Κεφάλαιο 2

Τα καστανόξανθα μαλλιά της έπεφταν σε ελαφριές μπούκλες στον ώμο της. Κούμπωσε τα πέδιλα και κοίταξε το κοραλί φόρεμα της στον μεγάλο καθρέπτη του δωματίου της.

Είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο για μερικές μέρες σε ένα ξενώνα της περιοχής. Δε σκόπευε να μείνει παραπάνω. Είχε αρκετό καιρό να ολοκληρώσει την αποστολή της και να δημιουργήσει την εικόνα που ήθελε.

Αν όλα πάνε καλά, αύριο θα πάω εκεί... Και μετά θα μπορώ να κάνω όσα θέλω.

Ένας επίμονος ήχος διέκοψε τις σκέψεις της. Το κινητό της άρχισε να δονείται και η οθόνη έλαμψε, ένα γνώριμο όνομα φάνηκε στο κέντρο της. Χωρίς δεύτερη σκέψη, απάντησε.

<<Πώς είσαι;>> ρώτησε μια αντρική φωνή.

<<Όλα είναι μια χαρά. Δε χρειάζεται να ανησυχείς. Το πρώρο μέρος του σχεδίου μας είναι το πιο εύκολο.>>

<<Πάντα θα ανησυχώ.>>

Εκείνη χαμογέλασε και για μερικά δευτερόλεπτα κανένας δε μίλησε.

<<Ετοιμάζομαι να βγω με τον Matt. Εσύ πώς τα πας; Μάζεψες όλες τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε;>>

<<Έμαθα διάφορα, αλλά θα στα πω όλα από κοντά.>>

Κούνησε το κεφάλι της και γέλασε.

Πάντα τόσο επιφυλακτικός! σκέφτηκε.

<<Εντάξει. Πρέπει να κλείσω.>>

<<Είσαι σίγουρη; Για όλο αυτό, εννοώ. Προλαβαίνεις να κάνεις πίσω.>>

<<Είμαι σίγουρη, James. Δε μπορώ να κάνω πίσω τώρα που βρίσκομαι τόσο κοντά. Τα αδέλφια μου βρίσκονται μόλις μερικές ώρες μακριά από εδώ και ίσως αυτή είναι η μόνη μου ευκαιρία. Πρέπει τουλάχιστον να προσπαθήσω. Για την Emma.>>

Η φωνή του άλλαξε. <<Το ξέρω. Απλώς->>

<<Αντίο, James. Θα σε δω σε μερικές μέρες. Να προσέχεις.>>

<<Και εσύ,>> είπε εκείνος πριν η Sophia τερματίσει την κλήση.

Έκλεισε τα μάτια της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ενστικτωδώς, χάιδεψε ένα βραχιόλι στο αριστερό της χέρι και μόλις ένιωσε τα μάτια της να υγραίνουν, κούνησε το κεφάλι της, προσπαθώντας να διώξει μια ανάμνηση.

Μην ξεχνάς το στόχο σου, θύμισε στον εαυτό της και βγήκε από το δωμάτιο.


Για πρώτη φορά μετά από καιρό, ο Matt ένιωθε πως κάτι καλό συνέβαινε στη ζωή του. Η άγνωστη κοπέλα είχε κάτι που τον μαγνήτιζε, κάτι περίεργο που ήθελε να το ανακαλύψει. Δεν ήθελε να βιάζεται ή να ελπίζει για κάτι παραπάνω αλλά ήθελε εκείνη η βραδιά να είναι μόνο η αρχή.

Την είδε να πλησιάζει το μαγαζί, με μια ζακέτα και μια μίκρη τσάντα στο χέρι. Τα βήματα της ήταν σιγούρα αλλά έμοιαζε να πετάει. Αν και κουρασμένος από τη δουλειά, ένιωσε πως η μέρα μόλις ξεκινούσε.

