Κεφάλαιο 10°
«Και να που η μοίρα τα φέρνει έτσι και σε αναγκάζει να παραιτηθείς των όρκων σου...»
1 ημέρα μετά
Λουλούδια... Το μόνο που έβλεπε ήταν λουλούδια. Την προηγούμενη μέρα δεν τα είχε προσέξει τόσο καλά αλλά τώρα που πήγαινε πιο ήρεμη είχε την ευχέρεια να τα προσέξει καλύτερα. Όλα ήταν λευκά...Λευκά κρίνα... Η αδυναμία που είχε στο συγκεκριμένο λουλούδι ήταν μεγάλη. Η μυρωδιά του πάντα την ταξίδευε ενώ η πολυδιάστατη όψη του , γέμιζε το μυαλό της με εικόνες.
«Καλημέρα «Ελίζαμπεθ !» Φώναξε η Κάθριν και εκείνη τράβηξε το βλέμμα της από τα λουλούδια και της χαμογέλασε
«Καλημέρα!» Αναφώνησε και πήγε κοντά της. «Είναι πανέμορφα. Χθες δεν τα πρόσεξα με την κουβέντα» αποκρίθηκε και η ηλικιωμένη γυναίκα έσπασε τα χείλη της σε ένα αχνό χαμόγελο.
«Ναι ... άφησα τον κήπο στην κρίση ενός νεαρού που έρχεται και τον φροντίζει. Η ώρα του είναι, έρχεται κάθε Σαββατοκύριακο» Αν και δεν είπε κάτι κακό ακουγόταν ελαφρώς θλιμμένη
«Είστε εντάξει;»
«Ναι κορίτσι μου. Μια χαρά...Σου άρεσαν πολύ βλέπω , αν κρίνω από τον τρόπο που τα κοιτούσες...»
«Είναι λατρεία για μένα...Μπράβο του. Θεωρώ πως είναι αρκετά δύσκολο να μεγαλώσει και να αντέξει ένα τέτοιο λουλούδι στον κήπο. Πρέπει να προσέχει πολύ...»
«Τους συμπεριφέρεται με τον καλύτερο τρόπο. Ακόμα και το βαρύ χειμώνα κρατάνε τους σπόρους τους....Έλα, πάμε μέσα να σου βάλω ένα καφέ και να σε ξεναγήσω στο σπίτι για να μάθεις τα κατατόπια» Η Κάθριν έκανε στην άκρη και η «Ελίζαμπεθ μπήκε μέσα.
«Όπως είδες και χθες από δω είναι η κουζίνα. Έλα, πάμε να καθίσουμε» η Ελίζαμπεθ την ακολούθησε. Το παράθυρο της κουζίνας έβλεπε απευθείας στον κήπο και γέλασε
«Νομίζω πως θα είναι το αγαπημένο μου μέρος να κάνω δουλειές αν και βλέπω πως το διατηρείτε στην εντέλεια!» Σχολίασε και κάθισε έπειτα από προτροπή της ηλικιωμένης γυναίκας.
«Ένας άνθρωπος είμαι κόρη μου ...Ένα πιατάκι θα λερώσω. Μην τα κοιτάς έτσι όμως. Έχουν κι αυτά την σκόνη τους...» Είπε και έδειξε τα δεκάδες μπιμπελά που υπήρχαν όμορφα διακοσμημένα στα ράφια της κουζίνας.
