Κεφάλαιο 28°
Ποιος ορίζει το φυσιολογικό;
Πώς μπορείς να ξαναγίνεις αφού έχεις αγγίξει αίμα;
Κι αν δε μπορείς, τότε τι ακριβώς θα γίνεις;
Ένα άπιαστο όνειρο
Μια ελπίδα
Ένα παρελθόν φωτιά
Και ένα μέλλον αβέβαιο...
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-
Το κεφάλι του ήταν ακουμπισμένο στο τοίχο. Πλέον μπορούσε να κάθεται ολόκληρος...
Τότε ήταν απλά ένα παιδάκι που το κορμάκι δεν έφτανε να αγγίξει το έδαφος. Καθόταν όρθιο μέσα στη παγωνιά να υπομένει σιωπηλά κάθε του βασανιστήριο.
Οι φωνές δε σώπασαν μα εκείνος ήταν εξαντλημένος. Είχε καρφώσει το βλέμμα στο κενό και κουνούσε μόνο τα χείλη...
"Θα πεθάνουμε εδώ!"
"Θα τα καταφέρουμε Τζέι. Πάψε πια. Για όλα εσύ φταις"
"Με πονάνε οι αλυσίδες..."
"Θα βρούμε τρόπο"
"Κάσιεν;"
"Πάψε να καλεις αυτό το τρελό!"
"Θα μας σώσει"
"Κανένας δε θα μας σώσει"
"Όλοι απέτυχαν..."
"Όχι. Εσύ απετυχες!"
"Δεν απέτυχα εγώ!"
"Η μανία σου μας έφερε εδώ!"
"Μα ο Τζέι πονάει και η μαμά τραγουδάει. Άντρες έρχονται εδώ και..."
"Θα σκάσεις πια! Φτάνει!"
"Εσύ δε πονουσες!"
"Όλοι πονεσαμε!"
"Μόνο εγώ πονούσα..."
"........."
"............"
"Πρέπει να μάθω το πιστεύω!"
"Απλά πάψε..."
"Το βρακάκι έχει αίμα. Πιστεύω εις έναν Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα..."
"Σκάσε είπα!"
"Άσε με Ντέρεκ!"
"Ραψτο!"
"Και εις έναν κύριο Ιησού... Το βρακάκι κοκκινίζει. Και ο Σαμ το σκίζει. Ο μπαμπακας μου γελάει και η μαμά μου τραγουδάει. Το κακό θα εξαγνίσει και η ψυχή μου θα μαυρίσει..."
"........."
"Κάποιος δεν υπάρχει να με βοηθήσει... Αυτό το κακό να σταματήσει. Μα είμαι διαβολος εγώ, πρέπει να εξαγνιστω... Στης στείρας της μάνας μου μέσα τη κοιλιά, σπόρος σπάρθηκε κρυφά ,και να ναι τώρα εγώ, να πρέπει να εξαγνιστω..."
Ο Λουκ κουνούσε το κεφάλι σπαστικά δεξιά και αριστερά... Η φωνή του έπαψε να αλλάζει και ο Τζέι είχε πάρει τα ηνία για τα καλά...
"Θέλετε να σας πω ένα μυστικό....;" Χαχανισε έξαλλα"Ξέρω ποιος είναι ο πατέρας μου εγώ..."
Το κεφάλι του Λουκ χτύπησε μια φορά προς τα πίσω και τα χέρια του άρχισαν να κουνιούνται ξαφνικά
"Τη μανούλα άκουσα να μιλάει... Και αυτόν να αγαπάει. Μα στης στείρας της μάνας μου τη κοιλιά σπόρος φύτρωσε βαθιά και ο διάβολος τον έβαλε εκεί για να μη τη σκοτώσει στη στιγμή..."
Αρχισε να γελάει χτυπώντας παράλληλα χέρια και πόδια ενώ καμιά άλλη προσωπικότητα ούτε καν ο Λουκ μπορούσε να πάρει τα ηνία. Ο Τζέι ήταν τόσο ισχυρός όσο ποτέ κανένας δε φαντάστηκε
"Όταν ήμουν οκτώ και το ρολόι έδειξε επτά εκείνος ήρθε στα κρυφά. Φορούσε το λαμπρό αστέρι και ήθελε να ξέρει. Αλλά η μαμά μου η καλή του είπε ότι κάνει λάθος στη στιγμή και το σημάδι στη κοιλιά ήταν απλά μονάχα μια ελιά..."
