(2)

"Αυτό είναι,έτσι!" λέει ο Γκας στην Λάβεντερ και τον Σκοτ, που αναπαριστούν μια σκηνή φόνου

Ξαφνικά,και όλα τα μέλη των Silver Wolves μπαίνουν μέσα στο δωμάτιο.

"Ήρθε η ώρα" λέει χαμηλόφωνα ο Γκας

Ο Ρέιζορ μπαίνει μπροστά.

"Η μικρή θα μείνει εδώ.Και εσύ που τα πας καλά μαζί της,θα της κάνεις παρέα..."λέει ειρωνικά στον Γκας

Παίρνει μαζί του τους άλλους και αφήνουν μόνους για άλλη μια φορά τον Γκας με την Άνταλαϊν.

"Δεν σας έχουμε βρει ψευδώνυμα..."διαπιστώνει αυτός.

"Γκας;"τα καστανά του μάτια να γυαλίζουν"Πως βγήκαν τα ψευδώνυμα σας;"

"Λοιπόν...Ο καθένας μας έχει ένα ψευδώνυμο ανάλογα με τον τρόπο που σκοτώνει τα θύματα του...Εμένα με λένε Γκας,δηλαδή «βαθιά πληγή»,επειδή δεν τους σκοτώνω με απλά,επιφανειακά τραύματα. Το απολαμβάνω--"κάθεται δίπλα της"Γιατί αξίζουν πόνο. Πολύ πόνο. Και οδυνηρό θάνατο."

"Τον Ρέιζορ;"

"Αυτό δεν μπορώ να σου το πω"

"Ο Νόκερ"συνεχίζει"Τους σπάει τα κόκκαλα.Ο Νάιφ τους μαχαιρώνει. Ο Αξ χρησιμοποιεί ένα τσεκούρι,ο Ροκ πέτρες και ο Ντιάμπλο τους καίει ζωντανούς"

Τα λόγια του Γκας, αντριχιάζουν την Άνταλαϊν,που τους φαντάζεται να διαπράττουν αυτά τα εγκλήματα μπροστά στα μάτια της.

"Ποια είναι τα πραγματατικά τους ονόματα;" ρωτάει η Άνταλαϊν

"Τον Νάιφ,τον λένε Μπεν. Ο Αξ είναι ο Φρανκ. Νόκερ,ο Μάθιου.Ντιάμπλο ο Τζάκσον και Ροκ ο Μπραντ"

"Ο Ρέιζορ;" ρωτάει η Άνταλαϊν

ο Γκας σηκώνεται"Θέλεις να δεις κάτι που κανείς από τους άλλους δεν θα έχει την ευκαιρία να δει;"

Το πρόσωπο της Άνταλαΐν φωτίζεται.

"Ναι,θέλω" του απαντάει εύθυμα

Την τραβάει από το χέρι και κοιταει γύρω. Βγαίνουν.  Την οδηγεί στην άλλη πλευρά του μεγάλου κτηρίου. Είναι μέσα σε ένα δωμάτιο,με έναν καναπέ στη μέση. Υπάρχουν και δέκα κρεβάτια,όσοι είναι αυτοί. Και ένα ξύλινο παλιό έπιπλο,δίπλα σε ένα ανοιχτό,μάλλον σπασμένο,παράθυρο.

"Κάθισε"της λέει και αυτή το κάνει με δισταγμό"

Ο Γκας πηγαίνει στο ξύλινο έπιπλο και βγάζει ένα άλμπουμ με φωτογραφίες.

Κάθεται δίπλα της και το ανοίγει.

Τα μάτια της πέφτουν σε μια ευτυχισμένη οικογένεια,που εικονίζεται σε μια από τις φωτογραφίες. Ο πατέρας,φαινεται περίπου 45 χρόνων,μοιάζει κουρασμένος αλλά χαρούμενος. Η μητέρα,χαμογελάει,αληθινά. Τα τρία παιδιά είναι καθισμένα στο γρασίδι. Δύο από αυτά μοιάζουν πολύ.

"Εσύ είσαι αυτός;" η Άνταλαϊν του δείχνει τον μικρό που κάθεται θυμωμένος και κοιτάζει ψηλά.