«Όλα θα τα φτιάξω να είστε σίγουρη. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσφορά εργασίας»
«Σε παρακαλώ σταμάτα να μου μιλάς στον πληθυντικό... Κάποτε ήμουν νέα κι εγώ και πίστεψε με η ψυχή μου ακόμα είναι... Ξέρεις κορίτσι μου ,μεγαλώνοντας γερνάει μόνο το σώμα... Μέσα μας είμαστε πάντα ο εαυτός που θέλουμε να είμαστε... Αν σκεφτόμαστε σαν παιδιά, είμαστε παιδιά...Αν σκεφτόμαστε σαν γέροι, είμαστε γέροι... Εγώ κόλλησα στα 25 . Θεωρώ ότι είναι η πιο όμορφη ηλικία μου. Μην βλέπεις λοιπόν τα άσπρα μου μαλλιά... Κοίτα μέσα, βαθειά σε αυτά τα μάτια και θα δεις το κορίτσι που ήμουν κάποτε...» Η Ελίζαμπεθ χαμογέλασε γλυκά... «Έτσι θα βλέπεις τους ανθρώπους... Μέσα από τα μάτια της ψυχής και όχι από τις πράξεις και την εμφάνιση...» Η Κάθριν τελείωσε τα λόγια της και σηκώθηκε πάνω ευδιάθετη «Ήρθε!» Είπε και κοίταξε προς το παράθυρο.
Η Ελίζαμπεθ μιμήθηκε την κίνηση της και είδε έναν άντρα να πλησιάζει. Φορούσε φούτερ και κουκούλα. Της έμοιαζε γνωστός αλλά η απόσταση ήταν μεγάλη για να μπορέσει να διακρίνει καθαρά την φιγούρα του σε σχέση με την Κάθριν που τον ήξερε καλά.
«Ποιος είναι;» Ρώτησε αυθόρμητα
«Ααα, αυτός κορίτσι μου είναι ο Λουκ!» Η Ελίζαμπεθ αισθάνθηκε την καρδιά της να φτερουγίζει.
«Λουκ;» Ρώτησε και σηκώθηκε κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο.
«Θυμάσαι τι σου έλεγα πριν ; Για τα μάτια της ψυχής; Έτσι πρέπει να τον κοιτάζεις... Είναι ο άντρας που φροντίζει τα όμορφα λουλούδια που σου άρεσαν... Για μένα; Για μένα είναι ένα χαμένο παιδί...» Η Ελίζαμπεθ σήκωσε το φρύδι. Τον είδε να πηγαίνει προς το μικρό σπιτάκι του κήπου και μόλις έβγαλε την κουκούλα τον αναγνώρισε. Το φτερούγισμα έγινε σκίρτημα και το σκίρτημα κάψα στο σώμα της. Ήταν εκείνος...
«Χαμένο παιδί;» Ξαναρώτησε και η Κάθριν γέλασε. Στάθηκε πιο κοντά της και έσκυψε προς το μέρος της.
«Χαμένο, Ελίζαμπεθ... Όταν τον γνώρισα ήταν μόλις πέντε ετών . Είχαν έρθει πρόσφατα στην πόλη με τους γονείς του. Εκείνο τον καιρό σπάνια έβρισκες ιερέα να θέλει να φύγει από την πόλη και να έρθει εδω. Ο δικός του πατέρας θεωρήθηκε ήρωας. Όπως σου είπα, στο Πορτ Άλεν είχαμε πολλούς θρησκόληπτους....»
«Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί τον λέτε χαμένο...»
«Αχ κόρη μου ... Δεν ξέρω ακριβώς την ιστορία καθώς έφτασε στα αυτιά μου από φήμες αλλά όσα έμαθα με έκαναν να τον δω με άλλο μάτι. Το πονάω αυτό το παιδί... Το πονάω γιατί ξέρω πως πονάει κι εκείνο...»
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε...»
«Τι είπαμε για τον πληθυντικό;» Είπε αυστηρά η Κάθριν και την κοίταξε. Εκείνη αποτράβηξε το βλέμμα της από τον Λουκ κατακόκκινη και κάθισε στη θέση της.
