(7)

"Που ήσασταν χθες;"φωνάζει ο Ρέιζορ

Η Άνταλαϊν κατεβάζει ελαφρά το κεφάλι.

"Στο σπίτι της"

"Στο σπίτι της ήμουν εγώ" λέει αυτός

"Τι έκανες εκεί;" ρωτάει η Άνταλαϊν

"Λέγεται εκδίκηση,μικρή."

Ο Γκας της ρίχνει ένα συμπονετικό βλέμμα.

"Πες μου ότι δεν τους σκότωσες" λέει ο Γκας

"Το έκανα. Και τους δύο"

Η Άνταλαϊν κλαίει και ασυναίσθητα ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο του Γκας,που κάθεται δίπλα της.

Εκείνος ακουμπάει το δικό του κεφάλι πάνω στο δικό της,αγνοώντας την παρουσία του Ρέιζορ.

"Συνέχεια έτσι είστε τελευταία...Τρέχει κάτι που πρέπει να ξέρω;"

"Τίποτα" λένε ταυτόχρονα

Ένας ήχος ακούγεται. Το κινητό της,το έχει ο Ρέιζορ.

"Από την αστυνομία είναι" λέει και το ανοίγει, το βάζει σε ανοιχτή ακρόαση. 

"Ν--Ναι" λέει η Άνταλαϊν

"Είσαι η Άνταλαϊν Φόστερ;"

"Μάλιστα"

"Οι γονείς σου βρέθηκαν δολοφονημένοι στο σπίτι σας πριν από λίγο...Θέλουμε να περάσεις από το τμήμα,για τα διαδικαστικά"

"Εντάξει,σε λίγο θα είμαι εκεί"

Ο Ρέιζορ κλείνει το τηλέφωνο.

"Δεν μπορεί να πάει μόνη της" λέει"Κάποιος θα πάει μαζί της"

"Να πάω εγώ;" ρωτάει ο Γκας

"Οχι"απαντάει ο Ρέιζορ

"Δεν θα αργήσουμε"

"Καλά."

"Αλλά πρέπει να ντυθείς με πιο...ξέρεις,λιγότερο...τέτοια ρούχα." λέει η Άνταλαϊν

Ο Γκας βγαίνει έξω,και επιστρέφει φορώντας ένα τζιν και ένα άσπρο κοντομάνικο μπλουζάκι.

"Πάμε τώρα"

[...]

"Είσαι καλά; Θέλεις να γυρίσουμε πίσω στο Κέντρο;"ακουμπάει το χέρι του στο κεφάλι της και χαϊδεύει αδέξια τα μαλλιά της.

Εκείνη σκουπίζει τα μάτια της και αρνείται. 

"Δεν έμαθα για τι ήθελαν να μου μιλήσουν" λέει

"Μπορούμε να πάμε σπίτι σου αν θες,να ψάξεις...κάτι που να εξηγεί τι θα σου έλεγαν. Έλα,θα σε βοηθήσω και εγώ"

"Καλά" λέει, δεν έχει κάτι άλλο να πει.

Μπαίνουν στο βαν και μετά από μερικά χιλιόμετρα είναι στο σπίτι της.

Ο Γκας μπαίνει από το παράθυρο. Αυτή κάνει το ίδιο.

Κοιτάζει γύρω,στο σαλόνι δεν υπάρχει τίποτα. Στον καναπέ,το αίμα έχει στεγνώσει,δημιουργεί ένα περίεργο σχέδιο.

"Πως νιώθεις εδώ μέσα;"τη ρωτάει"Δε νιώθεις ότι κάτι λείπει;"

"Ναι" διαπιστώνει η Άνταλαϊν

Σηκώνει μερικά χαρτιά και εφημερίδες που είναι στο πάτωμα και ψάχνει.

Ο Γκας πηγαίνει στο γραφείο του κυρίου Φόστερ,ο οποίος αν και δεν το χρειαζόταν,περνούσε πολλές ώρες εκεί διαβάζοντας. Πολλά χαρτιά και βιβλία είναι απλωμένα στο γραφείο.

Σηκώνει μερικά από αυτά,αλλά δε βρίσκει τίποτα.

Ετοιμάζεται να βγει,όταν ένας φάκελος πέφτει κάτω και τον κάνει να γυρίσει.

Τον πιάνει από κάτω και διαβάζει.
"Άνταλαϊν!" φωνάζει

Εκεί η τρέχει προς το μέρος από όπου ακούγεται η φωνή του.

"Τι έγινε; Βρήκες τίποτα;" τον ρωτάει όλο αγωνία

"Ελα να δεις" της δίνει το φάκελο.
"Δεν το πιστεύω ότι ήθελαν να μείνουμε για πάντα στην Αφρική!" λέει με ένα θυμωμένο ύφος.

"Ίσως να ήταν καλύτερα εκεί"

"Σε τι; Που κάθε πρωί θα περπατούσα νέα στη ζέστη να πάω να φέρω νερό,που δεν θα είχαμε καν σπίτι,που...;"

Το κινητό του Γκας χτυπάει.

"Ναι" το απαντάει"Ναι Ρέιζορ,ερχόμαστε"

Φτάνουν και την αφήνει στο δωμάτιο.

"Τα λέμε αύριο" της λέει σιγανά

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top