Κεφάλαιο 4

Η Ηλέκτρα άκουσε ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα και γύρισε το κεφάλι της. Μία από τις καμαριέρες εμφανίστηκε και χαμογέλασε ευγενικά.

"Δεσποινίς έχουν έρθει να αφήσουν το φόρεμα" την ενημέρωσε

"Ας το αφήσουν εδώ" απάντησε η κοπέλα και συνέχισε το μακιγιάζ της.

Δύο γυναίκες μπήκαν κρατώντας προσεκτικά μια μεγάλη θήκη. Την ακούμπησαν προσεκτικά στο κρεβάτι του δωματίου και έφυγαν.

Η Ηλέκτρα άπλωσε με προσοχή το κόκκινο κραγιόν στα σαρκώδη χείλη της και χαμογέλασε στο είδωλό της. Ήταν πανέμορφη. Προχώρησε προς τη θήκη που απλωνόταν στο κρεβάτι της και την άνοιξε με προσοχή. Το χαμόγελό της μεγάλωσε όταν αντίκρυσε το φόρεμά της. Ένα maxi, στενό σατέν κρεμ φόρεμα με λεπτές τιράντες και κόκκινα τριαντάφυλλα σε όλο το μήκος του.

Το έστρωσε καλύτερα πάνω της και φόρεσε ένα ζευγάρι κρεμ mules. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, θαυμάζοντας το τελικό αποτέλεσμα. Το στενό φόρεμα διέγραφε με ακρίβεια κάθε καμπύλη του σώματός της. Τα μαλλιά της, πιασμένα σε μια ψηλή κοτσίδα έπεφταν σα κυματιστός καταρράκτης μέχρι τη μέση της. 

Ήταν ένας ξανθός άγγελος.

Μόλις κατέβηκε και το τελευταίο σκαλί της μαρμάρινης σκάλας, άκουσε τα επιφωνήματα όλων. Η μαμά της την αγκάλιασε με τρυφερότητα, ενώ ο μπαμπάς της χαμογελούσε επιδοκιμαστικά.

Το βλέμμα της συνάντησε εκείνο του Πάρη που τόση ώρα δεν είχε πάρει στιγμή τα μάτια του από πάνω της. Κοιτάχτηκαν για μερικά δευτερόλεπτα και η κοπέλα έστρεψε το βλέμμα της αλλού ικανοποιημένη.

Προχώρησαν έξω και ο Αλέξης άνοιξε την πόρτα της λιμουζίνας. Το χέρι του άγγιξε φευγαλέα το χέρι της Ηλέκτρας, κάνοντάς τον να τιναχτεί ελαφρά.

"Γλυκιά μου στη δεξίωση θα είναι και ο Ερρίκος. Θέλω να είσαι ευγενική και να περάσεις χρόνο μαζί του" την ενημέρωσε η μαμά της.

Η κοπέλα πρόσεξε ότι τα δάχτυλα του Αλέξη είχαν ασπρίσει από την πίεση που ασκούσε στο τιμόνι. Χαμογέλασε πονηρά και γύρισε στη μαμά της.

"Μην ανησυχείς. Ο Ερρίκος είναι πολύ συμπαθητικός" της απάντησε και η Ζένια χαμογέλασε ικανοποιημένη.

[...]

Τα λεπτά περνούσαν αργά και βασανιστικά και ο Ερρίκος δεν είχε σταματήσει να τη φλερτάρει από την ώρα που ήρθε. Η κοπέλα δεν έβλεπε την ώρα να φύγει, αλλά είχε δώσει μια υπόσχεση στους γονείς της και έπρεπε να την τηρήσει.

Το βλέμμα της έπεσε στον Στέφανο που την κοιτούσε από την άλλη άκρη της αίθουσας. Του χαμογέλασε και εκείνος προχώρησε προς το μέρος της.

"Γεια σας" χαιρέτησε μόλις έφτασε κοντά τους.

Ο Ερρίκος τον κοίταξε και χαμογέλασε σφιγμένα. Ήθελε κιάλλο χρόνο με τη μέλλουσα σύζυγό του.

"Θα σου την κλέψω για λίγο" είπε ο Στέφανος και άρπαξε την κοπέλα από το χέρι τραβώντας τη προς την πίστα.

