(9)

[πάλι μικρό κεφ😅😢]

"Είσαι έξω από την ομάδα" του λέει το επόμενο πρωί

"Δεν με νοιάζει,θα φύγω από δω"

"Δεν κατάλαβες:είσαι έξω από την ομάδα αλλά από το κέντρο δεν βγαίνεις.."
"Και ποιος θα πάρει τη θέση μου;"

"Η μικρή"

"Η Άνταλαϊν;"

"Ναι"

"Δεν μπορεί,είναι...άμαθη ακόμα"

"Μια χαρά είναι"

Ο Γκας πηγαίνει στην τραπεζαρία.
Βρίσκει την Άνταλαϊν.

"Βρήκα έναν τρόπο να μιλάμε κάθε μέρα"της λέει και το πρόσωπο της φωτίζεται

"Πες μου. Γρήγορα"

"Στο διάδρομο,έχει ένα βιβλίο,πάνω σε ένα τραπέζι. Σε διαφορετική σελίδα κάθε φορά ,θα σου αφήνω ένα σημείωμα,όταν θα περνάς από κει θα ψάχνεις. Θα το βλέπεις,θα απαντάς και θα το αφήνεις στην ίδια σελίδα"λέει

"Ωραία"χαμογελάει"Με την ομάδα τι έγινε;Σε έβγαλε;"

"Ναι. Και έβαλε εσένα"

"Τι;!" λέει με έκπληξη η Άνταλαϊν

"Ναι...του είπα ότι δεν μπορείς αλλά επιμένει"

"Μα δεν μπορώ"

"Για να μπορέσεις να ξεφύγεις πρέπει να παίξεις το παιχνίδι του. Μη φοβάσαι,είμαι ακόμα εδώ" της λέει και φεύγει από κοντά της καθώς έρχεται ο Ρέιζορ.

Κάθεται δίπλα σε μια άλλη κοπέλα,που η Άνταλαϊν δεν θυμάμαι το όνομα της.

Κοιτάζει την ώρα στο μεγάλο ρολόι στον τοίχο. Σε λίγο πρέπει να πάει σχολείο,και ο Γκας πρέπει να έρθει μαζί της.

Σηκώνεται αποφασισμένη να πείσει τον Ρέιζορ,αλλά υποχωρεί τελευταία στιγμή,όταν σκέφτεται τα δυνατά χέρια του να την χτυπάνε και τα πόδια του να βρίσκονται στα πλευρά της. Όχι,δεν θέλει να γίνει αυτό.

[...]

Ο Ντιάμπλο παρκάρει το βαν στο γνωστό σημείο. Κατεβαίνουν. Ο Ρέιζορ δεν άφησε τον Γκας να την πάει,έτσι την πήγε αυτός.

"Είστε πολύ κοντά με τον Κόνορ,εε;" ρωτάει πριν μπουν μέσα

"Αρκετά,υποθέτω. Γιατί τον λες Κόνορ;"

"Είναι ο αδερφός μου" λέει εκείνος

"Δεν το ήξερα..κανείς δεν το ξέρει.Γιατί το κρύβετε;"

"Ούτε ο Ρέιζορ το ξέρει. Δεν έχουμε κάποιο συγκεκριμένο λόγο,απλά ποτέ δεν χρειάστηκε να το πούμε"

Μπαίνουν. Περνούν βιαστικά το τραπέζι με το βιβλίο. Η Άνταλαϊν κάνει μερικά βήματα πίσω και ανοίγει το βιβλίο.

Ψάχνει προσεκτικά.

Βρίσκει ένα χαρτί στην σελίδα 37.
Το παίρνει στα χέρια της,αλλά δεν το ανοίγει κατευθείαν. Τα μάτια της πέφτουν στην υπογραμμισμένη με κόκκινο στυλό φράση. Νόμιζε ότι ήταν δυνατός.Αλλά το βλέμμα της,αυτά τα μάτια,τον έκαναν να αμφισβητεί και τον ίδιο του τον εαυτό. Γελάει σιγανά. Δεν πιστεύει να το έχει διαβάσει ο Γκας αυτό.