Παραμιλουσε χωρίς σταματημό.
Ξάφνου σταμάτησε.
Το κεφάλι του Λουκ ανασηκώθηκε
Προσπάθησε με τα χέρια να αγγίξει το πρόσωπο του αλλά οι αλυσίδες ήταν κοντές και ήταν μάταιο
"Εκείνος που το αστέρι φορεί, μένει και καρτερει... Και πάντα ήξερε ότι ήταν ο μπαμπάς μα ποτέ δε νοιάστηκε για μας...γιατί της στείρας της μαμάς η κοιλιά, φούσκωσε με σπέρμα διαόλου ξαφνικά..."
Γελούσε και χαχανιζε μανιασμένα
"Και ποτέ δεν έμαθε ο μπαμπάς ότι η μαμά πλέκει στα κρυφά και όλοι τον διάολο εξαγνίζουν, και ο Τζέι πάντα θα πονά! Ο ΤΖΕΙ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΠΟΝΑ ΓΙΑΤΙ Η ΠΟΥΤΑΝΑ Η ΜΑΜΑ ΠΗΔΗΧΤΗΚΕ ΜΕ ΤΟΝ ΣΕΡΊΦΗ ΑΛΛΑ ΣΑΝ ΣΤΕΙΡΑ ΚΑΤΟΝΌΜΑΣΕ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΓΕΝΝΗΜΑ ΔΙΑΟΛΟΥ!!! ΣΤΗ ΚΟΛΑΣΗ ΝΑ ΚΑΕΙ Η ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ!" Η παιδική φωνή του Τζέι τρελάθηκε. Άρχισε να ουρλιάζει ακατάπαυστα. Τα χέρια του μάτωσαν στις αλυσίδες. Γρυλισματα και κραυγές έβγαιναν από τα χείλη του. Τα πόδια του είχαν μελανιασει από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα στο έδαφος ενώ στο σημείο που έκλειναν οι αλυσίδες γέμισε αίματα .
Μα ξαφνικά όλο το σώμα νέκρωσε.
Το κεφάλι έπεσε μπροστά.
Τα σάλια του έτρεχαν από τα χείλη και δεν έκανε καμία κίνηση...
Μέχρι που ένα λεπτό αργότερα, το κεφάλι σηκώθηκε. Δεν γελούσε. Δε σαλευε. Δεν εστίαζε. Ούτε αντιδρούσε.
"Δεν είμαι ο Λουκ. Ούτε ο Ντέρεκ. Δεν είμαι ο Τζέι. Ούτε ο Ίαν. Ούτε ο Κάσιεν. Δεν έχω όνομα. Δεν έχω αύριο. Δεν έχω μέλλον. Είμαι ο κανένας. Είμαι ο νεκρός. Είμαι το τίποτα. Ένα μικρό παιδί, που μαρτύρησε και πέθανε. Αυτό είμαι" ο τόνος της φωνής ήταν άψυχος. Δεν είχε χροιά.
"Όχι!" Κραυγασε ξαφνικά γελώντας "Δε θα παραδώσω τη ψυχή μου!"
"Δεν είμαι τίποτα!"
"Θα τους θάψω όλους!"
"Μαμά φοβάμαι!"
"Σκάσε!"
"Αφήστε με ελεύθερο!!!"
Σηκώθηκε πάνω και σαν φυλακισμένο αγρίμι χτυπιοταν στο τοίχο με μανία ώσπου ξαφνικά η μία αλυσίδα έσπασε...
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-
"Επιθεωρητα Σάντερς. Λυπάμαι αλλά δεν βρέθηκε κανένα στοιχείο" ο σερίφης ήταν απογοητευμένος.