Ένα αργό βαλς ακουγόταν από την ορχήστρα και πολλά ζευγάρια χόρευαν. Η Ηλέκτρα είδε από μακριά τους γονείς της και χαμογέλασε. Ακόμη και μετά από τόσα χρόνια, ο έρωτάς τους παρέμενε ακόμα ζωντανός.

"Με έσωσες" είπε στο αγόρι, χαμογελώντας του γοητευτικά.

"Ο γλείτσας δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω σου, όπως και πολλοί άλλοι από 'δω μέσα" απάντησε εκείνος κάπως ενοχλημένος.

Η κοπέλα γέλασε, γέρνοντας το κεφάλι της στον ώμο του.

"Είσαι πολύ όμορφη" της ψιθύρισε εκείνος.

Χωρίς να χάσει λεπτό, τον τράβηξε έξω από την αίθουσα. Βαριόταν αφόρητα και ο Στέφανος ήταν ότι έπρεπε για να περάσει καλά. Χαμογέλασε και μπήκαν στη λιμουζίνα.

"Αλέξη θα γυρίσουμε σπίτι" τον ενημέρωσε και μπήκαν μέσα.

Εκείνος την κοίταξε στραβά από τον καθρέφτη, αλλά δε μίλησε. Τι να έλεγε άλλωστε;

Σε λίγη ώρα βρισκόντουσαν έξω από την έπαυλη της οικογένειας Ιακώβου. Μπήκαν μέσα και αμέσως ο Στέφανος όρμισε στα κατακκόκκινα χείλη της που εδώ και ώρα τον προκαλούσαν. Η κοπέλα πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και κόλλησε το σώμα της στο δικό του.

"Πάμε πάνω" ψιθύρισε πάνω στο φιλί τους και παίρνοντάς τη στην αγκαλιά του, ανέβηκε με γρήγορα βήματα τη σκάλα.

Μπήκαν στο δωμάτιό της και έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Την άφησε απαλά στο κρεβάτι και ανέβηκε από πάνω της, αφαιρώντας το πουκάμισό του.

[...]

Ο Πάρης πέρασε αγχωμένα το χέρι του από τα μαλλιά του. Πού στο καλό είχε πάει αυτή η κοπέλα; Ένα δευτερόλεπτό πήρε το βλέμμα του και μόλις ξανακοίταξε είχε εξαφανιστεί. Βγήκε από την αίθουσα και κοίταξε γύρω του. Εκείνη τη στιγμή είδε τη λιμουζίνα της οικογένειας να μπαίνει στο πάρκινγκ. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί με μεγάλα βήματα.

"Είδες την Ηλέκτρα;" ρώτησε αγχωμένα τον Αλέξη.

"Μόλις την πήγα σπίτι. Νόμιζα πως είχε ενημερώσει." απάντησε εκείνος και ο Πάρης αναστέναξε.

"Δε το πιστεύω" μουρμούρισε και μπήκε στο αυτοκίνητο.

"Σπίτι;" ρώτησε ο Αλέξης και ο άντρας έγνεψε καταφατικά.

[...]

"ΚΑΛΑ ΕΙΣΑΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΤΡΕΛΗ;" φώναξε ο Πάρης, ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα του δωματίου της.

Είχε προετοιμαστεί να της φωνάξει κανονικά, αλλά το σώμα του πάγωσε μόλις μπήκε στο δωμάτιο. Η Ηλέκτρα πάνω στο κρεβάτι στα τέσσερα και πίσω της εκείνος ο βλάκας από την πισίνα. Το χέρι του έμεινε μετέωρο και ξαφνικά ξέχασε όσα ήθελε να της πει.

"Πώς μπαίνεις έτσι;" τσίριξε η κοπέλα προσπαθώντας να καλυφθεί.

Ο Πάρης βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Κούνησε το κεφάλι του και μπήκε στο πρώτο μπάνιο που βρήκε μπροστά του. Έριξε παγωμένο νερό στο πρόσωπό του και πήρε μερικές βαθιές ανάσες. 

Η φωνή της Ηλέκτρας ακούστηκε να τον ψάχνει. Βγήκε από το μπάνιο και την κοίταξε. Πλέον ήταν ντυμένη και δεν υπήρχε κανένα ίχνος του αγοριού.

"Πού είναι;" τη ρώτησε

"Έφυγε" απάντησε εκείνη και του έκανε νόημα να καθίσουν στον βελούδινο καναπέ που βρισκόταν στον διάδρομο.