"Προχώρα" της λέει ο Ντιάμπλο"Αφού από σήμερα είσαι μέλος μας,μπορείς να κοιμάσαι στο δωμάτιο των Λύκων"

"Δεν θέλω"

"Ότι πεις,δεν θα το αναφέρω καθόλου στον Ρέιζορ. Το απόγευμα έχουμε συνάντηση. Και μετά να σκοτώσουμε έναν υπάλληλο τράπεζας"

"Γιατί; Τι σας έκανε;"

"Χρωστάει στον Ρέιζορ"

"Υποτίθεται ότι σκοτώνετε μόνο αυτούς που είναι ένοχοι. Μόνο για βλακείες σκοτώνετε κόσμο,δεν είναι σωστό"

"Ενώ το ότι σκοτώνουμε γενικά είναι..."

"Καλά...τέλος πάντων"

Η Άνταλαϊν μπαίνει στο δωμάτιο και πάει στο κρεβάτι της.

Ανοίγει το χαρτί.

Άνταλαϊν,σκέφτομαι να το σκάσουμε. Μαζί. Ένα βράδυ,όταν όλοι θα κοιμούνται θα περάσω να σε πάρω,και θα φύγουμε μακριά τους.

Εκείνη παίρνει ένα στυλό και γράφει: Δεν μπορούμε. Θέλω πολύ να φύγω από εδώ,αλλά δεν μπορώ. Θα αποτύχουμε. Και ξέρεις τι σημαίνει αποτυχία εδώ μέσα,εε; Θάνατος,αυτό σημαίνει. Άλλωστε,το είπες και μόνος σου,αν θέλουμε να φύγουμε πρέπει να παίξουμε το παιχνίδι τους.

Το αφήνει στην ίδια σελίδα.

Όταν πάει να το κοιτάξει αργότερα,είναι στη σελίδα 50. Και εκεί έχει υπογραμμισμένη μια φράση. Μίλα με την καρδιά και όχι με τη λογική σου. Έτσι κάνουν οι ερωτευμένοι.

Η Άνταλαϊν,γελάει στη σκέψη ότι ο Γκας μπορεί να διαβάζει τέτοια.

___

Αργότερα,ο Ρέιζορ την παίρνει σε ένα άλλο δωμάτιο που δεν έχει ξαναδεί. Μοιάζει με αίθουσα συνεδριάσεων,είναι αρκετά μεγάλη.

Όλοι κάθονται. Ο Νάιφ,ο Αξ,ο Νόκερ,ο Ντιάμπλο,ο Ροκ και η Μάργκο. 

"Καλώς ήρθες στους Silver Wolves" λέει ο Ρέιζορ γελώντας

Η Άνταλαϊν δεν θέλει να είναι εκεί μέσα,όχι χωρίς τον Γκας.

"Αφήστε με!Αφού το ξέρετε πως δεν είμαι για τέτοια!" λέει

Πάει να ανοίξει την πόρτα,αλλά πέφτει πάνω στο σώμα του Ρέιζορ.

[...]

Το βράδυ,μετά την 'αποστολή', γυρίζει αναστατωμένη. Τον σκότωσε. Σκότωσε αυτόν τον αθώο υπάλληλο,και την οικογένειά του. Αυτή,η ντροπαλή και ήρεμη Άνταλαϊν,σκότωσε μόνη της πέντε άτομα. Μόνη της.

Ξαπλώνει στο κρεβάτι,αλλά δεν μπορεί να κοιμηθεί.

Στο μυαλό της είναι αυτά που έγιναν πριν. Το χέρι της,να σηκώνει αργά το όπλο και να πυροβολεί τον πατέρα. Εκείνος να σωριάζεται αμέσως. Το μαχαίρι,να το καρφώνει κοντά στην καρδιά της μητέρας. Να πετάει μια πέτρα στο κεφάλι της κόρης. Να χτυπάει με το τσεκούρι το κεφάλι του γιου. Και το μωρό; Ναι,σκότωσε και το μωρό. Δεν το σκότωσε. Το έκαψε.

Η καρδιά της ξαφνικά χτυπάει υπερβολικά γρήγορα,όταν καταλαβαίνει τι έκανε. Αρχίζει να κλαίει αθόρυβα,για να μην ξυπνήσει τους υπόλοιπους. Το μέτωπο της καίει, τα χέρια της ιδρώνουν. Κλείνει τα μάτια της σφιχτά. Σκέφτεται τα δικά του μάτια.Αυτά τα σκούρα γαλανά μάτια του. Μόνο αυτά την καθησυχάζουν. Μόνο αυτά την ηρεμούν.Και την παίρνει ο ύπνος...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top