Ένιωσε τα χείλη του να σχηματίζουν ένα χαμόγελο και τα μάτια του έλαμψαν μόλις αντίκρισαν τα δικά της.

<<Γεια,>> είπε μόλις τον πλησίασε. 

Μην ακούς τον James, δε θα κάνεις πίσω.

<<Γεια. Είσαι πολύ όμορφη. Όχι ότι δεν ήσουν πριν αλλά απλώς τώρα->>

Εκείνη γέλασε. <<Κατάλαβα. Ευχαριστώ.>>

<<Θες να πάμε για ένα ποτό; Όχι στο μαγαζί που δουλεύω, προφανώς.>>

<<Πάμε όπου θέλεις. Άλλωστε εσύ γνωρίζεις αυτή την πόλη καλύτερα από μένα.>>

Κάθισαν σε ένα τραπέζι σε μια γωνιά ενός ήσυχου μαγαζιού. Τα τραπέζια δεν είχαν γεμίσει ακόμα και η μουσική δεν ήταν πολλή δυνατή.

Η σερβιτόρα άφησε τα γεμάτα ποτήρια με το κρασί στο τραπέζι και η Sophia αποφάσισε να προχωρήσει τη συζήτηση.

<<Λοιπόν, πες μου κάτι για σένα.>>

<<Με λένε Matt Donovan, είμαι 20 χρονών και ζω εδώ.>>

<<Ω, έλα τώρα! Είμαι σίγουρη ότι είσαι πολλά περισσότερα.>> Του χαμογέλασε και τον προκάλεσε να συνεχίσει.

Εκείνος σήκωσε τα χέρια, δηλώνοντας παραίτηση.

<<Εντάξει. Έχεις δίκιο. Λοιπόν->> ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι του- <<είχα μια αδελφή. Δε ζει πια.>>

Το στόμα της άνοιξε έκπληκτο και ας ήξερε τα πάντα για την Vicky. <<Λυπάμαι πολύ.>> Άπλωσε το χέρι της και έσφιξε το δικό του.

<<Από τότε έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στη ζωή μου. Αυτή την περίοδο όλα είναι κάπως πιο ήρεμα, αλλά ακόμα προσπαθώ να βρω που ανήκω. Η πόλη προσπαθεί να συνεχίσει να ζει.>>

<<Τι εννοείς;>>

<<Δεν έχει σημασία. Σειρά σου.>>

Πήρε μια βαθιά ανάσα και ετοιμάστηκε να πει όλα όσα είχε κάνει πρόβα. <<Με λένε Sophia Jones, είμαι και εγώ 20 χρονών και σπουδάζω στο Whitmore College. Δεν έχει πολύ καιρό που ξεκίνησα τα μαθήματα και έτσι όλα μου φαίνονται καινούρια. Είμαι εδώ για μια εργασία. Οι θετοί μου γονείς πέθαναν πριν 6 χρόνια και όσο για τους βιολογικούς μου γονείς κανείς δεν ξέρει τίποτα. Αυτά.>>

<<Λυπάμαι για τους γονείς σου.>>

Ανασήκωσε τους ώμους της. <<Μπορούν να συμβούν και χειρότερα στη ζωή ενός ανθρώπου. Το έχω ξεπεράσει.>>

<<Τι εργασία; Κάποιοι φίλοι μου σπουδάζουν εκεί.>>

<<Είναι για ένα μάθημα ιστορίας. Θέλω να επισκεφτώ ένα μέρος που υπάρχει εδώ κοντά και έχει ιστορική και αρχαιολογική σημασία. Κάποιες σπηλιές είναι, τίποτα το τρομερό. Η αλήθεια είναι ότι δε ξέρω πολλά άτομα από εκεί.>>

<<Νομίζω πως ξέρω τι εννοείς. Αν χρειαστείς κάποια βοήθεια, μπορείς να βασιστείς πάνω μου.>>

<<Ευχαριστώ.>>

Συνέχισαν τη συζήτηση μέχρι να αδειάσουν τα ποτήρια τους. Εκείνη έβλεπε πως ο νεαρός άνδρας είχε κουραστεί από τη δουλειά και την πολύωρη συζήτηση τους, οπότε αποφάσισε να δώσει ένα τέλος στη βραδιά.

