστά

Δεν πίστευε στην καρδιά του. Ούτε στο μυαλό. Ούτε καν στη λογική. Αυτό το μικρό πλάσμα μπροστά του είχε καταφέρει με το μπρίο, την ζωντάνια και την φρεσκάδα του , να φτιάξει το ουράνιο τόξο στην μαυρίλα της ζωής του.

"Μην είσαι φοβιτσιαρα! Θα σου μάθω εγώ!" Ήταν η δική της σειρά να γελάσει.

"Και τι σε κάνει να πιστεύεις, πως θα εμπιστευτώ τη ζωή μου σε σένα;;;" Ρώτησε και ύψωσε περίτεχνα το φρύδι της μα ξάφνου, ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από ένα σύννεφο. Ένα απαλό, δροσερό αεράκι, σήκωσε τις δροσοσταλιδες από τα κύματα, δημιουργώντας μια απαλή υγρασία στην ατμόσφαιρα και ο Λουκ αναστέναξε.

"Έχασες ... Εγώ στο είπα!Πάμε γιατί ποτέ δεν ξέρεις ποτέ θα έρθει καταιγίδα..." της υπενθύμισε τα λόγια του λίγες στιγμές νωριτερα και έκανε ένα βήμα μακριά της "Εκεί θα κάτσεις; το πολύ σε 15 λεπτά θα βρέξει..." της είπε και εκείνη  κοίταξε σκεπτική τον ουρανό

"Ένα σύννεφο είναι μόνο!"

"Τώρα... Σε λίγο θα έρθουν κι άλλα. Ξέρω καλά την πόλη που ζω Ελίζαμπεθ. Έλα πάμε προς το σπίτι, ήθελα να ζητήσω μια χάρη από την Κάθριν και έπειτα, αν θες ... Αν δεν έχεις θέμα δηλαδή να σε δουν μαζί μου , σε πάω σπίτι...." Ο αυθορμητισμός και η ανεμελιά που ούρλιαζαν λίγα λεπτά πριν , είχαν πλέον εξαφανιστεί από πάνω του. Από την δική του πλευρά, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από την συνειδητοποίηση της πραγματικότητας. Η λογική, του έλεγε ότι μόλις ακούσει, λίγα ακόμα κουτσομπολιά θα τον αποφύγει κι εκείνη... Η λογική του όμως, έκανε λάθος. Ο φόβος της μοναξιάς, δεν την άφηνε να δει καθαρά. Να δει τα σημάδια. Να δει πως η Ελίζαμπεθ δεν έμοιαζε με κανέναν από εκείνο το διαολεμενο μέρος.

Εκείνη, παραμέρισε την θλίψη που απλώθηκε τόσο απότομα, στο πρόσωπο του και πήγε κοντά.

"Λουκ ;" ρώτησε και στάθηκε μπροστά του. " Θα χαρώ πολύ να με πας σπίτι... Όπως θα χαρώ ακόμα πιο πολύ, αν κάποια στιγμή, μας δοθεί ξανά η ευκαιρία να έρθουμε. Που ξες ... Ίσως σε αφήσω να μου μάθεις μπάνιο!" Αποκρίθηκε με ένα βλέμμα γεμάτο ειλικρίνεια και το πρόσωπο του φωτίστηκε. "Δεν θα έβαζα ποτέ πιο πάνω, αυτά που θα άκουγαν τα αυτιά μου , σε σχέση με αυτά που βλέπουν τα μάτια μου ...." συνέχισε και έσκυψε για να βάλει παπούτσια.

Ένα τσίμπημα στα σωθικά του , έσπασε τα χείλη και σχημάτισε, ένα λυπημένο χαμόγελο . Την παρατηρούσε καθώς έβαζε τα παπούτσια της. Τα μακριά της μαλλιά, έμοιαζαν σαν κουρτίνα. Έκρυβαν το πρόσωπο της αλλά εκεινος, είχε ήδη αποτυπώσει , κάθε του ίντσα στη μνήμη του. Ξάφνου σηκώθηκε. "Έτοιμη!" Αναφώνησε και άπλωσε το χέρι της πιάνοντας το δικό του. "Χεράκι ήρθαμε! Χεράκι θα φύγουμε! Μην με κοιτάζεις σαν να είδες εξωγήινο!" Σχολίασε όταν είδε την έκπληξη στο πρόσωπο του.

Ο Λουκ , την ευχαρίστησε με την σιωπή του και κράτησε το χέρι της. Δευτερόλεπτα αργότερα είχαν ήδη βρεθεί στην άσφαλτο,να περπατάνε ο ένας δίπλα στον άλλο με προορισμό το σπίτι της Κάθριν.