"Δε μου λες; Δε σου έχουν μάθει να χτυπάς;" τον ρώτησε νευριασμένα

"Εσένα δε σου έχουν μάθει να ενημερώνεις πριν φύγεις; Η δουλειά μου είναι να σε προσέχω και εσύ μου δε μ' αφήνεις να την κάνω σωστά. Δε μπορείς να φεύγεις χωρίς να μου το πεις, κατάλαβες;" της φώναξε

Η κοπέλα το κοίταξε δολοφονικά και σηκώθηκε. Χωρίς να τον κοιτάξει δεύτερη φορά, τον προσπέρασε και μπήκε στο δωμάτιό της, χτυπώντας την πόρτα.

Ο Πάρης  κοίταξε την κλειστή πόρτα και αναστέναξε, περνώντας τα δάχτυλά του ανάμεσα από τα μαλλιά του. Σηκώθηκε και κατέβηκε στην κεντρική είσοδο. Έβγαλε το κινητό του από την τσέπη του και κάλεσε το αφεντικό του.

[...]

"Ο Πάρης μου είπε τι συνέβη και έχω να πω ότι νιώθω πολύ απογοητευμένος από εσένα Ηλέκτρα." της είπε ο πατέρας της και η κοπέλα ένιωσε τα νεύρα της να τεντώνονται.

Τι είχε κάνει ο ηλίθιος;

"Τι σου είπε ακριβώς;" ρώτησε προσπαθώντας να μη δείξει την ταραχή της.

"Ότι έφυγες χωρίς να ειδοποιήσεις κανέναν και σα να μην έφτανε αυτό έφερες ένα αγόρι στο σπίτι χωρίς να το γνωρίζουμε" της απάντησε ο πατέρας της κουρασμένα.

Αχ και να 'ξερες πόσες φορές το έχω ξανακάνει, σκέφτηκε η κοπέλα και κρατήθηκε για να μη χαμογελάσει.

"Μπαμπά ο Στέφανος είναι φίλος μου και τον έφερα σπίτι γιατί δεν αισθανόταν καλά." πέταξε την πρώτη δικαιολογία που σκέφτηκε.

O Ανδρέας Ιακώβου μπορεί να ήταν σκληρός και αυστηρός με όλους, αλλά με την κόρη του ήταν το ακριβώς αντίθετο. Της έκανε πάντα όλα τα χατίρια, μετατρέποντάς τη σε κακομαθημένη και αλαζονική.

"Σε παρακαλώ να μη ξαναγίνει εντάξει; Θέλω να ενημερώνεις τον Πάρη πριν κάνεις οτιδήποτε" της είπε ήρεμα ο πατέρας της και εκείνη του χαμογέλασε γλυκά.

Βγήκε από το γραφείο και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Το βλέμμα της έπεσε στον Πάρη που καθόταν στον κόκκινο βελούδινο καναπέ που βρισκόταν έξω από το γραφείο. Τον πλησίασε χαμογελώντας του ειρωνικά.

"Νόμιζες ότι θα με μαλώσει ο μπαμπάς; Εμένα; Έχεις πλάκα τελικά"

"Ξέρετε ότι είναι δουλειά μου να ενημερώνω τον πατέρα σας για οτιδήποτε συμβαίνει και έχει σχέση με εσάς. Δε του είπα τίποτα που δε θα έπρεπε να ξέρει" της απάντησε με ανέκφραστο πρόσωπο.

"Αχ τι καλός που είσαι." τον ειρωνεύτηκε και τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει άλλη σημασία.

Το βλέμμα του κόλλησε πάνω της, καθώς εκείνη ανέβαινε τις σκάλες. Πέρασε ανήσυχα το χέρι του ανάμεσα από τα μαλλιά του και αναστέναξε. Τελικά αυτή η δουλειά ήταν πολύ πιο δύσκολη απ' ότι φανταζόταν.


Καλησπέρα!!

Πώς είστε σήμερα;; Εμένα έχει πέσει η διάθεσή μου γιατί βρέχει και έχει κρύο...

Νέο κεφάλαιο σήμερα και ο Πάρης είδε την Ηλέκτρα με άλλον. Ζήλεψε μήπως;

Τα λέμε στο επόμενο

Φιλάκιααα <3

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top