«Δεν έρχεται να σας χαιρετήσει; Να σας πει ότι ήρθε...» Ρώτησε και ήπιε λίγο από το καφέ της
«Όχι. Ξέρει ότι τον βλέπω. Έρχεται και φεύγει έτσι απλά... Δεν εμπιστεύεται εύκολα τους ανθρώπους και είμαι σίγουρη πως δεν εμπιστεύεται κανένα...» Η περιέργεια της Ελίζαμπεθ ολοένα και μεγάλωνε με τα αινιγματικά λόγια της Κάθριν
«Τι του συνέβη; Γιατί δεν θα σας πω ψέματα, όλοι μου είπαν να μείνω μακριά...» Η Κάθριν ζωγράφισε μια γκριμάτσα αηδίας στο πρόσωπο της και κάθισε δίπλα της
«Μην ακούς κανένα... Εγώ ποτέ δεν άκουσα. Κανείς δεν ξέρει. Όλοι σωπαίνουν και απλά κατηγορούν...»
«Κάθριν; Τι του έχει συμβεί;»
«Αυτό κόρη μου δυστυχώς δεν μπορώ να σου το πω. Βλέπω στα μάτια σου στοργή, ενδιαφέρον. Βλέπω έναν όμορφο άνθρωπο... Γιατί δεν τον πλησιάζεις; Μόνο εκείνος έχει τη δικαιοδοσία να σου πει... Εγώ δεν πίστεψα ποτέ όσα ειπώθηκαν και δεν τον ρώτησα. Ξέρει όμως... Ξέρει από τον τρόπο που του μιλάω άμα τύχει και βρεθούμε έξω , πως δεν πιστεύω λέξη...»
«Ούτε εσύ μου λες λοιπόν...» Μουρμούρησε λυπημένη
«Δεν μπορώ... Δεν έχω δικαίωμα να σχολιάσω τη ζωή κάποιου άλλου ανθρώπου Ελίζαμπεθ και καλά θα κάνουν όλοι αυτοί οι άθεοι στην πόλη να κλείσουν επιτέλους τα στόματα τους!» Η Κάθριν σηκώθηκε εκνευρισμένη .«Όλοι αυτοι καταστρέφουν τον κόσμο γύρω μας ! Το παίζουν κύριοι και καταβαθος θάβουν όσο πιο βαθειά μπορούν το κόσμο! Τους σιχάθηκα!»
«Μην ταράζεσαι σε παρακαλώ!» Είπε η Ελίζαμπεθ και πήγε κοντά της . Έπιασε τον ώμο της και χαμογέλασε ήρεμη
«Λάθος μου που ρώτησα.. Ίσως όμως ακολουθήσω την συμβουλή σου ...»
Γύρισε προς το παράθυρο και τον είδε να φτιάχνει το χώμα από τα λουλούδια «Έχει κάτι επάνω του...» Πήγε να πει αλλά η Κάθριν τη σταμάτησε
«Έχει πόνο....»σχολίασε χαμηλόφωνα. «Λοιπόν, λέω σήμερα να μην κάνουμε δουλειές. Έχει όμορφη μέρα... Έλα, πάμε κοντά του στον κήπο...»
«Μα ...Νόμιζα πως...» η Ελίζαμπεθ διστασε και ξεροκατάπιε .
«Μη φοβάσαι «Ελίζαμπεθ...» Η Κάθριν πήγε προς την πόρτα της κουζίνας και της έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Όσο και να φοβόταν να έρθει ξανά αντιμέτωπη μαζί του, τα πόδια της άρχισαν να προχωράνε από μόνα τους. Επηρεάστηκε βαθειά από τα λόγια της ηλικιωμένης γυναίκας. Πόνο; Τι ήταν αυτό που του προκάλεσε πόνο...Αναρωτιόταν συνεχώς και συνδυάζοντας τα λόγια όλων προσπαθούσε να βγάλει μια άκρη στο μυαλό της. Τίποτα. Με τις πληροφορίες που είχε έφτανε σε αδιέξοδο. Το εκτυφλωτικό φως από τις ακτίνες του ήλιου που έπεσαν στα μάτια της μόλις η Κάθριν άνοιξε την πόρτα την επανέφερε στην πραγματικότητα...
Εκείνος γύρισε προς το μέρος τους κι εκείνη προς το δικό του...
♥️♥️♥️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top