Κεφάλαιο 11°
"Look at me ... Dont be afraid. Feel me..Let me see your inner self..."
°°°°°°°°°
Ένα συναίσθημα. Φόβος. Αυτό νιώθω... Φόβο για τα βήματα που κάνει προς το μέρος μου. Τι κάνει εδω γαμωτο; Έπρεπε να μείνω μακριά της! Μεγαλώνει...
Η αίσθηση γίνεται τέρας και τρώει τα σωθικά μου. Νιώθω τον φόβο ακόμα μεγαλυτερο ...Φόβο για τα μάτια της που με κοιτάζουν και αστράφτουν. Φοβο για το χαμόγελο που σκάει στα χείλη της ενώ ξέρω πολύ καλά ότι θα φύγει σύντομα. Δεν ξέρω καν τι μπορεί να ειπώθηκε, ανάμεσα σε εκείνη και τον Ίαν λίγες μέρες πριν. Γαμωτο Λουκ ! Πώς τον άφησες να σε κυριεύσει τόσο άσχημα; Όχι!! Δεν μπορώ να έρθω αντιμέτωπος μαζί της! Δειλία. Έτσι λέγεται! Πώς να κοιτάξεις έναν άνθρωπο στα μάτια ξέροντας πως είναι ο μόνος αληθινός "άνθρωπος" που γνώρισες τα τελευταία χρόνια σε εκείνη τη καταραμένη πόλη; Η καρδιά μου νομίζω ότι θα σταματήσει...
Ο εσωτερικός μονόλογος του Λουκ βλέποντας τη να πλησιάσει κόπασε μονομιάς
"Καλημερα Λουκ!" Η Κάθριν τον χαιρέτησε στοργικά αλλά εκείνος εστίασε στη κοπέλα δίπλα της. Έπρεπε πάση θυσία να μάθει τι είχε γίνει τη τελευταία φορά που ήταν μαζί της... Με τον Ιαν να βγαίνει συχνότερα έξω πια, όλα είχαν γίνει ένα κουβάρι.
"Καλημέρα Κάθριν! Βλέπω αποφάσισες να βγεις έξω σήμερα" Ο Λουκ άφησε κάτω το λίπασμα και πλησίασε . Έκρυβε καλά το άγχος. Η Ελίζαμπεθ από την άλλη ήθελε απλά να τον πλησιάσει. Ήθελε να τον ρωτήσει ευθέως τον λόγο που συμπεριφέρεται έτσι η πόλη. Δικαιολογίες ...Όλα αυτά ήταν ψέματα και δικαιολογίες καταβαθος. Δεν υπήρχε τίποτα πιο όμορφο και αγνό σε εκείνη τη στιγμή από τα μάτια του που ενώθηκαν με τα δικά της ...
"Ήρθα να σου γνωρίσω την Ελίζαμπεθ, θα με βοηθάει με τις δουλειές του σπιτιού! Ήρθαμε επίσης γιατί ξετρελαθηκε με τα λουλούδια και θεώρησα σωστό να γνωρίσει τον υπεύθυνο γι αυτή την ομορφιά...Αχ, εχει υπέροχο καιρό παιδιά μου !" Η Κάθριν γύρισε προς την Ελίζαμπεθ και της χαμογέλασε
"Πλησίασε κόρη μου, γιατί στέκεις εκεί σαν άγαλμα; Έλα να μυρίσεις τον παράδεισο...!" Η Ελίζαμπεθ απέσυρε το βλέμμα της από τον Λουκ και κοίταξε τα λουλούδια.
"Μπράβο σου... Είναι πραγματικά πανέμορφα." Σχολίασε διστακτικά και πήγε κοντά. Έσκυψε και μύρισε. Αν και η ευωδία ήταν ήδη απλωμένη παντού, από κοντά γινόταν πιο δυνατή. Ηρεμία. Αυτό ένιωσε.
"Ευχαριστώ...Είναι το αγαπημένο μου λουλούδι." είπε τραβώντας αμέσως τη προσοχή της.
"Αγαπημένο;" Η Ελίζαμπεθ ξαφνιάστηκε .
"Είναι και δικό της αγαπημένο!" Πετάχτηκε η Κάθριν αλλά η μαγεία είχε ήδη κάνει τη δουλειά της. Όταν πρόσεξε πως κανείς από τους δύο δεν την άκουσε, άρχισε να κάνει μικρά βηματάκια προς τα πίσω ώσπου μπήκε μέσα στο σπίτι. Πήγε στο παραθυρο και τους κοίταξε.