"Τι έδειξε η ιατροδικαστική;"
"Ούτε εκείνη κατάφερε πολλά. Το σώμα ήταν διαμελισμένο. Η αιτία θανάτου ορίστηκε η καρδιά η οποία με βάση τα όσα μου είπε ο ιατροδικαστής σταμάτησε δευτερόλεπτα πριν ο δράστης τον τεμαχίσει"
"Μάλιστα... Δύο θάνατοι σε ένα μήνα αντιλαμβάνεσαι ότι δεν είναι φυσιολογικοί έτσι;"
"Μα φυσικά. Αλλά δεν ξέρω τι σχέση μπορεί να έχουν..."
Ο επιθεωρητής κάθισε για λίγο σκεπτικός.
"Ίσως δεν έχει σχέση με κάτι τωρινό... Ίσως ο δράστης να έχει παλιές υποθέσεις ανοιχτές μαζί τους"
"Μα η Κάθριν ήταν πραγματικά ένας άνθρωπος που δεν πείραξε ούτε μύγα ποτέ της..."
"Μήπως κάτι οικονομικό; Κάποια παλιά διαφωνία;"
"Δε θυμάμαι...όλοι ήταν άνθρωποι της εκκλησίας. Ο μόνος άπιστος βλέπετε στη πόλη ήμουν εγώ" είπε ελαφρώς απογοητευμένος "Θα ήμουν και ο τελευταίος που θα ήξερε αν είχαν κάποια διαφωνία. Εκεί θέλω να καταλήξω"
Ο επιθεωρητής αναστεναξε. Κάτι συνέδεε τις υποθέσεις. Ήταν σίγουρος
"Η γυναίκα του είπε ότι δεν είδε τίποτα;"
"Ναι. Θήλαζε το μωρό. Άκουσε ενα θόρυβο αλλά τίποτα παραπάνω. Ούτε φωνές ούτε ουρλιαχτά..."
"Μήπως το θύμα γνώριζε το δράστη;"
"Δεν εχω ιδέα.."
"Είπατε ότι ήταν άνθρωποι της εκκλησίας. Μήπως ανήκαν σε καμία αίρεση η κάτι παρόμοιο;"
Ο σερίφης Μπάουερ γέλασε
"Αίρεση; Δε το νομίζω. Υπήρχαν κάποια πηγαδάκια αλλά ως εκεί. Ο άντρας της Κάθριν με τον Τσαρλς και τον πάστορα Χάρισον ήταν στενοί φίλοι. Μετέπειτα τους έβλεπα που και που να μιλάνε στο καφέ και με τον Σαμ."
"Ο Σαμ;"
"Έχουν το μοναδικό πανδοχείο στη πόλη" εξήγησε ο σερίφης.
"Και μιλούσαν είπες;"
"Ναι αλλά όλοι μιλούσαν στη πολη. Απλώς αυτοί οι τέσσερις καμιά φορά βρίσκονταν περισσότερο.."
"Τότε ίσως ο δράστης να στόχευε τον άντρα της Κάθριν;"
"Μα ειναι νεκρός. Δεν βγάζει νόημα..."
"Θα δείξει σερίφη Μπάουερ... Θα δείξει... Προς το παρόν θα κάνω μια κουβέντα με αυτό τον... Σαμ;"
"Σαμ Γουάιτ. Έτσι λέγεται..."
"Καλώς"
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_
"Τι είναι αυτό; Άλεξ! Έλα να δεις. Η γη φούσκωσε!" ο κυνηγός έβαλε το όπλο στη θήκη και φώναξε το φιλο του.
"Πρώτη φορά βλέπω κάτι τέτοιο!" ομολόγησε και εκείνος
"Πράγματι... Λες να έχει τίποτα από κάτω; Κανένα θησαυρό;" αστείευτηκαν και σαν σκάλισαν λιγάκι το χώμα μια απίστευτη δυσωδία απλώθηκε στην ατμόσφαιρα. Κάτι που έμοιαζε με μαύροι δέρμα ξεπρόβαλε και ο ένας γύρισε και έκανε εμετό.
"Τι διάολο!"
"Ένας άνθρωπος Άλεξ!, Γρήγορα! Μείνε εδώ. Πάω να φωνάξω τον σερίφη..."
