~Η Αδηφαγία του Λαδιού~

Ως Σαούλ, ο Matthew MacFadyen!

Ανέκαθεν σκεφτόμουν πως ο θεσμός των Βασιλέων δε συγκινούσε τον Πατέρα. Όλα τα κράτη διέθεταν κι από έναν εκτός από το αγαπημένο Του. Σε εκείνο, έστελνε για τέσσερις αιώνες τους Κριτές, κάτι απόκληρα ζιζάνια που ανελίσσονταν από μηδενικά σε ηγέτες. Όταν τους έζωναν οι εχθροί, θυμούνταν τον Θεό που τους απελευθέρωσε από την Αίγυπτο, έπεφταν στα γόνατα κλαίγοντας σε λιτανείες κι εκείνος φύτευε Κριτές στις μήτρες Ισραηλιτισσών, παράγοντας διαφορά ενοχλητικά πλάσματα με ύστατο τον Σαμουήλ. Αυτός διέφερε, όχι μόνο επειδή ήταν ιδιαίτερα πνευματικός και Προφήτης μα και γιατί του ζητήθηκε ευθαρσώς να δώσει στο Ισραήλ έναν Βασιλιά. Παραδόξως, ένιωθαν υποδεέστεροι, εφόσον δεν είχαν έναν καθολικό δυνάστη πάνω από τα κεφάλια τους. Είμαι σίγουρος πως αν είχαν επιλογή οι Δαίμονες μου, θα με είχαν πετάξει από την Κόλαση και κάψει τον θρόνο μου. Κι όμως, αυτοί αποζητούσαν το Στέμμα, μια σταθερή δυναστεία να κυριαρχεί και φυσικά να τυραννεί.

Η εκλογή του Σαμουήλ δε θα μπορούσε να ήταν πιο παράλογη, μέχρι την επόμενη, βέβαια. Για αυτό, έστειλα τον Βελζεβούλ να επιτηρεί τα γεγονότα, τον Άρχοντα των Μυγών, των αξιοθαύμαστων εντόμων της ερήμου, με την άφταστη ενοχλητικότητα μα σπουδαία υπηρεσία κι αφοσίωση. Εκείνες οι Μύγες σκόπευα να ρημάξουν το πτώμα του χρισμένου Βασιλέως, καθώς ο Δαίμων της Βουλιμίας τον οδηγούσε στην Κόλαση. Ανέκαθεν ο Βελζεβούλ είχε τον τρόπο του με τους γαλαζοαίματους κι εν γένει με τους πολιτικούς.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Σαούλ.

Γιος του Κις, πλούσιου κι ισχυρού, από τη φυλή Βενιαμίν, του νεότερου γιου του Ιακώβ και της Ραχήλ. Το όνομα του σήμαινε επιθυμητός. Είχε γεννηθεί και μεγάλωνε στη Γαβαά, σε μια απλή οικία, μια απλή οικογένεια, μια απλή παιδεία. Είχε ανατραφεί ως γεωργός και κτηνοτρόφος, δε θα φανταζόταν τη Βασίλεια ούτε στα πιο τρελά του όνειρα, δε θα γέμιζε με ματαιοδοξία, οίηση ή λαχτάρα για περισσότερα από όσα του έδινε η γη κι η οικογένεια του. Ήταν πανύψηλος, ψηλότερος από κάθε άλλον Ισραηλίτη και πανέμορφος, ο ωραιότερος της γενιάς του κι όλων των προηγούμενων.

Μα ο λόγος για τον οποίο τον δέχτηκε ο Θεός και διάλεξε, ήταν άλλος, υπέρτατης σπουδαιότητας, που συνέβη πολύ προτού γεννηθεί.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Χάθηκε! Χάθηκε σας λέω! Πάει!»

Υστερικά εισήλθε στον Παράδεισο η Αρχάγγελος Βαραχιήλ, ανέμιζαν αγριεμένα τα κόκκινα μαλλιά της σαν πύρινη χαίτη και μετέφερε τα τραγικά νέα, χωρίς να συγκρατεί οιμωγή, οδυρμό και δάκρυα καταρράκτες.

«Τι έγινε;» Έσπευσε στο πλευρό της ο Γαβριήλ, αναστατωμένη από τις φωνές και τον πανικό, που δε χαρακτήριζαν τη Βαραχιήλ.

«Την πήραν οι Φιλισταίοι!» Ούρλιαξε και κλείστηκε στην αγκαλιά της, σαν τρομαγμένο παιδί. Έγειρε στον ώμο της κι έκλαιγε γοερά.

