Κεφάλαιο 6
Η Sophia είχε πάει για μια βόλτα στο δάσος. Ο θάνατος του Henrik την είχε επηρεάσει πολύ αν και είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε. Τα δέκατα έκτα γενέθλια της περάσαν χωρίς ευχές ή γέλια. Πώς θα μπορούσαν, άλλωστε, να χαρούν μετά το θάνατο του αδελφού τους;
Η Esther και η Ayanna είχαν κανονίσει να κάνουν ένα ξόρκι που θα τους μετέτρεπε σε ένα παράξενο πλάσμα. Εκείνη δεν είχε ιδέα τι θα γινόταν: εμπιστευόταν τη μητέρα της. Ξαφνικά άκουσε φωνές. Έτρεξε πιο βαθιά στο δάσος και τότε τον είδε.
Είδε τον Mikael πεσμένο πάνω από ένα πτώμα. Πλησιάζοντας, τον αναγνώρισε: ήταν ένας από τους λυκάνθρωπους. Τον είχε δει αρκετές φορές να μιλάει με την μητέρα της αλλά τι δεν ήξερε τι κακό είχε κάνει για να του αξίζει ο θάνατος.
<<Τι συνέβη;>> ρώτησε.
<<Δεν θα πεις σε κανέναν για αυτό,>> της είπε ο Mikael, τρομάζοντας την.
<<Γιατί το έκανες;>> του φώναξε, σίγουρη πως εκείνος είχε σκοτώσει τον άνδρα.
Ξαφνικά, εικόνες από το παρελθόν ήρθαν στην επιφάνεια. Γεγονότα που είχε θεωρήσει ασήμαντα, συνδέθηκαν με ένα αόρατο σκοινί, αλλάζοντας όλα όσα ήξερε για τον εαυτό της μέχρι εκείνη τη στιγμή.
<<Κανείς δε θα μάθει για αυτό,>> της είπε απειλητικά και την έσπρωξε.
Εκείνη έπεσε στο έδαφος. <<Τώρα τα καταλαβαίνω όλα. Εγώ... δεν...>> Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά της. <<Δεν είμαι κόρη σου...>> ψέλλισε.
<<Σταμάτα να μιλάς!>> Τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό της και τη σήκωσε στον αέρα. Ένιωθε αδύναμη να αντισταθεί.
<<Θα με πνίξεις,>> κατάφερε να πει ενώ προσπαθούσε να αναπνεύσει.
<<Ο μόνος λόγος που δε σε έχω σκοτώσει ακόμα είναι η μάνα σου.>>
<<...Άφησε...με,>> ψιθύρισε ενώ τα πνευμόνια της άδειαζαν από αέρα.
Κοίταξε μια ακόμα φορά τα γαλάζια μάτια της και με μια έκφραση απέχθειας, την άφησε να πέσει στο έδαφος.
<<Δεν θέλω να σε ξαναδώ,>> της είπε και έφυγε.
Εκείνη άρχισε να κλαίει. Σύρθηκε στο χώμα και έφτασε το άψυχο κορμί. Με τα δάχτυλα της, χάιδεψε το πρόσωπο του και φίλησε το μέτωπο του. Έπιασε το χέρι του και τότε, βρήκε ένα σημείωμα στην τσέπη του. Η άκρη του προεξείχε από μια τσέπη στο παντελόνι του. Προσεκτικά, το τράβηξε και το άνοιξε με τρεμάμενα χέρια.
Αν διαβάζεις αυτό το γράμμα τότε ή θα είμαι νεκρός. Ελπίζω αυτό το γράμμα να φτάσει σε σένα. Sophia, λυπάμαι που δεν σου είπα την αλήθεια αλλά δεν μπορούσα. Σε έβλεπα να παίζεις με τα αδέλφια σου και να αποκαλείς εκείνον ''μπαμπά'' και η καρδιά μου γινόταν θρύψαλα. Λυπάμαι που δεν ήμουν κοντά σου. Λυπάμαι για αυτά που έκανα και κυρίως για αυτά που δεν έκανα. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω στο παρελθόν και να σου έλεγα την αλήθεια. Μακάρι... Σ' αγαπώ, να το θυμάσαι. Ο πατέρας σου.
