{03} Με φοβάσαι;
Νιώθω ότι αυτό το βιβλίο θα είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Διότι η υπόθεση που χτίζω είναι καλύτερη από αυτή που είχα στο μυαλό μου. Ελπίζω να σας αρέσει και εσάς♥
~~~
<<Το κεφάλι μου πόνεσε>> μουρμουρίζει από δίπλα μου η Άννι και χαμογελάω.
Δεν περίμενα καν να με ψάξει μετά το τέλος των παρουσιάσεων των καθηγητών. Εγώ δεν τόλμησα καν να ξαναμπώ μέσα, και μόνο στην σκέψη ζαλιζόμουν. Παρόλα αυτά η Άννι ήταν η πρώτη που βγήκε έξω και αμέσως με έψαξε.
<<Δεν ήξερα ότι θα γινόταν σήμερα το καλωσόρισμα των πρωτοετών>> σχολιάζω και προχωράω δίπλα της.
<<Βλακείες παιδί μου. Δεν ξέρω καν γιατί ήρθαν τόσα παιδιά>> μου λέει και έπειτα σηκώνει ψηλά το χέρι της για να χαιρετήσει μια παρέα κοριτσιών.
<<Η αλήθεια είναι πως->> ξεκινάω να πω αλλά με διακόπτει.
<<Περιμένεις μισό λεπτό να χαιρετήσω τα κορίτσια;>> ρωτάει όσο απομακρύνεται και γνέφω. <<Θέλεις να έρθεις μαζί μου μήπως;>>
<<Όχι εντάξει>> βγάζω το κινητό μου και κάθομαι στο τελευταίο σκαλί. <<Θα σε περιμένω εδώ>>
<<Τέλεια. Σε 5 έρχομαι>> φεύγει τρέχοντας και ξεφυσάω.
Υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω παρέες εδώ πέρα. Και προς στιγμήν τα μόνα άτομα με τα οποία έχω μιλήσει είναι η Άννι και εκείνο το αγόρι στις τουαλέτες.
Εξαιρετική αρχή κάνω. Δεν το συζητώ.
Μπαίνω στην συνομιλία μας με τον Άστον και του στέλνω μήνυμα πως τέλειωσε όλη αυτή η παρωδία. Δεν κράτησε ούτε είκοσι λεπτά, εντωμεταξύ. Η πρόεδρος του τμήματος είπε πέντε έξι πράγματα και έπειτα σύστησε τους καθηγητές με μια παρουσίαση. Και τέλος.
Τζάμπα κουβαληθήκαμε δηλαδή.
Σηκώνω το βλέμμα μου όσο περιμένω απάντηση από τον Άστον. Η Άννι έχει πιάσει για τα καλά κουβέντα με κάτι κορίτσια και μιλάει ζωηρά κουνώντας τα χέρια της δεξιά και αριστερά.
Φαίνεται αρκετά καλή. Και ομιλητική. Κυρίως το δεύτερο. Και από ό,τι κατάλαβα γνωρίζει αρκετά παιδιά γιατί μένει εδώ στην περιοχή, οπότε προφανώς και όσους βλέπει τους χαιρετάει.
Όχι σαν και εμένα που κουβαλήθηκα από άλλη πόλη και δεν ξέρω κανέναν.
<<Πόση ώρα πληκτρολογεί το αγόρι σου;>> μια φωνή ακούγεται από πίσω μου και πετάγομαι. Το αγόρι από τις τουαλέτες έρχεται και κάθεται δίπλα μου στο σκαλάκι και ρολάρω τα μάτια μου.
<<Βλέπεις τα μηνύματά μου;>> ρωτάω εκνευρισμένη και κλείνω το κινητό μου.
<<Άραξε. Και στην τελική δεν σου φταίω εγώ που το είχες ανοιχτό. Ο καθένας θα μπορούσε να το δει>> σχολιάζει και απλώνει μπροστά τα πόδια του.