«Ποιά;» Κατέφθασαν κι ο Μιχαήλ με τον Αζραήλ και τον Ραφαήλ. Χτυπούσαν τα φτερά τους φρενήρως, μεταφέροντας κλήσεις συναγερμού σε όλο τον Παράδεισο.

«Την Κιβωτό της Διαθήκης!» Αποκάλυψε επιτέλους η Βαραχιήλ, σκορπώντας κομμένες ανάσες σε όλους, βλέμματα βλοσυρά θλίψης και σιωπηλό ή ηχηρό θρήνο.

Κανένας δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη μετά από αυτό το φριχτό νέο. Σε μια στιγμή, μαζεύτηκαν όλοι οι Αρχάγγελοι κι ενημερώθηκαν από τον Μιχαήλ, τον πλέον ψύχραιμο. Ο Γαβριήλ είχε τυχαία μαζί της την Αρενιήλ κι είχε κι εκείνη γαντζωθεί πάνω της, δίπλα στη Βαραχιήλ.

«Έσφαξαν τριάντα πέντε χιλιάδες Ισραηλίτες κι έκλεψαν την Κιβωτό ως λάφυρο αιματηρό,» μονολογούσε μέσα στους λυγμούς της η Βαραχιήλ. «Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Ο Σαμουήλ δεν ήταν εκεί και μόνο η δική του καρδιά μας δέχεται πια.»

«Θυμίστε μου· ποιόν λατρεύουν οι Φιλισταίοι;» Ρώτησε ο Αζραήλ, που βαρέθηκε να μελαγχολεί στην αδράνεια κι αποφάσισε να αναλάβει δράση. Ταρακούνησε την Ιερεμιήλ, που είχε γείρει πάνω του, παρακινώντας τη να σταθεί δυναμικά ξανά.

«Τον Δαγών,» αποκρίθηκε αυτόματα ο Ουριήλ.

«Τον Βελζεβούλ, δηλαδή,» συμπέρανε αμέσως ο Άγγελος του Θανάτου, που είχε διδαχθεί τις αντιστοιχίες των παγανιστικών Θεών γύρω από το Ισραήλ με τους Δαίμονες από τον Γαβριήλ. «Μην ανησυχείτε. Θα τους κάνω να καταραστούν την ώρα και τη στιγμή που την καπηλεύθηκαν.»

Άναυδοι τον παρακολουθούσαν οι ακόμη θλιμμένοι Αρχάγγελοι, καθώς εμφάνιζε τα όπλα του και τα τοποθετούσε με ευλάβεια στις ζώνες του.

«Θα σε συμβούλευα να μη δράσεις απερίσκεπτα και μεμονωμένα,» προσπάθησε να τον γειώσει ο Γαβριήλ. «Ας περιμένουμε τις εντολές του Πατέρα.»

«Ο Πατέρας μας έδωσε ελεύθερη βούληση,» υπενθύμισε ετοιμόλογα ο Αζραήλ. «Αυτή τώρα με προστάζει να αποζητήσω αντίποινα. Για την πραγμάτωση των Εντολών που φωλιάζουν στην Κιβωτό, σκότωσα μέσα σε μια νύχτα εκατοντάδες χιλιάδων παιδιά Αιγυπτίων. Αν πιστεύεις ότι θα αφήσω το κειμήλιο για το οποίο θυσίασα τη συνείδηση και τη γαλήνη μου στη μοίρα του, πλανάσαι.»

Τον άφησαν να φύγει. Τα μάτια του είχαν γίνει ιώδη.

«Βαραχιήλ, δεν μπορείς να γυρίσεις στη φύλαξη του Σαμουήλ, σε τέτοια συντριβή,» φάνηκε να αγνοεί το γεγονός ο Γαβριήλ, μολονότι τα λόγια του Αζραήλ είχαν μείνει στην ατμόσφαιρα, βαριά και δυσοίωνα. «Μόλις γυρίσει ο Αζραήλ, θα αναλάβεις εσύ, Ραφαήλ, μέχρι τον θανάτο του τελευταίου Κριτή.»

«Του τελευταίου;» Απόρησε ο Ραφαήλ.

«Με τον Σαμουήλ, τελειώνει η εποχή των Κριτών και ξεκινά αυτή των Προφητών,» απάντησε ο Γαβριήλ. «Έτσι μου είπε ο Εμμανουήλ πριν λίγο.»

«Οι Προφήτες είναι κυρίως πνευματικοί άνθρωποι, όμως,» τόνισε η Ιερεμιήλ. «Ίσως δε σταθούν ικανοί ηγέτες ενός ολοκλήρου λαού.»