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-
"Το πτωμα βρίσκεται σε προχωρημένη σήψη" ο επιθεωρητής επέστρεψε στο τμήμα όπου και είχαν φέρει ύστερα από μία ώρα το σώμα του άντρα "Αναγνωρίστηκε;"
"Ναι. Από εμένα", αποκρίθηκε ο σερίφης Μπάουερ "Τον είδα πριν περίπου δέκα μέρες. Ήταν περαστικός. Μου συστήθηκε σαν Τζίμι Γκαρσία. Ζήτησε πανδοχείο και του έδειξα το δρόμο."
"Περίεργο..." Μονολογησε "Ποιος θα έθαβε ζωντανό έναν περαστικό;"
"Δεν ξέρω"
"Πολλά τα πτώματα Μπάουερ! Νομίζω πρέπει να καλέσω πίσω στη Νέα Υόρκη. Ίσως χρειαστώ ενισχύσεις"
"Όπως αγαπάτε επιθεωρητα. Κανένα νέο από τον Γουάιτ;"
"Ήταν περίεργος όταν τον ρώτησα για τη σχέση του με τον Τσαρλς και τους υπόλοιπους. Κάτι κρύβει. Κάτι που αν δε το πει θα οδηγήσει στο θάνατο του. Είμαι σίγουρος για αυτό...!"
"Δε μπορώ να καταλάβω... Δεν είχαν δείξει ποτέ κακό πρόσωπο. Πάντα ήταν με το σταυρό στο χέρι..."
"Ίσως εκεί είναι το κλειδί Μπάουερ... Που βρίσκονται τώρα οι Άντερσον;"
"Μα σας είπα ήδη. Θυμάστε το νεαρό που ανακρινατε για το θάνατο της Κάθριν;, τον κηπουρό; Ήταν γονείς του"
"Δε θα συγκράτησα τη πληροφορία"
"Έχουν πεθάνει"
"Αλήθεια; Πώς;"
"Τους δολοφόνησαν κλέφτες πριν περίπου δέκα χρόνια"
"Κλέφτες..." ψέλλισε προβληματισμένος "Τι άλλο ξέρουμε για τους Άντερσον;"
Ο σερίφης σφίχτηκε.
"Προσωπικά τίποτα παραπάνω από ότι η πόλη. Αλλά θα ρωτήσω τον γιο τους. Ίσως εκείνος να γνωρίζει κάποια πληροφορία που σαν παιδί την θεωρούσε αδιάφορη"
"Καλώς. Εγώ θα ψάξω να βρω ποιος ήταν ο Τζίμι Γκαρσία και τι δουλειά είχε στη πόλη..."
Οι δύο άντρες χωρίστηκαν αλλά ο σερίφης δεν ήθελε καθόλου να επισκεφτεί το σπίτι των Άντερσον. Είχε τις χειρότερες αναμνήσεις από εκεί μέσα...
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_
Τριάντα χρόνια πριν
"Μάργκαρετ στάσου!"
"Άφησε με Έντουαρντ! Θα μας δει και κανένας!"
"Περίμενε μόνο ένα λεπτό!"
"Δεν έχουμε να πούμε τίποτα άλλο!"
"Σαγαπαω άκουσε με!"
"Αυτό που έγινε ήταν λάθος Έντουαρτ. Είμαστε παντρεμένοι!"
"Θα χωρίσω. Σε εκλιπαρώ..."
"Είναι ενάντια στο θέλημα του Θεού και το ξέρεις!"
"Στα κομμάτια και ο θεός και όλα! Σαγαπαω δε το καταλαβαίνεις;"
"Μη με πλησιάζεις ξανά Έντουαρντ"
"Μη μου το κάνεις αυτό σε ικετεύω.."
"Είμαι έγκυος"
"Τι πράγμα;" ασπρισε ολόκληρος "Μα είπες ότι είσαι στείρα... Κουβαλάς το παιδί μου και μου ζητάς να κάνω πίσω; Μου είπες ψέματα!"
"Δε σου είπα ψέματα! Δεν είναι δικό σου το παιδί!"
"Δε σε πιστεύω! Θα πάω αμέσως στον Χάρισον να τελειώνουμε!"
"Ούτε να το σκέφτεσαι! Είναι ο άντρας μου. Ο νόμιμος! Ο θεός μας ένωσε!"
