~Η Οργή του Φαραώ~

Ο Μωυσής, ο αθώος και ανίδεος θνητός, τόσο αφελής όσο ο Φύλακας Αγγελός του... Ο ιδιώτης Μιχαήλ, πίστεψε ότι είχαμε τελειώσει με τους Ισραηλίτες, μόνο και μόνο επειδή κατάφεραν να λυγίσουν την ατσάλινη θέληση του Φαραώ. Λάθεψαν. Μια μάχη μόνο χάθηκε, ο πόλεμος ακόμα μαίνεται και θα συνεχίσει να μαίνεται για πολλούς αιώνες.

Ο δύναμη του Αζαζέλ και της Αλαζονείας δεν ήταν αρκετή για να ανακόψει την πορεία του Μωυσή. Χρειάζεται ένα Αμάρτημα εντονότερο, πιο αδίστακτο, που να σχετίζεται με τον άλικο Θυμό, η Οργή. Ήταν καιρός να απελευθερώσω τον Σατανά, που σε ελάχιστες και ιδιάζουσες περιπτώσεις αφήνω μακριά από την Κόλαση. Είναι υπερβολικά δυνατός για να σπαταλά τα χαρίσματά του άσκοπα...

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Με τον πόνο του μαστίγιου στον ώμο μου, με την άλμη του ιδρώτα στον κρόταφο.

Ελοχίμ, Ύψιστε, άκου του λαού σου την κραυγή...
Βοηθήσέ μας σε αυτή τη ζοφερή ώρα...

Ελευθέρωσέ μας, άκουσέ μας, Κύριε όλων· θυμήσου μας σε αυτή την άμμο που καίει. Υπάρχει μια γη που μας υποσχέθηκες, η Γη της Επαγγελίας.

Εισάκουσε την προσευχή μας κι ελευθέρωσέ μας από την απελπισία· ολα αυτά τα χρόνια της σκλαβιάς, η αναλγησία έχει στερέψει τις αντοχές μας. Υπάρχει μια γη που μας υποσχέθηκες, η Γη της Επαγγελίας.

Στείλε έναν ποιμένα να οδηγήσει εμάς, το ποιμνιό Σου, στη Γη της Επαγγελίας.

~*~

Γιε μου, δεν έχω τίποτα να δώσω, παρά αυτή την ευκαιρία να επιβιώσεις. Προσεύχομαι να συναντηθούμε ξανά, αν Αυτός μας λυτρώσει...

Σώπα τώρα, μωρό μου, μείνε ακίνητος, αγάπη μου, μην κλαις, κοιμήσου νανουρισμένος από το ρεύμα. Κοιμήσου και θυμήσου το τελευταίο μου βαυκάλημα, ώστε να είμαι μαζί σου όταν ονειρεύεσαι...

Ποτάμι, κύλα απαλά για χάρη μου, κουβαλάς πολύτιμο φορτίο. Αν ξέρεις ένα μέρος που μπορεί να ζήσει ελεύθερος, οδήγησέ τον εκεί, ποτάμι...

Ο Μωυσής βγήκε απότομα από τον λήθαργό του και μόλις αντίκρισε μπροστά του την πλέον γνώριμη μορφή του Αγγέλου του, πετάχτηκε όρθιος, μολονότι ο ύπνος δεν τον είχε ολοκληρωτικά εγκαταλείψει.

"Πλύνε το πρόσωπό σου και ζώσου όπλα," τον συμβούλεψε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. "Ο Ραμσής έρχεται να σε συναντήσει."

"Πώς είναι;" Ξέφυγε η ερώτηση από τα χείλη του, προτού την προλάβει.

"Θρηνεί το αγόρι του, όπως όλοι οι άπιστοι θρηνούν τα πρωτότοκά τους," αποκρίθηκε αμέσως ο Μιχαήλ. "Έμαθα ήρθες πρόσωπο με πρόσωπο με τον Αζραήλ. Είχες το θάρρος να τον κοιτάξεις στα μάτια."

"Πράγματι."

"Ο τελευταίος θνητός που το έκανε αυτό, έχασε το φως του," του αποκάλυψε στεγνά ο Αρχάγγελος. "Δεν αντέχουν όλοι το θεϊκό Φως ή Σκότος που αναβλύζει από τα μάτια μας. Το περίμενα να μην πάθεις τίποτα. Είσαι εκλεκτός από τον Κύριο."

Ο Μωυσής πήρε μια λεκάνη με νερό, έπλυνε τα χέρια του κι ύστερα το πρόσωπό του. Έδωσε μεγάλη προσοχή στα λεγόμενα του Αρχαγγέλου, όμως δεν ήθελε να περηφανεύεται για τίποτα, παρά να ευχαριστεί τον Ύψιστο για την ευλογία Του και την εύνοια που του είχε δείξει, αν και ήταν άθεος.

"Ο Άγγελος του Θανάτου μου μίλησε, όμως με μπέρδεψαν τα λόγια του, μου φάνηκαν δίσημα, ακατανόητα," του εκμυστηρεύτηκε. "Μόνο εσύ κι η Σεπφώρα το γνωρίζετε αυτό."

"Τι σου είπε ο αδελφός μου;" Αναρωτήθηκε ο Μιχαήλ, κι ας ήξερε ήδη την απάντηση.

"Μου είπε ότι εγώ είμαι ο Πρώτος Προφήτης του Σωτήρα. Τι μπορεί να σημάνει αυτό;"

Ο Αρχάγγελος χαμογέλασε κι ο Μωυσής παρατήρησε ότι αυτή του η κίνηση τον έκανε να μοιάζει ακόμα νεαρότερος, αφού οι έγνοιες έμοιαζαν να εξαφανίζονται από το άψογο πρόσωπό του.

"Θα σου απαντήσω αυτή την ερώτηση, όταν τελειώσουν όλα κι επιστρέφεις ασφαλής στη Γη της Απαγγελίας."

"Δεν είναι κοντά αυτή η ώρα της Ελευθερίας;"

"Η λέξη κοντά ειναι σχετική," απάντησε μυστικιστικά ο Μιχαήλ, δίνοντας του την πολεμική του ζώνη. "Στάσου μπροστά από το πλήθος και περίμενε τον Ραμσή, δε θα αργήσει να φανεί."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Όπως είχε προβλέψει ο Αρχάγγελος, ο Φαραώ της Αιγύπτου κατέφθασε στη συνοικία των Ισραηλιτών μερικά μόλις λεπτά μετά την άφιξη του Μωυσή στο τεράστιο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί.

Ο παντοδύναμος και ταυτόχρονα εντελώς αδύναμος άνδρας κατέβηκε από το χρυσό του άρμα και πλησίασε τον Μωυσή, κοιτώντας τον κατάματα με ένα βλέμμα άχρωμο και ανέκφραστο, που εμπόδιζε τον καθένα να κατανοήσει τι συνέβαινε στο μυαλό του Αιγύπτιου ηγέτη.

"Εκατό χιλιάδες παιδιά πέθαναν χθες το βράδυ," είπε ψυχρά ο Φαραώ. "Παιδιά Αιγυπτίων, ανεξαρτήτου τάξης, ηλικίας, ισχύος· όλα τα πρωτότοκα παιδιά μας χάθηκαν. Πώς ένιωσες για αυτό;"

"Λυπάμαι πολύ, αδερφέ μου. Μπορώ να φανταστώ τον πόνο σου," απάντησε με ειλικρίνεια ο Μωυσής.

"Φυσικά και μπορείς," κάγχασε με πικρία ο Ραμσής.

"Όμως, όσο δύσκολο κι αν είναι, πρέπει να πνίξεις τον θρήνο και να τον φυλάξεις για τις ιδιωτικές σου στιγμές. Ευτυχώς ή δυστυχώς, ένα έθνος περιμένει τις διαταγές σου κι ένα άλλο τη λύτρωσή του."

