(6)
"Πάμε σπίτι σου. Θα πεις τη μαμά σου ότι θα κοιμηθείς στη Λάβεντερ που θα την παρουσιάσεις σαν καινούρια φίλη σου από το σχολείο" λέει ο Γκας.
"Γκας;Μπορώ να μεινω εδώ; Σε παρακαλώ...Δεν έχει νόημα να μας κρατάτε εκεί...είναι παράνομο έτσι και αλλιώς..."
"Συγγνώμη Άνταλαϊν αλλά δεν μπορώ...Εγώ εκτελώ εντολές του Ρέιζορ..."
Παρκάρει το βαν στη στροφή.
"Θα έρθω μαζί σου μέσα" λέει αποφασιστικά
"Ως τι;"
"Ως...φίλος. Δεν μπορώ να σε αφήσω μόνη. Απαγορεύεται."
"Καλά"
Η Άνταλαϊν χτυπάει την πόρτα και η μητέρα της ανοίγει.
"Το σπίτι είναι πολύ καθαρό Άνταλαϊν,πως και είπες να καθαρίσεις;" το βλέμμα της πέφτει στον ψηλό νεαρό με τα σκούρα γαλανά μάτια"Ποιος είναι αυτός;"
"Είναι ο...Κόνορ. Τον γνώρισα πρόσφατα και κάνουμε παρέα"
"Γειά σου Κόνορ" λέει η μητέρα της
"Χαίρομαι που σας γνωρίζω"
Η μητέρα της πάει στην κουζίνα και αυτή με τον Γκας κάθονται στον καναπέ.
"Γιατί με συστήνεις σαν Κόνορ;"
"Αφού αυτό είναι το κανονικό σου όνομα"
"Ναι,αλλά όλοι με φωνάζουν Γκας"
"Ξέρεις πολύ κόσμο που τον λένε «Βαθιά πληγή»;Πόσο χαρούμενοι πιστεύεις ότι θα ήταν οι γονείς μου αν ήξεραν ότι 'κανω παρεα' με έναν δολοφόνο;"
"Δεν φταίω εγώ,Άνταλαϊν. Οι συνθήκες. Δεν έχω ζήσει και τα καλύτερα παιδικά χρόνια,ξέρεις"
"Γιατί; Τι έχει γίνει; Πες μου"
"Πόσο 'καλος' μπορεί να είναι κάποιος που έχει δει τον πατέρα του να σκοτώνει τη μητέρα του μπροστά στα μάτια του;"
Η Άνταλαϊν κλείνει το στόμα της με το δεξί της χέρι.
"Πόσο χρονών ήσουν;"
"Πέντε. Αρκετά μικρός για να μην το πάρω στα σοβαρά,αλλά αρκετά μεγάλος για να το θυμάμαι"
"Λυπάμαι"μόνο αυτό μπορεί να πει.
Ο Γκας κλείνει τα σκοτεινά μάτια του και η σκηνή ξαναπαίζει στο μυαλό του.
Τα ανοίγει απότομα,τρομάζοντας από την παρουσία της μητέρας της Άνταλαϊν στο δωμάτιο.
"Είσαι καλά;" η Άνταλαϊν ακουμπάει απαλά το χέρι του
Ο Γκας γνέφει.
Την κοιτάει στα μάτια σαν να της λέει "Ώρα να φύγουμε"
"Μαμά" λέει εκείνη"σήμερα θα κοιμηθώ στης Λάβεντερ"
"Μα...έχουμε να σε δούμε πολύ καιρό"
"Σε παρακαλώ μαμαα!"
"Καλά. Αύριο έλα για πρωινό,έχουμε να σου πούμε πολύ σημαντικά νέα,θα χαρείς και εσύ"
"Εντάξει"της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και βγήκε από την πόρτα μαζί με τον Γκας
Περπάτησαν ως το βαν,αλλά πριν μπουν ο Γκας πρότεινε κάτι.
"Σήμερα έχει καλό καιρό. Θες να πάμε καμία βόλτα εδώ γύρω; Ξέρω ότι η ζωή στο Κέντρο-το κτήριο εννοω-ειναι πολύ κουραστική και μονότονη"
"Εντάξει πάμε"
Περπατάνε ο ένας δίπλα στον άλλον και γελάνε κάθε φορά που ο ένας από τους δύο προσπαθεί να αστειευτεί. Μοιάζουν ζευγάρι στους άλλους. Αλλά δεν είναι. Ίσως να ήθελε η Άνταλαϊν να είναι. Αλλά όχι. Όχι τώρα.
"Μερικές φορές μου λείπει η κανονική ζωή" λέει ο Γκας και η Άνταλαϊν τον κοιτάει με ένα βλέμμα απορίας"Εννοώ αυτές οι ήρεμες βόλτες που είσαι μόνος σου,τα βράδια με τους φίλους έξω και τέτοια.Πάει πολύς καιρός που βγήκα και πέρασα καλά,χωρίς να σκοτώσω ή έστω να χτυπήσω κάποιον"
"Γκας;"
Τα μάτια του κοιτούν τα δικά της.
"Πάμε μαζί; Τώρα"
"Που;"
"Εε...εκεί που είπες ότι πας με τους φίλους σου..."
"Δεν είναι και πολύ σωστό αυτό Άνταλαϊν"
"Από πότε σε ενδιαφέρει το πόσους κανόνες θα σπάσεις;"
"Πάμε"
Και οι δύο είναι ντυμένοι με μαύρα ρούχα,καθόλου επίσημα.
Επιστρέφουν στο βαν και ο Γκας ξεκινάει.
Μετά από δύο περίπου ώρες, λίγο πριν τα μεσάνυχτα,φτάνουν σε ένα μέρος,μακριά από τι κέντρο της πόλης.
