Κεφάλαιο 1°
DARK SECRETS : Stay Alive
«Πολλοί το λένε. Λίγοι το βλέπουν. Κανείς δεν ξέρει...»
Πορτ Άλεν. Πολιτεία Λουϊζιάνα Αμερική.
Το σκοτάδι είχε πέσει , ο αέρας δυνάμωνε ολοένα και περισσότερο ενώ η ομίχλη που απλωνόταν από τη πλευρά της θάλασσας, προσέδιδε στη πόλη ένα μυστήριο. Το κιτρινισμένο , από τις ελάχιστες λάμπες φως, αγκάλιαζε με δυσκολία το δρόμο ενώ τα γυμνά κλαδιά των δέντρων που ερχόντουσαν σε επαφή μαζί του, δημιουργούσαν ανατριχίλα. Αρκετοί θα κατέτασσαν τη πόλη ως μια από τις πιο οπισθοδρομικές αλλά όχι εκείνη. Αυτός ήταν και ο λόγος που η Ελίζαμπεθ επέλεξε να πάει εκεί.
Δεν μετρούσε πάνω από έξι χιλιάδες κατοίκους και η εναλλαγή από τη Βοστόνη στο Πορτ Άλεν μπορεί να μην ήταν εύκολη μα το είχε ανάγκη . Ζούσε σε ένα μέρος γεμάτο ζωή, κίνηση και συνωστισμό αλλά θέλησε να κλείσει εκείνο το κομμάτι της ζωής της. Ήθελε να ξεφύγει από το παρελθόν, να ηρεμήσει και να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή της. Φόρεσε την κλασική πράσινη ποδιά που της έδωσαν όταν την προσέλαβαν για τη θέση της σερβιτόρας και μάζεψε τα μαλλιά της. Ήταν η πρώτη φορά, στην μια εβδομάδα που δούλευε στο εστιατόριο που την άφησαν να αναλάβει τη βραδινή βάρδια. Μπορεί να μην μετρούσε ούτε δέκα μέρες στη πόλη αλλά οι άνθρωποι την αγκάλιασαν αμέσως , βρήκε σπίτι ενώ με το λιγοστό κομπόδεμα που είχε μαζέψει στη γενέτειρα της θα έβγαζε ανετά το μήνα. Επέλεξε να αποδράσεις στα τυφλά, πηγαίνοντας σε ένα εντελώς ξένο τόπο για να βρει τον εαυτό της μα η τύχη της χαμογέλασε,
Το πανεπιστήμιο για τα παιδιά της ηλικίας της αποτελούσε τη πρώτη και βασική προτεραιότητα μα για την ίδια ήταν παρελθόν. Το παράτησε όπως παράτησε και τη ζωή της στη Βοστόνη.
Βγήκε από το δωματιάκι που υπήρχε στο πίσω μέρος του εστιατορίου για να εξυπηρετεί τους υπαλλήλους και μπήκε μέσα από το μπαρ.
«Πάντα τόση ησυχία έχει;» ρώτησε την συνάδελφο της κι εκείνη ανασήκωσε τους ώμους.
«Τι περιμένεις; Ώρες ώρες απορώ...Εμείς παλεύουμε για να ξεφύγουμε από δω κι εσύ ήρθες για να μείνεις μόνιμα...»
Η Πέιτον ήταν καλή κοπέλα. Λίγο παχουλή , κοντούλα αλλά όμορφη. Ένας άνθρωπος έξω καρδιά. Ειλικρινής. Η Ελίζαμπεθ της είχε πει λίγα πράγματα για τη ζωή της αλλά δεν θέλησε να μπει σε βαθιές λεπτομέρειες που ούτε η ίδια ήθελε να φέρνει στις θύμησες της.
«Μερικές φορές η μεγάλη πόλη δεν είναι το καλύτερο Πέιτον . Στο είπα και προχθές. Πέρασα δύσκολα. Ήρθα εδώ με την ελπίδα να ηρεμήσω» Η νεαρή κοπέλα αναστέναξε αδυνατώντας να την καταλάβει. Το κουδουνάκι από την πόρτα αντήχησε και τα κορίτσια γύρισαν να κοιτάξουν.
