Κεφάλαιο 29°
Να ζεις μέσα στο ψέμα;
Η να πεθάνεις στην αλήθεια του;
Η συγχώρεση είναι μια λέξη ιερή...
Η εκδίκηση εξίσου...
Τι θα επιβιώσει;
Πόσα θα αφήσει πίσω του ο όλεθρος;
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-
"Καλησπέρα κυρία Γουάιτ"
Ο επιθεωρητής μπήκε στη πανσιόν σοβαρός
"Καλησπέρα επιθεωρητα. Σε τι οφείλω τη τιμή;"
"Σε δύο λόγους"
"Δε σας καταλαβαίνω..."
"Για αρχή θα ήθελα να σας ρωτήσω τι ακριβώς γνωρίζετε για τον Τζίμι Γκαρσία. Έμενε εδώ πριν λίγες μέρες..."
"Σαν το να γνωρίζω; Έρχονται εδώ, αφήνουν το δωμάτιο χάλια πληρώνουν και φεύγουν. Αυτό έκανε και εκείνος"
"Κρατάτε μήπως κάποιο αρχείο; Υπέγραψε κάπου;"
"Πουθενά κύριε Σάντερς. Ένα μικρό ξενοδοχείο είμαστε. Ίσα ίσα δύο δωμάτια. Δεν ζητάω τίποτα εκτός από τα χρήματα"
Ο επιθεωρητής στριφογυρισε το βλέμμα απηυδισμένος από τη συμπεριφορά των κατοίκων.
"Καλώς. Ακούσατε τίποτα περίεργο στο δωμάτιο του όταν έμεινε εδώ;"
"Όχι. Πώς να ακούσω; Εμείς μένουμε παραδίπλα"
"Τέλος πάντων. Ο σύζυγός σας;"
"Τι τον θέλετε;"
"Να του κάνω κάποιες ερωτήσεις..."
"Στο σπίτι είναι. Σαν το είδους ερωτήσεις;"
"Ερωτήσεις που δε σας αφορούν κυρία Γουάιτ. Μπορείτε να τον καλέσετε σας παρακαλώ;" Προσπάθησε να συγκρατήσει τον εαυτό του. Ποτέ δεν είχε ξαναπάει σε τόσο χαζή πόλη. Όλους τους θεωρούσε αδαείς.
"Μισό λεπτακι..."
Η Σάρα έφυγε και λίγα λεπτά αργότερα επέστρεψε μαζί με τον άντρα της.
"Καλησπέρα επιθεωρητα"
"Σαμ Γουάιτ. Σωστά;"
"Ναι, τι θα μπορούσα να κάνω για σας;"
"Μπορούμε να μιλήσουμε κάπου μόνοι;"
"Βεβαίως..." ανέβηκαν σε ένα από τα δωμάτια και μπαίνοντας μέσα έκλεισαν τη πόρτα και κάθισαν.
"Τι σχέση είχατε με τον πάστορα Χάρισον, τον Τζακ και τον Τσαρλς;" Ρώτησε ευθέως και ο Σαμ άλλαξε χίλια χρώματα "Βλέπω η ερώτηση μου έχει αντίκτυπο πάνω σας. Λοιπόν;"
"Καμιά. Ειλικρινά καμια. Πηγαίναμε στην ίδια ενορία. Η γυναίκα του Τζακ , η Κάθριν ερχόταν καμιά φορά και ψώνιζε εδω απέναντι στο μπακάλικο. Δεν καταλαβαίνω..."
"Θα σας ρωτήσω άλλη μια φορά..."
"Μα σας είπα!"
Ο επιθεωρητής έχασε τη ψυχραιμία του και σηκώθηκε.