"Πολύ γενναίος ακούγεσαι," παρατήρησε ο Φαραώ. "Υπέθεσα ότι θα ήσουν χειρότερο ράκος από εμένα. Έχασες κι εσύ τον πρωτότοκο σου κι έχεις κι εσύ να ανακάμψεις το ηθικό των ανθρώπων σου, που έχασαν-,"

"Ραμσή, δεν μπορώ να συμμεριστώ τη γνώμη σου," τον διέκοψε ευγενικά ο κάποτε αδελφός του. "Κανένα παιδί Ισραηλιτών δε χάθηκε, ούτε το δικό μου ούτε κανένα άλλο. Είμαστε ασφαλείς και για αυτό ζητάμε, τώρα που αποδείχθηκε η δύναμη του Κυρίου μας, να μας αφήσεις επιτέλους να γυρίσουμε στην πατρίδα μας."

Ο Ραμσής έμεινε να τον κοιτά αποσβολωμένος, έκπληκτος και κενός από λέξεις. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του, δεν ήταν δυνατόν να είχαν ηττηθεί οι Θεοί του από τον Θεό του Μωυσή. Κοίταξε προσεκτικά τα πρόσωπα των Ισραηλιτών ανδρών και των γυναικών γύρω του και σάστισε, γιατί δεν ανίχνευσε θρήνο ή λύπη ή φόβο· μόνο θάρρος, ετοιμότητα και πίστη, απίστευτα πολλή πίστη. Δεν ήταν άνθρωποι που πενθούσαν τα σπλάχνα τους, μα επαναστάτες αποφασισμένοι να διεκδικήσουν το δίκιο τους με κάθε δυνατό τρόπο.

Κοίταξε για λίγο τον ουρανό κι αισθάνθηκε ότι το απέραντο γαλάζιο του ήταν το χειρότερο χρώμα του κόσμου, το πρώτο που αντίκρυσε αφού κατάλαβε ότι είχε χάσει τον πόλεμο.

Και τότε, εκείνη τη στιγμή της απόλυτης ταπείνωσης και εξευτελισμού, τη στιγμή που ο Φαραώ, ο επίγειος Θεός, έμοιαζε κατώτερος κι από μυρμήγκι, ένιωσε ένα έντονο κι ακαταμάχητο συναίσθημα να τον καταβάλει· κατακόκκινη, αμόλυντη κι άκρατη οργή.

"Είσαι καταραμένος!" Βροντοφώναξε, στοχεύοντας στον Μωυσή, να ακουστεί ως τον Κάτω Κόσμο, να μάθει το αγόρι του ότι ο θάνατος του είχε κοστίσει. "Κι εσύ κι όλοι όσοι πιστεύετε σε αυτόν τον Θεό φονιά!"

"Κοίταξε ποιός μιλά," σχολίασε εύθυμα η Σεπφώρα δίπλα στον Μωυσή, χωρίς να τη νοιάζει αν την άκουσε ο μαινόμενος βασιλιάς.

"Δε θέλω να σε βλέπω μπροστά μου, ούτε εσένα ούτε κανέναν από το συνάφι σου! Γιατί να ζείτε εσείς κι όχι το παιδί μου; Φύγετε όλοι από τη χώρα μου και μην επιστρέψετε ποτέ σας! Έχετε κάθε άδεια από εμένα! Γυρίστε στην καταραμένη σας γη και ζήστε με τον διαβολικό Θεό σας, διώχνοντας το μίασμα από την Αίγυπτο!"

Προτού προλάβει να του απαντήσει ο Μωυσής, τουλάχιστον να τον ευχαριστήσει για την απόφαση του να τους αφήσει ελεύθερους, ο εξοργισμένος Φαραώ ανέβηκε στο άρμα του κι έφυγε μαζί με τη φρουρά του για το παλάτι. Μόλις ξεμάκρυναν, το πλήθος ξέσπασε σε αλαλαγμούς και ζητωκραυγές, ενώ αμέσως μετά διαλύθηκαν κι έτρεξαν να ετοιμαστούν για την Έξοδο από τη χώρα που τους είχε τόσο ταλαιπωρήσει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Ραμσής πέρασε τη βαριά, δίφυλλη πόρτα της κρεβατοκάμαρας του και φώναξε τη γυναίκα του. Η Νεφερτάρι δεν ήταν πουθενά. Υπέθεσε ότι βρισκόταν σε κάποιον ναό και προσευχόταν για το παιδί, για αυτόν, για εκείνη.

"Τι σημασία έχει πια;" Αναρωτήθηκε φωναχτά ο Φαραώ, βάζοντας λίγο κρασί σε ένα κύπελλο. "Ο Θεός του με εξευτέλισε, όπως και τους Θεούς από όπου κατάγομαι."

Ήπιε μια γουλιά και σταμάτησε, διότι άκουσε έναν παράξενο ήχο τριγύρω του. Στην αρχή ένοιαζε με ουρλιαχτό, στη συνέχεια με βογκητό και τελικά ξεχώρισε ένα γάργαρο, χαμερπές και στριγγό γέλιο, που εξελίχθηκε σε απόλυτα μονότονο και βραχνό.

"Ποιός είσαι;" Ρώτησε ο Ραμσής, κραδαίνοντας το σπαθί του.

Ο άνδρας που κρυβόταν πίσω από τις κουρτίνες του κρεβατιού του σταμάτησε να γελά και τον κοίταξε με δυο τεράστια, γαλάζια μάτια.

"Ο αδελφός μου δεν κατάφερε να σε βοηθήσει επαρκώς κι έτσι ανέλαβα εγώ να ολοκληρώσω το έργο του," απάντησε ακατανόητα.

"Είσαι κι εσύ Θεός;"

"Γιατί όχι;" Αντιγύρισε ο νεαρός. "Σημασία δεν έχει τόσο τι είμαι εγώ, αλλά τι είσαι εσύ. Ένας Φαραώ, άμεσος απόγονος των Θεών, υποταγμένος στη θέληση ενός άπιστου αναρχικού; Πιστεύεις ότι μετά από αυτόν δε θα έρθουν κι άλλοι, που θα επιθυμούν να σε αποδυναμώσουν; Σήμερα έχασες τριακόσιους χιλιάδες σκλάβους κι έναν γιο, αύριο τι ακολουθεί;"

"Πώς τολμάς να μιλάς έτσι στον Φαραώ της Αιγύπτου;"

"Ό,τι και να είμαι, είμαι ανώτερος από εσένα, τον υποτιμημένο, Φαραώ μόνο κατ'όνομα. Από πότε οι Θεοί υποτάσσονται στο θέλημα των άπιστων; Από πότε δέχεται ο ελέφαντας διαταγές από το ποντίκι; Το κακό είναι αυτός, που βάφει τον ιερό Νείλο με αίμα και σφαγιάζει μωρά. Τι κακό διέπραξε ο Ρα, που παλεύει μέρα νύχτα με τον Άποφι; Τι είδους εγκληματίας είναι ο Ώρος που εκδικήθηκε τον αδικοχαμένο πατέρα του; Αν οι Ισραηλίτες πιστεύουν σε έναν διαβολικό Θεό, τι ψυχές κουβαλούν; Δεν τους αξίζει η ελευθερία τους, μονάχα η δουλεία και η υπηρεσία των αληθινά υπέρτατων Θεών, των δικών μας!"

"Όχι!" Ούρλιαξε σχεδόν ο Ραμσής, με αναζωογονημένη θέληση από τα λεγόμενα του άνδρα. "Δεν τους αξίζει τίποτα! Ούτε η ζωή, ούτε η σκλαβιά· δεν τους αξίζει να τους ταΐζω, γιατί είναι χειρότεροι κι από γουρούνια! Θα τους σκοτώσω όλους, θα τους κυνηγήσω και θα τους σκοτώσω!"

"Αυτός είναι ο ισχυρός ηγέτης που χρειάζεται αυτή τη στιγμή η Αίγυπτος," τον επικρότησε ο γαλανομάτης, νεύοντας ευχαριστημένα. "Αποφασιστικός κι ανηλεής, αδίστακτος και ορμητικός!"