Το γράμμα είχε μουσκευτεί από τα δάκρυα της. Αγκάλιασε το νεκρό σώμα και έκρυψε το γράμμα κάτω από τα ρούχα της. Σφίγγοντας το χέρι του, πρόσεξε το ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε. Το αφαίρεσε και είδε το όνομα του σκαλισμένο στο εσωτερικό του: Adriel.
<<Δεν θα σε ξεχάσω,>> ψιθύρισε και ξαφνικά όλα θόλωσαν, τα μάτια της έκλεισαν και το σώμα της έπεσε βαρύ στο χώμα.
Άνοιξε τα μάτια της και ένιωσε το κεφάλι της βαρύ. Ένιωθε παράξενα. Κατάλαβε πως βρισκόταν σε μια σπηλιά και αν και είχε σκοτάδι, έβλεπε τα πάντα. Άκουγε τον αέρα που φυσούσε μανιασμένα έξω από την σπηλιά αλλά εκεί επικρατούσε η απόλυτη ησυχία. Ξαφνικά διαισθάνθηκε μια παρουσία στο χώρο. Σηκώθηκα απότομα και πολύ γρήγορα. Υπερβολικά γρήγορα. Όμως, δεν το πρόσεξε.
<<Ξύπνησες πολύ νωρίς. Τα αδέλφια σου δεν έχουν ξυπνήσει ακόμα,>> είπε η μαμά της.
<<Τι συμβαίνει;>> ρώτησε. Ένιωθε κουρασμένη και το μόνο που ήθελε ήταν να φάω. Ή μάλλον να πιει. Αυτό ήταν το πρόβλημα της: ήθελε να ξεσκίσει τη σάρκα κάποιου και να πιει το αίμα του. Τρομοκρατήθηκε με αυτή τη σκέψη.
<<Τώρα όλα θα φτιάξουν, αγάπη μου,>> είπε η γυναίκα και την πλησίασε.
<<Τι μου έκανες;>> φώναξε και ένιωσα την οργή να την διακατέχει. Ήταν πρωτόγνωρο συναίσθημα. Είχε θυμώσει πολλές φορές αλλά τώρα ήταν διαφορετικά.
<<Ηρέμησε. Πλέον είσαι βρικόλακας. Πρέπει να σου εξηγήσω κάποια πράγματα.>>
<<Να ηρεμήσω; Τι είμαι;>> είπε εξαντλημένη.
<<Πιες αυτό, είπε η Esther και της έτεινε ένα ποτήρι.
Το πήρε στα χέρια της και είδε πως μέσα υπήρχε ένα κόκκινο παχύρευστο υγρό. Νόμιζε πως το υγρό την καλούσε να το πιει. Ένιωσε πως όλη της η ζωή εξαρτιόταν από αυτό. Ένιωσε ένα τσούξιμο στο λαιμό σαν κάτι να την έκαιγε. Όλα της τα κύτταρα φώναζαν να το πιει.
<<Τι είναι;>> ρώτησε τελικά.
Αλλά πριν προλάβει να μιλήσει η μαμά της, εκείνη το είχε πιει. Ένιωσε δύναμη και ανείπωτη ευχαρίστηση.
<<Πρέπει να φύγεις αμέσως.>>
<<Γιατί; ρώτησε ξαφνιασμένη και λίγο θυμωμένη που την είχε διακόψει από την απόλαυση της.
<<Δεν γίνεται να μείνεις εδώ.>>
<<Έτσι νομίζεις;>> είπε και πλησίασε απειλητικά.
<<Αν μείνεις, ο Michael θα σε σκοτώσει.>>
<<Τι;>> Σταμάτησε απότομα. <<Τι του έχω κάνει; Εγώ δεν έχω φταίξει σε τίποτα.>> Και τότε κατάλαβε. <<Εσύ του το είπες; Εξαιτίας σου σκότωσε τον πατέρα μου;>> Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν ορμητικά χωρίς να μπορώ να τα ελέγξει.
