(11)

[ακόμη ένα μικρό κεφάλαιο😭]

Δεν ήταν ποτέ καλός στο σημάδι. Γι'αυτό σκότωνε με μαχαίρι.

Αυτό,σε συνδυασμό με την αρκετά μεγάλη απόσταση μεταξύ τους,τον κάνει να αστοχήσει.

Η σφαίρα χτυπά την Άνταλαϊν στο χέρι,και αυτή φωνάζει.

Το χέρι της καίει,στάζει αίμα.

Ακούγονται σειρήνες. Δεν ξέρει αν είναι πραγματικές ή αν ακούγονται μέσα στο κεφάλι της. Δεν ξέρει τι είναι ψευδαίσθηση και τι αλήθεια.

Κλείνει τα μάτια της και ξαπλώνει κάτω. Δε λιποθυμά. Απλά ξαπλώνει. Νιώθει δύο χέρια να την σηκώνουν και να τρέχουν.

Η σειρήνες απομακρύνονται. Ανοίγει τα μάτια της.

Το χέρι της είναι δεμένο με ένα σκούρο καφέ ύφασμα,που έχει κόκκινους λεκέδες.

"Τι έγινε;" ρωτάει τον Γκας

"Έφυγαν. Τους έπιασαν" λέει εκείνος"Θα σε πάω στο νοσοκομείο"

"Δε χρειάζεται θα--"κοιτάει και ακουμπάει το τραύμα της"Θα περάσει"

"Άνταλαϊν,μόλις σε χτύπησα με μια σφαίρα από CZ 75" επιμένει"Θα πάμε"

Βγαίνουν και την βάζει μέσα στα χέρια του.

Μπαίνουν στο αυτοκίνητο και σταματάει έξω από το νοσοκομείο.

Τρέχοντας,φτάνουν και ρωτάει για τα επίγοντα.

"Το όνομα σας,παρακαλώ;" του λέει η γυναίκα

"Κόνορ Στίβενς"

Παίρνει την Άνταλαϊν, τους βλέπουν κάποιοι γιατροί και ένας από αυτούς την παίρνει μέσα.

Της βγάζει το ύφασμα από το χέρι, και ακουμπάει κάτι στην πληγή. Εκείνη κλείνει σφιχτά τα μάτια της και όταν τα ανοίγει,μια άσπρη γάζα είναι πάνω στο σημείο που χτύπησε η σφαίρα.

Ο Γκας σηκώνεται όρθιος μόλις η Άνταλαϊν βγαίνει από το δωμάτιο.
Στο μεταξύ,ο Ρέιζορ έχει ξεφύγει από την αστυνομία,και έχει μαζί του τους Φάλκονς,στο βαν.

"Ρέιζορ!"λέει ο Τρίσταν

"Τι θες;"

"Που πάμε;"

"Έπιασαν τους άλλους,εμείς θα κρυφτούμε"

"Και εμείς;Γιατί θες να σώσεις και εμάς;"

"Έτσι"

"Για πόσο θα κρυβομαστε;"

"Όσο χρειαστεί" λέει και εκείνη την ώρα το φως από μπροστά τον τυφλώνει

Βιαστικά στέλνει ένα μήνυμα στον Γκας,που του γράφει το όνομα του δρόμου.

Πιάνει ξανά το τιμόνι,το γυρίζει δεξιά και αριστερά αλλά το βαν βγαίνει από το δρόμο και χτυπάει πάνω σε ένα δέντρο.

Τα παιδιά,που ήταν πίσω,σκοτώνονται αμέσως,χτυπούν τα κεφάλια τους ή η δύναμη της σύγκρουσης τους πετάει στο τζάμι του αυτοκινήτου.

Ο Ρέιζορ,έχει χτυπήσει το χέρι του και από το κεφάλι του τρέχει αίμα.

Χάνει τις αισθήσεις του.

Ο Γκας,που έχει βγει από το νοσοκομείο με την Άνταλαϊν,δέχεται ένα μήνυμα στο κινητό του.

Μια διεύθυνση,από τον Ρέιζορ. Ξέρει τον δρόμο.

Αφού δεν είναι άλλο στους Λύκους,γιατί να του στείλει ο Ρέιζορ;

Με το αυτοκίνητο,πηγαίνει εκεί. Βρίσκει το βαν,στην άκρη του δρόμου.

Η Άνταλαϊν πλησιάζει.

Ανοίγει τις πόρτες πίσω.

Αίματα παντού.

Και πτώματα.

Στη μπροστινή θέση,το κεφάλι του Ρέιζορ αιμορραγεί ακόμη.

Ο Γκας κάνει να φύγει. 

"Που πας;" του λέει η Άνταλαϊν

"Να φύγω."

"Και θα τους αφήσουμε εδώ;"

"Ναι,περίμενε"

Βγάζει πάλι το κινητό του και πληκτρολογεί έναν αριθμό.

"Μάργκο;" λέει

"Ναι" απαντάει εκείνη

"Έχω να σου πω κάτι...Μην ταραχτείς,δεν κάνει--"

"Ξέρω ξέρω,δεν κάνει 'Στην κατάσταση μου'. Λέγε,γιατί αγχώθηκα από τώρα"

"Ο Ρει--Ο Σαμ"

"Τι σου είπε ο γλυκός μου;"

"Δεν μου...Είναι νεκρός"

Για λιγο,δεν ακούει ούτε την φωνή ούτε την αναπνοή της.

"Μάργκο; Είσαι καλά;"

"Καλ--Καλά" απαντάει εκείνη ανάμεσα στους λυγμούς της.

"Έρχομαι από κει να σε πάρω. Και άφησε τα παιδιά να πάνε σπίτι τους"

Κλείνει το τηλέφωνο.

"Είναι..." πάει να ρωτήσει η Άνταλαϊν

"Ναι,είναι" λέει εκείνος"Το παιδί θα ήταν του Ρέιζορ"

"Μάλιστα..."

"Μπροστά στην Μάργκο ήταν τελείως διαφορετικός. Στοργικός,ήρεμος,την αγαπούσε.
Όταν έμαθε για το παιδί,της είπε να σταματήσει το δουλειά,αλλά εκείνη δεν δέχτηκε"

Φτάνουν στο Κέντρο και η Μάργκο περιμένει έξω από αυτό.

[...]

"Γκα--Κόνορ;" του λέει

"Άνταλαϊν" απαντάει αυτός

"Τι θα γίνει τώρα;" συνεχίζει"Τώρα που,ξέρεις,είμαστε...ελεύθεροι;"

"Δεν ξέρω. Πάντως ένα είναι σίγουρο: Θα είμαστε μαζί"

Η Άνταλαϊν κάνει ένα βήμα πιο κοντά του και αυτός κάνει το ίδιο.
Τυλίγει απαλά τα χέρια του στους ώμους της.

Τα μέτωπα τους ακουμπούν. 

Είναι πολύ κοντά.

Κοιτάζει στο βαθύ γαλάζιο των ματιών του.

Και τότε εκείνος ενώνει τα χείλη τους,για ένα φιλί που και οι δύο περίμεναν πολύ καιρό.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top