"Δεν είδα να το σκεφτόσουν όταν κάναμε έρωτα!" η Μάργκαρετ τον χαστούκισε
"Μη με πλησιάσεις ξανά! Ούτε εμένα ούτε την οικογένεια μου! Και αυτό το παιδί είναι του άντρα μου! Τον αγαπάω!"
Η Μάργκαρετ δίχως να κοιτάξει πίσω, έφυγε...
°°°°°°°°°°°
Έκλαιγε όλη μέρα...
Τελικά δεν ήταν εκείνη η στείρα...
Ο Χάρισον ήταν... Ο άντρας που μαζί του ενώθηκε υπό το φως του Θεού...
"Γιατί κλαίς;"
"Είδα ένα όνειρο άντρα μου..."
"Με εκνευρίζει όταν κλαψουριζεις!"
"Συγχώρεσε με. Αλλά ήταν πολύ τρομακτικό. Είδα ότι με επισκέφθηκε ο ίδιος ο διάβολος και έσπειρε μέσα μου ένα σπόρο!"
"Τι είναι αυτά που λες;!"
"Σε εκλιπαρώ. Πίστεψε με. Ήταν τόσο αληθινό Χάρισον! Φοβήθηκα. Τι κι αν πράγματι έσπειρε μέσα μου τον διάολο; Θα αυτοκτονήσω. Δεν θα το αντέξω!"
"Γυναίκα συνελθε!"
"Το είδα σου λέω! Σαν την αγία Παναγία μας... Έβαλε το χέρι του στη κοιλιά μου και γελούσε υστερικά!"
"Είσαι στείρα. Τόσα χρόνια πλάι μου δεν κατάφερες να κάνεις ποτέ παιδί!"
"Ο σατανάς Χάρισον...! Αυτός το έκανε. Θα πεθάνω! Δε μπορώ να γεννήσω τον Αντίχριστο! Το βδελυγμα! Θέλω να πεθάνω!"
"Σταμάτα πια! Σταμάτα!"
"Είσαι όλη μου η ζωή Χάρισον. Μη μου φωνάζεις..." Η Μάργκαρετ ξέσπασε σε λυγμούς.
"Ο διάολος έτσι;" τη ρώτησε σοβαρός
"Ναι άντρα μου! Ναι! Ο διάολος..."
°°°°°°°°°°°
Με το πρώτο κλάμα του μωρού, η Μάργκαρετ τόλμησε να χαμογελάσει και ο Χάρισον πήγε πλάι της. Τη ξεγεννησε μαμή στο σπίτι.
Ήταν περίπου δεκαπέντε όταν ο Χάρισον τη μαγαρισε για πρώτη φορά και οι δικοί της τη πάντρεψαν και την έστειλαν μακριά. Ποτέ όμως δεν του έκανε παιδί. Γιατί; Γιατί ο Χάρισον ήξερε πολύ καλά ότι ήταν στείρος...
Από παιδί ήξερε ότι δε καταφέρει ποτέ να τεκνοποιήσει αλλά αυτό ήταν κάτι που η Μάργκαρετ αγνοούσε. Παρόλα αυτά, ήταν τόσο περίεργος να δει τον όλεθρο στα μάτια της... Να σκοτώσει τη ψυχή της για αυτή την ατιμία που του έκανε...
"Κοίταξε το" Της είπε σοβαρός
"Όμορφο είναι"
"Γυναίκα τι λες;" Ο Χάρισον της το άρπαξε από τα χέρια και εκείνη τρομοκρατήθηκε
"Αφού δε μπορώ να σκοτώσω το διάολο που στο έσπειρε, θα το εξαγνισω!" της είπε και μεταξύ αλήθειας και ψέματος η Μάργκαρετ ένιωσε ότι ο Χάρισον κατάλαβε ότι το παιδί αυτό ήταν προϊόν απιστίας. Όπως ακριβώς κατάλαβε ότι θα σκότωνε και τον πατέρα αν τον έβρισκε. Έμεινε σιωπηλή.
"Έχω γάλα. Πρέπει να το θηλάσω. Μετά εξαγνίσει το"
"Τάισε το να μεγαλώσει γυναίκα... Και εγώ σου υπόσχομαι πως όχι απλά θα το εξαγνισω αλλά θα καταστρέψω κάθε ίχνος της ψυχής του... Αυτό να το θυμάσαι..."
