Κεφάλαιο 9

Η Sophia πήρε μια βαθιά ανάσα. Το βλέμμα της ήταν αποφασιστικό και ακόμα και αν υπήρχε μια στάλα φόβου ή αμφιβολίας δεν το έδειξε. Το μυαλό της ήδη σκεφτόταν ένα σχέδιο. Ήξερε που ήταν ο Matt. Εκείνη και ο Peter γνωρίζονταν πολλούς αιώνες και πολύ πριν εκείνος γίνει εχθρός της, είχαν περάσει πολλά μαζί.

Ήξερε πολλά πράγματα για το χαρακτήρα του και τις συνήθειες του ή τουλάχιστον, νόμιζε ότι ήξερε μέχρι που την πρόδωσε.

Αυτό που έπρεπε τώρα να κάνει ήταν να βρει ένα τρόπο να σώσει τον Matt χωρίς να πληγωθεί. Δεν σκόπευε να δώσει στον Peter αυτό που ήθελε αλλά ήταν έτοιμη να το κάνει και αυτό αν έσωζε έναν αθώο.

<<Τι θα κάνεις;>> ρώτησε ο James.

Εκείνη αναπήδησε. Για μερικές στιγμές είχε ξεχάσει που βρισκόταν.

<<Συγγνώμη, σκεφτόμουν.>>

<<Πρέπει να πας. Θα σκοτωθεί ένας αθώος που το μόνο του λάθος ήταν να σε γνωρίσει.>>

<<Έχεις κάποιο συγκεκριμένο πλάνο; Γιατί θέλω να κάνω τα πάντα προκειμένου να αποφύγω να του δώσω αυτό που θέλει. Ξέρεις πολύ καλά τι θα συμβεί αν->>

<<Και αν τον κάνεις να πιστέψει πως του δίνεις αυτό που θέλει;>>

<<Δηλαδή;>>

<<Θα πεις ότι έχεις ήδη βρει την Κετσία και κατάφερες να κλέψεις το ξόρκι. Αυτός δε ξέρει ότι το ήξερες από πάντα. Θα προσποιηθείς ότι κάνεις το ξόρκι, μπορείς ακόμα και να το ξεκινήσεις αλλά να το αλλάξεις στην πορεία. Δε θα μπορεί να ξέρει αν λες την αλήθεια.>>

<<Και όταν τελειώσει το ξόρκι,>> είπε τονίζοντας ειρωνικά την τελευταία λέξη, <<αυτός θα περιμένει να είναι άτρωτος. Αθάνατος. Τι θα κάνω όταν καταλάβει την απάτη;>>

<<Δε θα προλάβει να το ανακαλύψει. Θα του επιτεθείς. Θα είμαι εγώ εκεί για να σιγουρευτώ ότι ο Matt θα είναι ασφαλής. Ίσως αυτή είναι η ευκαιρία μας να απαλλαγούμε από αυτόν.>>

Τα μάτια του James έλαμπαν από την έξαψη. Η ιδέα του να απαλλαγούν από τον Peter ήταν θελκτική. Το είχε προσπαθήσει και άλλες φορές στο πέρασμα των αιώνων αλλά πάντα κάτι γινόταν. Τότε, υπήρχε η Emma. Και ο Peter ήξερε πως το κορίτσι εκείνο ήταν η μεγάλη αδυναμία της αδυναμία.

Τώρα, όμως, η Emma ήταν νεκρή και ο μόνος άνθρωπος για τον οποίο νοιαζόταν η Sophia ήταν ο James. Ο βρικόλακας, όμως, είχε ορκιστεί να προστατέψει τη Sophia με τη ζωή του και αυτό σήμαινε ότι όσο και αν την πονούσε, αν εκείνος πέθαινε, θα ήταν γιατί το διάλεξε.

<<Τώρα είναι αλλιώς,>> είπε ο James μαντεύοντας τις σκέψεις της. <<Πρέπει να βοηθήσεις τον Matt. Δεν μπορείς να γίνεις ξανά το άτομο που ήσουν όταν σε είχα γνωρίσει.>>

Γύρισε απότομα το κεφάλι της, κοιτώντας τον στα μάτια.

<<Δεν πρόκειται να κλείσω τα συναισθήματα μου ξανά!>> Η φωνή της ήταν κρύα.