"Προφυλαξε την θεέ μου...
Κάνε το θαύμα σου να βρει τον εαυτό του επιτέλους..."Μουρμουρησε και τους άφησε μόνους. Η Κάθριν ήξερε αρκετά πράγματα για τον Λουκ που ακόμα και ο ίδιος αγνοούσε. Ένα Σάββατο κάτι μήνες πριν , γνώρισε για πρώτη φορά τον Ντερεκ. Ηταν ακομα στην καρδιά του χειμώνα. Ο Λουκ επέμενε να τελειώσει με το σκέπασμα των φυτών αλλά ερχόταν καταιγίδα. Όταν ξεκίνησε να βρέχει πάλευε να πιάσει τα σχοινιά για να δέσει το κάλυμμα γύρω από τα φυτά. Μόλις τελείωσε και μπήκε μέσα ήταν διαφορετικός.
Στην αρχή έπαθε σοκ , δεν καταλάβαινε. Μιλούσε μαζί του και ακολουθούσε τον διάλογο του προσπαθώντας να ανακαλύψει πράγματα για εκείνον και κέρδισε την εμπιστοσύνη του. Ο Ντερεκ της ανοίχτηκε ως ένα βαθμό. Της είπε πως ζει στον Λουκ. Είχε αυτογνωσία. Της είπε πως υπάρχει και ο Τζει. Από κάποιες λέξεις του όμως η Κάθριν κατάλαβε πως υπάρχει και κάτι πιο σκοτεινό που ο Ντερεκ δεν της αποκάλυψε. Έκτοτε ποτέ ξανά δεν ήρθε αντιμέτωπη με κάποιον από τους εαυτούς του . Έψαξε στο ίντερνετ, όσο μπορούσε για την ηλικία της, να βρει στοιχεία για την πάθηση αλλά δεν υπήρχε τίποτα έγκυρο που να την έκανε να καταλάβει ακριβώς την αρρώστια . Σίγουρα είχε προσωπικότητες. Ακακες. Διάβασε πως όταν ένα άτομο πάσχει από κάποιου είδους τέτοια διαταραχή, το άγχος και το στρες είναι εχθροί. Όπως είναι και κάποια τραυματικά γεγονότα που έρχονται στο φως. Σπάζουν τα φράγματα και απελευθερώνουν έναν άλλο εαυτό. Αυτό που την προβλημάτιζε όμως ήταν πως δεν έβρισκε την πηγή τους... Είχε μια υποψία αλλά χωρίς να έχει πλήρη εικόνα δεν έμπαινε ποτέ στη διαδικασία να βγάλει συμπέρασμα. Πότε δεν θα ξεχνούσε την μέρα που τον γνώρισε...
Ήταν στις αρχές. Ο πατέρας του τον κρατούσε από το χέρι και τον τραβούσε προς την εκκλησία. Εκείνη βλέποντας την άρνηση του, κοίταξε την μανα του η οποία ήταν βουτηγμένη στην απάθεια. Ήταν αρκετά πρωί. Μόλις είχε φεξει και κόσμος δεν υπήρχε τριγύρω. Όταν ο πατέρας του αντιλήφθηκε την παρουσία της, μαλακωσε το κράτημα του και ψιθυριζοντας του κάτι , ο μικρός τότε Λουκ άρχισε να περπατάει προς την εκκλησία μόνος. Ήταν η πρώτη φορά και τελευταία που η Κάθριν παρακολούθησε λειτουργία. Πήγε με σκοπό να δει από κοντά αυτό το μικρό παιδί που της κίνησε την περιέργεια. Στάθηκε δυο θέσεις μακριά του και το παρατήρησε. Φόβο. Το παιδάκι ήταν τυλιγμένο στο φόβο... Υποψιαστηκε πως ίσως υφίσταται κάποιου είδους βία στο σπίτι αλλά δεν το έψαξε. Έφυγε από την πόλη μαζί με τον άντρα της λίγο καιρό αργότερα.
Αναστέναξε καθώς οι αναμνήσεις έκαναν βόλτα στο μυαλό της και κοίταξε ξανά προς τα έξω...
Την ίδια στιγμή , στο κήπο
"Δεν το βρίσκεις λιγάκι περίεργο να κοιταζόμαστε χωρίς να μιλάμε;" παρατήρησε δειλά η Ελίζαμπεθ και εκείνος της χάρισε ένα αμήχανο χαμόγελο. Από τον τρόπο της κατάλαβε πως ότι και να ειπώθηκε μεταξύ εκείνης και του Ίαν δεν την φόβισε. Αυτό ήταν θετικό σημάδι.