Κάνω λίγο στην άκρη. <<Θέλεις κάτι;>>
Χαμογελάει και με κοιτάζει. <<Μόνη σου είσαι. Ήρθα να σου κάνω παρέα>> λέει σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο και δεν μπορώ να αγνοήσω τα γελάκια, μάλλον από τους ηλίθιους φίλους του, ακριβώς από πίσω μας.
Σηκώνω το φρύδι μου. <<Όρεξη την είχα την παρέα σου>> ακούγεται ο ήχος για τα μηνύματα από το κινητό μου και αμέσως το ανοίγω.
Αρκουδίνος: Θέλεις να σε πάρω τηλέφωνο μωρό μου;
Χαμογελάω σαν την χαζή;
Εννοείται πως χαμογελάω σαν την χαζή.
<<Αρκουδίνος; Σοβαρά τώρα;>> σχολιάζει και κάνει μια έκφραση αηδίας. <<Σε είχα για πιο σοβαρή κοπέλα>>
<<Είσαι τέρμα αδιάκριτος>> σηκώνομαι όρθια και σκουπίζω το παντελόνι μου από την πίσω μεριά. <<Και εκνευριστικός>>
Γελάει. Τον βρίζουν και γελάει αυτός ο άνθρωπος;
<<Θέλεις να σε πετάξω πουθενά;>>
Σταυρώνω τα χέρια μου. Ω έλα τώρα. Τέτοια αγοράκια τα τρώω για πρωινό.
<<Με το παπάκι σου να φανταστώ;>> ρωτάω ειρωνικά και τον βλέπω να βγάζει ένα τσιγάρο από την τσέπη του δερμάτινου μπουφάν του. <<Να μου λείπει>> κοιτάζω προς το μέρος της Άννι και την βλέπω να χαιρετάει τα κορίτσια μια μια.
Επιτέλους. Έχω αρχίσει να αισθάνομαι άβολα με αυτόν εδώ.
Όχι ότι γενικά έχω θέμα με τα αγόρια. Ούτε κατά διάνοια. Το έχω ξαναπεί, τα αγόρια σαν παρέα τα προτιμώ χίλιες φορές από τα κορίτσια. Είναι πιο συνεννοήσιμοι και σίγουρα μπορούν να σε βοηθήσουν καλύτερα στα γκομενικά θέματα.
<<Το γεγονός ότι βγάζεις συμπεράσματα για εμένα χωρίς καν να με ξέρεις, με ξεπερνάει>> βάζει το τσιγάρο στο στόμα του και παίρνει έναν αναπτήρα από την ίδια τσέπη.
Ένα ακόμη μειονέκτημα. Σιχαίνομαι το κάπνισμα. Και όσους καπνίζουν. Ο καπνός μου προκαλεί ασφυξία και με κάνει να βήχω. Ο Άστον, και τα δύο χρόνια που τον γνωρίζω και είμαστε σε σχέση, δεν έχει επιχειρήσει να καπνίσει ποτέ.
<<Σου περνάει από το μυαλό ότι ίσως και να μην με ενδιαφέρει να σε μάθω;>>
Κάνει πως σκέφτεται και βάζω το θανατηφόρο αυτό πράγμα ανάμεσα στα χείλη του. <<Μπα. Νομίζω πως είμαι αρκετά ενδιαφέρον άνθρωπος και πως πεθαίνεις να με γνωρίσεις καλύτερα>>
Μειδιάζω.
Και μετριόφρων.
Αυτό το άτομο που σπάει υπερβολικά πολύ τα νεύρα. Σε βαθμό που θέλω να τον χαστουκίσω με όλη μου την δύναμη.
Κοιτάζω για άλλη μια φορά την Άννι που έρχεται προς το μέρος μας.
<<Λυπάμαι, αλλά δεν νομίζω πως είσαι τόσο ενδιαφέρον όσο πιστεύεις>> σταυρώνω τα χέρια μου. <<Καλύτερα θα σε χαρακτήριζα ψωνάρα και ψιλομύτη. Αν με πιάνεις>>
Ανοίγει το στόμα του για να απαντήσει κάτι, αλλά η Άννι φτάνει αμέσως κοντά μας και τον κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω.