°°°°°°°°°°°°°°
"Ελιά είναι αυτό στη κοιλιά του;"
"Ελιά; Όχι όχι... Σημάδι ίσως. Ο διάολος μπορεί να το άφησε..."
"Ε τότε ας μεγαλώσουμε το σημάδι!"
"Χάρισον τι κάνεις;"
"Εδώ μέσα ζει ο διάολος Μάργκαρετ! Μη νιώθεις ενοχές. Δεν γεννήσες παιδί! Δε το αγαπάς. Δεν είναι αίμα σου! Είναι ο σατανάς!"
Άρχισε να χτυπάει το μωρό , εκείνο ούρλιαζε ώσπου δεν άντεξε και εγυρε το κεφαλάκι του στο πλάι
"Αν προλάβει να πατήσει τα δύο χρόνια ο καταραμένος τυχερός θα είναι! Πάω στην εκκλησία. Φώναξε το γιατρό. Θέλω να ζήσει. Έχω πολλά να κάνω ακόμα...με το σπόρο που σου φύτεψε..." είπε ειρωνικά και έφυγε
°°°°°°°°°°
"Περίεργο πάντως Έντουαρντ. Τόσα χρόνια γιατρός ποτε δεν είδα ξανά τέτοια σύμπτωση..."
"Δε καταλαβαίνω γιατρέ. Τι έχω;"
"Ντύσου Έντουαρντ. Τίποτα δεν έχεις. Απλά μισή ώρα πριν ήμουν στους Άντερσον. Το μικρό τους έπεσε από τη σκάλα. Άσχημη κατάσταση. Ήταν γεμάτη μελανιές η κοιλιά. Παρόλα αυτά είχε ακριβώς μια ελιά σαν τη δική σου... Ένα τσακ κάτω από τον αφαλό..."
°°°°°°°°°°°
"Έλα εδώ!"
"Είσαι τρελός;! Τι δουλειά έχεις σπίτι μου;!'
"Που είναι το παιδί;!"
"Άφησε με Έντουαρντ! Σε λίγο έρχεται ο Χάρισον!"
"Στα αρχιδια μου! Που είναι το παιδί είπα!"
"Κοιμάται! Και δεν έχεις καμία δουλειά με αυτό το παιδί άκουσες;"
"Είναι δικό μου έτσι δεν είναι;"
"Τρελάθηκες; Πάψε μη σε ακούσει κανένας!"
"Μάργκαρετ θα διαλύσω! Λέγε! Ξέρω ότι έχει ένα σημάδι σαν το δικό μου!"
"Παραλογιζεσαι!! Πάψε πια!"
"Γιατί το κάνεις αυτό μου λες;!"
"Γύρνα στην οικογένεια σου Έντουαρντ και μη ξανακοιταξεις τη δική μου κατάλαβες; Αυτό το παιδί είναι δικό μου! Είναι του Χάρισον!"
"Τον φοβάσαι έτσι;"
"Σταμάτα πια! Δε φοβάμαι κανένα!" Την έπιασε από τα μπράτσα και τη ταρακούνησε
"Αν αυτό το παιδί είναι δικό μου και μου το κρύβεις θα σε σκοτώσω ακούς;"
"Άφησε με! Αν με ξανά πλησιάσεις θα το πω στον Χάρισον και θα σε διώξουν από δω το κατάλαβες;" Η Μάργκαρετ έτρεξε προς το σπίτι της μπήκε μέσα και κλειδώθηκε.
"Δεν τα είπες σωστά γυναίκα..." Άκουσε πίσω της και τρόμαξε
"Χάρισον;!"
"Ώστε αυτός είναι;"
"Τι λες;"
"Μαζί του έκανες αυτό το μπασταρδο;!"
"Σταμάτα! Θα μας ακούσουν όλοι!"
"Μάργκαρετ λέγε γιατί θα σε πνίξω! Στα έδωσα όλα! Πλήρωσα για το δάνειο των γονιών σου! Τους έσωσα το σπίτι. Σε μάζεψα από παιδί! Λέγε!"