"Επέλεξε ένα θέμα τότε..." της έδωσε πάσα αλλά ακόμα έδειχνε αρκετά μαζεμένος.
"Μίλησε μου για αυτά τα λουλούδια..." απάντησε χωρίς να σκεφτεί ιδιαίτερα ίσα ίσα για να πει κάτι
"Κοίταξε τα ..." της είπε απευθείας και έλαμψε ολόκληρος
"Κλειστά μοιάζουν σαν μια ψυχή. Ενωμένη... Όταν όμως ανθίσουν χωρίζονται σε μικρότερες . Επέλεξα το λευκό γιατί με ηρεμεί. Είναι αγνό... Βλέπεις αυτο το καφέ; Αυτο είναι η γύρη τους. Μοιάζει σαν κεφάλι. Κεφάλια για την ακρίβεια...Μέσα από αυτό το λουλούδι είναι σαν να κοιτάζω τους ανθρώπους Ελίζαμπεθ ..." Εκείνη έκπληκτη από τον τρόπο που έβλεπε την ζωή πάνω σε ένα λουλούδι , έμεινε να τον κοιτάζει γλυκά
"Συγνωμη αν φανηκα επιθετική προχθές...Με τρόμαξες λιγάκι όταν με έπιασες από το μπράτσο..." Αποκρίθηκε και ο Λουκ έσφιξε το σαγόνι.
"Δεν το ήθελα... Ίσως χάνοντας την συχνή επικοινωνία με τους ανθρωπους γύρω μου ξέχασα τους τρόπους μου. Με συγχωρείς..." Προσπάθησε να μαζέψει τα αμαζευτα
"Το ξέρω , μου το είπες..."
Ο Λουκ έκανε μια παύση και την χαζεψε. Ήταν πανέμορφη κάτω από το φως του ήλιου. Αυτή η κοπέλα τον τραβούσε σαν μαγνήτης. Είχε έντονα εξωτικά χαρακτηριστικά. Τα μαλλιά της δε, τον προκαλούσαν να τα αγγίξει..
"Πόσο ετών είσαι; Συγνωμη για την ερώτηση αλλά...."
"Δεν πειράζει " τον διέκοψε "Είμαι δεκαεννιά..."
"Πω πω... Μικρή..." Σχολίασε και χαμογέλασε
"Εσύ;" ρώτησε κατακόκκινη
"Είκοσι εννιά..." απάντησε ήρεμος "Δεν σε ενημέρωσε το χωριό;" Η Ελίζαμπεθ γέλασε με το σχόλιο του.
"Δεν ακούω κανέναν όπως κατάλαβες... Ούτε καν εσένα τον ίδιο που μου ζήτησες να μείνω μακριά σου..." απάντησε και δάγκωσε αυτόματα την γλώσσα της. Δεν ήθελε να του δείξει πως την επηρέασαν τα λόγια του στο εστιατόριο. Ο Λουκ κοίταξε προς το σπίτι. Είδε την Κάθριν να του γελάει από το παράθυρο και αναστέναξε. Κουνούσε τα χέρια της κάνοντας του νόημα πως ήταν ελεύθερος από την δουλειά. Ήξερε που το πήγαινε η ηλικιωμένη γυναίκα. Αυτό που δεν ήξερε όμως εκείνη ήταν πως τον ωθούσε στον κίνδυνο...
Η Ελίζαμπεθ δεν έμοιαζε με καμία από όσες είχε γνωρίσει. Έβγαζε μια αλήθεια πάνω της που την φοβόταν. Ξυπνούσε την νεκρή του καρδιά και την έκανε να χτυπάει . Δεν ήξερε αν θα του βγει σε καλό ίσως όμως ήταν καιρός να κάνει ένα βήμα στη ζωή του. Να αρχίσει να μιλάει με κάποιον άνθρωπο. "Μην φοβάσαι...Δεν θα την πειράξω. Όχι ακόμα..." έφερε για λίγο στο μυαλό του το σημείωμα του Ίαν και αυτόματα σκέφτηκε πως όλο αυτό ήταν μια τρέλα. Δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει φυσιολογικός...
