Κεφάλαιο 12
Ο Πάρης τέντωσε τα χέρια του και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Σήμερα είχε ρεπό, οπότε μπορούσε να χαρεί την κόρη του. Μπήκε στο μπάνιο και αφού έκανε ένα γρήγορο ντουζ και έπλυνε τα δόντια του, πήγε να φτιάξει πρωινό. Άνοιξε το ψυγείο και έβγαλε τα απαραίτητα. Απ' όταν ξεκίνησε να δουλεύει στον Ιακώβου το ψυγείο τους ήταν πάντα γεμάτο. Τα χρήματα που έπαιρνε ήταν αρκετά για να παρέχει στη Ζωή, όσα είχε στερηθεί τόσα χρόνια.
Έφτιαξε έναν καφέ για εκείνον και πρωινό για τη μικρή και πήγε να την ξυπνήσει. Μπήκε στο δωμάτιό της και χάιδεψε απαλά την παιδική κοιλίτσα της.
"Ζωίτσα σήκω να φάμε πρωινό" της είπε σιγά
Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε χαρούμενη.
"Σήμερα δε δουλεύεις;" τον ρώτησε.
Είχε συνηθίσει να μην είναι ο μπαμπάς της σπίτι όταν ξυπνούσε. Πάντα ήταν με την Νόρα και τον Στάθη, τους κολλητούς του Πάρη.
"Όχι. Μπορούμε να κάνουμε ότι θέλεις" της είπε και τη σήκωσε στην αγκαλιά του.
Αφού έφαγαν, ντύθηκαν και έφυγαν από το σπίτι. Περπατούσαν στο πάρκο της γειτονιάς, με τη μικρή να κρατάει σφιχτά το χέρι του μπαμπά της.
"Μπαμπά;"
"Ναι"
"Πότε θα ξαναέρθει η Ηλέκτρα;" τον ρώτησε και εκείνος ένιωσε να σφίγγεται το στομάχι του
"Δε ξέρω αν θα ξαναέρθει Ζωή" της απάντησε
"Γιατί; Μήπως δε με συμπάθησε;" τον ρώτησε λυπημένα.
"Όχι βέβαια. Τι είναι αυτά που λες; Απλά δουλεύει πολλές ώρες και δε ξέρω αν θα βρει χρόνο" της απάντησε
Η μικρή έδειξε να το σκέφτεται για λίγο.
"Να την πάρουμε ένα τηλέφωνο να τη ρωτήσω;" τον ρώτησε γλυκά.
"Μικρή δε γίνεται αυτό. Δε πρέπει να την ενοχλούμε" είπε προσπαθώντας να το αποφύγει, αλλά εκείνη δεν έδειξε να το βάζει κάτω.
"Έλα μπαμπάκα. Σε παρακαλώ" είπε γλυκά
Ο Πάρης ξεφύσιξε. Έβγαλε το κινητό του και άνοιξε τις επαφές. Βρήκε τον αριθμό της και την κάλεσε. Η Ζωή άρπαξε το κινητό και το έβαλε στο αφτί της, περιμένοντας να απαντήσει.
"Τι έγινε;" ακούστηκε η απότομη φωνή της από το τηλέφωνο
"Ηλέκτρα;" είπε το κοριτσάκι
"Ποιος είναι;" ρώτησε παραξενεμένη η Ηλέκτρα, κοιτώντας το κινητό της.
"Η Ζωή είμαι" είπε εκείνη
"Ζωή μου! Τι κάνεις;" είπε η Ηλέκτρα, που πλέον είχε αλλάξει εντελώς τον τόνο της φωνής της.
"Καλά εσύ;" τη ρώτησε εύθυμα το κορίτσι.
"Καλά κουκλίτσα. Πού είναι ο μπαμπάς; Ξέρει ότι πήρες το κινητό του;" ρώτησε η κοπέλα
"Ναι. Ήθελα να σε ρωτήσω πότε θα ξαναέρθεις στο σπίτι" της είπε η μικρή.