«Το Θεϊκό σχέδιο θα ξεδιπλωθεί στην ώρα του,» αποκρίθηκε ο Γαβριήλ ήρεμα κι άπαντες αρκέστηκαν, νεύοντας επιδοκιμαστικά.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Αζραήλ πρόφτασε την Κιβωτό της Διαθήκης και στάθηκε πάνω της αόρατος, καθώς περνούσε τις πύλες της πόλης στην οποία είχαν επιλέξει οι Φιλισταίοι να τη φυλάξουν. Έφτασε στην Ασδώδ και μπήκαν μαζί με την Κιβωτό, στον Ναό του Δαγών. Εκεί, τοποθέτησαν το ιερό κειμήλιο, ως λάφυρο έπαρσης. Την πρώτη ημέρα, αποφασίσει να τους προειδοποιήσει απλώς.

Το πρωί, βρήκαν το τεράστιο άγαλμα του Δαγών πεσμένο με το πρόσωπο καταγής, μπροστά στην Κιβωτό κι άθικτο. Απτόητοι, το σήκωσαν όρθιο ξανά, το τοποθέτησαν στη θέση του, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

Τη δεύτερη ημέρα, βρήκαν το άγαλμα γκρεμισμένο, τσακισμένο στο πάτωμα. Κορμός και πόδια ήταν ακέραια, όμως το κεφάλι και τα χέρια είχαν κατακρεουργηθεί και το πρόσωπο καταγής, μπροστά στην Κιβωτό, όπως ακριβώς και την προηγούμενη ημέρα. Τότε, αποφάσισαν να κλείσουν τον ναό, ώσπου έφτιαχναν καινούριο άγαλμα στον Δαγών. Ο Αζραήλ, ωστόσο, δεν ήθελε να εξευτελίσει τον Δαγών-Βελζεβούλ. Ήθελε να τους αναγκάσει να παραδώσουν πίσω την Κιβωτό.

Την επόμενη ημέρα, πέταξε με την ολόμαυρη περιβολή του πάνω από την Ασδώδ κι ύψωσε το φλεγόμενο σπαθί του στον αιθέρα.

«Νιώστε άπαντες τη δύναμη του Θεού βαριά πάνω σας!»

Χαράκωσε με το σπαθί το χέρι του, αρκετά ώστε να στάξει αίμα. Η ιχώρ που κάποτε ήταν ιώδης, κύλησε χρυσή, όπως όλων των Αγγέλων, για να ταξιδέψει με τον άνεμο σε όλη την πόλη και να στάξει στο χώμα της.

Έπεσε επιδημία. Όλοι οι κάτοικοι της Ασδώδ μα και των γειτονικών πόλεων και χωριών της, γέμισαν πρηξίματα σε όλο το σώμα. Πονούσαν, υπέφεραν, τρόμαξαν.

«Ο Θεός του Ισραήλ μας το έκανε αυτό, όπως και στον Θεό Δαγών. Δεν πρέπει να μείνει εδώ η κιβωτός του ούτε μια μέρα παραπάνω!»

Συγκέντρωσαν άρον άρον τους αρχηγούς κι ηγεμόνες των Φιλισταίων κι εκείνοι κατέληξαν να μετακινήσουν την κιβωτό από την Ασδώδ στη Γαθ. Ο Αζραήλ, είχε σηκώσει τα μάτια στον ουρανό για μια στιγμή, απορώντας πώς πίστευαν ότι θα βαριόταν να τους τιμωρεί.

Το ίδιο ακριβώς μαρτύριο επεβλήθη στη Γαθ. Όλη η πόλη χτυπήθηκε από επιδημία εξογκομάτων, που τους πανικόβαλε, δεδομένων και των γεγονότων της Ασδώδ. Έτσι, τη μετέφεραν ξανά, στην Εκρών. Εκεί, ο Αζραήλ απόλαυσε την είσοδο, διότι δεν υποδέχτηκαν την Κιβωτό ως λάφυρο θριάμβου μα ως κατάρα.

«Μας έφεραν την κιβωτό του Θεού του Ισραήλ, για να μας θανατώσει όλους!»

Αυτό που ακολούθησε τις επόμενες ημέρες, ήταν αντάξιο του χάους μετά το φιάσκο της Βαβέλ. Ο Αζραήλ αποφάσισε να απολύσει όλη του τη δύναμη στα κεφάλια των αλαζονικών Φιλισταίων, που κώφευαν σε όλες του τις προηγούμενες κρούσεις.

Πέταξε και στάθηκε στο ψηλότερο σημείο της πόλης, όρθιος κι επιβλητικός. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια του, κρατώντας το φλεγόμενο σπαθί στο ένα και την αμείλικτη ρομφαία στο άλλο. Έσκυψε το κεφάλι κι επικαλέστηκε τη δύναμη του.