"Ναι" γελάει εκείνος

Της δίνει το άλμπουμ.

Προσπερνά διάφορες φωτογραφίες και φτάνει σε μια που φαίνεται αρκετά πρόσφατη.

"Ήταν η τελευταία μου μέρα μαζί τους"

"Γιατί έφυγες;"

"Γιατί δεν μπορούσαν να χωνέψουν το ότι σκοτώνω κόσμο..."

Η Άνταλαϊν παραμένει σιωπηλή.

"Κάθε δουλειά παίρνει γύρω στις τρεις ώρες,τι θες να κάνουμε μέχρι να έρθουν;"της λέει

"Γιατί κρατάει τόσο πολύ;"

"Πολλές ερωτήσεις κάνεις" παίζει με την άκρη των μαλλιών της"Θα τα μάθεις όλα στην ώρα τους.Θέλεις να δούμε καμία ταινία;"

"Για ποιον λόγο μου φέρεσαι καλά; Οι άλλοι..."

"Επειδή ήμουν και εγώ στο θέση σου,και ξέρω ότι φοβάσαι,δεν ξέρεις τι συμβαίνει και συνεχώς αμφιβάλλεις για τα πάντα. Ξέρω πως θέλεις κάποιον να σε βοηθάει,να σε κάνει να αισθάνεσαι άνετα. Αυτό κάνω τώρα"

Η Άνταλαϊν δεν θέλει ταινία. Ούτε θέλει να βρίσκεται εκεί,μαζί του και με όλους τους υπόλοιπους. Θέλει να γυρίσει στο σπίτι της,να ξαπλώσει στο μεγάλο της κρεβάτι και να περιμένει τους γονείς της.

"Όχι"του λέει και αυτός την κοιτάζει με απορία"Οχι,δεν θέλω ταινία. Να φύγω από εδώ θέλω. Μπορείς να με βοηθήσεις;"

Ξέρει ότι αυτό που τον ρωτάει δεν είναι σωστό...αλλά πρέπει. Δεν ξέρει για πόσο θα αντέξει εκεί μέσα. Και επιπλέον,οι γονείς της. Αν γυρίσουν και δεν την βρουν εκεί θα ανησυχήσουν.

"Λυπάμαι" παίρνει το άλμπουμ από τα χέρια της και της δίνει έναν βαρύ φάκελο.

'Α.Φ.' γράφει απέξω.

Η Άνταλαϊν τον ανοίγει προσεκτικά.

Υπάρχουν διάφορες πληροφορίες για αυτήν και την οικογένειά της.

"Που τα βρήκατε αυτά; Γιατί; Πως διαλέξατε εμένα;"

"Χρειαζόμασταν κάποιον που θα άκουγε τις διαταγές μας,χωρίς να μιλήσει,κάποιον ήσυχο και ντροπαλό σαν εσένα. Και κάποιον που ήξερε καλά από ξύλο,όπως εσύ ξέρεις από το καράτε"

Η Άνταλαϊν δεν το είχε πει σε κανέναν αυτό. Κανείς δεν ήξερε ότι έκανε μαθήματα καράτε,εκτός από τους γονείς της.

"Π-Πως το ξέρεις αυτο;"

"Ξέρω και πολλά άλλα...Όπως αυτό..."της δίνει μια φωτογραφία της,με τον Ντάνιελ,στο παγκάκι του σχολείου τους.

Η φωτογραφία είχε τραβηχτεί την ημέρα που χώρισαν. Τη θυμάται καλά εκείνη τη μέρα. Είχε τα γενέθλια της και πίστευε πως αυτός της ετοίμαζε έκπληξη. Ήρθε, έκατσε δίπλα της και της είπε 'Θελω να χωρίσουμε,την έκανα να ζηλέψει,δεν σε χρειάζομαι άλλο'. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι δεν θα ξαναεμπιστευτεί κανέναν τόσο γρήγορα...Αλλά είναι έτοιμη να το κάνει τώρα...πάει να εμπιστευτεί κάποιον που στα μάτια των άλλων είναι απλά ένας ψυχρός,άκαρδος δολοφόνος...