"Θα σας το κάνω πιο απλό. Ίσως έτσι συνεννοηθούμε... Ζει ο Τζακ; Όχι. Ζει ο Χάρισον; Όχι. Ζει ο Τσαρλς; Όχι... Μαντεψτε λοιπόν ποιος είναι ο επόμενος!" του είπε σοβαρός και ο Σαμ ξεροκαταπιε "Οι θάνατοι στη πόλη συνδέονται και πολύ φοβάμαι ότι θα είστε ο επόμενος. Αν ξέρετε κάτι λοιπόν και θα ήταν να μου το πείτε τώρα πριν βρω και το δικό σας σώμα διαμελισμένο!" Πέρασε σε φουλ επίθεση και ο Σαμ άρχισε να τρέμει ολόκληρος. "Κάνω αυτή τη δουλειά τριάντα έξι χρόνια. Μυρίζω από χιλιόμετρα τον ένοχο. Πάντα φτάνω σε αυτόν ακόμα κι αν τον έχω μπροστά μου και με ξεγελάσει... Σας ακούω"
"Δε το ήθελα!" τσιριξε σχεδόν
"Τι ακριβώς δε θέλατε;"
"Δεν ήταν δική μου ιδέα σας το ορκίζομαι!"
"Κύριε Γουάιτ... Πάρτε μια ανάσα και πείτε μου σας παρακαλώ..."
"Δε μπορώ! Δε γίνεται!"
"Κύριε Γουάιτ!" Ο επιθεωρητής τον πλησίασε για τον συνεφέρει
"Δεν το ήθελα! Με ανάγκασαν! Ήθελαν έναν ακόμα! Σας το ορκίζομαι!"
"Για ποιο πράγμα;! Μιλήστε μου!"
"Δεν το ήθελα!!" Ο άντρας σηκώθηκε και άρχισε να πηγαίνει πέρα δώθε νευρικά
"Σαμ! Συνελθε και πες μου!" μίλησε στον ενικό ο επιθεωρητής
"Δεν το ήθελα! Δύο φορές έγινε! Ίσως τρεις. Αλλά δε το ήθελα! Απλά πήρα χρήματα.."
"Τι δεν ήθελες διάολε!' κραυγασε δυνατά ο επιθεωρητής και ο Σαμ τον πλησίασε και τον έπιασε από τα μπράτσα. Το βλέμμα του είχε σαλεψει "Δεν ήθελα να βιασω εκείνο το παιδί! Με ανάγκασαν το κατάλαβες;!"
"Ποιο παιδί;! Ποιος βιασμός;!"
"Έκλαιγε! Εκλιπαρούσε! Ακόμα τον ακούω να ουρλιάζει τις νύχτες! Και εγώ το βίασα! Ένα παιδάκι μόλις δέκα ετών! Το βίασα!!"
"Ποιο παιδί ανάθεμα σε;!" Πάνω στο πανικό, ο Σαμ άρπαξε το όπλο του Σάντερς το έβαλε στο κεφάλι του και πάτησε τη σκανδάλη...
Αίματα ξεχύθηκαν παντού ενώ ο επιθεωρητής έστεκε παγωμένος στη μέση του δωματίου με το άψυχο σώμα του Σαμ στα πόδια του...
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-
"Βρήκατε τίποτα;" Ήταν έξαλλος. Ο Ράιαν ήταν ακόμα άφαντος.
"Όχι κύριε. Πήγαμε στη πανσιόν αλλά δεν έμεινε εκεί. Βρήκαμε και την Ελίζαμπεθ. Όντως τη χτύπησε. Αλλά δεν έμεινε μετέπειτα στη πόλη. Κανένας δεν τον ήξερε. Ρωτήσαμε και ψάξαμε. Ούτε έμεινε σε κάποιο ξενοδοχείο. Σηκώσαμε κάθε πέτρα κύριε. Δεν είναι πουθενά" τον ενημέρωσε ο ένας.
"Δε μπορεί! Θα έπαιρνε ένα τηλέφωνο! Δε γίνεται να άνοιξε η γη και να τον κατάπιε παναθεμα σας!"