<<Τζέις για ποιον λόγο βασανίζεις την φίλη μου;>> περνάει το χέρι της γύρω από τους ώμους μου και χαμογελάω όταν με προσφωνεί φίλη της.
Έχω χρόνια να κάνω παρέα με κορίτσια. Είναι περίεργο.
<<Ποιος σου είπε ότι την βασανίζω;>> σηκώνεται το αγόρι όρθιο και παρόλο που στέκεται στο πρώτο σκαλάκι, φαίνεται αρκετά πιο ψηλός από εμένα. Αναγκάζομαι να σηκώνω αρκετά το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω.
Τζέις. Σπουδαίο όνομα.
Γυρνάω προς την Άννι. <<Εγώ λέω να φύγω καλύτερα. Έχω να παραλάβω κάτι κούτες για το σπίτι και...>>
<<Πλάκα κάνεις;>> με διακόπτει και με κοιτάζει αναστατωμένη. <<Είναι η πρώτη μας μέρα ως φοιτήτριες και εσύ θα πας σπίτι; Με την καμία>>
<<Μα εγώ->> κοιτάζω φευγαλαία τον Τζέις. Για κάποιον λόγο το βλέμμα του είναι εστιασμένο πάνω μου.
<<Ούτε. Να. Το. Σκέφτεσαι! Θα βγούμε για καφέ. Οι δύο μας. Θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα>> με πιάνει αγκαζέ και γελάω.
Μέχρι πέρυσι ξεκάθαρα θα την κορόιδευα μόνο και μόνο για το πόσο κοριτσίστικα συμπεριφέρεται. Κάτι που είναι εντελώς εκτός του στυλ μου.
Αλλά μάλλον τώρα θα πρέπει να συνηθίσω σε τέτοιες συμπεριφορές, έτσι;
Είμαι έτοιμη να ξαναπαραπονεθώ, αλλά το κουταβίσιο της βλέμμα δεν μου δίνει και πολλά περιθώρια. <<Εντάξει, αλλά θα περάσουμε από το ταχυδρομείο για να πάρω τις κούτες πρώτα>>
<<Και που θα τις βάλεις; Στην πλάτη;>> πετάγεται το ηλίθιο αγόρι κάνοντας άλλη μια τζούρα από το τσιγάρο του. Κατεβαίνει το σκαλάκι και έρχεται ακριβώς δίπλα μου, τόσο ώστε τα μπράτσα μας να αγγίζονται. Αμέσως τραβιέμαι εξαιτίας της επαφής, κάτι που νομίζω πως το καταλαβαίνει και χαμογελάει αδρά.
<<Δεν νομίζω πως σου πέφτει λόγος>> τον κοιτάζω υποτιμητικά. Για ποιον λόγο στέκεται ακόμη εδώ; Τι περιμένει; <<Και πάρε μακριά το τσιγάρο>> βήχω λιγάκι πιο έντονα για να του δώσω να καταλάβει πως με ενοχλεί.
Το πετάει σχεδόν αμέσως στο δάπεδο χωρίς να τον νοιάζει. <<Μπορώ να σας πετάξω εγώ μέχρι το ταχυδρομείο>> προτείνει και αμέσως κουνάω το κεφάλι μου.
<<Δεν χρειάζεται>>
<<Καλή ιδέα>> πετάγεται η Άννι και την κοιτάζω με γουρλωμένα μάτια. Ανασηκώνει τους ώμους της. Μάλλον θέλει αρκετή δουλίτσα ακόμη για να καταλαβαίνει αυτά που της λέω με τα μάτια. <<Πονάει ολόκληρο το σώμα μου από την γυμναστική χθες το βράδυ>> μου κλείνει το μάτι.
<<Έκλεισε>> βγάζει από την τσέπη του τα κλειδιά ο μπουκλάκιας και κάνει να φύγει αλλά τον σταματάω πιάνοντάς του το μπράτσο.
<<Τι έκλεισε; Τίποτα δεν έκλεισε>> αμέσως τραβάω το χέρι μου από πάνω του. <<Εγώ δεν μπαίνω στο αυτοκίνητό του>> ελπίζω βασικά να έχει αυτοκίνητο. Γιατί όπως τον κόβω μπορεί όντως να έχει ένα παπάκι και να το κάνει τρικάβαλο.