"Σε ευχαριστώ που με βοήθησες να συνειδητοποιήσω το λάθος μου να τους αφήσω να φύγουν," του είπε ο Ραμσής ειλικρινά. "Έτσι, επέτεινα για λίγο την ασήμαντη ζωή τους."

"Χαίρομαι που συνήλθες," αποκρίθηκε με μια διαβολική ματιά ο Σατανάς, ο Δαίμονας της Οργής.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

"Μου υποσχέθηκες ότι θα μου αποκαλύψεις το νόημα των λόγων του Αγγέλου του Θανάτου, μόλις τελείωναν όλα. Επιτέλους, έγινε, είμαστε ελεύθεροι, χάρη σε εσένα, τη Φωνή του Κυρίου. Περιμένω, λοιπόν, να σε ακούσω."

Ο Μιχαήλ προσπάθησε να κρατήσει ανέκφραστο το πρόσωπό του, διότι γνώριζε ότι δεν είχε τελειώσει τίποτα πια. Αν και οι τριακόσιοι χιλιάδες Ισραηλίτες είχαν φύγει από την Αίγυπτο, βρίσκονταν ακόμα κοντά της. Ήταν βέβαιος ότι ο Εωσφόρος δε θα παραδεχόταν την ήττα του και θα έστελνε έναν Δαίμονα δυνατότερο από τον Αζαζέλ, αδιαμφισβήτητα τον Σατανά. Δε μπορούσε καν να φανταστεί πώς θα εκμεταλλευόταν ο Δαίμονας της Οργής τον οδυρμό του Φαραώ.

"Δεν είναι ακόμα ο καιρός κατάλληλος, η Αίγυπτος είναι ακόμα κοντά. Δεν έχω λησμονήσει την υπόσχεσή μου, Μωυσή, και θα την τηρήσω όταν πρέπει. Προς το παρόν, διατήρησε την πίστη σου άσβεστη και εμψύχωσε τον λαό σου. Ο Θεός είναι κοντά σας."

Προτού προλάβει να του απαντήσει ο Μωυσής, ο Αρχάγγελος είχε εξαφανιστεί από δίπλα του, αφήνοντας τον με ακόμα περισσότερες απορίες από πριν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Μιχαήλ τον είχε συμβουλεύσει να ακολουθήσει έναν δρόμο που περνούσε από στενά και μεγάλα φαράγγια και χαράδρες, διαφορετικό από εκείνον που είχε πάρει ο ίδιος για να φτάσει στη γη του Σινά πριν δέκα χρόνια, αυτοεξόριστος από την Αίγυπτο, τη μόνη πατρίδα που είχε γνωρίσει τότε.

"Ξέρεις πού βγάζει αυτός ο δρόμος;" Τον ρώτησε ο Ααρών ανήσυχος.

"Όχι, αδελφέ μου," απάντησε ειλικρινά και στράφηκε στη γυναίκα του. "Γνωρίζεις εσύ;"

Μόλις η Σεπφώρα κούνησε το κεφάλι αρνητικά, δεν του παρέμενε παρά η πίστη του για να τους οδηγήσει.

Μερικές ώρες μετά, αντίκρισαν μια παραλία που έμοιαζε να χάνεται στους ορίζοντες, με μια απέναντι όχθη αόρατη και τη φουσκοθαλασσιά να έχει φτάσει τη στάθμη της πολύ ψηλά.

"Η Ερυθρά Θάλασσα," συμπέραναν ταυτόχρονα ο Μωυσής και η Σεπφώρα.

"Τι κάνουμε τώρα; Πώς θα την περάσουμε;" Απόρησε ο Ααρών.

"Έχε πίστη," τον συμβούλεψε ήρεμα ο Μωυσής. "Ο Κύριος θα μας φανερώσει τον τρόπο."

"Πώς θα μας βοηθήσει να περάσουμε μια ανταριασμένη θάλασσα; Θα τη στερέψει ή μήπως θα ανοίξει ένα πέρασμα μέσα από αυτή;"

"Πες τους ότι όλα πάνε καλά," του είπε ο αδελφός του, αγνοώντας πλήρως την αμφισβήτησή του και παρατηρώντας τον λαό που τους κοιτούσε αγωνιώντας. "Θα κάνουμε μια στάση για ξεκούραση."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Ραμσής ζώστηκε την πανοπλία του και ανέβηκε στο άρμα του. Για άλλη μια φορά θα απευθυνόταν ως Αρχηγός στον στρατό του. Δίπλα του, ηνίοχος και προστάτης, στεκόταν ο Σατανάς, με τα γαλάζια του μάτια να αστραποβολούν.

"Άνδρες, γνωρίζω ότι κανείς σας δεν ήθελε να φορέσει τα άρματα και την πανοπλία σήμερα, διότι είναι ακόμα νωπός ο πόνος της απώλειας των πρωτότοκων παιδιών μας. Όπως γνωρίζετε, έχασα κι εγώ τον γιο μου και θρηνώ το ίδιο βαθιά όσο κι εσείς. Ωστόσο, διέταξα γενική επιστράτευση και σας ταρακούνησα από το βαρύ σας πένθος για έναν ιερό και αληθινά σημαντικό σκοπό. Πριν από μερικές ημέρες, άφησα τους Ισραηλίτες σκλάβους ελεύθερους, μια που τους θεώρησα μίασμα για την Αγία χώρα μας. Μολαταύτα, μετά από ώρες περισυλλογής και σκέψης, κατάλαβα το τεράστιο λάθος που διέπραξα. Αυτά τα ανθρωπόμορφα σκυλιά και κυρίως ο Αρχηγός τους, ο Μωυσής, τον οποίο κάποτε αγαπούσα ως αδελφό μου κι εσείς ως Πρίγκηπα σας, ευθύνονται για τον θάνατο τον παιδιών μας! Αυτοί ζήτησαν από τον Θεό τους να τα σκοτώσει και τώρα κουβαλούν το αίμα τους στα δολερά τους χέρια! Πιστεύετε ότι αυτά τα τετράποδα ερπετά αξίζουν να ζουν;"

"Όχι!" Βροντοφώναξε ο στρατός, που είχε παρασυρθεί από το πάθος και την οργή του Φαραώ τους.

"Αφού λοιπόν συμφωνούμε, ακολουθήστε με! Στόχος της εκστρατείας μας είναι να τους βρούμε και να τους σκοτώσουμε όλους!"

Και με το έναυσμα του, ο στρατός με τα αμέτρητα άρματα και τους πάνοπλους στρατιώτες ξεκίνησε για να εντοπίσει τους Ισραηλίτες. Εξακόσια άρματα και δέκα χιλιάδες οπλίτες, με τοξοβόλους και δορυφόρους· αριθμοί ικανοί να συνθλίψουν τον οποίο εχθρό. Οι ιχνηλάτες του βρίσκονταν ήδη μπροστά, αναζητώντας το παραμικρό ίχνος κι ένδειξη για το μονοπάτι που ακολούθησαν και δεν ήταν διόλου δύσκολο να χαρτογραφήσουν την πορεία τους.

Περνώντας από τα στενά και τις χαράδρες, ο Ραμσής έχασε αρκετά άρματα, διότι ο δρόμος ήταν στενός και τα άλογα τρόμαζαν εύκολα. Εκείνος διέφυγε του θανάτου μονάχα χάρη στην επιδεξιότητα του ηνιόχου Σατανά.

"Κύριε, πρέπει να ξεκουραστούμε," τον παρακάλεσε ο Αρχιστρατηγός του, μόλις τελείωσε ο εφιάλτης και βρέθηκαν ξανά σε κανονικό έδαφος. "Αν όχι εμείς, τουλάχιστον τα άλογα."

