Κεφάλαιο 3
Το κεφάλι της πονούσε και οι φωνές δε τη βοηθούσαν. Εδώ και πόση ώρα η μητέρα της φώναζε σε μια από τις οικιακές βοηθούς ακριβώς έξω από την πόρτα της. Η Ηλέκτρα σηκώθηκε και πλύθηκε. Κοίταξε την ώρα και ρόλαρε τα μάτια της.
Πάλι έχασα τη σχολή.
Διάλεξε ένα μαύρο τζιν, μια σκούρη πράσινη μπλούζα και ένα ζευγάρι πράσινα Jordan και ντύθηκε. Έπιασε μια μαύρη τσάντα Givenchy και αφού φόρεσε μερικά κοσμήματα, βγήκε από το δωμάτιό της με προορισμό την τραπεζαρία.
"Καλημέρα δεσποινίς" της είπε μια βοηθός, μπαίνοντας στην τραπεζαρία.
Η κοπέλα κάθισε και έπιασε το πιρούνι για να ξεκινήσει το πρωινό της. Τα τακούνια της μητέρας της ακούστηκαν και λίγο αργότερα εμφανίστηκε. Κάθισε δίπλα στην κόρη της και της χαμογέλασε.
"Καλημέρα γλυκιά μου. Πώς είσαι;" τη ρώτησε
"Καλά" απάντησε ανόρεχτα εκείνη
"Σήμερα στις 5 θα έρθουν να μας πάρουν μέτρα για τα φορέματα της δεξίωσης. Πρέπει να είναι όλα τέλεια" της θύμισε η μητέρα της και η κοπέλα έγνεψε
"Θα είμαι εδώ"
"Έχεις σκεφτεί πως θες να είναι το φόρεμά σου;" τη ρώτησε η γυναίκα προσπαθώντας να συνεχίσει την κουβέντα
"Άσε με ήσυχη μαμά. Όταν έρθει εκείνη η ώρα βλέπουμε" της απάντησε απότομα και σηκώθηκε χωρίς να της δώσει σημασία.
Βγήκε από το σπίτι και είδε τον Πάρη να την περιμένει έξω από την είσοδο. Ρόλαρε τα μάτια της και προχώρησε.
"Καλημέρα δεσποινίς Ιακώβου" είπε εκείνος
Η Ηλέκτρα συνέχισε να περπατάει προς το πάρκινγκ. Άνοιξε την πόρτα και πλησίασε την αγαπημένη της Jaguar, το δώρο του πατέρα της για τα δέκατα όγδοα γενέθλιά της. Ξεκλείδωσε και μπήκε στη θέση του οδηγού με τον Πάρη δίπλα της.
"Μήπως καλύτερα να οδηγήσω εγώ;" πρότεινε ο άντρας
"Έχεις οδηγήσει ξανά τέτοιο αυτοκίνητο;" τον ρώτησε χωρίς να τον κοιτάξει
"Όχι"
"Τότε ξέχνα το" είπε εκείνη και πάτησε απότομα το γκάζι, ρίχνοντάς τον στη θέση.
"Τρέχετε πολύ" επισήμανε ο Πάρης, χωρίς ίχνος φόβου στη φωνή του.
"Αν δε σ' αρέσει κατέβα" απάντησε εκείνη και πάτησε περισσότερο το γκάζι.
"Δεσποινίς Ιακώβου ξέρω ότι η παρουσία μου δε σας είναι ευχάριστη, αλλά προσπαθώ να κάνω τη δουλειά μου και εσείς δε με βοηθάτε καθόλου." ξεκίνησε να λέει
Η Ηλέκτρα φάνηκε να ξαφνιάζεται αλλά δεν απάντησε. O Πάρης αναστέναξε και γύρισε το κεφάλι του προς το παράθυρο. Είχε καταλάβει ότι η κοπέλα ήταν κακομαθημένη και εγωίστρια και ότι ποτέ δε θα τα πήγαιναν καλά, αλλά δε μπορούσε να ανέχεται συνεχώς αυτή τη συμπεριφορά. Το κακό ήταν ότι είχε μεγάλη ανάγκη τα χρήματα και δε γινόταν να χάσει τη δουλειά του. Έπρεπε να την κρατήσει για το καλό της Ζωής. Ο Ανδρέας πλήρωνε πολύ καλά για την προστασία της μονάκριβης κόρης του.