Ένας άντρας μπήκε μέσα. Φορούσε ένα μαύρο καπέλο που έκρυβε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ενώ η συνολική του εικόνα έβγαζε μια αλητεία. Σκισμένο τζιν , μαύρο αμάνικο μπλουζάκι και τατουάζ σε κάθε χέρι. Δεν γύρισε καν να κοιτάξει προς το μπαρ. Προχώρησε αριστερά και κάθισε στο τελευταίο τραπεζάκι. Η Πέιτον σκυθρώπιασε.
«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε η Ελίζαμπεθ περίεργα κι εκείνη στριφογύρισε τα μάτια της.
«Αυτός είναι ο Λουκ. Ήταν συμμαθητής με την αδερφή μου . Μείνε μακριά του Ελίζαμπεθ...» σήκωσε το φρύδι της και την κοίταξε έκπληκτη. Η Πέιτον δεν είχε δείξει ποτέ κάποια αντιπάθεια για το κόσμο και η γκριμάτσα της μόλις τον είδε κάθε άλλο πάρα φιλική έδειχνε. Γύρισε προς την καφετιέρα , έφτιαξε έναν σκέτο καφέ, έβαλε δίπλα του ένα κρουασάν βουτύρου και τα τοποθέτησε πάνω στο δίσκο.
«Είναι συχνός πελάτης;» άπλωσε τα χέρια για να πιάσει το δίσκο αλλά η νεαρή κοπέλα τον τράβηξε προς το μέρος της, αποφεύγοντας να απαντήσει.
«Θα σερβίρω εγώ...» Η Ελίζαμπεθ δεν έφερε αντίρρηση. Την κοίταζε να πηγαίνει προς το μέρος του άντρα έχοντας μια ήρεμη έκφραση στο πρόσωπο της και έμεινε να αναρωτιέται με τη περιέργεια να φτάνει στα ύψη. Μπορεί να φορούσε καπέλο μα από τα λιγοστά χαρακτηριστικά που πρόλαβε να διακρίνει πήρε μια αρκετά δυνατή γεύση της γοητείας του . Η Πέιτον του άφησε το καφέ κι εκείνος αδιαφόρησε για την παρουσία της. Η όλη σκηνή, θύμιζε σαν να αποτελούσε μέρος μια καθημερινής ιεροτελεστίας. Ο άγνωστος άντρας, χαμήλωσε λίγο παραπάνω το καπέλο κρύβοντας εντελώς το πρόσωπο του και γύρισε προς το παράθυρο.
«Πάντα τόσο ομιλητικός είναι;» ρώτησε μόλις η Πέιτον επέστρεψε.
«Μην το ψάχνεις...Λοιπόν άφησε τον αυτόν. Έλα να βγάλουμε το πρόγραμμα. Σήμερα κάθισα για να σου μάθω τα βασικά αλλά ο Τσαρλς με ενημέρωσε πως η Κλάρα θα λείψει καιρό . Πρέπει να σπάσουμε τις βάρδιες μεταξύ μας. Θα κοιτάξουμε βέβαια να βρεθεί άλλη μια κοπέλα αλλά το πρόβλημα είναι πως το πρωί έχω Πανεπιστήμιο και δεν μπορώ να ξενυχτάω. Ο Τσαρλς είπε θα ανοίγει εκείνος. Εγώ θα έρχομαι στις μια κι εσύ θα αναλάβεις αν δεν έχεις πρόβλημα τη βραδινή βάρδια. Φυσικά και θα έρχεται ξανά το βράδυ κι εκείνος αλλά κάποιες ώρες θα είσαι μόνη σου...» η Πέιτον είχε πάρει φορά γεμίζοντας την με λεπτομέρειες αλλά η Ελίζαμπεθ τη διέκοψε
«Μόνη μου ;» ρώτησε περίεργα
«Μην φοβάσαι. Άνθρωπος δεν κυκλοφορεί τα βράδια. Σπάνια έρχονται εδώ. Δεν είμαστε και στο κέντρο Ελίζαμπεθ. Ποιος θα έρθει σε ένα καφέ στην έξοδο της πόλης; Άντε καμία νταλίκα. Τίποτα παιδάκια το Σαββατοκύριακο κι αυτό είναι όλο. Όπως είδες το πρωί γίνεται χαμός... Η βραδινή βάρδια όμως είναι διαφορετική...» η Πέιτον πήρε ένα κίτρινο πανί και άρχισε να καθαρίζει σχολαστικά την καφετιέρα πίσω της. «Είσαι εντάξει με το πρόγραμμα εσύ;»
«Ναι. Δεν έχω θέμα. Μπορώ να δουλέψω όλες τις ώρες...»