"Δε θα τους προλάβουμε, αν ξαποστάσουμε! Συνεχίζουμε κανονικά!" Διέταξε αδιάλλακτος ο Ραμσής, αποφασισμένος να κόψει το κεφάλι του Μωυσή και να το καρφώσει σε έναν πάσσαλο, που θα κρεμούσε έξω από το παλάτι για παραδειγματισμό. Έσφιξε τη λαβή του σπαθιού του κι άφησε τον άνεμο να του μαστιγώνει το πρόσωπο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

"Μωυσή! Μωυσή!"

Στις φωνές που ακούγονταν δυνατότερα κι από τα κρωξίματα των γλάρων, ο Μωυσής ξεχώρισε τους ιχνηλάτες του, τον Μιχαία και τον Ιησού του Ναυί, που είχε αφήσει εσκεμμένα πίσω, για να προσέχουν μήπως κάποιος τους ακολουθούσε.

"Τι συμβαίνει;" Ζήτησε να μάθει αμέσως μόλις τους είδε.

"Έρχονται οι Αιγύπτιοι!" Του είπε λαχανιασμένος και τρομαγμένος ο Ιησούς του Ναυί.

"Είναι πάνοπλοι κι έχουν φέρει ακόμα και άρματα!" Συμπλήρωσε ο Μιχαίας. "Αρχηγός τους είναι ο ίδιος ο Φαραώ!"

Το βλέμμα του Μωυσή σκοτείνιασε. Μπορούσε μόνο να φανταστεί πόσο εξοργισμένος και θυμωμένος ήταν ο άλλοτε αδελφός του, ώστε να διακόψει το πένθος του και να τον καταδιώξει. Ο Ραμσής ερχόταν διψασμένος για αίμα κι αν δε δρούσε άμεσα, σύντομα θα το είχε το αίμα του. Δεν τον ενδιέφερε πλέον για τον εαυτό του, μα για τον λαό του και την οικογένειά του.

"Δε θα χυθεί άλλο αίμα," άκουσε τον Αρχάγγελο Μιχαήλ δίπλα του να τον διαβεβαιώνει. Ήταν αλλαγμένος· φορούσε μια ολόχρυση και αστραφτερή πανοπλία με ένα σπαθί σε κάθε πλευρά, σανδάλια ασημένια, που έδενε στο γόνατό του και τα δυο τεράστια φτερά του στους ώμους του. Τα εβένινα μαλλιά του ανέμιζαν αδάμαστα στον θαλασσινό αέρα.

Για λίγο, ο Μωυσής έμεινε να κοιτά το μεγαλειώδες θέαμα θαμπωμένος.

"Κανένας άλλος δε με βλέπει, παρά εσύ," του αποκάλυψε ο Αρχάγγελος.

"Δεν μπορώ να σκεφτώ κανέναν τρόπο για να περάσουμε την Ερυθρά Θάλασσα κι ούτε πίσω μπορούμε να γυρίσουμε, γιατί μας κατατρέχουν οι Αιγύπτιοι. Γιατί μας ελευθέρωσε ο Κύριος, για να πεθάνουμε εδώ σαν σφαχτάρια για θυσία;"

"Σου έδωσα όλα όσα χρειάζεσαι για να περάσεις τη Θάλασσα," αποκρίθηκε γαλήνια ο Αρχάγγελος. "Μια ράβδο που αλλάζει μορφές και απεριόριστη πίστη στον Κύριο και Θεό σου. Μπορείς να περάσεις, αρκεί να το πιστέψεις και το θελήσεις ακράδαντα. Θα σε περιμένω στην απέναντι ακτή."

Και με αυτό, ο Μιχαήλ ετοιμάστηκε να πετάξει.

"Περίμενε," τον σταμάτησε ο Μωυσής διστακτικά. "Σε ευχαριστώ για όλα όσα έκανες για μένα, Άγγελε. Μπορεί και να μη σε ξαναδώ ζωντανός."

"Θα με ξαναδείς," του είπε με ένα ολόλευκο χαμόγελο. "Και το όνομά μου είναι Μιχαήλ."

Ο Αρχάγγελος πέταξε μακριά, πάνω από τη Θάλασσα κι άθελα του ο Μωυσής ευχήθηκε να του έμοιαζε. Γύρισε αμέσως προς τους συντρόφους του και βροντοφώναξε την απόφασή του.

"Μόνο ένας δρόμος υπάρχει προς τη σωτηρία· η Ερυθρά Θάλασσα. Αυτή θα περάσουμε με τη βοήθεια του Θεού."

Αγνόησε εντελώς τις φωνές αντίστασης και αποδοκιμασίας που έλαβε από το πλήθος και προχώρησε, κρατώντας σφιχτά το ραβδί του, προς τη θάλασσα. Μπήκε στο νερό, αφήνοντας την αλμύρα να τον βρέξει ως τα γόνατα. Τότε, ύψωσε τα μάτια και τη ράβδο στον ουρανό, ενώ προσευχόταν με όλη τη δύναμη της καρδιάς και του θάρρους του στον Ύψιστο για σωτηρία.

"Ποιός είναι όμοιος Κυρίου;" Ούρλιαξε στο τέλος, επικαλούμενος τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, τον Φύλακα Άγγελό του, με τη σημασία του ονόματος του κι αμέσως μετά κατέβασε τη ράβδο ώστε να αγγίξει το νερό της θάλασσας.

Και τότε συνέβη το μέγα θαύμα. Τα νερά χωρίστηκαν μαγικά και ένα τεράστιο πέρασμα άνοιξε· η θάλασσα κόπηκε στα δυο αστραπιαία, σαν να είχε σχιστεί με κάποιο αόρατο και γιγάντιο μαχαίρι.

Ο Μωυσής ευχαρίστησε τον Θεό για την ευλογία του και στράφηκε στον λαό πίσω του, που παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα με κομμένη την ανάσα, θωρώντας τον χωρισμό της Θάλασσας με δέος και απίστευτο θαυμασμό.

"Ακολουθήστε με!" Τους φώναξε, γιατί δεν ξεχνούσε την απειλή που ολοένα πλησίαζε. "Ο Θεός είναι μαζί μας! Είμαστε ασφαλείς, βιαστείτε!"

Εκείνη τη στιγμή, αντίκρισε με την άκρη του ματιού του το άρμα του Ραμσή να διαφαίνεται, ελάχιστα χιλιόμετρα μακριά τους. Έπρεπε να περάσουν τριακόσιες χιλιάδες Εβραίων σε ελάχιστο χρόνο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μόλις ο Ραμσής αντίκρισε το αδιανόητο θέαμα μπροστά του, άθελα του διέταξε να σταματήσουν την πορεία τους. Ήταν εξωπραγματικό αυτό που εκτυλίσσονταν μπροστά τους. Ο Μωυσής είχε κατορθώσει να ανοίξει την Ερυθρά Θάλασσα, για να τη διαβεί ο ίδιος κι ο λαός του.

"Κύριε, πώς το έκανε αυτό;" Τραύλισε σχεδόν ο Αρχιστράτηγος του. "Ούτε κι ο πιο ισχυρός Αρχιερέας που είχαμε ποτέ δεν κατάφερε κάτι τόσο μεγαλειώδες. Πώς θα πολεμήσουμε εμείς έναν άνθρωπο ευλογημένο και με τόση δύναμη;"

"Έχει γύρω του τριακόσιες χιλιάδες μαλθακών και τρομοκρατημένων ανθρώπων. Η δύναμη ενός δεν αναιρεί την αδυναμία τριακοσίων χιλιάδων," τόνισε ο Σατανάς, που φρόντιζε να αναζωπυρώνει συνεχώς την οργή του Φαραώ, ώστε να μην λιποψυχίσει ή διστάσει. Ο Εωσφόρος του είχε ζητήσει το κεφάλι του Μωυσή και θα το είχε.

"Πολύ σωστά!" Συμφώνησε ο Ραμσής. "Προχωρήστε κανονικά. Όταν τους φτάσουμε, μην αφήσετε κανέναν, ούτε γυναίκα, ούτε γέρο, ούτε παιδί· δε θέλω ούτε αιχμάλωτους, ούτε καν την ανάμνηση αυτής της τραγωδίας που μας προκάλεσαν!"