Νομίζω έκανα μια καλή αρχή.

Ο Matt την συνόδευσε μέχρι τον ξενώνα.

<<Πέρασα πολύ ωραία σήμερα. Ελπίζω να το επαναλάβουμε.>> Έδειξε ένα ντροπαλό χαμόγελο.

<<Ναι, και εγώ.>>

<<Λοιπόν, καληνύχτα.>> Γύρισε και άρχισε να περπατάει προς την είσοδο.

<<Sophia!>> φώναξε.

Γύρισε αμέσως. <<Ναι;>>

Έβαλε τα χέρια του στην τσέπη του παντελονιού και χαμήλωσε τη φωνή του. <<Καληνύχτα.>>

Εκείνη ένευσε και μπήκε στο κτίριο.

<<Βλάκα!>> μουρμούρισε εκείνος. <<Γιατί δε τη φίλησες;>> ρώτησε τον εαυτό του και έπεστρεψε σπίτι, απογοητευμένος από τον εαυτό του.


Η Sophia είχε ξαπλώσει και ετοιμαζόταν να κλείσει το φως όταν το κινητό της δονήθηκε για δεύτερη φορά μέσα στη μέρα.

<<Ακόμα ανησυχεί;>> ρώτησε φωναχτά, νομίζοντας πως την καλούσε ο James.

Όμως, στην οθόνη εμφανίστηκε ένα άγνωστο νούμερο.

<<Παρακαλώ;>>

<<Ελπίζω να σου έλειψα.>>

Έσφιξε αμέσως το χέρι της σε γροθιά και ανακάθισε στο κρεβάτι της.

<<Τι θέλεις;>> ρώτησε οργισμένη.

<<Ξέρεις τι θέλω. Ας μην το επαναλάβω. Θέλω να ξέρεις ότι ξέρω που βρίσκεσαι και με ποιον.>>

<<Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Ξέρεις πολύ καλά ότι δε μπορείς να με νικήσεις. Όλες οι αποτυχίες σου τους τελευταίους αιώνες αυτό δείχνουν.>>

<<Αυτό θα το δούμε,>> την απείλησε. <<Αυτή την περίοδο, όμως, ενδιαφέρομαι για ένα θνητό. Είναι πολύ εύκολο να τους σκοτώσεις. Υπερβολικά εύκολο. Θα προσπαθήσω, όμως, να διασκεδάσω πρώτα. Στο υπόσχομαι.>>

Σηκώθηκε απότομα και κοίταξε έξω από το παράθυρο της.

Δε μπορεί να μπει στα όρια της πόλης. Μόνο εγώ έχω αυτή τη δύναμη. Αλλά πώς ξέρει την αλήθεια; Όχι, δε λέει ψέματα. Εκτός και αν έχει έναν θνητό κατάσκοπο.

<<Αν τολμήσεις το παραμικρό, θα σε σκοτώσω και θα δε θα λυπηθώ τίποτα. Το κατάλαβες; Ούτε όσα περάσαμε, ούτε τις αναμνήσεις μας, τίποτα. Θα σε διαλύσω, Peter, και κανείς δε θα μπορέσει να σε σώσει από μένα.>>

Άκουσε το γνώριμο γέλιο του από την άλλη άκρη της γραμμής. <<Θα σε περιμένω,>> της είπε και τερμάτισε την κλήση.

Πέταξε το κινητό της με δύναμη στο κρεβάτι και έβγαλε μια κραυγή.

<<Δε θα κάνεις τίποτα! Αυτή τη φορά θα σε βρω πρώτη και δε θα σκοτώσεις ποτέ κανέναν. Ποτέ!>> είπε και έπεσε στο πάτωμα κλαίγοντας. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top