"Πως τα  ξέρεις όλα αυτά;" ξαναρωτάει εκείνη

"Μάθημα πρώτο: ένας καλός δολοφόνος μαθαίνει τα πάντα για το στόχο του"

"Για περίμενε...το στόχο του;Τι εννοείς;"

"Ο αρχικός σκοπός μας ήταν...να σε σκοτώσουμε..."

"Μα γιατί,έκανα κάτι;"

"Εσύ,τίποτα. Οι γονείς σου όμως..."

"Τι;"

"Πέρσι,7 Αυγούστου,περίπου δέκα το βράδυ...Οι γονείς σου τράκαραν με κάποιον. Με τους γονείς και την εφτάχρονη αδερφή του Ρέιζορ. Τους χτύπησαν στο πλάι,η Κριστίνα σκοτώθηκε. Και ο Ρέιζορ ορκίστηκε πως θα πάρει εκδίκηση,σκοτώνοντας και το δικό τους παιδί. Αλλά μετά κατάλαβε ότι σε χρειαζόμασταν..."
Η Άνταλαϊν σκέφτεται. Ο Ρέιζορ είχε αδυναμία στην μικρή του αδερφή.

Όλοι έχουν αδυναμίες. Όλοι. Ακόμη και οι σκληροί σαν αυτούς.

Θα τη χρησιμοποιήσει εναντίον του.

Μια άλλη σκέψη φτάνει στο μυαλό της.

"Γκας,τι θα γίνει με το σχολείο;"τον ρωτάει και η μυρωδιά από το άρωμα του γίνεται πιο έντονη καθώς την πλησιάζει.

Αυτή πηγαίνει λίγο πιο πίσω.

"Δεν ασχολούμαι με αυτά. Ρώτα τον Ρέιζορ"

Για τις επόμενες δύο ώρες,μιλούν ασταμάτητα.

Κάτι υπάρχει ανάμεσα τους,κάτι που η Άνταλαϊν δεν μπορεί να προσδιορίσει. Δεν είναι φόβος ή μίσος,αυτό είναι σίγουρο. Αλλά ούτε και αγάπη...έρωτας...Υπάρχει μια περίεργη οικειότητα μεταξύ τους που κανείς από τους δύο δεν μπορεί να καταλάβει.

"Πρέπει να φύγουμε,θα έρθουν...Και πρέπει να συνεχίσουμε την εκπαίδευση"σηκώνεται από δίπλα της

"Εντάξει" λέει και σηκώνεται και αυτή.

Ο Γκας ανοίγει ελαφρά την πόρτα και κοιτάει δεξιά και αριστερά.

Της κάνει νόημα και αυτή περπατάει δίπλα του.

Μπαίνουν στο δωμάτιο την τελευταία στιγμή,αυτός κάθεται στο κρεβάτι και αυτή πηγαίνει στο παράθυρο.

Ο Ρέιζορ ανοίγει την πόρτα.

"Βρε βρε!Περίμενα να σας βρω πιο...κοντά" λέει με μια μικρή δόση ειρωνείας.

"Ρέιζορ,η Άνταλαϊν ρωτάει τι θα γίνει με το σχολείο τους..."

"Λοιπόν,δεν γίνεται να λείπετε,άρα κάποιος θα σας πηγαίνει και θα σας φέρνει πάλι εδώ...Μη μας φύγετε κιόλας"

"Ναι,αλλά πηγαίνουμε σε διαφορετικά σχολεία"λέει  ο Τρίσταν

"Ας είναι. Ξεκινάει από αύριο. Θα σας πάνε σπίτι σας,θα πάρουν ότι χρειάζεστε και μετά εκεί. Και το μεσημέρι θα σας φέρουν και πάλι εδώ"

Έξω,υπάρχει σκοτάδι. Η ώρα είναι έντεκα και μισή.

"Και τώρα ύπνο!" φωνάζει ο Ρέιζορ και βγαίνει από το δωμάτιο

"Καληνύχτα" λέει  η Άνταλαϊν σιγανά στον Γκας

"Καληνύχτα" της λέει και αυτός και κλείνει την πόρτα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top