Ο στρατός όρμησε στους Ισραηλίτες, που με ιλιγγιώδη ταχύτητα περνούσαν την Ερυθρά Θάλασσα κι είχαν φτάσει ήδη στα μισά του δρόμου. Ο Σατανάς, σίγουρος πια για την επιτυχία της αποστολής του, άφησε τη θέση του ηνιόχου και πέταξε ψηλά, αναζητώντας τον Αρχάγγελο που είχε νικήσει τον αδελφό του, Αζαζέλ, ζητώντας εκδίκηση.

Τον βρήκε στην απέναντι όχθη, καθισμένο σε έναν βράχο με ολόκληρη την Αγγελική του περιβολή. Θέλοντας να ταιριάξει στην περίσταση, κούνησε το χέρι του και βρέθηκε με τη δική του πολεμική στολή· ολόμαυρη, με μια πορφυρή κάπα και τα δυο φτερά του που έμοιαζαν με της νυχτερίδας.

"Γύρνα πίσω στον Αφέντη σου, αδελφέ," τον προέτρεψε ο Μιχαήλ. "Οι Ισραηλίτες περνούν την Ερυθρά Θάλασσα, θα φτάσουν ως το τέλος κι ο Φαραώ δεν μπορεί να τους σταματήσει πια. Ακόμη και η ακατανίκητη οργή του δεν είναι αρκετή για να λυγίσει το θέλημα του Κυρίου."

"Εσύ να γυρίσεις στον δικό σου αφέντη," του αντιμίλησε ο Σατανάς. "Σήμερα δε θα νικήσετε. Ο στρατός της Αιγύπτου μπαίνει στο μονοπάτι που άνοιξε ο Μωυσής. Σύντομα, θα τους φτάσουν και θα τους σφάξουν· είναι καταδικασμένοι."

"Δε θα τους αφήσω."

"Ούτε κι εγώ θα αφήσω τους αγαπημένους του Πατέρα να διαφύγουν ζωντανοί."

"Θα περάσεις πάνω από το πτώμα μου."

"Αυτό ακριβώς σκόπευα εξ αρχής."

Και με τα λόγια του αυτά, ο Σατανάς άνοιξε το στόμα του διάπλατα και ξέρασε έναν πίδακα φωτιάς, κατευθείαν στον Αρχάγγελο, ο οποίος έβγαλε την ασπίδα του και την όρθωσε μπροστά του. Η φωτιά δεν τον άγγιξε.

"Μετά από τετρακόσια χρόνια, που οι δήθεν αγαπημένοι του ζούσαν στη σκλαβιά, θυμήθηκε να στείλει τον ελευθερωτή τους ο Πατέρας," ειρωνεύτηκε ο Δαίμονας της Οργής, κραδαίνοντας το σπαθί του, βλέποντας τον Μιχαήλ να κάνει το ίδιο.

"Άγνωστες οι βουλές Του," ήταν η απαντηση που έλαβε. "Εμείς μόνο πρέπει να υπακούμε στις διαταγές του. Μήπως εσείς δεν κάνετε το ίδιο στην Κόλαση; Σας άφησε ποτέ περιθώριο επιλογής ο Εωσφόρος;"

Ο Σατανάς όρμησε κατά πάνω του και οι αιχμές των σπαθιών τους συναντήθηκαν με μια βροντερή κλαγγή.

"Τύραννο αποκαλούσατε τον Πατέρα τότε," θύμισε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, προτού περάσει στην επίθεση. "Ο τρόπος που διοικεί ο Εωσφόρος δεν είναι Τυραννία;" Ένα χτύπημα στο αριστερό πλευρό που απέκρουσε ο Σατανάς. "Από Τύραννο σε Τύραννο καταλήγετε λοιπόν;"

Ο Σατανάς κατόρθωσε χτύπημα στον Αρχάγγελο με το σπαθί του, ακριβώς στη μέση του στήθους του. Το χρυσωπό, αγγελικό αίμα άρχισε να ρέει κι ο Μιχαήλ ήλπιζε ότι δεν θα πέθαινε προτού σκότωνε τον Σατανά.

"Είμαι ο πιο δυνατός Δαίμονας μετά τον Εωσφόρο!" Φώναξε ο δαιμονικός αδελφός του, χαιρέκακα και μανιασμένα, ενώ του επιτέθηκε με μια σειρά ταχύτατων χτυπημάτων που μετα βίας απέκρουε. "Πώς πίστεψες ότι θα με νικούσες;"

"Όταν είμασταν ακόμα Άγγελοι, είχε διεξαχθεί ένας αγώνας για τον δυνατότερο μας. Πρώτος ήταν ο Γαβριήλ κι έπειτα εγώ, ενώ ο Εωσφόρος ήρθε τρίτος. Πρόσεξε, δεν αποδέχομαι την ήττα μου ποτέ."

Τότε, ο Αρχάγγελος συγκέντρωσε τα σύννεφα και όλη του τη δύναμη και έριξε έναν κεραυνό κατευθείαν στον Σατανά. Ταυτόχρονα, σήκωσε έναν πύρινο ανεμοστρόβιλο και τον τοποθέτησε ανάμεσα στους Ισραηλίτες και τον στρατό του Ραμσή. Έτσι, θα τους καθυστερούσε αρκετά.

"Είσαι νεκρός!" Ούρλιαξε ο Δαίμονας της Οργής, μόλις συνήλθε από το χτύπημα του κεραυνού. "Εγώ ο ίδιος θα σε σύρω στην Κόλαση και θα σε βασανίζω επ άπειρον!"

"Ή εγώ θα σε πάω εκεί, για να σε θάψουν οι αδελφοί μας," αντιπρότεινε ο Αρχάγγελος, που πλεον ένιωθε το αίμα να κυλά στα πόδια του. Δεν το έδειχνε, μα οι δυνάμεις του δε θα άντεχαν για πολύ. Σε μια έκρηξη αδρεναλίνης και θέλησης, έβγαλε το τεράστιο, λευκό του τόξο και τα βέλη του και σημάδεψε τον Σατανά, ενόσω εκείνος πετούσε προς το μέρος του με τα μάτια του να έχουν κοκκινίσει. Το πρώτο βέλος τον πέτυχε στον αριστερό μηρό και το δεύτερο στο δεξί του φτερό. Δεν κατάφερε να ρίξει περισσότερα.

Οι ουρανοί άνοιξαν κι άρχισε να βρέχει. Στην αστραφτερή του πανοπλία κατέβηκε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, για να λήξει τη διαμάχη τους.

"Ορίστε," έδωσε στον Μιχαήλ ένα μπουκαλάκι. "Είναι νερό από τον Παράδεισο. Θα κάνει αόρατες τις πληγές σου, για να ολοκληρώσεις το έργο σου." Έπειτα, στράφηκε στον Σατανά, που έσκουζε και στρίγκλιζε από τα βέλη του Αρχαγγέλου, που έκαιγαν και πλήγωναν το δέρμα του. "Θα τον πάω πίσω στην Κόλαση. Θα σε δω σπίτι. Να έρθεις, αμέσως μόλις επιστρέψεις, σε εμένα, για να σου φροντίσω την πληγή."

Χωρίς χρονοτριβές, ο ξανθός Αρχάγγελος με τη σχεδόν θηλυκή φύση έπιασε τον Δαίμονα, που συνεχώς αντιστεκόταν, πέταξε προς τα κάτω και μαζί έπεσαν στη θάλασσα.

Ο Μιχαήλ επιτέλους ηρέμησε. Ήπιε το νερό του Παραδείσου και προσπάθησε να αγνοήσει τον οξύ πόνο, καθώς πετούσε πίσω στη θέση του στον βράχο, για να περιμένει τον Μωυσή.

