Η Προδοσια

«Λίγοι άνθρωποι μπορούν και αντέχουν. Πολλοί το λένε αλλά λίγοι τα καταφέρνουν.. Εσύ σε ποια πλευρά ανήκεις;»

Κάθομαι και κοιτάζω το επιβλητικό κτήριο ..Γκρι, μουντό σαν εμένα.... Είναι ένα από τα πιο όμορφα κτήρια που έχει το Σικάγο και ίσως ένα από αυτά που πάντα ήθελα να επισκεφτώ. Να που τώρα βρίσκομαι ακριβώς στην κορυφή του. Διχασμένη, μονή, απογοητευμένη από όσα η ζωή μου χάρισε. Από όσα η ζωή μου στερήθηκε τόσα χρονιά και μου τα έδωσε μέσα σε μια στιγμή. Ξέρω πως αν κάποιος με άκουγε θα έλεγε πως είμαι αχάριστη. Πως τόσα χρόνια περίμενα για να βρω τον εαυτό μου αλλά τώρα τον αρνιέμαι.

Το βλέμμα του, αυτός ο τρόμος που είχε όταν με κοίταξε ήταν αρκετός. Δεν άντεξα να μείνω ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Σιγουρά θα του έκανα κακό, θα το μετάνιωνα αλλά θα ήταν αργά . Έτσι και έφυγα. Ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω. Με έκρινε. Το ένιωσα. Πρώτα τον λύκο μέσα μου και έπειτα ... έπειτα δεν ξέρω τι ακριβώς έγινα αλλά υποθέτω μάλλον έγινα σαν τη μανά μου. Ούτε καν σε αυτό δεν μπορώ να είμαι φυσιολογική. Φρικιό... το απολυτό φρικιό. Έψαχνα την πραγματική μου φύση και τι κατάλαβα; έχω δυο ... δεν είμαι καν σίγουρη πως θα μπορέσω να ανταπεξέλθω. Όσο περνάει η ώρα αισθάνομαι ένα περίεργο κενό μέσα μου. Όπως αισθάνομαι και τις δυνάμεις που είχα λίγη ώρα πριν να εξασθενούν. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως είναι ακόμα μια ατέλεια του εαυτού μου..

Ρίχνω το βλέμμα μου προς τα κάτω και βλέπω διάφορους ανθρώπους να περπατάνε. Ποσό πολύ τους ζηλεύω. Ζηλεύω γιατί θα ήθελα να είμαι μέρος τους... Να είμαι απλά φυσιολογική. Και τι δεν θα έδινα... Να ζήσω, να ζήσω έστω και για μια στιγμή σαν όλους αυτούς....

Στο σπίτι της

«Ιαν, στο λέω και δεν κάνω πλάκα με αυτό! Η Φαιθ άλλαξε μπροστά μου δυο φορές! »

ο Ιαν αγουροξυπνημένος πηγαινοερχόταν πέρα δώθε στο γραφείο καθώς ο Λιαμ προσπαθούσε να του εξηγήσει χωρίς πολλές λεπτομερείς την κατάσταση. Παρέλειψε το τι ακριβώς προηγήθηκε μεταξύ τους και στάθηκε στα απλά γεγονότα και στην μεταμόρφωση.

«Πως είναι δυνατόν μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να άλλαξε δυο μορφές; Δεν μπορώ να το καταλάβω!» Έπιασε το πηγούνι του σκεπτικός.

«Δεν έχω ιδέα, το μόνο που ξέρω είναι πως βρισκεται κάπου εκεί έξω μόνη! » Χτύπησε το χέρι του στον τοίχο και αναστέναξε... «Από την πρώτη στιγμή που είδα την κόρη σου Ιαν ήξερα πως ήταν μπελάς. Επέλεξα να μείνω και να την προσέχω όχι επειδή μου το ζήτησες αλλά επειδή το ήθελα... » Μουρμούρησε και ο Ιαν τον κοίταξε. Ο Λιαμ από την άλλη απέφυγε την έντονη ματιά του. Πρώτη φορά μετά  από τόσο καιρό του μιλούσε στον ενικό . Δεν υπήρχε κανένας λόγος για επισημότητες σε μια τέτοια κατάσταση.

«Νομίζω πως πήρε την λάθος κόρη. Και αυτό δεν είναι καθόλου καλό Ιαν...» Ακούστηκε η σιγανή φωνή του Σεθ από μέσα και ο Ιαν Φούντωσε.

«Θα πεις και κάτι σοβαρό επιτέλους; Αυτό που λες δεν υπάρχει περίπτωση να ισχύει , απλά είναι συναισθηματικά φορτισμένος αυτή τη στιγμή...» Απάντησε νοερά ο Ιαν

«Στα τόσα χρονιά πάντως αν άκουγες και μια φορά το δικό μου ένστικτο όλα θα ήταν αλλιώς....»

Ο Ιαν έκλεισε τον Σεθ και γύρισε στον Λιαμ ο οποίος είχε ήδη καταλάβει πως βρισκόταν χαμένος σε σκέψεις και δεν θέλησε να τον διακόψει.