"Πόσο χρονών είσαι;" τον ρώτησε, σπάζοντας τη σιωπή
"27 εσείς;" ρώτησε εκείνος με τη σειρά του
"19" απάντησε
"Μου είπε ο πατέρας σας ότι σπουδάζετε Διοίκηση Επιχειρήσεων"
"Ναι"
"Μπορώ να μάθω που πάμε τώρα;" ρώτησε
"Θα δεις" απάντησε εκείνη αινιγματικά, κόβοντας τη συζήτηση.
[...]
Οι δύο κοπέλες προχωρούσαν μπροστά, με τον Πάρη να τις ακολουθεί.
"Κούκλος είναι Ηλέκτρα . Μην είσαι χαζή. Γιατί θες να διώξεις τέτοιο άντρα;" την μάλωσε η κολλητή της
"Κούκλος; Δε το πρόσεξα. Εμένα μου φαίνεται ενοχλητικός. Και σιγά τον κούκλο" αντεπιτέθηκε εκείνη, κοιτώντας τον Πάρη διακριτικά.
Σιγά τον κούκλο. Μέτριος είναι.
"Καλά καλά λέγε βλακείες εσύ. Εγώ ξέρω ότι δε βρίσκεις κάθε μέρα τέτοιον κούκλο."
"Πρώτον εγώ βρίσκω. Και δεύτερον μας έπρηξες. Κούκλος και κούκλος. Αν σ' αρέσει τόσο πάρτον εσύ" φώναξε η Ηλέκτρα και μπήκε στο πρώτο μαγαζί που βρήκε για να αποφύγει τη συνέχεια της συζήτησης.
[...]
"Πάμε να κάτσουμε Ηλέκτρα. Κουράστηκα" γκρίνιαξε η Ίρις και η κοπέλα αναστέναξε.
"Πάρη πάρε τις σακούλες στο αυτοκίνητο. Εμείς θα κάτσουμε στην καφετέρια" του είπε, πετώντας τις τσάντες στα χέρια του και γύρισε την πλάτη της χωρίς να περιμένει απάντηση.
Η Ίρις τον κοίταξε συμπονετικά, ενώ εκείνος προσπαθούσε να σηκώσει τις αμέτρητες σακούλες της Ηλέκτρας.
Οι δύο κοπέλες προχώρησαν στην καφετέρια και βρήκαν ένα άδειο τραπέζι.
"Εγώ σου λέω ότι πρέπει να εκμεταλλευτείς την κατάσταση. Τι σε νοιάζει που είναι εκνευριστικός; Κάνε κάτι μαζί του" την προέτρεψε η φίλη της
"Άσε με ρε Ίρις στην ησυχία μου. Σίγα μη κάνω κάτι με αυτό τον ηλίθιο. Είναι άξεστος και δεν είναι του επιπέδου μου." απάντησε εκείνη, αλλά η φίλη της της έκανε νόημα να σωπάσει.
"Δεσποινίς Ιακώβου τα πράγματα είναι στο αυτοκίνητο. Η ώρα είναι τρεισήμισι οπότε σιγά σιγά πρέπει να φύγουμε. Η μητέρα σας ζήτησε να είστε στο σπίτι μέχρι τις πέντε." της υπενθύμισε ο άντρας.
Εκείνη έγνεψε και αφού ήπιε την τελευταία γουλιά του καφέ της, σηκώθηκε. Χαιρέτησε τη φίλη της και προχώρησε προς το αυτοκίνητο με τον Πάρη να την ακολουθεί.
[...]