Η δύναμη του δε μπορούσε να κρατήσει άλλο τον πύρινο στρόβιλο και τον άφησε να σβήσει, επιτρέποντας τη διέλευση ολοκλήρου του στρατού στο πέρασμα, με μπροστάρη τον Ραμσή. Εκείνη τη στιγμή, ο τελευταίος Ισραηλίτης πατούσε στην απέναντι ακτή.

"Είμαστε καταδικασμένοι!" Φώναζαν οι άνθρωποι τρομοκρατημένοι.

"Ηρεμήστε, περάσαμε την Ερυθρά Θάλασσα κι είμαστε σώοι. Ο Κύριος θα μας βοηθήσει," τους καθησύχασε ο Μωυσής.

Ο Μιχαήλ τότε, κατανοώντας ότι είχε φτάσει η ώρα της τελευταίας αιματοχυσίας, άφησε τα νερά της Ερυθράς να επανέλθουν και να καλύψουν το μονοπάτι.

Τα νερά έπνιξαν στον διάβα τους ολόκληρο τον στρατό μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Οι Ισραηλίτες έβλεπαν μόνο πτώματα από Αιγύπτιους και άλογα, αίματα να επιπλέουν στο αφρισμένο νερό. Λίγο αργότερα, ο Μωυσής είδε έναν άνδρα να βγαίνει στην ακτή απέναντι τους. Αναγνώρισε αμέσως τον Ραμσή.

"Μωυσή!" Ούρλιαξε ο Φαραώ, προτού πέσει λιπόθυμος στην άμμο.

Κι αυτό ήταν το σήμα για να ξεκινήσουν ζητωκραυγές και επιφωνήματα χαράς στους Ισραηλίτες. Επιτέλους, ήταν ελεύθεροι να γυρίσουν στην πατρίδα τους, στη Γη της Επαγγελίας.

Συνεχίζοντας τον δρόμο τους, ο Μωυσής εντόπισε πάνω σε έναν βράχο τον Αρχάγγελο Μιχαήλ και τον είδε να πετά κοντά του.

"Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι κατάφερα να ελευθερώσω τον λαό του Κυρίου," παραδέχτηκε.

"Ήταν πια ο καιρός της επιστροφής σας," αποκρίθηκε ο Αρχάγγελος ήρεμα.

"Ωστόσο, δεν μπορώ παρά να θλίβομαι. Οι Αιγύπτιοι ήταν κι αυτοί ο λαός μου. Με πολλούς από αυτούς που πέθαναν σήμερα γνωριζόμασταν από παιδιά. Πρώτα, πέθαναν τα παιδιά τους και τώρα οι ίδιοι. Λυπάμαι και για τον Ραμσή· δεν του αξίζει τόση δυστυχία."

"Μη λυπάσαι. Εκείνοι δε λυπήθηκαν όταν σκότωναν τα δικά σας παιδιά πριν σαράντα χρόνια κι έβλεπαν το αίμα τους να αναβλύζει από τα σαγόνια των κροκόδειλων."

"Αλήθεια το πιστεύεις αυτό;" Απόρησε ο Μωυσής με τον κυνισμό του σύνομιλητη του.

"Μεταφέρω τα λόγια του Κυρίου, χωρίς να σημαίνει ότι τα ασπάζομαι ή όχι," απάντησε επίπεδα ο Άγγελος.

Ο Μωυσής δεν του απάντησε, έχοντας ήδη καταλάβει το νόημα των λόγων του.

"Κατάφερες να ενώσεις και να οδηγήσεις τον λαό· είναι αξιέπαινο," άλλαξε ο ίδιος ο Αρχάγγελος το θέμα.

"Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτή η ενότητα," του αποκάλυψε την ανησυχία του ο Μωυσής. "Μέχρι τώρα υπήρχε ένας κοινός στόχος, η επιβίωση. Μα τι θα συμβεί μόλις σταματήσουμε να τρέχουμε και συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε ανεξάρτητοι;"

Ήταν η σειρά του Μιχαήλ να μην απαντήσει κι αυτή η σιωπή διεύρυνε την ανησυχία του Μωυσή.

"Τώρα που τελείωσαν όλα, θαρρώ υπάρχει μια συζήτηση που πρέπει να τελειώσουμε."

"Ναι," συμφώνησε ο Μιχαήλ. "Θέλω να με ακούσεις προσεκτικά κι όσα σου πω να τα καταγράψεις και να τα αφήσεις στον διάδοχό σου, όταν γεράσεις."

"Θα γίνει όπως προστάζεις, Μιχαήλ," δεσμεύτηκε ο εκλεκτός του Θεού.

"Ο αδελφός μου, ο Αζραήλ, σε αποκάλεσε Πρώτο Προφήτη του Σωτήρα, διότι εσύ θα αντικρίσεις πρώτος τον Μεσσία, τον Υιό του Θεού."

"Τον Υιό του Θεού;" Απόρησε ο Μωυσής. "Πού είναι αυτός ο Μεσσίας, να τον γνωρίσω;"

"Δεν έχει γεννηθεί ακόμα," του εξήγησε ο Μιχαήλ. "Θα γεννηθεί σε δέκα τρεις αιώνες. Όμως, θα σε επισκεφθεί κάποια στιγμή και θα σου ζητήσει να διαδόσεις το νέο του ερχομού του. Δε θα δεις καν το πρόσωπό Του, όμως χρειάζεται να γνωρίζεις ότι Αυτός θα φέρει στον κόσμο την Ειρήνη, την Αισιοδοξία και την πραγματική Γαλήνη, ενώ θα λυτρώσει από κάθε συμφορά και θα νικήσει ακόμα και τον ίδιο τον Θάνατο. Έχε τα όλα αυτά στον νου σου κι υπέμεινε τις δοκιμασίες που θα ακολουθήσουν στο ταξίδι σας, που μόλις τώρα ξεκινά."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Νερό Και Μάννα

Οι Ισραηλίτες δεν γνώριζαν ποιόν δρόμο να ακολουθήσουν, καθώς βάδιζαν στην αχανή έρημο. Για αυτό, ο Θεός τους έστελνε κάθε μέρα έναν στρόβιλο από νεφέλες να τους καθοδηγεί και κάθε νύχτα μια πύρινη αχτίδα, για να οδηγεί και να δίνει φως.

Περνούσαν οι μέρες, οι μήνες και πριν το καταλάβουν πέρασαν δυο χρόνια. Τότε, εξαντλήθηκαν τα αποθέματα φαγητού τους και πολύ σύντομα και του νερού. Ο λαός ξεκίνησε να πεινά και να διψά και μαζί με τη δυσφορία ζευγάρωνε πάντα η γκρίνια.

"Στην Αίγυπτο είχαμε όλα τα καλά κάθε βράδυ στο τραπέζι μας!"

"Γιατί μας ελευθέρωσε ο Κύριος από τον Φαραώ; Για να πεθάνουμε από την πείνα εδώ, κάτω από τον καυτό ήλιο της ερήμου και να μας φάνε τα όρνια και τα άγρια ζώα;"

"Αν είναι έτσι, καλύτερα να πεθαίναμε στην Αίγυπτο σαν σκλάβοι παρά εδώ υποσιτισμένοι."

Η δυσαρέσκεια αυτή είχε γίνει αισθητή στον Μωυσή, ο οποίος νουθετούσε συνεχως τον Ααρών και τους υπόλοιπους αρχηγούς των δώδεκα Φυλών του Ισραήλ να ζητούν υπομονή και κατανόηση. Είχαν παρέλθει αρκετές ημέρες από την τελευταία φορά που συνομίλησε με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ κι είχε αρχίσει να φοβάται ότι η γκρίνια τους είχε φτάσει ως τον Θεό και τον θύμωσε.

Αποφάσισε να μετανοήσει για το καλό όλων τους και για τρεις ολόκληρες ημέρες αμπαρώθηκε στη σκηνή του με τη Σεπφώρα και τα παιδιά τους και προσεύχονταν για τη βοήθεια του Θεού.