"Πήγαμε στη διπλανή πόλη κύριε. Θέλετε αύριο να επιστρέψουμε;"
"Ναι. Και να μάθετε! Κάντε ότι χρειαστεί!" Είπε τελεσίδικα και τους έκλεισε το τηλέφωνο
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-
"Λουκ;" ο Έντουαρντ βρήκε τη πόρτα του σπιτιού κλειστή. Χτύπησε αλλά δεν άνοιξε κανένας. Το ένιωθε όμως ότι κάποιος ήταν μεσα. Διαίσθηση ή ένστικτο, εκείνος το ένιωθε. Παραβίασε εύκολα τη πόρτα και μόλις εκείνη άνοιξε παρατήρησε έναν χαμό. Πράγματα υπήρχαν πεταμένα ολόγυρα ενώ γυρίζοντας δεξιά είδε τη πόρτα του υπόγειου ορθανοιχτη, κάτω σπασμένες γυψοσανίδες και το σφυρί.
Αμέσως κατάλαβε ότι κάτι δε πάει καλά. Έκανε μερικά βήματα, φώναξε ξανά το όνομα του και άρχισε να πλησιάζει στο υπόγειο...
Δεν ήθελε να κατέβει εκεί κάτω.
Του άφησε βαθιά τραύματα η τελευταία φορά...
Παρόλα αυτά, όπλισε τον εαυτό του με θάρρος και ξεκίνησε να κατεβαίνει.
"Λουκ; Θεέ μου..." αίματα υπήρχαν γύρω του. Το ένα του χέρι ήταν μέσα στην αλυσίδα και το άλλο ελεύθερο. Το στήθος του δεν έμοιαζε να αναπνέει. Ο Έντουαρντ χωρίς να το σκεφτεί, έτρεξε αμέσως κοντά του. "Λουκ! Ξύπνα. Ξύπνα σε παρακαλώ! Του χτύπησε απαλά το μάγουλο και έλεγξε το σφυγμο του. Ήταν αδύναμος. Πρέπει να πάλευε για ώρες να απελευθερωθεί.
Δίχως δεύτερη σκέψη ο εντου6κοοταξε ολόγυρα για κάτι αιχμηρό ώσπου σκέφτηκε το σφυρί. Οι αλυσίδες ήταν αρκετά παλιές. Ανέβηκε πάνω το πήρε και άρχισε να χτυπάει τη χειροπέδα που ήταν συνδεδεμένη μέχρι που την έσπασε. Το χέρι του Λουκ έπεσε κάτω σαν κλαράκι.
"Άνοιξε τα ματια σου παιδί μου σε ικετεύω..." Ο Έντουαρντ έβαλε τα κλάματα. Βλέποντας ότι ο Λουκ δεν αντιδρά , και παρά τα χρόνια που είχε στη πλάτη του, έσκυψε και τον σήκωσε. Έβαλε δύναμη , έκλαψε και τον πήρε αγκαλιά. Τον ανέβασε σιγά σιγά μέχρι τον σαλόνι και τον άφησε στο καναπέ.
"Παιδάκι μου όμορφο..." ψέλλισε με χείλη τρεμάμενα. "Συγχώρεσε με... Άργησα"
Ήταν κομμάτια. Βλέποντας τον σε αυτή τη κατάσταση ράγισε και έσπασε ολόκληρος. Θα μπορούσε να του μιλήσει μετά το θάνατο των Άντερσον αλλά δε το έκανε. Ούτε όταν έφυγαν τα παιδιά του και πέθανε η γυναίκα του το έκανε. Ένιωθε ένοχος. Κάθε στιγμή της ζωής του την ένιωθε εξίσου ένοχη.
Τον φίλησε στο μέτωπο. Τον κάλυψε με ένα ριχτάρι και σηκώθηκε.
"Μείνε εδώ. Πάω να φέρω το γιατρό. Συγχώρεσε με παιδί μου... Συγχώρεσε με" ο Έντουαρντ ξέσπασε σε λυγμούς και έφυγε τρέχοντας με προορισμό το σπίτι το γιατρού...