«Πατέρα Θεέ, Άρχοντα των Πάντων, ζητώ την εξουσία να επιρρίψω την Ισχύ μου, δοσμένη από εσένα ως ευλογία, στους κατοίκους της Εκρών!»

Τα σύννεφα παραμέρισαν κι ένα ολόχρυσο φως τον έλουσε. Αυτή ήταν η απάντηση που ανέμενε και χρειαζόταν.

Τις επόμενες ημέρες, δεν ξαπόστασε διόλου. Τριγυρνούσε αδιάκοπα μέσα στην πόλη -πάντοτε αόρατος- και σκορπούσε πανικό, μόνο και μόνο με το τίναγμα του περιώμιου του. Είχε ρίξει κι εκεί την επιδημία των πρηξιμάτων μα δεν επιθυμούσε την αναίμακτη εμπλοκή αυτή τη φορά. Ήθελε να τους ταρακουνήσει συθέμελα. Για αυτό, τακτικά, εισέβαλε στα σπίτια κι έδραπε ψυχές. Πέθαιναν οι ντόπιοι κι ο τρόμος τους γιγαντωνόταν. Οι απελπισμένες κραυγές βοήθειας έφταναν ως τα ουράνια. Σε όλη την υπόλοιπη χώρα, ο Αζραήλ έστειλε αρουραίους, που διέλυαν τα σπαρτά, μόλυναν τα σπίτια και τα φαγητά.

Συγκάλεσαν ξανά τους επικεφαλής των Φιλισταίων. Τους ικέτευσαν να απομακρύνουν την Κιβωτό, προτού τους αφάνιζε όλους. Είχαν περάσει εφτά μήνες από την έλευση της Κιβωτού στη χώρα τους. Κατάλαβαν, επιτέλους, ότι έπρεπε να την επιστρέψουν στο Ισραήλ. Για αυτό, ρώτησαν τους ιερείς και μάγους τους, τους υπηρέτες του Βελζεβούλ.

«Προσέξτε· μην την επιστρέψετε όπως τη λάβατε. Για να γιατρευτείτε και να φύγουν τα χτικιά, συνοδεύστε τη με προσφορές στον Θεό τους, φτιάξτε χρυσά αγαλματίδια. Κυρίως, όμως, για όνομα του Δαγών, μην πεισμώσετε, μην κάνετε το ίδιο λάθος που έκαναν κι οι Αιγύπτιοι. Τέλος, αφήστε την άμαξα να πορευτεί μόνη, χωρίς ανθρώπους συνοδούς. Αν κινηθεί προς τα σύνορα με το Ισραήλ, τότε θα αποδειχθεί ότι οι συμφορές μας ήρθαν από τον Θεό του· αν όχι, ήταν εντελώς τυχαίες.»

Άκουσαν τους ιερείς, προς όφελος τους. Έβαλαν την Κιβωτό σε άμαξα, που έσερναν δυο θηλάζουσες αγελάδες και τη γέμισαν με δέκα ολόχρυσα ομοιώματα· πέντε των πρηξιμάτων που συμβόλιζαν τους Ηγεμόνες των Φιλισταίων κι άλλα πέντε των ποντικών, που συμβόλιζαν τους λαούς τους. Όταν άφησαν τα ζώα ελεύθερα, έσυραν μουκανίζοντας το αμάξι ως τη Βαιθ-Σεμές, την πόλη του Ισραήλ που συνόρευε με τη χώρα τους, χωρίς να ξεφύγουν της διαδρομής ούτε μια στιγμή. Οι Φιλισταίοι Ηγεμόνες ακολουθούσαν από μεγάλη απόσταση, ώστε να επιβεβαιώσουν ότι η Κιβωτός επιστράφηκε κι αμέσως, γύρισαν στα σπίτια τους.

Στη Βαιθ-Σεμές, η Κιβωτός έγινε δεκτή με αλαλαγμούς κι ο Αζραήλ χάρηκε, μολονότι τον δυσαρέστησε η συμπεριφορά τους. Όρμησαν απλοί άνθρωποι σαν μυρμήγκια κι ακούμπησαν την άμαξα, για να τοποθετήσουν την Κιβωτό σε έναν υψωμένο λίθο και να πάρουν τα ζώα και τον χρυσό. Τις αγελάδες, μαζί με δικές τους προσφορές, τα θυσίασαν στον Θεό και τότε μόνο κατέφθασαν οι μόνοι αρμόδιοι, οι Λευίτες, η φυλή του Λευί, που είχαν επωμιστεί την αιώνια φροντίδα της Κιβωτού από τον ίδιο τον Μωυσή. Το ιερότερο κειμήλιο του Ισραήλ, με τις Δέκα Εντολές που υπαγορεύτηκαν από τους Αγγέλους και την ιερή ράβδο του Ααρών που έγινε φίδι μπροστά στον Φαραώ, είχε τεθεί σε κοινή θέα, σαν περιφερόμενο αξιοθέατο. Χόρευαν γύρω του και τραγουδούσαν με κενή χαρά, πίστευε ο Αζραήλ, αφού πριν λίγες μέρες γιόρταζαν γύρω από το είδωλο κάποιου κίβδηλου Θεού.