«Ώραια,να πω την αλήθεια φοβήθηκα μήπως αρνηθείς. Ευχαριστώ πολύ δέχθηκες, ξέρεις το Πανεπιστήμιο είναι πολύ σημαντικό για μένα »
«Μην αγχώνεσαι για τίποτα. Δεν έχω κάτι από πίσω Πέιτον. Μπορώ να δουλεύω όλη μέρα. Μου κάνει καλό άλλωστε. Ποιο το νόημα να γυρίζω μόνη σε ένα άδειο σπίτι; Καλύτερα εδώ να ξεφεύγει το κεφάλι μου...»
Η Πέιτον χαμογέλασε. Πήρε μια κούπα και την έβαλε στην υποδοχή του καφέ.
«Τώρα δεν καθάρισες; Δεν έχουμε πελάτη»
«Λοιπόν. Αυτός που πήγα πριν και με ρώτησες είναι ο μόνος που έρχεται κάθε βράδυ σχεδόν. Πίνει τον πρώτο καφέ στο τέταρτο. Μόλις τελειώσει παίρνει πάντα ακόμα έναν. Αφήνει στο τέλος τα λεφτά πάνω στο τραπέζι και φεύγει. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να του πας έναν δεύτερο καφέ και τίποτα παραπάνω. Όχι πως θα σου μιλήσει και ποτέ. Δεν μιλάει σε κανένα πλέον...»
«Πρώτα με γειώνεις και έπειτα μου λες όλα αυτά κι αν σε ρωτήσω ποιος είναι πάλι δεν θα μου πεις...» γκρινιαξε η Ελίζαμπεθ
«Ο Λουκ , είναι αόρατος στη πόλη. Κάποτε ήταν ο θεός.. Ήταν το πιο διάσημο παιδί του σχολείου. Πλέον έπεσε από το θρόνο του. Δεν χρειάζεται να ξέρεις κάτι παραπάνω για αυτόν τον άνθρωπο Ελίζαμπεθ και θα σε παρακαλούσα να μείνεις μακριά του»
Ακόμα μια προειδοποίηση έσκασε στα αφτιά της. Πώς γίνεται κάποιος να εκμηδενίζεται τόσο άσχημα και τι τον έκανε να πέσει από το θρόνο που του χρέωσε η Πέιτον; σκέφτηκε κοιτάζοντας τον και ανεπαίσθητα έπιασε την κούπα με το καφέ που άφησε η νεαρή κοπέλα στο πάγκο.
«Θα τον πάω εγώ...» της είπε για δεύτερη φορά και τον τοποθέτησε στο δίσκο της αλλά η Ελίζαμπεθ δεν την άφησε.
«Νομίζω πρέπει να εξοικειωθώ με την ιδέα»
«Όπως επιθυμείς» απάντησε η Πέιτον
«Πρόσεχε τα δάχτυλα σου ! Δαγκώνει ξέρεις...» συμπλήρωσε ειρωνικά αλλά η Ελίζαμπεθ απαξίωσε στο σχόλιο της. Ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους είναι, σωστά; σκέφτηκε περπατώντας προς το μέρος του. Όσο όμως πλησίαζε, ένιωθε ένα διάχυτο τρέμουλο να απλώνεται στα χέρια. Εκείνος χαμήλωσε κι άλλο το καπέλο βυθίζοντας το πρόσωπο του στην αφάνεια και το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν τα χείλη του.
«Ορίστε ο καφές» αποκρίθηκε χαμηλόφωνα και αφήνοντας τον στο τραπεζάκι, πήρε την άδεια κούπα. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή μα εκείνος άρπαξε απλά τη κούπα και αδιαφόρησε. Ούτε ένα ευχαριστώ; σκέφτηκε και έφυγε θεωρώντας τον αγενή.