<<Ποτέ δεν θα ζητούσα κάτι τέτοιο.>>
<<Είσαι μάγισσα! Μπορείς να τον σταματήσεις.>>
<<Δεν είναι τόσο εύκολο.>>
<<Δεν πρόκειται να φύγω,>> είπα και της έδειξα τα δόντια μου.
<<Αν μείνεις, θα σκοτώσει εσένα και τον Niklaus.>>
<<Μα γιατί τον αδελφό μου;>> Η αλήθεια όμως φανερώθηκε αμέσως στο μυαλό της. <<Ούτε αυτός είναι παιδί του, σωστά; Πώς τόλμησες να κάνεις κάτι τέτοιο στον άνδρα σου; Και πώς τόλμησες να κάνεις κάτι τέτοιο στον πατέρα μας; Μας έβλεπε μαζί του και σπάραζε η καρδιά του.>>
<<Ο Niklaus δεν έχει τον ίδιο πατέρα με σένα.>>
<<Είσαι απαίσια,>> είπε και όρμησε εναντίον της. Αλλά εκείνη είπε ένα ξόρκι και τότε άρχισε να πονάει το κεφάλι της, αναγκάζοντας την να πέσει στο έδαφος. Την πλησίασε.
<<Μια μέρα θα καταλάβεις. Προς το παρόν πρέπει να φύγεις και να μην ξαναγυρίσεις.>>
Σηκώθηκε απότομα. Προσπαθούσε να συγκρατηθεί αλλά δεν ήταν εύκολο.
<<Τον αγάπησες;>>
<<Ποιον;>>
<<Τον πατέρα μου.>>
<<Όσο κανέναν άλλο στον κόσμο.>>
Την κοίταξε απορημένη. <<Τότε γιατί;>>
<<Μερικές φορές ο άνθρωπος δεν έχει τη δυνατότητα επιλογής.>>
<<Μπορεί. Εσύ, όμως, μπορούσες να επιλέξεις και δεν το έκανες,>> είπε πικραμένα.
<<Αγάπη μου, τώρα δεν καταλαβαίνεις αλλά κάποια μέρα θα δεις ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος. Κάποια μέρα θα καταλάβεις γιατί έπρεπε να φύγεις.>>
<<Μην με λες αγάπη σου! Έχασες το δικαίωμα σου να λέγεσαι μητέρα γιατί πολύ απλά ποτέ δεν υπήρξες αληθινή!>>
Αμέσως έτρεξε με τη μεγάλη της ταχύτητα και βγήκε έξω. Η βροχή μούσκεψε αμέσως τα μαλλιά της και το πράσινο φόρεμα που φορούσε έπεσε βαρύ πάνω στο σώμα της. Φορώντας το δαχτυλίδι του πατέρα της και προσπαθώντας να σώσει το γράμμα του, περπάτησε και έτρεξε πολλή ώρα ώσπου συνάντησε έναν νεαρό άντρα.
Η δίψα την είχε τυφλώσει και αμέσως, τον άρπαξε και τον στράγγιξε από αίμα. Όμως είχε τύψεις. Κατάλαβε πως δε μπορούσε να ζήσει μόνη της, να τρέφεται σκοτώνοντας και να πονάει τόσο πολύ. Και έτσι, έκλεισε το διακόπτη των συναισθημάτων.
Δεν υπήρχε κάποιος για να αγαπήσει. Εκείνη τη στιγμή η παλιά, αθώα Sophia είχε πεθάνει και μαζί της είχαν πεθάνει όλα όσα πίστευε πως είχαν σημασία. Πλέον υπήρχε μια νέα, δυνατή Sophia που θα έκανε ό,τι ήθελε και κανένας μα κανένας δεν θα την εμπόδιζε. Έπρεπε να φύγει μακριά. Οι αναμνήσεις ακόμα υπήρχαν και το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να βρίσκεται σε εκείνο τον τόπο. Μια νέα ζωή ξεκινούσε και εκείνη προσπαθούσε να την καταλάβει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top