Ο Αρχάγγελος του Θανάτου θύμωσε με την αχαριστία κι απερισκεψία τους. Η αποστολή του είχε ολοκληρωθεί· η Κιβωτός της Διαθήκης είχε επιστρέψει στα εδάφη που ανήκε, έπρεπε να γυρίσει στον Παράδεισο. Προτού, όμως, φύγει, στάθηκε πάνω από τη Βαιθ-Σεμές, τη νύχτα, όταν έπεσαν όλοι κατάκοποι και μεθυσμένοι για ύπνο, άνοιξε διάπλατα χέρια και φτερά κι έβγαλε μια ιαχή, μια κλήση αρχέγονη, εκκωφαντική σαν βροντή. Τον τύλιξε μια λάμψη τρομερή, ψυχρά λευκή, του πάγου κι άρχισε η αγκαλιά του να γεμίζει ψυχές. Τη νύχτα εκείνη, θανάτωσε για παραδειγματισμό πέντε χιλιάδες εβδομήντα άνδρες, όλους όσους είχαν δει με τα μάτια τους την Κιβωτό και δεν ήταν Λευίτες.

Τότε, ετοιμάστηκε να γυρίσει επιτέλους στο σπίτι του. Ωστόσο, διαισθάνθηκε ευθύς την παρουσία της πρώτης του φύσης, την ολόμαυρη παρουσία της Κόλασης κι εντόπισε μια μύγα στον άνεμο, παράξενη για την εποχή του χρόνου.

«Εμφανίσου, Βελζεβούλ,» πρόσταξε χωρίς ίχνος φόβου.

Με ένα γέλιο ψυχαγωγίας, πήρε μορφή εμπρός του ο Δαίμων της Λαιμαργίας και στάθηκε, κοιτώντας τον αφ'υψηλού.

«Πόσους σκότωσες αυτές τις μέρες, αδελφέ; Είκοσι, τριάντα χιλιάδες; Σκότωνες, άραγε, τόσους, όταν βρισκόσουν μαζί μας;»

«Δεν είναι δουλειά σου η αποστολή μου κι αμφιβάλλω αν θυμάσαι ακόμη τις προσταγές του Κυρίου και Θεού,» αντέκρουσε ψυχρά ο Αζραήλ, με τα χέρια στα πλευρά, έτοιμος να αρπάξει ένα όπλο ανά πάσα στιγμή.

«Δουλειά μου είναι οι Φιλισταίοι και ο Δαγών τους, τον οποίον εξευτέλισες δυο φορές. Με προσέβαλες και θα υπάρξει αντεκδίκηση.»

«Όποτε θέλεις, καλοδεχούμενη.»

«Άραγε πώς θα αντιδράσει ο Θεός, εφόσον σκότωσες έξι χιλιάδες από το αγαπημένο του γένος;» Θέλησε να του τραυματίσει την υπερηφάνεια ξανά.

«Τηρώ τις διαταγές και τον Νόμο Του. Δεν είχαν δικαίωμα ούτε να αγγίξουν ούτε να εκθέσουν την Κιβωτό. Τιμωρήθηκαν όπως τους άξιζε,» αντέκρουσε απτόητος ο Αρχάγγελος. «Άλλωστε, ούτε γυναίκες πέθαναν ούτε παιδιά· ανόητοι, ελαφρόμυαλοι άνδρες χάθηκαν, που τη μια μέρα λατρεύουν τα ξύλινα είδωλα και την άλλη -επειδή δε βρίσκουν σωτηρία- πέφτουν και ραίνονται με χώμα για τον Θεό μήπως και τους λυπηθεί. Δε λυπάμαι που τους σκότωσα. Βάραιναν αδίκως τη γη με την ύπαρξη τους.»

«Πόσες χήρες κι ορφανά αφήνουν, όμως;»

Ήταν η σειρά του Αζραήλ να γελάσει, με όλη την ειρωνία και χολή που διέθετε.

«Από πότε νοιάζεται η Κόλαση για αυτά; Ηθικολογίες από εσάς δε θα δεχτώ! Ούτως ή άλλως, ο Κύριος θα φροντίσει για όλους. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι οι αθώοι θα βρουν παρηγοριά και μέριμνα.»