"Που χάθηκες;" Ρώτησε ντροπαλά και ο Λουκ επέστρεψε το βλέμμα του πάνω της "Έχει πολύ όμορφη μέρα... Θα ήθελες..." Ξεκινησε να λεει αλλα οι λεξεις κολλούσαν στα χείλη της. "Αν δεν έχεις δουλειά, φυσικά να με ξεναγήσεις στην πόλη; Στα περίχωρα δηλαδή... Δεν έχει καιρο που ήρθα και είχα την ανάγκη να πάω στη θάλασσα αλλά ποτέ δεν το έκανα...." Συνέχισε διστακτικά. Το σκεπτικό του βλέμμα , έφερε αμηχανία στο κορμί της . Έπιασε τα μαλλιά της και τα έκανε στην άκρη παίζοντας με τις άκρες τους βιαστικά. Ο Λουκ κατάλαβε πως ήταν ταραγμένη. Για κάποιο λόγο, βλέποντας την αγχωμένη ένιωσε και ο ίδιος άγχος.Η ηρεμία που εξέπεμπε τοση ωρα πριν και που του έφερνε γαλήνη είχε χαθεί και δεν του άρεσε καθόλου.
Ήθελε να νιώσει για λίγο άνθρωπος. Ήθελε να αγγίξει την φυσιολογικοτητα....
Έσκασε ένα πανέμορφο χαμόγελο και χαλάρωσε. Πόσο κακή να ήταν μια βόλτα στην τελική;
"Και δεν πάμε; Έχω καιρό να πάω κι εγώ στη θάλασσα. Ξέρω και το πιο τέλειο μέρος! Θα πάμε στο παλιό λιμανάκι...Δώσε μου μισό λεπτό να ενημερώσω την Κάθριν, που όπως κατάλαβες μας παράτησε μόνους εδώ και τόση ώρα και έρχομαι..." Ο Λουκ την προσπέρασε πηγαίνοντας προς τα μέσα κι εκείνη κοκκινισε. Ούτε που κατάλαβε πως η Κάθριν έλειπε. Ένιωσε ντροπιασμένη για την συμπεριφορά της. Γυρισε προς τα λουλούδια και φέρνοντας τα λόγια του στο μυαλό της χαμογέλασε γλυκά..
"Όλα έτοιμα. Η Κάθριν μας δίνει ρεπό! Πάμε;" ακούστηκε άξαφνα από πίσω της ο Λουκ προσπαθώντας να φανεί φυσιολογικός. Δεν ήξερε αν φαίνεται προς τα έξω αλλά έδινε σκληρή μάχη με τον εαυτό του. Μάχη για ευκαιρία... Ευκαιρία για να ζήσει λιγάκι...
Να αφεθεί στην ανθρωπιά... Στην ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο...
"Μήπως να πάω να της μιλήσω κι εγώ;" Ρώτησε κι εκείνος γέλασε.
"Δεν χρειάζεται. Ήξερε πως θα με ρωτήσεις κάτι τέτοιο. Ειλικρινά αυτή η γιαγιά είναι πανέξυπνη!" Η Ελίζαμπεθ έκανε μια γκριμάτσα και φώτισε όλο της το πρόσωπο. Η ακαταμάχητη γοητεία της τον προβλημάτισε...
"Με τι θα πάμε;" Ρώτησε κι εκείνος άπλωσε το χέρι του.
"Με τα πόδια... Έχω το αμάξι αλλά θα προτιμήσω τα πόδια... Θέλεις να περπατήσουμε;" Η Ελίζαμπεθ κοίταξε την ανοιχτή του παλάμη αγνοώντας την δύναμη που χρειάστηκε από την πλευρά του για να την απλώσει. Έβαλε μηχανικά μια τούφα από τα μακριά της μαλλιά πίσω από το αυτί και το έπιασε...
"Θέλω...."
Ήταν η πρώτη φορά που ο Λουκ την άγγιζε με την δική του νοημοσύνη . Η οργή που ένιωθε ξέροντας ότι ο Ίαν άπλωσε τα χέρια του πάνω της ήταν μεγάλη αλλά έσβησε μόλις έπιασε το χέρι του...
Η Ελίζαμπεθ δεν το ήξερε αλλά εκείνη τη στιγμή, μέσα από ένα άγγιγμα,μέσα από μια τόσο απλή κίνηση του έδωσε ζωή. Οχτώ χρόνια είχε να τον ακουμπήσει κάποιος ήρεμα... Φιλικά... αληθινά... Οχτώ ολόκληρα χρόνια... Και τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με την αίσθηση του χεριού της πάνω στο δικό του...
Σας φιλώ...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top