Η φωνή της Ηλέκτρας κόπηκε απότομα. Δεν ήξερε τι να απαντήσει.
"Δε ξέρω μικρή. Είμαι λίγο πιεσμένη αυτό τον καιρό" της απάντησε διπλωματικά.
"Σε παρακαλώ. Έστω για λίγο" την παρακάλεσε το κορίτσι.
"Πφφ. Καλά. Θα έρθω το βράδυ, αν δεν έχετε κανονίσει κάτι" είπε και η Ζωή γέλασε.
"Εντάξει. Θα σε περιμένουμε" της είπε και το έδωσε στον μπαμπά της.
Εκείνος το έβαλε στο αφτί του, αλλά η γραμμή είχε κλείσει. Έβαλε το κινητό στην τσέπη του παντελονιού του και ξαναέπιασε το χέρι της κόρης του.
"Θες μαλλί της γριάς;" τη ρώτησε όταν είδε κάποιον που πουλούσε.
"ΝΑΙΙΙΙ" τσίριξε το κοριτσάκι, κάνοντας τον να γελάσει.
Αφού έφαγε, περπάτησαν λίγο ακόμα και αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτι. Στη διαδρομή πέρασαν από ένα μαγαζί με παιδικά ρούχα.
"Μπαμπά κοίτα" φώναξε η μικρή και τον τράβηξε στη βιτρίνα.
Το χέρι της έδειξε ένα ροζ φόρεμα με λουλουδάκια. Ο Πάρης την κοίταξε.
"Έλα πάμε μέσα" της είπε και μπήκαν στο μαγαζί.
[...]
"Μπαμπά πότε θα έρθει;" τον ρώτησε ανυπόμονα η Ζωή.
Την τελευταία ώρα τον είχε ρωτήσει πάνω από δέκα φορές.
"Θα έρθει Ζωή. Είναι 8 η ώρα. Όπου να 'ναι θα έρθει" της απάντησε.
Και ο ίδιος ανυπομονούσε να τη δει. Πλέον στη δουλειά δε μιλούσαν καν. Εκείνη έκανε σα να μην υπάρχει. Είχε ντυθεί από νωρίς. Ήθελε να της αρέσει. Φόρεσε ένα φαρδύ τζιν και από πάνω ένα κοντομάνικο και ένα φούτερ.
Το κουδούνι χτύπησε. Και οι δυό τους πετάχτηκαν πάνω, ο καθένας για τον δικό του λόγο. Ο Πάρης άφησε την κόρη του να ανοίξει την πόρτα. Η Ηλέκτρα στεκόταν στο κατώφλι του σπιτιού τους πιο όμορφη από ποτέ. Φορούσε ένα μαύρο φαρδύ παντελόνι, μαύρες μυτερές γόβες, ένα γαλάζιο πουκάμισο, που ήταν ανοιχτό στο στήθος της και είχε στους ώμους της ένα πουλόβερ.
"Γεια" της είπε η Ζωή χαμογελαστά.
Η κοπέλα έσκυψε στο ύψος της και την αγκάλιασε.
"Αυτό είναι για σένα" της είπε και της έδωσε μια κούκλα.
Το κοριτσάκι την αγκάλιασε σφιχτά.
"Σ' ευχαριστώ. Είσαι η καλύτερη" φώναξε
"Αν δε σου αρέσει πες μου να απολύσω τον Αλέξη" αστειεύτηκε η κοπέλα και σηκώθηκε.
Τα βλέμματά τους ενώθηκαν. Ο Πάρης άπλωσε πρώτος το χέρι του.
"Γεια" της είπε
Εκείνη χαμογέλασε σφιγμένα. Του έδωσε ένα μπουκάλι κρασί.
"Δε χρειαζόταν" της είπε
"Δεν πειράζει" απάντησε εκείνη και μπήκε στο σπίτι.