Άνοιξε τα αγγελικά φτερά του κι υψώθηκε στον αέρα.

«Να περιμένεις την ποινή μου, δε θα το ξεχάσω!» Τον προειδοποίησε ξανά ο Βελζεβούλ.

«Αναντίρρητα,» αποκρίθηκε μειδιάζοντας. «Μονάχα μάθε ότι τώρα τον Σαμουήλ προστατεύει ο Ραφαήλ και δε θα ήθελες να τον δοκιμάσεις στην πάλη. Μα δε χρειάζεται να σου το πω. Τον γνωρίζεις πριν από εμένα.»

Όσο για την Κιβωτό της Διαθήκης, μετά το μέγιστο πένθος που έφερε στη Βαιθ-Σεμές, μεταφέρθηκε τάχιστα στην Κιριάθ-Ιαρίμ, όπου διέμεινε επ'αόριστον και τα χρόνια περνούσαν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Ώστε ζήτησαν Βασιλιά;»

Ο Εωσφόρος, μολονότι είχε ακούσει τα νέα από τον Μπελέθ προ πολλού, παρέμενε εντυπωσιασμένος. Γύρω του, όλοι οι Δαίμονες των Αμαρτημάτων, ο Πρίγκιπας κι ο Αββαδδών, στέκονταν σιωπηλοί κι ακίνητοι, παρακολουθώντας τον ανελλιπώς με τα μάτια.

«Δεν είναι τόσο μεγάλη έκπληξη, δεδομένου ότι ο Σαμουήλ προσπαθούσε να χρίσει διαδόχους Κριτές τα παιδιά του,» τόνισε ο Αζαζέλ. «Μα αυτός δεν είναι Γεδεών.»

«Μην αναφέρεις τον Γεδεών, συγχύζομαι!» Ξεσπάθωσε ο Σατανάς. «Βρέθηκα μια ανάσα προτού κατακτήσω κι αυτόν και τον Σαμψών κι όμως, απέτυχα, γιατί τους φυλούσε αυτή η νυφίτσα ο Ουριήλ!»

«Οφείλουμε αυτήν την ανατροπή στον Γεδεών, πάντως,» υποστήριξε χαμογελαστά ο Μαμμωνάς. «Αν δεν υπήρχε το προηγούμενό του, δε θα είχαμε φροντίσει να διαβάλουμε τους γιούς του Σαμουήλ από νωρίς. Έτσι, λοιπόν, ούτε ο άψογος Πατέρας ούτε το περιστασιακά πιστό Ισραήλ δύνανται να τους ανεχτούν για Κριτές κι Αρχηγούς τους, τόσο διεφθαρμένοι που είναι!»

«Έλαβε τέλος η εποχή των Κριτών, συνεπώς. Ξεκινά ο καιρός των Βασιλέων,» σχολίασε μελαγχολικά ο Βηλφεγώρ. «Το Ισραήλ περνά από τη Θεοκρατία στη Μοναρχία. Μας συμφέρει, άραγε;»

«Φυσικά,» απάντησε ευθύς ο Αββαδδών, χωρίς δεύτερη σκέψη. «Δεν μπορούσαμε να διαβρώσουμε τον Θεό, σε αντίθεση με οποιονδήποτε θνητό χρίσουν Βασιλιά. Πλέον, έχουμε απτές ευκαιρίες να κυριαρχήσουμε ουσιαστικά στο Ισραήλ!»

Έσπευσαν πολλοί να τον στηρίξουν και να ενισχύσουν την άποψη του μα σύντομα σώπασαν ολότελα, βλέποντας το σκοτεινό βλέμμα του Εωσφόρου και τα μάτια που κοκκίνιζαν.

«Επιφανειακά, έχεις δίκιο, παρόλο που βιάζεσαι να χαρείς και να γιορτάσεις, όπως οι περισσότεροι, προφανώς,» επισκίασε με τη φωνή του κάθε άλλη κουβέντα. «Ίσως μας συμφέρει η Μοναρχία, κατά τα φαινόμενα, αλλά μπορεί και με τους Βασιλείς να έχει απευθείας επικοινωνία, όπως με τους Κριτές και τους Προφήτες. Έτσι, δεν αλλάζει τίποτα για εμάς.»

«Μακάρι να ξέραμε ποιόν θέλει να χρίσει,» αναστέναξε εκνευρισμένα ο Μπελέθ. «Θα προλαβαίναμε να τον πάρουμε υπό την προστασία μας πριν τον Θεό.»

«Θα χρίσει άλλον,» αντέκρουσε κοφτά ο Εωσφόρος.