Έκανε πολλά λάθη. Δεν θα άφηνε τον εαυτό του να κάνει ακόμα ένα...
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-
Κοίταξε ανυπόμονα το ρολόι. Έδειχνε δώδεκα παρά δέκα. Η Ελίζαμπεθ έκλεισε νωρίς και από εκείνη την ώρα πήγε στην εκκλησία. Δεν μπορούσε να κάτσει σπίτι της. Δεν ένιωθε ασφάλεια. Ούτε όμως μπορούσε να πάει στο Λουκ πριν μιλήσει με τη Νάντια.
Κοίταξε μπροστά της το άγαλμα της Παναγίας. Είχε πάψει να πιστεύει στο Θεό ύστερα από όσα έζησε μα τώρα έπιασε τον εαυτό της να θέλει να προσευχηθεί με όλη της τη δύναμη να πάνε όλα καλά...
Κάθισε πίσω πίσω στα στασίδια σιωπηλή και άρχισε να δακρύζει σκεπτόμενη τον Λουκ. Νοιαζόταν για εκείνον αλλά τρόμαξε η ψυχή της με όσα έγιναν στο σπίτι του. Η καρδιά της της έλεγε ότι το μόνο που ήθελε ήταν αγάπη... Η λογική όμως της τσιριζε να φύγει μακριά..
"Ελίζαμπεθ;" άκουσε ξαφνικά και γυρίζοντας είδε τη Νάντια να περπατάει με βήμα κοφτό κοιτάζοντας συνεχώς πίσω της. Έδειχνε τρομαγμένη.
"Νάντια... Ευχαριστώ που ήρθες"
"Εγώ στο ζήτησα. Αλλά καταλαβαίνω. Ελα ας καθίσουμε"
Η Ελίζαμπεθ έδειξε τα στασίδια αλλά η Νάντια κούνησε το κεφάλι της. "Όχι εδώ. Πάμε στο εξολομολογητηριο..." Ζήτησε και η Ελίζαμπεθ δεν έφερε αντίρρηση. Μπήκαν και οι δύο μαζί σε ένα και η Νάντια αμέσως δακρυσε. "Δεν ξέρω αν θα καταφέρεις να ακούσεις όλα όσα έχω να σου πω... Είναι σκληρά..."
"Μην ανησυχείς. Έχω ζήσει πολλά..."
"Τίποτα δεν είναι σαν αυτα που πρόκειται να ακούσεις... "
Η Νάντια τη παρακάλεσε να μη τη διακόψει.
Ξεκίνησε να της λέει την ιστορία από τότε που θυμόταν τον Λουκ σαν παιδί.
Της είπε ότι ήταν πάντα ένα τρομαγμένο αγόρι μέχρι που πάτησε τα δεκαπέντε. Είχε πάντα μώλωπες στα χέρια και πόδια. Προσπαθούσε απελπισμένα να τα κρύψει πίσω από φαρδιές μπλούζες και παντελόνια ακόμα και το καλοκαίρι. Όταν ήταν μικρή άκουγε πολλές φορές τη μητέρα του να τραγουδάει στη κουζίνα αλλά το δωμάτιο της ήταν χαμηλά και μαζί με τη φωνή της άκουγε και τις κραυγές του Λουκ. Ήταν σίγουρη ότι τον χτυπούσε άσχημα ο πατέρας του.
Δεν της έκρυψε ότι τον αγάπησε..
Μεγάλωσαν μαζί. Πήγαν στο ίδιο σχολείο. Τον έβλεπε κάθε μέρα. Γύρω στα δεκαπέντε της είπε ότι ο Λουκ ξεκίνησε να αλλάζει. Έμπλεξε με τη Σάντρα και έκαναν σχέση. Έγινε αγαπητός στο σχολείο και αρκετά δημοφιλής. Δεν υπήρχαν και πολλά παιδιά στη πόλη. Παρόλα αυτά, εκείνη ήξερε ότι όλα αυτά ήταν απλά μια μάσκα. Ο Λουκ συνέχισε να έχει εκδορές κατά καιρούς.