<<Γιατί όχι; Το προσπάθησες πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Μπορείς να το ξανακάνεις, να τους σκοτώσεις όλους χωρίς να σε νοιάζει και μετά να φύγεις όπως έκανες και όταν μετατράπηκες σε βρικόλακα.>>

<<Τότε δεν ήξερα τι ήμουν.>>

<<Ενώ τώρα ξέρεις;>> την προκάλεσε.

Εκείνη τον κοίταξε, περιμένοντας να πει και άλλα.

<<Μπορείς να ξεφύγεις από τους άλλους αλλά όχι από εμένα. Δεν θες μόνο εκδίκηση. Θες απαντήσεις,>> της εξήγησε.

<<Δεν ξέρεις τι λες.>>

Έκανε μερικά βήματα και έφτασε στο παράθυρο. Μια οικογένεια περπατούσε στον δρόμο δίπλα από το διαμέρισμα τους.

<<Θυμάσαι πως συναντηθήκαμε;>>

<<Φυσικά.>>


Πολλούς αιώνες πριν, ο James γύρισε στο Λονδίνο μετά από πολλούς μήνες περιπλάνησης στην Ευρώπη. Ήταν ο τόπος που γεννήθηκε, μεγάλωσε και έγινε βρικόλακας.

Αποφάσισε να κυνηγήσει στο δάσος για να μην κινήσει υποψίες στην πόλη. Είχε ακούσει ότι είχαν μαζευτεί και άλλοι βρικόλακες. Τρέχοντας ανάμεσα στα δέντρα, άκουσε κραυγές. Πλησίασε ώσπου έφτασε σε ένα ξέφωτο. Υπήρχαν λιμνούλες από αίμα και άψυχα σώματα σε ένα σχεδόν κυκλικό σχήμα.

Στο κέντρο ήταν μια γυναίκα. Τουλάχιστον έτσι του έμοιαζε. Τα μαλλιά της έπεφταν λυτά στην πλάτη της αλλά δε μπορούσε να δει το πρόσωπο της. Ήταν σκυμμένη πάνω από ένα ακόμα πτώμα αλλά το λιγοστό φως που έπεφτε πάνω της μέσα από τα φύλλα των δέντρων την έκανε να μοιάζει σχεδόν ψεύτικη.

<<Σταμάτα!>> της φώναξε και πλησίασε.

Γύρισε το κεφάλι της και άφησε το άψυχο κορμί να πέσει στο έδαφος. Τα μάτια της έλαμπαν και μερικές τούφες από τα καστανόξανθα μαλλιά της είχαν κολλήσει στο πρόσωπο της. Οι άκρες τους ήταν κόκκινες από το αίμα. Το αίμα έσταζε από τα χείλη της και ο λαιμός της ήταν λερωμένος από ξεραμένο αίμα.

Αμέσως κάτι τον τράβηξε σε αυτήν. Είχε δει και άλλη φορά βρικόλακα που είχε κλείσει τα συναισθήματα του αλλά με αυτήν ήταν διαφορετικά. Τα μάτια της είχαν κάτι απόκοσμο και ο τρόπος που τα μαλλιά της κινούνταν στο απαλό αεράκι παράλληλα με τις κινήσεις της του θύμισε νεράιδα. Μια σκοτεινή νεράιδα. Δεν έβλεπε οργή ή θυμό στις πράξεις της. Δεν ήξερε πως να το περιγράψει αλλά αυτό που σίγουρα ένιωθε βλέποντας την ήταν η απόγνωση.

<<Ποιος είσαι; Και ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να με διακόπτεις;>>

<<Σκότωσες τόσους ανθρώπους...>>

<<Και το ίδιο μπορώ να κάνω και με εσένα. Ένας φόνος επιπλέον. Κανένα πρόβλημα.>>

<<Μπορώ να σε βοηθήσω.>>

<<Σχετικά με τι;>>

<<Με τα συναισθήματα σου.>>

Τα χείλη της άνοιξαν και ένα απόκοσμο γέλιο ξεχύθηκε από το στόμα της.

Σηκώθηκε και τον πλησίασε.

Είδε πως έμοιαζε περισσότερο με κορίτσι παρά με γυναίκα.

<<Άραγε, πόσο χρονών ήταν όταν άλλαξε;>> σκέφτηκε ο νεαρός άντρας.

<<Ποιος χρειάζεται συναισθήματα; Πάντως σίγουρα όχι έγω,>> είπε το κορίτσι.