Την Αυγή της τετάρτης ημέρας, εμφανίστηκε στον ύπνο του ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και του υπέδειξε έναν βράχο, όπου ανάβλυζε γάργαρο και καθαρό νερό από μια κρυφή πηγή. Με αυτό το νερό, ο λαός του Ισραήλ ξεδίψασε και εφοδιάστηκε.

Μετά από λίγες ημέρες, κι ενώ αναζωπυρώθηκαν οι δυσανασχετήσεις για την πείνα, ο ουρανός έβρεξε ένα παράξενο πράγμα, λευκό στην όψη κι υπέροχο στη γεύση, σαν θεϊκή αμβροσία.

"Αυτό είναι το Μάννα εξ Ουρανού," εξήγησε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, που παρουσιάστηκε αυτοπροσώπως στους Εβραίους. "Με αυτό θα τρέφεστε όσο θα περπατάτε στην έρημο κι όταν τελειώνει, θα σας προσφέρουμε κι άλλο, ενώ όταν σώνεται το νερό, θα στέλνουμε βροχή. Αυτό είναι το θέλημα του Κυρίου κι έτσι θα γίνει."

Έτσι, οι Ιουδαίοι έπαψαν να πεινούν και να διψούν, πιστεύοντας πια ακράδαντα στον Μωυσή και στον Θεό.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Οι Δέκα Εντολές

Μόλις έφτασαν στη γη του Σινά, εκεί όπου ο Μωυσής είχε γνωρίσει τη Σεπφώρα και είχε περάσει την πιο γαλήνια δεκαετία της ζωής του, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ εμφανίστηκε στον εκλεκτό και του ζήτησε να ανεβεί στο επιβλητικό βουνό. Εκεί είχε κάποτε δει την καιόμενη βάτο και τώρα ήταν καιρός για την ανανέωση της Διαθήκης του Θεού με το Ισραήλ.

Ήταν πολύ κοντά στην κορυφή του Σινά ο Μωυσής, όταν έπεσε δίπλα του ένας κεραυνός και μια θύελλα φωτιάς υψώθηκε, που δεν τον έκαιγε, μονάχα τον ζέσταινε. Έβγαλε τα παπούτσια του, νιώθοντας τη θεϊκή παρουσία γύρω του.

Ξάφνου, μέσα από τις φλόγες, αναδύθηκαν πέντε φιγούρες και από τα φτερά τους ο Μωυσής συμπέρανε ότι ήταν Άγγελοι, από τα ολόλευκα, τεράστια φτερά τους, που επέβαλαν δέος. Ξεχώρισε σχεδόν αμέσως τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, που πλέον ένιωθε σαν αδελφό του, μια που βρισκόταν στο πλευρό του στις δυσκολίες της αποστολής του.

"Χαίρε, Μωυσή," τον χαιρέτησαν οι πέντε Αρχάγγελοι και έβγαλαν τις κουκούλες τους για να φανερώσουν τα πρόσωπά τους. "Μας στέλνει ο Παντοδύναμος Θεός, ο Πατέρας όλων και Μέγας Δημιουργός, ώστε να σε βοηθήσουμε να διοικήσεις εσύ και οι διάδοχοι σου τον λαό Του σύμφωνα με τον δίκαιο νόμο."

"Ονομάζομαι Αρχάγγελος Γαβριήλ, ο Ισχυρός Αρχηγός," παρουσιάστηκε ο ψηλότερος από τους Αρχάγγελους, που αδυνατούσε να καταλάβει κανείς εάν έμοιαζε πιότερο με άνδρα ή γυναίκα.

"Κι εγώ Αρχάγγελος Ραφαήλ, ο Θεραπευτής," συστήθηκε ο δεξιός της, ένα αγόρι μελαχρινό σαν τον Μιχαήλ, με λαμπερά, γαλαζοπράσινα μάτια.

"Εγώ είμαι ο Ουριήλ, ο Φωτοδότης και Λυτρωτής," παρουσιάστηκε με τη σειρά του ο αριστερός της, που είχε δέρμα στο χρώμα του χαλκού και μάτια μαύρα σαν του λύκου.

Οι δυο τελευταίοι του ήταν γνώριμοι· ο Μιχαήλ με το υπέροχο, γαλήνιο πρόσωπο κι ο Αζραήλ, με τα ανατριχιαστικά ιώδη του μάτια.

"Είμαι ο Οδηγός, ο Αγγελιοφόρος, ο Κήρυκας και ο Πολεμιστής," είπε ο πρώτος.

"Είμαι ο Εκτελεστής, ο Θάνατος και ο Προστάτης," κατέληξε ο δεύτερος κι έπειτα πήρε ξανά τον λόγο ο Γαβριήλ.

"Σήμερα θα λάβεις από το στόμα του Κυρίου τις Δέκα Εντολές πάνω στις οποίες θα βασιστεί η νομοθεσία των Ιουδαίων. Ο Νόμος αυτός θα ονομαστεί Νόμος του Μωυσή και θα διέπει την κοινωνία σας μέχρι να έρθει ο Μεσσίας."

Ο γιγαντόσωμος Άγγελος ένευσε και όλοι μαζί οι Αρχάγγελοι σήκωσαν τα χέρια τους ψηλά, κάνοντας το βουνό ολόκληρο να σειστεί. Ένας βράχος σκίστηκε στα δυο και δυο μεγάλα κομμάτια πέτρα κύλησαν ως τα πόδια του Μωυσή. Τότε, ο Αρχάγγελος Ραφαήλ του παρέδωσε ένα σφυράκι κι ένα σκαλιστήρι πολύ καλά ακονισμένο.

"Πρέπει να σκαλίσεις όσα σου υπαγορεύσουμε κι έτσι να επικυρώσεις τη Διαθήκη, που σφυρηλατήθηκε μεταξύ του Θεού και του Πατριάρχη Αβραάμ και τώρα ανανεώνεται μέσω εσού," του είπε ο μελαχρινός νέος καθώς του τα έδινε στα χέρια.

Ο Μωυσής αμέσως υπάκουσε στην εντολή τους· στερέωσε μια από τις δυο πλάκες που είχαν πέσει από τον βράχο όρθια κι έβαλε πάνω το σκαλιστήρι, έτοιμος να ξεκινήσει την καταγραφή του Δεκάλογου.

"Όχι τόσο γρήγορα," τον προειδοποίησε ο Αζραήλ. "Ξέρεις, Μωυσή, δεν επιλέχθηκες από τον Κύριο. Ήσουν απλώς ένα εύρημα της τύχης· οι γονείς σου ήταν αρκετά έξυπνοι και γενναίοι, ώστε να σε σώσουν από τη σφαγή του Φαραώ."

"Έτσι, κατέληξες μέσα σε ένα καλάθι, στην όχθη όπου λούζονταν η Πριγκίπισσα Μπύθια," πρόσθεσε ο Ουριήλ. "Σε υιοθέτησε και γλίτωσες από βέβαιο θάνατο. Δε σε βοήθησε η θεϊκή δύναμη να σωθείς, μα η Τύχη."

"Ο Θεός πριμοδοτεί και ευνοεί τους αληθινά εκλεκτούς του," συνέχισε ο Μιχαήλ. "Σε αυτούς μονάχα προσφέρει οτιδήποτε ζητήσουν, χωρίς να απαιτεί ποτέ αντάλλαγμα. Εσένα εκλεκτό σε ονόμασαν οι θνητοί, όχι ο Κύριος."

"Αυτό σημαίνει ότι..." Κατέληξε ο Γαβριήλ με τρεμάμενη φωνή. Σίγουρα δεν την ευχαριστούσε αυτό που έλεγε ούτε η συνέχειά του. "Ότι θα πρέπει να καταβληθεί ένα... Αντάλλαγμα."