Μια νύχτα όταν έκλεισε τα δεκαοχτώ θέλησε να κάνει την επανάσταση του και να φύγει από το σπίτι. Την ίδια νύχτα άκουσε τις πιο δυνατές του κραυγές. Έκανε μια βδομάδα να τον δει... Λίγο καιρό αργότερα ο Λουκ είχε γίνει εντελώς σκοτεινός. Μια μέρα άκουσε πάλι ουρλιαχτά. Βγήκε σιγά σιγά και πήγε από τη πίσω πλευρά του σπιτιού τους. Υπήρχε ένα μικρό παράθυρο που ανηκε στο υπόγειο.
Η Νάντια της είπε ότι τότε ήταν η πρώτη φορά που αντιλήφθηκε κάτι τρομερό.
Πέρα από το ξύλο ο πατέρας του τον βίαζε.
Δεν ήξερε πώς να του μιλήσει. Δεν είχε ιδέα τι να κάνει... Εκείνη τη νύχτα που τον είδε έμοιαζε ναρκωμενος. Δεν άντεχε να βλέπει. Ήθελε να ουρλιάξει. Της είπε ότι κάθισε και έκλαιγε μέχρι που ο Λουκ συνήλθε. Τον είδε μέσα στη νύχτα να βγαίνει από το σπίτι και τον ακολούθησε. Έδειχνε τρελαμενος.
Η Ελίζαμπεθ είχε ήδη βάλει τα κλάματα. Είχε άγνοια για κάθε τι που της έλεγε. Η Νάντια της μιλούσε και εκείνη έφερνε στο νου τα μάτια του και όσα έκρυβαν από πίσω.
Μα τότε ήταν που της αποκάλυψε το πραγματικό τρόμο... Της εξήγησε ότι όταν πήγε στο δάσος τον βρήκε στα γόνατα.
Δεν έδειχνε ο εαυτός του. Όταν τον αποκάλεσε με το όνομα του εκείνος γέλασε και της είπε ότι τον λένε Ίαν...
Η Ελίζαμπεθ έπαθε σοκ μα η Νάντια δεν είχε τελειώσει ακόμη.
Τότε ήταν που τον φοβήθηκε πρώτη φορά. Έφυγε τρέχοντας. Πήγε στο δωμάτιο της μα όταν ο Λουκ επέστρεψε σπίτι βγήκε ξανά. Δεν ήξερε γιατί αλλά πήγε γύρω από το σπίτι. Είδε τη μάνα του να ρίχνει μια σκόνη στο νερό του. Η Νάντια κάλεσε αμέσως το σερίφη. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Του είπε ότι άκουσε ουρλιαχτά γιατι δε μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο.
Έπειτα κλειδώθηκε σπίτι της και την επόμενη μέρα τους βρήκαν νεκρούς. Δεν είχε ιδέα τι έγινε στο σπίτι. Μα σηκώθηκε και έφυγε από τη πόλη.
Όταν επέστρεψε το έκανε από ανάγκη.
Της είπε ότι ήθελε να γυρίσει για να βοηθήσει τους δικούς της αλλά μια συνάντηση της με το Λουκ επιβεβαίωσε τους φόβους της. Η Νάντια της είπε ότι ήταν σίγουρη ότι ο Λουκ έπασχε από κάποια ψυχική διαταραχή λόγω των τραυμάτων που υπέστη από τους γονείς του. Το είχε ψάξει και παλαιότερα στο ίντερνετ αλλά σιγουρευτηκε όταν βρέθηκε μόνη μαζί του ξανά. Κάποιος ονόματι Κάσιεν κόντεψε να τη σκοτώσει. Τελευταία στιγμή σταμάτησε. Της είπε όλα όσα έζησε σπίτι του εκείνη τη νύχτα. Πώς τον είδε να παλεύει με τον εαυτό του και να αλλάζει φωνές...