«Πες ότι περίμενες να σε ευχαριστήσει κι όλας!» σχολίασε ειρωνικά η Πέιτον βλέποντάς τα μούτρα της.
«Είναι αγένεια να μην λες έστω ένα ευχαριστώ»
«Το ξέρω Ελίζαμπεθ . Όπως σου είπα όμως , ειδικά από την στιγμή που θα αναλάβεις την βραδινή βάρδια, μείνε μακριά του ...» η Πέιτον έσκυψε , έβγαλε την τσάντα και το μπουφάν της. «Σε μισή ώρα θα έρθει και ο Τσαρλς οπότε δεν θα είσαι μόνη. Συνήθως έρχεται πιο αργά αφού η Κλάρα τον χρειάζεται σπίτι . Εσύ κάτσε εδώ. Αυτός θα φύγει σε δέκα λεπτά περίπου. Θα σου αφήσει τα λεφτά ακριβώς πάνω στο τραπέζι...»
«Κατάλαβα» τη διέκοψε «Μην αγχώνεσαι. Πήγαινε σπίτι να ξεκουραστείς κι εγώ θα είμαι μια χαρά»
Η Πέιτον χαμογέλασε και βγήκε από το πάγκο.
«Και όπως είπαμε έτσι;»
«Ναι ναι ναι ... Μένω μακριά!»
«Μπράβο το κορίτσι μου! Για τα υπόλοιπα θα σε κατατοπίσει ο Τσαρλς . Καλό βράδυ»
Η Πέιτον έφυγε . Η Ελίζαμπεθ την ακολούθησε με το βλέμμα και μόλις χάθηκε στο σκοτάδι έπιασε τον εαυτό της να κοιτάζει το Λουκ. Είχε περάσει και η ίδια αρκετά δύσκολα μα ο τρόπος με τον οποίο η Πέιτον εκφράστηκε για εκείνον την έβαλε σε σκέψεις. Ήταν αδιαμφισβήτητα ένας άντρας που τραβούσε τα βλέμματα με τη μυστηριώδη εμφάνιση του. Έπινε τον καφέ σιωπηλός. Τα χείλη του δεν τα άνοιγε καν πάρα μόνο για έρθουν σε επαφή με την κούπα ενώ αν καταβάθος ανέβαινε το καπέλο , φρόντιζε να το κατεβάζει ξανά.
Το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει. Η Ελίζαμπεθ γύρισε και το σήκωσε
«Εστιατόριο Γκρειν Ρίβερ παρακαλώ»
«Ελίζαμπεθ ο Τσαρλς είμαι. Θα καθυστερήσω λιγάκι όλα καλά;»
«Ναι μια χαρά. Έχω μόνο έναν...» κοίταξε προς τα πίσω μα το τραπεζάκι ήταν άδειο. «Δεν έχω κανένα πελάτη...Όλα Είναι ήσυχα. Πάρε το χρόνο σου, η Πέιτον με ενημέρωσε...»
«Εντάξει κορίτσι μου. Θα έρθω σε καμία ωρίτσα. Αν συμβεί κάτι πάρε με αμέσως!»
«Μην ανησυχείς Τσαρλς. Θα καθαρίσω λιγάκι και θα ετοιμάσω τα υλικά για την πρωινή βάρδια»
«Δεν είναι ανάγκη Ελίζαμπεθ»
«Δεν με πειράζει. Δεν έχω να κάνω τίποτα εξάλλου...»
«Όπως επιθυμείς κορίτσι μου. Τα λέμε σε λιγάκι»
Η Ελίζαμπεθ έκλεισε το τηλέφωνο και βγήκε από το πάγκο. Κοίταξε έξω από τις μεγάλες τζαμαρίες αλλά εκείνος δεν ήταν πουθενά. Όπως ακριβώς της είπε η Πέιτον είχε αφήσει τα χρήματα και έφυγε.
Συμμάζεψε το τραπέζι σκεπτική και γύρισε στην δουλειά της
❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top