«Ή θα παρατήσει το πείραμα και θα γυρίσει στους παλιούς, καλούς Κριτές!» Ονειροπόλησε ο Σατανάς.

«Σκάσε,» κουράστηκε να τον ακούει ο Διάβολος. «Δεν είναι αυτοί το πρόβλημα μα οι παλιοπροφήτες! Τι στον Γαβριήλ θέλουν να προφητεύσουν αυτοί; Τι ετοιμάζεται κάτω από τις μύτες μας κι ακόμα δεν έχουμε συνειδητοποιήσει;»

«Κι είναι κι αυτοί οι Αρχάγγελοι, αυθάδεις και μυστικοπαθείς, μας κοροϊδεύουν κατάμουτρα!» Γρύλισε ο Βελζεβούλ. «Ο Αζραήλ γκρέμισε το άγαλμά μου δυο φορές κι οι Φιλισταίοι τρόμαξαν.» Σταμάτησε απότομα, βλέποντας τη ματιά του Εωσφόρου να σκοτεινιάζει χειρότερα, στην επικίνδυνη αναφορά. «Τέλος πάντων, δώσε μου την άδεια να ανέβω και να τους λιώσω.»

«Ήρθε η ώρα της υπομονής για εμάς,» τον σταμάτησε με μια απλή μα επιτακτική κίνηση ο Άρχοντας της Κόλασης. «Ας μη δράσουμε βιαστικά. Το να επιτηρούμε τις εκατοντάδες χιλιάδων των Ισραηλιτών, για να βρούμε τον πιθανό Βασιλιά, είναι ανόητο. Όταν ονομαστεί επίσημα, θα τον αναλάβουμε. Σου υπόσχομαι, όμως, Βελζεβούλ, ότι θα στείλω εσένα. Λίγη παραπάνω εμπάθεια για τους Αρχάγγελους, είναι ευπρόσδεκτη.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Σαούλ είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στη Γαβαά. Ο Σαμουήλ δίδασκε, κήρυττε και κυβερνούσε από τη Ραμά. Οι πόλεις αυτές γειτόνευαν, με τη Ραμά, να βρίσκεται δυτικότερα της Γαβαά. Το παιδί εκείνο, από την ταπεινότερη φυλή των Δώδεκα, μεγάλωνε και ζούσε απλά, αγνοώντας το σπουδαίο, φωτισμένο, μεγαλειώδες του πεπρωμένο. Ο δε Σαμουήλ, είχε στοιχειωθεί από την πρόταση των Ισραηλιτών για Βασιλιά, που του φαινόταν αλλόκοτη, ώστε προσευχόταν για πνευματική αρωγή διαρκώς στον Θεό. Τελικά, του απάντησε ο Φύλακας Άγγελος του κι ουράνιος εκπρόσωπος, ο Αρχάγγελος Ραφαήλ.

«Μη φοβάσαι τη λαϊκή απαίτηση· άκου και δέξου την. Δεν περιφρόνησε εσένα το Ισραήλ μα εμένα, απαρνήθηκε την ως τώρα Βασιλεία μου. Από την ημέρα που τους έβγαλα από την Αίγυπτο μέχρι σήμερα, πολλάκις με εγκατέλειψαν και λάτρευαν άλλους θεούς. Τώρα, νιώθεις την καταφρόνηση που νιώθω εδώ κι αιώνες. Πράξε, λοιπόν, αυτό που σου ζητούν, ωστόσο ξεκαθάρισε τους την πραγματική εξουσία του Βασιλιά πρώτα. Ο Βασιλιάς που θα οριστεί, θα κυβερνά πρωτίστως με δική του βούληση, όπως κάθε άνθρωπος. Θα παίρνει τους γιούς τους στον στρατό, στην πρώτη γραμμή, για να καλύπτουν εκείνον. Άλλους θα τους κάνει αγρότες και θεριστές στα χωράφια του ή χτίστες κι οπλοποιούς. Τις κόρες τους θα τις κάνει δούλες· μαγείρισσες, πλύστρες, ράφτρες. Από σπαρτά δικά τους, αμπέλια, στάχυα κι από τα ζωντανά, θα δικαιούται το ένα δέκατο. Δούλοι του θα γίνουν. Και τότε, θα παραπονεθούν για τον Βασιλιά που οι ίδιοι απαίτησαν, μα δε θα απαντήσω.»

Ο Σαμουήλ μετέφερε τα λόγια του Θεού κατά γράμμα στους Αρχηγούς των Φυλών. Κανένας δε φάνηκε να πτοείται, ήθελαν αμετάκλητα Βασιλιά και δε δίσταζαν ουδόλως.