Η Ελίζαμπεθ είχε μείνει άναυδη. Άρχισε να ενώνει τα λόγια της με όσα έζησε μαζί του... Τις αλλαγές, τα χάπια , κάποια πράγματα που δε θυμόταν , τη φωνή του, το βλέμμα του... Εκείνον που της φώναζε να τρέξει μακριά... Όλα... Όλα έβγαζαν νόημα και όλα είχαν εξήγηση τώρα.
"Καταλαβαίνεις γιατί σου είπα ότι είναι επικίνδυνος; Τον αγαπάω. Αυτό στο ξεκαθάρισα. Αλλά δεν είναι ο εαυτός του Ελίζαμπεθ. Κινδυνεύεις. Δεν ξέρεις πόσες προσωπικότητες έχει. Κι αν δεν είναι αυτό και πάσχει από κάποιου είδους σχιζοφρένεια; Δεν έχω καταλάβει ακόμα... Το μόνο σίγουρο είναι ότι είναι απρόβλεπτος"
"Πώς μπόρεσες και τον άφησες....;" της είπε ξαφνικά και η Νάντια σαστισε
"Ελίζαμπεθ άκουσες καθόλου τι σου είπα;"
"Άκουσα... Αλλά ποτέ δε θα με έβλαπτε. Ούτε εσένα θα έβλαπτε. Καταβαθος είναι ο Λουκ Νάντια... Ήθελε στήριγμα. Ήθελε κάπου να πιαστεί!"
"Έχεις τρελαθεί τελείως; Μιλάμε για κλινική περίπτωση! Σε αυτά τα πράγματα δε μιλάει η λογική ούτε η καρδιά Ελίζαμπεθ! Μιλάει η τρέλα!"
"Όχι!" η Νάντια δε πίστευε στα μάτια της. "Πρέπει να πάω να τον βρω!"
"Είσαι σοβαρή;!" είπε πιάνοντας την από το χέρι "Μπορεί να σε σκοτώσει!"
"Ο Λουκ που ξέρεις εσύ μπορεί! Ο Λουκ που ξέρω εγω δε θα το έκανε ποτέ!"
Η Ελίζαμπεθ βγήκε από το εξομολογητηριο και έτρεξε έξω από την εκκλησία κλαίγοντας. Ένιωθε απελπισμένη.
Ακριβώς απέναντι από το σπίτι που έμενε στη Βοστώνη υπήρχε ένα κορίτσι στην ηλικία της. Έπασχε από κάποια διαταραχή. Κανένας ποτέ δε το βοήθησε... Οι γονείς της αρνήθηκαν να δουν το πρόβλημα πιστεύοντας ότι ήταν ντροπή στη κοινωνία...
Πριν ένα χρόνο η κοπέλα αυτοκτόνησε.
Η Ελίζαμπεθ πάντα θυμόταν τη θλίψη στο πρόσωπο της και τα λόγια της Νάντιας ζωντάνεψαν εκείνες τις μνήμες.
Ήταν σίγουρη ότι δε θα της έκανε κακό...
Είχαν κοιμηθεί μαζί και ποτέ δεν το προσπάθησε...
Ξάφνου εκεί που έτρεχε σταμάτησε.
Το μυαλό της έφερε μια στροφή έπιασε τη καρδιά της και ένιωσε τη ταχυκαρδία να φτάνει μέχρι τα αυτιά της.
Κι αν το προσπάθησε;
Αν πράγματι ήταν τόσο άρρωστος που πάλευε με τον ίδιο του τον εαυτό να μη τη βλάψει;
Στάθηκε στο σταυροδρόμι...
Ο ένας δρόμος οδηγούσε σπίτι της...
Ο άλλος στο δικό του...
Δεν ήξερε τι να κάνει...
Καρδιά ή λογική;
Η Ελίζαμπεθ έβαλε τα κλάματα και ακολούθησε το μόνο δρόμο που θεώρησε σωστό...
Της καρδιάς...
🖤🖤🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top