"Βγάλε τα παπούτσια σου να είσαι πιο άνετα" πρότεινε ο άντρας και εκείνη τον κοίταξε.
Το σκέφτηκε για λίγο και έπειτα έβγαλε τις γόβες της. Μόλις τα πόδια της ακούμπησαν στο κρύο μάρμαρο, έκλεισε τα μάτια της.
"Αυτό είναι το καλύτερο συναίσθημα" είπε η κοπέλα, γελώντας ελαφρά.
Ο Πάρης άνοιξε το κρασί και έβαλε σε δύο ποτήρια. Της πρόσφερε το ένα και προχώρησαν προς τον καναπέ.
"Η Ζωή επέμενε να σε πάρω τηλέφωνο" είπε προσπαθώντας να απολογηθεί
"Καλά κάνατε" απάντησε η κοπέλα
"Μου κρατάς ακόμα κακία για όσα σου είπα;" τη ρώτησε ο άντρας επιφυλακτικά.
Η Ηλέκτρα πήρε μια βαθιά ανάσα.
"Όχι" απάντησε τελικά.
Εκείνος της έσκασε ένα γοητευτικό χαμόγελο, κάνοντάς τη να χάσει ένα χτύπο από την καρδιά της.
Το τηλέφωνό του χτύπησε, διακόπτοντας τη στιγμή. Η Ηλέκτρα πήγε στο δωμάτιο της Ζωής για να τον αφήσει να μιλήσει.
"Έχεις πολύ ωραίο δωμάτιο" της είπε, μπαίνοντας.
"Φέτος το φτιάξαμε. Ο μπαμπάς μου το έκανε έκπληξη όταν ξεκίνησε να δουλεύει με εσένα" της εκμυστηρεύτηκε το κορίτσι.
"Πριν που δούλευε;" ρώτησε η Ηλέκτρα με περιέργεια
"Σε μια πολυκατοικία. Ήταν κτίστης" απάντησε
Η κοπέλα σήκωσε τα φρύδια της έκπληκτη. Χωρίς να πει κάτι, κάθισε στο πάτωμα, δίπλα στη Ζωή, όσο εκείνη της έδειχνε τα παιχνίδια της.
"Ζωή;" ακούστηκε η φωνή του μπαμπά της λίγο μετά.
"Ναι μπαμπά" απάντησε η μικρή.
"Θα έρθει η μαμά να σε πάρει. Μου είπε ότι ήρθε ο παππούς με τη γιαγιά και θέλουν να σε δουν" της είπε και η Ζωή μούτρωσε αμέσως.
"Δε θέλω. Εγώ θέλω να κάτσω εδώ με την Ηλέκτρα" είπε και κάθισε στο πάτωμα
"Το ξέρω, αλλά πρέπει. Η μαμά είναι ήδη στο δρόμο" της είπε ο άντρας
Το κοριτσάκι βούρκωσε. Η Ηλέκτρα μόλις το κατάλαβε, την τράβηξε στην αγκαλιά της.
"Ειι μη κλαις. Σου υπόσχομαι ότι όποτε θες μπορείς να έρθεις στο δικό μου σπίτι. Έχει πισίνα, σινεμά και γήπεδο του τένις" της είπε και τα μάτια του κοριτσιού έλαμψαν.
"Αλήθεια;" ρώτησε με ενθουσιασμό.
Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι της.
"Αλήθεια" της είπε, βοηθώντας τη να σηκωθεί από το πάτωμα.
Το κουδούνι ακούστηκε. Ο Πάρης άνοιξε και εμφανίστηκε η Σίλια. Είχε σκοπό να τον εντυπωσιάσει σήμερα. Είχε βάλει ένα στενό μαύρο φόρεμα που άφηνε εκτεθειμένο το στήθος της. Είχε βαφτεί έντονα και τα μαλλιά της έπεφταν ολόισια στους ώμους της. Έπεσε στην αγκαλιά του άντρα και τον φίλησε στο μάγουλο.