Το μαγαζί λέγεται «V».
Ο Γκας ανοίγει την πόρτα και έντονη μυρωδιά τσιγάρου και αλκοόλ έρχεται κατά πάνω τους.
Σηκώνει το χέρι στον μπάρμαν.
Προσπερνούν πολλούς και φτάνουν στο μπαρ.
"Τζέικ" λέει στον μπάρμαν
"Ωωω ο Κόνορ!Πως και από τα μέρη μας ρε;"
"Γκας. Με λένε Γκας" προτιμάει να τον λένε έτσι
"Αυτή ποια είναι πάλι;" δείχνει προς το μέρος της Άνταλαϊν
"Αυτή είναι η...μια καινούρια στην ομάδα"
Η Άνταλαϊν τον κοιτάει με γουρλωμένα μάτια. Δεν αποτελεί μέλος της ομάδας ακόμα. Ούτε θέλει όμως.
"Βότκα. Σκέτη. Δύο" λέει
"Δεν πίνω" λέει ντροπαλά η Άνταλαϊν
"Τι εννοείς δεν πίνεις; Δεν έχεις βάλει αλκοόλ στο στόμα σου;"
"Πότε"
"Καιρός είναι τότε" παίρνει και πίνει λίγο από το δικό του.
Αυτή το ακουμπάει διστακτικά στα δικά της χείλη.
Θα περάσει καλά. Ναι,αυτό θα κάνει. Γιατί είναι ίσως η πρώτη και τελευταία μέρα που έχει αυτή τη δυνατότητα.
Στο μεταξύ,ο Ρέιζορ μπαίνει σε ένα μαύρο αυτοκίνητο.
"Από δω" δείχνει στα αριστερά
Είναι έξω από το σπίτι. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να μπει-το πιο ευκολο- και να σκοτώσει και τους δύο, όπως αυτοί σκότωσαν την μικρή του αδερφή.
Πόση αδυναμία της είχε; Από όταν γεννήθηκε,ήταν πάντα μαζί,οι γονείς του δούλευαν και αυτός την πρόσεχε. Είχαν πολλά χρόνια διαφορά,θα μπορούσε να ήταν μπαμπάς της. Ήταν δεκαπέντε πέρσι,όταν έγινε το ατύχημα. Σαν σήμερα ήταν τα γενέθλια της.
"Βγες έξω" του λέει ο οδηγός"Και κάνε γρήγορα. Έχω δουλειές"
Ο Ρέιζορ βγαίνει και προσπαθεί να βρει τρόπο να μπει μέσα. Εντοπίζει ένα ανοιχτό παράθυρο,μπαίνει σιγά και κοιτάζει γύρω.
Η μητέρα της Άνταλαϊν,η Άμπερ Φόστερ,κάθεται και παρακολουθεί μια σαπουνόπερα στον καναπέ της.
Ο Τζόναθαν Φόστερ,είναι στον επάνω όροφο.
Με γρήγορες κινήσεις,ο Ρέιζορ κλείνει το στόμα της κυρίας Φόστερ με το αριστερό του χέρι. Οι κραυγές της δεν ακούγονται δυνατά,ακούγονται βοές. Με το ελεύθερο του χέρι,τη μαχαιρώνει τρεις φορές,όπως η μέρα που σκοτώθηκε η αδερφή του: τρεις Νοεμβρίου. Το σκούρο αίμα πιτσιλά τον άσπρο καναπέ,και το τραπέζι. Ο Ρέιζορ βγάζει το μαχαίρι από το σώμα της και το κρατάει σφιχτά.
Ανεβαίνει τις σκάλες και βρίσκει τον κύριο Φόστερ να μιλά στο τηλέφωνο. Έιναι γυρισμένος πλάτη.
Προχωράει στο δωμάτιο στις μύτες των ποδιών του. Καρφώνει το μαχαίρι στην πλάτη του κυρίου Φόστερ. Εκείνος βγάζει μια δυνατή φωνή από τον πόνο και γυρίζει να δει, αλλά το κεφάλι του Ρέιζορ είναι καλλυμένο.
Ο Ρέιζορ παίρνει ένα βάζο και το χτυπάει στο κεφάλι του κυρίου Φόστερ,που γλιστράει λιπόθυμος.
Τον μαχαιρώνει μερικές ακόμα φορές,και αφού είναι πλέον σίγουρος ότι είναι νεκρός,κατεβαίνει,μπαίνει στο μαύρο αυτοκίνητο και φεύγει.
Παίρνει τηλέφωνο τον Γκας,που είχε μαζί του την Άνταλαϊν. Κάτι έχει υποπτευθεί για αυτούς τους δύο,αλλά δεν δίνει σημασία.
Ο Γκας δεν απαντάει,κάτι που τον κάνει να ανησυχεί ότι την άφησε ελεύθερη.
Πηγαίνει στο Κέντρο και περιμένει.
Ο Γκας και η Άνταλαϊν,γυρίζουν μετά τις τρεις τα ξημερώματα.
Όλοι κοιμούνται, ακόμα και ο Ρέιζορ.
Την αφήνει στο κρεβάτι της,και αυτός πηγαίνει ακροπατώντας στο δικό του,στο δωμάτιο των Λύκων.
Χαμογελάει κοιτώντας το ταβάνι και σκέφτεται αυτήν.
Αυτή βάζει το κεφάλι της στο μαξιλάρι και κοιμάται με την σκέψη του.
Γνωρίζονται λίγες μέρες...
"Είμαι ερωτευμένος μαζί της;" αναρωτιέται εκείνος
"Είμαι ερωτευμένη μαζί του"λέει αυτή με σιγουριά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top