«Πήγαινε στο σπίτι σου και στη γυναίκα σου. Θα βγάλω τους άντρες να ψάξουν τον τόπο. Η δουλειά σου έχει τελειώσει εδώ Λιαμ» Αποκρίθηκε σοβαρός και πήγε προς το τηλέφωνο. Ο Λιαμ όμως ήταν αποφασισμένος. Πλησίασε το γραφείο και πριν σηκώσει το ακουστικό έπιασε το χέρι του Ιαν και τον κοίταξε στα ματιά

«Τι εννοείς;» Ρώτησε εκνευρισμένος καθώς η σκέψη που πέρασε από το μυαλό του δεν του άρεσε.

«Αυτό που κατάλαβες. Η Νερισσα έχει δίκιο. Θα γίνεις πατέρας. Από δω και πέρα σε απαλλάσσω από τα καθήκοντα σου και θα αναλάβω εγώ το ζήτημα της Φαιθ» Ο Ιαν τράβηξε το χέρι του ενοχλημένος και τον αγριοκοίταξε.

«Δεν πρόκειται να το κάνω αυτό...» Δήλωσε και έφυγε από το γραφείο εξοργισμένος . Το δυνατό κοπανημα της πόρτας ήταν η επιβεβαίωση που φοβόταν ο Ιαν. Αν υπήρχε έστω και μια πιθανότητα να αισθάνεται κάτι για την Φαιθ θα ήταν καταστροφικό. Σήκωσε το ακουστικό και κάλεσε έναν από τους λίγους ανθρώπους που εμπιστευόταν. Τον Ντομ...

Λίγη ώρα αργότερα έξω από το Σικάγο

«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» Φώναξε δυνατά ο Τζον και έριξε μια αγρία ματιά στον Λιαμ ο οποίος έμοιαζε με άγριο θηρίο.

«Ήρθα να τελειώνουμε πατέρα!» Απάντησε και έκλεισε την πόρτα πίσω του.

«Δεν σε καταλαβαίνω» Απάντησε ο Τζον και γύρισε την πλάτη του.

«Τέλειωσε! Όλα τέλειωσαν! Η εκδίκηση , ο πόνος, η τιμωρία όλα! Πάρε τον ηλίθιο τον Τζόναθαν να σταματήσει όσο είναι νωρίς!» ο Τζον ήταν σχεδόν σίγουρος πως αργά η γρήγορα ο Λιαμ θα λυγίσει. Ήταν το πεπρωμένο, το γραφτό... το άλλο του μισό και δεν υπήρχε περίπτωση να μην το νιώσει και εκείνος. Όσες φορές και αν προσπάθησε να τον δηλητηριάσει και τα κατάφερνε , ήξερε πως θα έρθει μια μέρα που αυτό δεν θα είναι εφικτό. Που ο Λιαμ θα γυρίσει ενάντιων του.
Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει πίσω όμως. Όχι τώρα που έφτανε τόσο κοντά στην εκδίκηση.

«Λες ανοησίες. Τόσο ευκολά ξεγράφεις τον θάνατο της μάνας σου από αυτό το τέρας;» Είπε και πηρέ στα χέρια ένα μπουκάλι γεμάτο με παχύρευστο κόκκινο υγρό. Άνοιξε το πώμα και η μυρωδιά του αίματος ξεχύθηκε στην ατμόσφαιρα.

«Τέλος σου είπα! Δεν έχει νόημα τίποτα πια... το καλό που σου θέλω να το σταματήσεις πριν το κάνω εγώ με τον δικό μου τρόπο ακούς;» ο Λιαμ ήταν κατηγορηματικός και ο Τζον άρχισε να εκνευρίζεται

«Σε λίγο καιρό θα γίνεις πατέρας....» Ψέλλισε και ο Λιαμ τον κοίταξε περίεργα. «Αυτό το παιδί θα είναι το εισιτήριο μας για την απολυτή εξουσία...» Συνέχισε προκαλώντας του αηδία.

«Αυτό το παιδί θα φροντίσω προσωπικά να μην σε γνωρίσει ποτέ αν συνεχίσεις στο ίδιο μήκος κουβέντας... » Είπε απειλητικά και έσφιξε τις γροθιές του.

«Ωωωωω Λιαμ, πάντα ήσουν τόσο ευέξαπτος από παιδί... Τόσο παρορμητικός.... Ωραία λοιπόν...» Είπε σιγανά και γύρισε προς το μέρος του. Τον κοίταξε κατάματα και αχνογελασε. Έτεινε το χέρι του προς το μέρος του...

«Θα σταματήσω, αρκεί να μην μου στερήσεις το εγγονάκι μου... Σύμφωνοι;» ο Λιαμ προς στιγμή δίστασε. Κοίταξε καλά καλά το χέρι του και υστέρα πάλι τον πατερά του.

«Σύμφωνοι» Είπε μετά  από λίγο αλλά μόλις ένωσε το χέρι του με του πατέρα του ένας οξύς πόνος διαπέρασε ολόκληρο το κορμί του.

Έπεσε στα γόνατα ανήμπορος να μιλησει , ανήμπορος να αντιδράσει. Σήκωσε με όση δύναμη είχε το κεφάλι του προς τον πατέρα του και τον κοίταξε κατάματα.  Η Όραση του άρχισε να θολώνει, η άχνη μορφή του Τζον και το σιγανό του γέλιο έμειναν να τον  συντροφεύουν μέχρι που τα βλέφαρα του έκλεισαν...

Σας φιλώ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top