"Θα πας κάπου;" τη ρώτησε εκείνος, μόλις κατάφερε να την απομακρύνει από την αγκαλιά του.
Πριν προλάβει να απαντήσει, εμφανίστηκε η Ζωή και πίσω της η Ηλέκτρα. Τα μάτια της Σίλιας στένεψαν.
"Τι κάνει αυτή εδώ;" ρώτησε με νεύρα
"Ήρθε να μας δει και να παίξει με τη Ζωή" είπε ο άντρας
"Μαμά κοίτα. Μου έφερε και αυτή την κούκλα" φώναξε το κορίτσι και έδειξε την κούκλα στη μαμά της.
"Πάρη έχουμε να κάνουμε μια συζήτηση οι δυό μας" του είπε κοιτώντας τον θυμωμένα και βγήκε από το σπίτι, μαζί με την κόρη της.
Ο Πάρης κοίταξε την Ηλέκτρα.
"Δε πρέπει να με συμπαθεί και πολύ" είπε ειρωνικά εκείνη.
"Καθόλου" απάντησε ο άντρας.
Κάθισαν ξανά στον καναπέ σε απόσταση λιγότερη από ένα μέτρο.
"Η Ζωή μου είπε ότι δούλευες σε πολυκατοικία" ανέφερε η Ηλέκτρα
Εκείνος την κοίταξε εξεταστικά.
"Ναι. Κάπως έπρεπε να της παρέχω τα απαραίτητα. Υπήρχε μια περίοδος που δυσκολευόμασταν αρκετά" παραδέχτηκε
"Οτιδήποτε χρειαστείς, είτε εσύ είτε η Ζωή, μη διστάσεις να μου το ζητήσεις" του είπε και εκείνος της χαμογέλασε.
Τα σαρκώδη χείλη της τον προκαλούσαν να τη φιλήσει. Την κοιτούσε έντονα μέσα στα μάτια. Την ήξερε μόνο ένα μήνα και όμως αυτή η μικρή είχε καταφέρει να τον κάνει να τη σκέφτεται συνέχεια.
Ήπιε μια γουλιά από το κρασί του, σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει. Ένιωθε να φλέγεται. Τράβηξε το φούτερ και το έβγαλε, μένοντας μόνο με το λευκό t-shirt, το οποίο είχε ανασηκωθεί. Οι κοιλιακοί του έκαναν την εμφάνισή τους. Η Ηλέκτρα δε μπόρεσε να κρατήσει το βλέμμα της. Το σώμα του ήταν απίστευτο. Και τα τατουάζ τον έκαναν ακόμη πιο γοητευτικό. Η ατμόσφαιρα μεταξύ τους ήταν ηλεκτρισμένη.
Ο Πάρης κάθισε πιο κοντά της. Το χέρι του βρέθηκε στο μάγουλό της, τραβώντας τη προς το μέρος του. Τα χείλια τους ενώθηκαν σε ένα αργό φιλί. Η κοπέλα πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, κολλώντας το σώμα της πάνω του. Το φιλί έγινε άγριο και παθιασμένο. Τα χέρια του ταξίδεψαν στη μέση της. Η κοπέλα τραβήχτηκε και τον κοίταξε σαστισμένη. Σηκώθηκε βιαστικά και μάζεψε άτσαλα τα πράγματά της. Ο Πάρης την κοιτούσε ξαφνιασμένος.
"Τι έπαθες;" τη ρώτησε
"Πρέπει να φύγω. Όλο αυτό δεν έγινε ποτέ" του είπε και έβαλε τις γόβες της.
Πριν προλάβει να της πει τίποτα, εκείνη είχε φύγει, αφήνοντάς τον χαμένο στις σκέψεις του.
Καλησπέρα!!
Τι έγινε;;; Και γιατί τον παράτησε στα κρύα του λουτρού;;
Περιμένω εντυπώσεις.
Φιλάκιααα<3
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top