"Δεν μου λες ..." της είπε ξαφνικά

"Τι ;" Ρώτησε εκείνη

"Έχεις μπροστά σου , τρία πηγάδια γεμάτα χρώματα.. Είναι χωρισμένα σε τρία διαφορετικά μεγέθη και σχήματα . Στο κοντό, και πιο ρηχό υπάρχει το μαύρο . Στο χοντρό, ελαφρώς πιο ψηλό αλλά όχι τόσο βαθύ υπάρχει το κόκκινο. Το τελευταίο, είναι ένα λεπτό αρκετά βαθύ πηγάδι γεμάτο λευκη μπογιά. Πρέπει να μπεις μέσα σε κάποιο από αυτά... Σε ποιο θα μπεις ;"

"Τι ερώτηση είναι πάλι αυτή;" του είπε και γέλασε

"Έλα , απάντησε μου ! Την διάβασα σε ένα site ψυχολογίας προχθές!"

"Ωραία λοιπόν... Σαν νοήμων άνθρωπος, θα σου έλεγα πως θα μπω στο κόκκινο . Είναι μεν βαθύ αλλά πατάς. Βλέπεις τι συμβαίνει... Σαν Ελίζαμπεθ δεν μπορώ να δώσω απάντηση!"Είπε κι εκείνος σταμάτησε απότομα και την κοίταξε

"Τι εννοείς;"

"Εννοώ , πως και στο λευκό αλλά και στο μαύρο υπάρχουν κίνδυνοι Λουκ !"

"Κίνδυνοι;;;"

"Φυσικά! Το λευκό είναι βαθύ σωστά; Αν πνιγώ; Καμία φορά, ξεγελιομαστε από την λογική και δεν βλέπουμε τον πραγματικό κίνδυνο. Όσο για το μαύρο... Εκεί είναι που κινδυνεύω πιο πολύ... Είπες, είναι ρηχό... Είναι όμως; Δεν βλέπω...Το χρώμα κρύβει όσα θέλει να κρύψει κι εγώ θα πρέπει να σε εμπιστευτώ για να μπω μέσα..."

Ο Λουκ γουρλωσε τα μάτια σοκαρισμένος... Όσες φορές κι αν του έθεσαν την ερώτηση στο ψυχιατρείο, δεν τους απάντησε ποτέ.. Ο Τζει διάλεγε το κόκκινο, ο Ντερεκ τολμούσε το λευκό και ο Ίαν ήταν φυσικά αμέτοχος. Ωστόσο όμως, σκεφτόταν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο... -ίσως έτσι εξηγείται! Είναι κι αυτή τρελή! Σκέφτηκε και γέλασε...

"Γιατί γελάς; Δεν σε ικανοποίησε η απάντηση; Τι αποτελέσματα έδινε; Το έχω χάσει έτσι; Βρήκα το σωστό ;;;" τον βομβάρδισε με ερωτήσεις

"Το βρήκες..." Ψέλλισε ήρεμος αλλά συνάμα ευδιάθετος ,  κι άρχισε να περπατάει

"Τι είπες;" Ρώτησε εκείνη φωναχτά και τον ακολούθησε

"Λέω, το βρήκες! Βρήκες τη σωστή απάντηση!" Η Ελίζαμπεθ πέρασε ξανά το χέρι της μέσα στο δικό του περήφανη για τον εαυτό της.

"Εσύ; " Τον ρώτησε

"Εγώ τι ;" της είπε κάνοντας τον ανηξερο

"Εσύ Λουκ ! Σε ποιο θα έμπαινες;"

"Εγώ , θα φρόντιζα να ρίξω στο βαθύ λευκό , λίγο από το μαύρο, λίγο από το κόκκινο και να το κάνω μωβ ! Έπειτα θα έμπαινα ολόκληρος μέσα! Καλύτερα να πνιγώ στην ίδια μου τη τρέλα , παρά να διαλέξω σε ποιο από τα τρία κρύβεται ο θάνατος!"

Η Ελίζαμπεθ έσφιξε το χέρι του ασυναίσθητα αφού το αεράκι μόλις εστριψαν για το σπίτι της Κάθριν  δυνάμωσε και ανατρίχιασε.

"Είσαι περίεργος! Ωραία περίεργος!"

"Δεν ξέρω τι είμαι,ξέρω όμως ότι κρύωσες! Εκεί είναι το αμάξι!" Αποκρίθηκε και της έδειξε ένα παλιό, μαύρο σεντάν. "Τρέχα γρήγορα και έρχομαι! Ο καιρός αγρίεψε!"

"Έχεις δίκιο! Ζήτα συγγνώμη από μέρους μου , στην Κάθριν!" Ο Λουκ άφησε το χέρι της και εκείνη τον άκουσε. Έμεινε για λίγο στατικός, να την κοιτάζει που έτρεχε προς το αυτοκίνητο...

"Προσπάθησα να μείνω μακριά..Τρομάρα μου !" Μονολόγησε και πήγε προς το σπίτι της Κάθριν...

Σας φιλώ....

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top