"Επιτέλους Ηλέκτρα. Νόμιζα ότι δε θα ρθεις ποτέ" φώναξε η μητέρα της μόλις την είδε να μπαίνει στον χώρο.
Αρκετές γυναίκες είχαν μαζευτεί, ενώ επικρατούσε ένας χαμός. Σε μια γωνία του δωματίου υπήρχαν όλων των ειδών τα υφάσματα.
"Μη φωνάζεις. Είκοσι λεπτά άργησα μόνο." είπε η κοπέλα και άφησε τα πράγματά της σε έναν καναπέ.
"Έλα εδώ. Ξεντύσου και κάθισε να σου πάρουν μέτρα οι κοπέλες. Εγώ τελείωσα." είπε η μητέρα της και βγήκε από το δωμάτιο, κλείνοντας πίσω της την πόρτα.
"Δεσποινίς Ιακώβου ξεντυθείτε σας παρακαλώ και ελάτε να σας πάρουμε τα μέτρα για το φόρεμα." της είπε μια ξανθιά κοπέλα με ένα γλυκό χαμόγελο στο πρόσωπό της.
Η Ηλέκτρα έκανε να βγάλει τη μπλούζα της, αλλά το βλέμμα της έπεσε στον Πάρη που την κοιτούσε έντονα.
"Γύρνα από την άλλη" τον διέταξε.
Αφού ξεντύθηκε, την πλησίασε μια κοπέλα και τύλιξε μια μεζούρα γύρο από τη μέση της, ενώ μια άλλη σημείωνε τις μετρήσεις.
"Μπορείτε να ντυθείτε και να έρθετε να διαλέξετε το ύφασμα και το σχέδιο." την ενημέρωσαν και η Ηλέκτρα έβαλε ξανά τα ρούχα της.
[...]
Η Ηλέκτρα καθόταν στην πισίνα απολαμβάνοντας τον απογευματινό ήλιο. Ήταν Οκτώβριος, αλλά ο ήλιος και η ζέστη που είχε εκείνη τη μέρα θύμιζαν Αύγουστο.
Το κόκκινο μαγιό της έκανε αντίθεση με το μαυρισμένο σώμα της, κάνοντας τη να φαίνεται ακόμη πιο όμορφη. Άπλωσε το χέρι της και έπιασε το κινητό της, πληκτρολογώντας ένα μήνυμα στους φίλους της. Ο Πάρης καθόταν λίγα μέτρα πιο πέρα στη σκιά, προσπαθώντας να πάρει το βλέμμα και το μυαλό του από τη ξανθιά κοπέλα. Λίγη ώρα αργότερα ακούστηκαν φωνές και μια παρέα εμφανίστηκε στην πισίνα. Η Ηλέκτρα χαμογέλασε και τους χαιρέτησε.
"Επιτέλους. Νόμιζα ότι δε θα έρθετε ποτέ" γκρίνιαξε η κοπέλα και οι φίλοι της γέλασαν.
"Πες σε κάποιον να έρθει. Θέλουμε να πιούμε" φώναξε μια κοπέλα, η Δάφνη, και η Ηλέκτρα συμφώνησε.
"Πάρη έλα λίγο" φώναξε και ο άντρας την πλησίασε.
"Πείτε μου δεσποινίς Ιακώβου" είπε μόλις έφτασε δίπλα της
"Πες σε παρακαλώ στη Ρόζα να μας φτιάξει ποτά. Ξέρει εκείνη" του είπε και ξαναφόρεσε τα γυαλιά της.
"Ποιο είναι το παιδί;" ρώτησε η Δάφνη μόλις εκείνος έφυγε.
"Σωματοφύλακας" της απάντησε ανόρεχτα η κοπέλα
"Κούκλος είναι. Ρε Ηλέκτρα κανόνισε καμιά κατάσταση" την παρακάλεσε η φίλη της.
Η Ηλέκτρα τη στραβοκοίταξε πάνω από τα γυαλιά της, αλλά δε μίλησε.