<<Γιατί;>> ρωτάει ξανά χαμογελαστός. <<Φοβάσαι;>>
<<Ας πούμε καλύτερα ότι δεν σε εμπιστεύομαι>>
<<Προτιμάς να πιαστείς ολόκληρη κουβαλώντας τις κούτες από το ταχυδρομείο μέχρι το σπίτι σου με τα πόδια;>>
<<Για αυτό υπάρχουν τα λεωφορεία>>
<<Οπότε προτιμάς να περιμένεις στην στάση τόσες ώρες για το λεωφορείο αντί να σε πάω εγώ σπίτι σου;>>
Χαμογελάω σαρκαστικά. <<Επιτέλους το κατάλαβες!>>
Η στιχομυθία μας, μας έφερε αρκετά κοντά και εγώ είμαι αυτή που κάνω το πρώτο βήμα και απομακρύνομαι. <<Άννι, μπορούμε να βρεθούμε αύριο...>> κοιτάζω τον ψηλολέλεκα δίπλα μου που κουνάει αποδοκιμαστικά το κεφάλι του <<...μόνες μας>>
<<Εντάξει, ό,τι θες>> ψελλίζει <<δώσε μου το κινητό σου να σου γράψω τον αριθμό μου>> το παίρνει μόνη της μέσα από τα χέρια μου και το ανοίγει χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Μάλλον ο κωδικός 1234 είναι αρκετά προφανής.
Όσο πληκτρολογεί στις επαφές, υπάρχει νεκρική σιγή. Νιώθω το βλέμμα του Τζέις πάνω μου αλλά προσπαθώ να το αποφύγω.
<<Ορίστε>> τελειώνει η Άννι και μου το δίνει. <<Αύριο έχουμε μάθημα το μεσημέρι, θέλεις όταν τελειώσουμε να πάμε για φαγητό ίσως κάπου;>> προτείνει και γνέφω.
Με αγκαλιάζει δυνατά και ύστερα στρέφεται στον Τζέις. <<Εμένα θα με κατεβάσεις στο κέντρο ή σου είναι δύσκολο;>> ρωτάει με σηκωμένο φρύδι και τον κοιτάζω.
<<Ό,τι θέλει η κοριτσάρα>> την πιάνει από την μέση και της δίνει ένα φιλί στο μάγουλο. Εκείνη χαζογελάει και τον σπρώχνει και η ιδέα ότι αυτοί οι δύο ίσως και να είναι κάτι παραπάνω από φίλοι, με κάνει να αισθάνομαι καλύτερα.
Γιατί όσο περίεργο και αν ακουστεί τόση ώρα ένιωθα ότι ο τρόπος που μου μιλάει μόνο φιλικός δεν είναι.
Δεν ξέρω, ίσως και να ήταν η ιδέα μου. Το ελπίζω δηλαδή. Τόσα χρόνια κάνοντας παρέα με αγόρια, και ακόμη δεν έχω καταφέρει να τους ψυχολογήσω.
<<Εγώ φεύγω>> λέω και η Άννι σηκώνει το χέρι της για να με χαιρετήσει όσο απομακρύνομαι.
Ο Τζέις με κοιτάζει με μισόκλειστα μάτια, λες και ετοιμάζει τον θάνατό μου.
Και μεταξύ μας, μπορεί ήδη να το έχει κάνει.
Ευτυχώς που δεν ξέρει καν το όνομά μου. Δεν υπάρχει περίπτωση να τον ξανασυναντήσω.
~~~
Οκευ. Μου αρέσει φουλ ο Τζεις.
Και η Άννι είναι ξεκάθαρα εγώ. Ξεκάθαρα όμως.
Ουφ αυτή η ιστορία παίζει να γίνει τέλεια και είμαι ΤΟΣΟ ενθουσιασμένη ΑΑΑΑΑΑΑΑΑ.
Τα λέμε στο επόμενοοοο♥
Ριρι♥
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top