"Τι είδους αντάλλαγμα;" Απόρησε ο Μωυσής, που δεν περίμενε αυτή την εξέλιξη. Όλοι τους απέφευγαν να τον κοιτάξουν στα μάτια, ενώ μιλούσαν παγερά, αποφεύγοντας τα συναισθήματα. Θυμήθηκε τα λόγια του Μιχαήλ.

Μεταφέρω τα λόγια του Κυρίου, χωρίς να σημαίνει ότι τα ασπάζομαι ή όχι.

"Εάν επιθυμείς να κηρύξεις τον λόγο του Θεού ως Αντιπρόσωπος Του, μάθε ότι θα πεθάνεις προτού φτάσεις στη Γη της Επαγγελίας, με τους θανάτους της γυναίκας και των παιδιών σου να έχουν προηγηθεί. Επιπλέον, ένας από τους απογόνους σου θα γίνει ένας από τους δολοφόνους του Υιού του Κυρίου. Αν διαφωνείς με αυτά, άφησε κάτω τα εργαλεία και φύγε. Ο διάδοχος σου θα ανανεώσει τη Διαθήκη με τον Θεό."

Ο Μωυσής έμεινε άφωνος. Του ζητούσαν να θυσιάσει τις ζωές της οικογένειας του και να ατιμάσει το ίδιο του το αίμα. Ωστόσο, η καρδιά του του έλεγε να συνεχίσει, διότι ο Νόμος θα έφερνε την ηρεμία και τη δικαιοσύνη στον λαό του, τον οποίο πια είχε αποφασίσει να υπηρετεί μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του.

"Θα ξεκινήσετε να μου υπαγορεύετε τις εντολές ή να ξεκινήσω να σκαλίζω ό,τι έρχεται στο μυαλό μου;"

Τα χαμόγελα που εισέπραξε από τους Αρχάγγελους ήταν σφραγίδα στη σιγουριά για τη σωστή απόφαση του.

"Ξεκίνησε λοιπόν," τον προέτρεψε ο Γαβριήλ. "Εγώ είμαι ο Κύριος και Θεός σου. Δε θα υπάρχουν άλλοι Θεοί για σένα εκτός από εμένα."

"Δε θα κατασκευάσεις για εσένα είδωλα και κανενός είδους ομοίωμα. Δε θα τα προσκυνάς, ούτε θα τα λατρέψεις," συνέχισε ο Μιχαήλ με τη δεύτερη εντολή και ο Μωυσής σκάλιζε αυτολεξεί όσα άκουγε.

"Δε θα προφέρεις καταχρηστικά το όνομα του Κυρίου και Θεού σου. Εγώ ο Κύριος δε θα αθωώσω κανέναν που προφέρει το όνομά μου καταχρηστικά," πρόσθεσε ο Ουριήλ.

"Να θυμάσαι την ημέρα του Σαββάτου, για να την ξεχωρίζεις και να την αφιερώσεις στον Κύριο. Έξι ημέρες θα εργάζεσαι και θα κάνεις όλες τις εργασίες σου. Αλλά, η έβδομη ημέρα θα είναι ημέρα ανάπαυσης, αφιερωμένη σε εμένα, τον Κύριο και Θεό σου," συμπλήρωσε ο Ραφαήλ κι ο Μωυσής σκάλιζε ασταμάτητα.

"Τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου, για να ζήσεις αιώνια στη γη που εγώ, ο Θεός σου, θα σου δώσω," προχώρησε ο Αζραήλ κι η σειρά τους ξεκίνησε από την αρχή.

"Μη φονεύσεις," φώναξε ο Γαβριήλ.

"Μη μοιχεύσεις," ακολούθησε ο Μιχαήλ.

"Μην κλέψεις," συνέχισε ο Ραφαήλ.

"Μην ψευδομαρτυρήσεις ενάντια σε συνάνθρωπό σου," τόνισε ο Ουριήλ.

"Μην επιθυμήσεις τίποτα από ό,τι ανήκει στον συνάνθρωπό σου," κατέληξε ο Αζραήλ.

Μόλις τελείωσε ο Μωυσής, ο Δεκάλογος είχε πλεον αποτυπωθεί στην πέτρα.

"Οι ηγέτες μαραίνονται και εξατμίζονται, η πέτρα όμως αντέχει και διατηρείται παντοτινά," του είπε ο Γαβριήλ. "Αυτές οι δυο πλάκες θα καθοδηγούν τον λαό σου για πάρα πολύ καιρό."

"Παρόλα αυτά, πρέπει να γνωρίζεις ότι μέχρι να φτάσετε στη Γη της Επαγγελίας, θα καταπατηθούν και οι Δέκα από τις Εντολές αυτές," τον προειδοποίησε για το μέλλον ο Μιχαήλ.

"Σε χαιρετούμε, Μωυσή," είπαν ταυτόχρονα όλοι τους. "Να είσαι σίγουρος ότι θα μας ξαναδείς."

Και πριν προλάβει να αντιδράσει ο θνητός, οι Αρχάγγελοι πέρασαν ξανά μέσα στη φωτιά, η οποία έσβησε αμέσως.

Ο Μωυσής πήρε στα χέρια του τις πολύτιμες πλάκες με τον Δεκάλογο του Κυρίου και επέστρεψε στον καταυλισμό των Εβραίων, για να τους τις παραδώσει ως ιερή παρακαταθήκη.

Όπως προφήτευαν οι Αρχάγγελοι, ο Μωυσής πέθανε σε ηλικία ογδόντα ετών, έχοντας δει τη Γη της Επαγγελίας μόνο από μακριά, μετά από σαράντα χρόνια πορείας κι άπειρες δυσκολίες και δοκιμασίες. Είχε ζήσει για να θάψει την αγαπημένη του Σεπφώρα κι όλα τους τα παιδιά. Λίγες μέρες μετά τον Μωυσή, πέθανε και ο Ραμσής ο Δεύτερος, ο Μέγας, ο άλλοτε αδελφός του και πια εχθρός του. Στην ιεραρχία τον Μωυσή διαδέχτηκε ο Ιησούς του Ναυί, αυτός ο χαρισματικός και πολλά υποσχόμενος νέος, σε ηλικία πενήντα πέντε χρονών.

Δεκατρείς αιώνες μετά, στην σκλαβωμένη από τους Ρωμαίους Ιερουσαλήμ, έφεραν τον αλυσοδεμένο Ιησού, τον Υιό του Θεού, χτυπημένο και μελανιασμένο, μπροστά στον απόγονο του Μωυσή, που έμελλε να γίνει ο καταλύτης στον θάνατο του· τον Αρχιερέα Καϊάφα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτό ήταν το κεφαλαιο και μαζί με αυτό τελειώνει και ο πρώτος κύκλος των διηγημάτων· 7 διηγήματα το καθένα με διαφορετικό αμάρτημα.

Έχουμε δυο εναλλακτικές για τη συνέχεια:

1) Άλλον έναν κύκλο διηγημάτων με Αμαρτήματα, από τα οποία τα περισσότερα θα αφορούν στον σύγχρονο κόσμο μας.

2) Όπως ανέφερα και πριν λίγες μέρες στον Τοίχο μου, να γράψω τη Ζωή του Χριστού με τις παρεμβάσεις Αγγέλων και Δαιμόνων και με άλλες, πικάντικες διανθίσεις, με απόλυτο σεβασμό στο Ευαγγέλιο (το Ιωάννη μόνο, τα υπόλοιπα δεν τα χωνεύω).

3) Μπορώ να κάνω κάτι ανάλογο και με τις αγαπημένες μου Πράξεις των Αποστολών.

Επιλέξτε και πείτε μου στα σχόλια, μαζί με τις απόψεις σας για το διήγημα.

Σας εύχομαι ολόψυχα ΚΑΛΗ Ανάσταση, ΚΑΛΟ Πάσχα, ΧΡΟΝΙΑ Πολλά σε όλους και κυρίως στους εορτάζοντες! Εύχομαι ό,τι καλύτερο κι ό,τι επιθυμείτε να σας δώσει το φως και η χάρη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top