"Σιγά τον κούκλο" είπε απαξιωτικά ο Δημήτρης
"Συμφωνώ. Εμείς είμαστε καλύτεροι. Έτσι Ηλέκτρα;" ρώτησε ο Στέφανος την κοπέλα για επιβεβαίωση.
Ο φίλος τους ήταν χρόνια ερωτευμένος με την Ηλέκτρα. Σχεδόν από παιδί. Εκείνη, ενώ μέχρι τώρα τον έβλεπε μόνο ως φίλο τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει να βρίσκει ένα ενδιαφέρον πάνω του. Ίσως έφταιγε το γεγονός ότι είχε γίνει άντρας πλέον. Ότι και να 'ταν πάντως, η κοπέλα είχε αποφασίσει να συμβεί κάτι μεταξύ τους.
"Ναι ναι έτσι είναι" του απάντησε και χαμογέλασε.
"Άντε πάμε να μπούμε μέχρι να έρθουν τα ποτά" φώναξε ο Δημήτρης και οι υπόλοιποι συμφώνησαν.
Ο Στέφανος έπιασε το χέρι της Ηλέκτρα και την τράβηξε πίσω.
"Το ξέρεις ότι αυτό το μαγιό σου πάει τρελά;" τη ρώτησε ενώ τα πρόσωπά τους απείχαν μερικά εκατοστά.
"Το ξέρω" του απάντησε εκείνη.
Άφησε ένα απαλό φιλί στο μάγουλό του και του γύρισε την πλάτη, δίνοντάς του μια καλή θέα του σώματός της καθώς προχωρούσε προς την πισίνα.
Ο Πάρης ρόλαρε τα μάτια του ενοχλημένος και κάθισε πάλι στη σκιά. Για κάποιο περίεργο λόγο δε του άρεσε να βλέπει κάποιον άλλο δίπλα της. Τους κοιτούσε από μακριά να γελάνε στην πισίνα καθώς πετούσαν νερά ο ένας στον άλλο και ζήλευε.
Εκείνος μεγαλώνοντας ούτε που είχε σκεφτεί πως υπήρχαν τέτοιες πολυτέλειες. Ο πατέρας του, μετά το θάνατο της μητέρας του, το έριξε στο αλκοόλ. Έτσι ο Πάρης ήταν αναγκασμένος να δουλεύει από μικρός για να μπορεί να μεγαλώσει τον αδερφό του.
Το βλέμμα του έπεσε σε μια από τις οικιακές βοηθούς που κουβαλούσε έναν δίσκο με τα ποτά και έναν μεγάλο κουβά με πάγο. Σηκώθηκε αμέσως και την πλησίασε.
"Άστα Ρόζα θα τα κουβαλήσω εγώ" προσφέρθηκε και η γυναίκα του χαμογέλασε
"Είσαι πολύ καλό παιδί Πάρη. Κάνε υπομονή με την Ηλέκτρα. Ξέρω ότι δεν είναι εύκολο παιδί, αλλά έχει καλή ψυχή. Εγώ τη μεγάλωσα και ξέρω" του είπε εκείνη και τον χτύπησε απαλά στον ώμο.
Ο άντρας αναστέναξε κουνώντας το κεφάλι του. Μέχρι στιγμής δεν είχε δει καμία καλοσύνη. Η κοπέλα δεν ήταν τίποτα άλλο παρά εγωίστρια και κακομαθημένη.
Και όμορφη βέβαια.
Αλλά κυρίως κακομαθημένη.
Άφησε τον δίσκο με τα ποτά της παρέας σε ένα τραπεζάκι και κάθισε στη σκιά.
Καλησπέρα!!
Πώς είστε;
Το καλοκαίρι τελειώνει και σιγά σιγά θα μπει το φθινόπωρο. Δεν είμαι σίγουρη αν θέλω να τελειώσει το καλοκαίρι ή όχι.
Περιμένω τη γνώμη σας για το κεφάλαιο.
Φιλάκιααα❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top