<<Όλοι χρειάζονται συναισθήματα. Αγάπη, πόνος, θλίψη. Απλές λέξεις που σημαίνουν και θυμίζουν πολλά.>>

<<Μπορεί για σένα. Εμένα δεν μου προσφέρουν κάτι.>>

<<Ποιος σε πλήγωσε και τα έκλεισες;>>

<<Πολλοί και κανένας μαζί. Όμως εσύ γιατί νοιάζεσαι;>>

<<Γιατί πιστεύω πως κανένας δεν είναι ανάξιος για να σωθεί. Ακόμα και η πιο ψυχρή καρδιά μπορεί να σωθεί. Αρκεί ο κάτοχος της να είναι έτοιμος να αγωνιστεί.>>

Το κορίτσι με το ματωμένο πρόσωπο κοίταξε τον άγνωστο άντρα που μιλούσε για συναισθήματα και για πρώτη φορά μετά από καιρό θυμήθηκε το παρελθόν που είχε προσπαθήσει να ξεχάσει. Κανείς από τους δυο δε ξέχασε εκείνη τη συνάντηση.

Για εκείνη ήταν η στιγμή που άρχισε να νιώθει ξανά και για εκείνον ήταν η μέρα που μπήκε το φως στη ζωή του.


<<James, φοβάμαι,>> είπε η νεαρή γυναίκα.

Το πρόσωπο του James μόρφασε από έκπληξη. Αυτό δεν περίμενε να το ακούσει.

<<Γιατί;>>

<<Φοβάμαι μήπως αποδειχτώ αδύναμη. Μήπως δεν τα καταφέρω.>>

Την πλησίασε και χάιδεψε με το δεξί του χέρι το μάγουλο της.

<<Σε έχω δει να παλεύεις με τέρατα και δαίμονες. Δεν πρέπει να ανησυχείς.>>

Σήκωσε το βλέμμα της.

<<Δεν φοβάμαι τους άλλους. Φοβάμαι μην χάσω τη μάχη με τον εαυτό μου!>>

Άνοιξε τα χέρια του και εκείνη χώθηκε στην αγκαλιά του.

<<Όλα θα πάνε καλά,>> μουρμούρισε εκείνος.

Θα ήθελε πολύ να γυρίσει πίσω τον χρόνο. Να μην είχαν συμβεί πολλά πράγματα. Μα τώρα ήταν αργά. Του έλειπε η Emma. Την λάτρευε αλλά δεν ήταν αυτή η γυναίκα που αγαπούσε.

Όσο σκληρά και αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να κρατηθεί. Οι σκέψεις του ήθελαν να γίνουν λέξεις και τα συναισθήματά του πράξεις. Από την πρώτη στιγμή που την συνάντησε, την ερωτεύτηκε. Η γυναίκα που ήταν τυλιγμένη στο αίμα και την απόγνωση ήταν αυτή που αγάπησε όσο κανέναν άλλον. Ο άνθρωπος με τον οποίο πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ήταν ο άνθρωπος που έκανε την ζωή του να αξίζει. Ήταν ο άνθρωπος που τον έκανε να πιστέψει στην αγάπη. Εκείνη δεν το ήξερε μα τον άλλαξε. Το μυαλό του προσπάθησε να κρατηθεί μακριά της όμως τα κύτταρα του δεν έπαυαν να φωνάζουν το όνομά της, <<Sophia>>.


Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό εκτός από μια γωνιά που ήταν αναμμένο ένα κερί. Ο Peter μπήκε μέσα. Στο τραπέζι ήταν ακουμπισμένη μια παλιά, ασπρόμαυρη φωτογραφία. Την έπιασε ευλαβικά και την κοίταξε για πολλή ώρα.

<<Πέρασε πολύς καιρός και ακόμα με μισείς. Δεν έχεις άδικο. Και εγώ στη θέση σου θα με μισούσα. Μακάρι να είχαμε γνωριστεί διαφορετικά. Μακάρι να μην χρειαζόταν να σου πω ψέματα τότε. Αλλά ίσως και να είναι καλύτερα έτσι. Ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει ακόμα και εγώ δεν θα σταματήσω να ελπίζω,>> μονολόγησε και άφησε στο τραπέζι τη φωτογραφία της κοπέλας με τα καστανόξανθα μαλλιά. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top