"Χάρισον στο ορκίζομαι! Δεν ήξερε τι έλεγε!"
"Είσαι τυχερή που δεν άκουγα καλά... Αλλιώς ξέρεις τι θα έκανα;" Εκείνη σώπασε "Θα τον σκότωνα με τα ίδια μου τα χέρια. Αυτόν τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά τους... Θα τα έπνιγα όλα... Σιγά σιγά... Και μετά θα τον άφηνα τελευταίο. Θα σε έβλεπε και εσένα και το μπασταρδο να ψοφατε σαν τα σκυλιά!"
"Σε ικετεύω. Είμαι η γυναίκα σου πίστεψε με! Κατάλαβες λάθος!!" Έπεσε στα πόδια του και τα φίλησε
"Φέρε το μικρό. Ήρθε η ώρα να κάνουμε έναν διαφορετικό εξαγνισμό..."
"Τι εννοείς;" είπε δακρυσμένη
"Ωωω... Θα δείξω στο διάβολο πως σπέρνουν ένα σπόρο Μάργκαρετ..."
"Χάρισον τι λες;"
"Φέρνεις αντίρρηση; Νοιάζεσαι για το σατανά;" αγριεψε
"Όχι..." Ψέλλισε ηττημένη
"Το φαντάστηκα. Και τώρα πάνε να πλύνεις το κωλο του και φερτον στο υπόγειο!"
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-
Παρόν
Στάθηκε στο πλατυσκαλο με τις αναμνήσεις να τον γυρίζουν χρόνια πίσω...
Ποτέ δε βρέθηκε μόνος με εκείνο το παιδάκι...
Πάντα όμως ένιωθε ότι ήταν δικό του.
Η Μάργκαρετ φρόντιζε να τον κρατάει πλάι της γερά κάθε Κυριακή. Όχι ότι ο Έντουαρντ πήγαινε στην εκκλησία. Δεν πίστευε...
Ακόμα και στο δρόμο όμως το έβλεπε και η ψυχή του τρεκλιζε... Είχε ένα τόσο νεκρό βλέμμα εκείνο το παιδί και μεγαλώνοντας συνέχισε να έχει το ίδιο νεκρό βλέμμα και σαν ενήλικας. Ποτέ του όμως δεν τον πλησίασε μετέπειτα... Από ντροπή αλλά και από φόβο....
Ο Έντουαρντ έκανε ένα βήμα στη βεράντα και τα σανίδια ετριξαν...
Όπως ακριβώς και εκείνη τη νύχτα...
Είκοσι ολόκληρα χρόνια πριν...
Τότε που η Νάντια πήρε τηλέφωνο στο τμήμα και του είπε ότι ακούει ουρλιαχτά...
Τότε που πήγε να ελέγξει...
Τότε που μπήκε χωρίς να τον πάρει χαμπάρι κανείς...
Τότε που κατέβηκε στο υπόγειο και είδε ότι πιο απεχθές είδαν τα μάτια του στα τόσα χρόνια της ζωής του...
Εκείνη ήταν η νύχτα που έμελλε να γίνει ο εφιάλτης του...
Η νύχτα που έβαψε τα ίδια του τα χέρια με αίμα...
Τότε που αντί για ένα παιδάκι είδε έναν αλυσοδεμένο άντρα, γυμνό, βιασμενο ψυχή και σώμα να κείτεται λιποθυμος...
Τότε που είδε την ελιά στη κοιλιά...
Τότε που ανέβηκε τα σκαλιά και τους βρήκε να κοιμούνται στο υπνοδωμάτιο...
Τόσο ειρηνικά...
Θαρρείς και ήταν άγιοι...
Πρώτα έσφαξε τον Χάρισον και μετά εκείνη...
Τα δάκρυα άρχισαν να ρέουν ποτάμια όταν έφτασε στη πόρτα...
Έκανε τα πάντα να προστατέψει εκείνο το παιδί μετέπειτα αλλά απέτυχε...
Δείλιασε να βγει και να ουρλιάξει πως ολόκληρη η πόλη του φόρτωνε ένα έγκλημα που δε διέπραξε...
Πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε...
🖤🤔🥹
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top