«Ποιός θα διοικεί τους στρατούς μας και θα νικά τις μάχες, Σαμουήλ; Εσύ ή μήπως οι διεφθαρμένοι σου γιοί;»

«Θαρρείς ότι, μόνο και μόνο επειδή τους διόρισες αυτοβούλως, σου μοιάζουν στην ευσέβεια κι αγνότητα;»

Όσο κι αν πονούσε η καρδιά του στην αναφορά των παιδιών του, κατανοούσε το δίκιο και το πείσμα τους. Ωστόσο, λυπούταν για την επιλογή αυτή και θα την άλλαζε με κάθε κόστος αλλά ήταν πολύ αργά. Είχε ληφθεί η απόφαση, οριστικά κι αμετάκλητα. Έτσι, έβγαλε έξω τους Αρχηγούς και προσευχήθηκε ξανά στον Θεό, ζητώντας καθοδήγηση στην επιλογή του για Βασιλιά. Ένιωθε πως ήταν ελάχιστος, μηδαμινός, για να διαλέξει τον κατάλληλο μονάρχη του Ισραήλ και μάλιστα τον πρώτο.

«Αύριο, θα σου στείλω έναν άνδρα από τη φυλή του Βενιαμίν, για να τον χρίσεις ηγεμόνα. Αυτός θα τους ελευθερώσει από τους Φιλισταίους. Είδα τη δυστυχία του λαού μου κι η κραυγή τους για βοήθεια έφτασε σε εμένα,» απάντησε ξανά ο Ραφαήλ, φορώντας ένα εκτυφλωτικά λαμπερό φωτοστέφανο, διάδημα του Ουρανού.

Ο Σαμουήλ έδωσε μια λακωνική απόκριση στους Ισραηλίτες και τους έστειλε στα σπίτια τους.

«Θα έχετε Βασιλιά. Θα σας τον φανερώσω, όταν έρθει η σωστή ώρα.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Σαούλ, τότε, δεν ήταν παρά δεκαπέντε ετών, αμούστακο, άγουρο αγόρι, όταν ο Θεός θέλησε να συναντηθεί με τον Σαμουήλ. Ξύπνησαν μια ημέρα κι ανακάλυψαν πως οι όνες του πατέρα του είχαν εξαφανιστεί μυστηριωδώς. Φώναξε, λοιπόν, ο Κις τον Σαούλ κοντά του αμέσως.

«Πάρε έναν υπηρέτη κι αναζητήστε τες. Δεν είναι δυνατόν να έχουν πάει μακριά, θα τις βρείτε εύκολα.»

Ο Σαούλ υπάκουσε ευθύς και σε ελάχιστη ώρα, ξεκίνησαν με τον υπηρέτη του ονόματι Αφέζ και δυο άλογα να ψάχνουν τις γαϊδούρες. Στις γύρω περιοχές, δεν τις βρήκαν. Ακολούθησαν το ορεινό μονοπάτι, ανέβηκαν τα βουνά του Εφραΐμ μα τίποτα. Πέρασαν τη Σαλισά και Σααλίμ μα δε βρήκαν τα ζώα. Επέστεψαν στον Βενιαμίν κι έψαξαν ξανά, ρωτώντας και τους ντόπιους που γνώριζαν μα δεν έμαθαν ή είδαν τίποτα.

«Πάμε να γυρίσουμε πίσω,» πρότεινε ο Σαούλ, κατανοώντας ότι είχαν λείψει πολύ περισσότερο από το αναμενόμενο, τρεις ολόκληρες ημέρες. «Ο πατέρας μου θα πάψει να ανησυχεί για τις όνες και θα αναζητά εμάς.»

«Εδώ κοντά, βρίσκεται η Ραμά, όπου κατοικεί ένας Βλέπων, ένας άνθρωπος του Θεού. Ας πάμε να τον δούμε, προτού εγκαταλείψουμε την έρευνα,» πρότεινε ο Αφέζ με τη σειρά του. «Χαίρει εκτίμησης από όλους κι όσα λέει, πραγματοποιούνται. Ίσως μας αποκαλύψει πού είναι τα ζώα.»

«Μα τι θα του προσφέρουμε ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του;» Απόρησε ο νεαρός αφέντης. «Δώρα δεν έχουμε και το ψωμί μας έχει σωθεί.»

«Έχω εγώ ένα τέταρτο του ασημένιου σίκλου, αυτό θα του δώσουμε,» είπε ο υπηρέτης και φανέρωσε το νόμισμα, κρυμμένο καλά στη ζώνη του.

«Πολύ καλά, λοιπόν,» ένευσε χαμογελώντας ο Σαούλ. «Θα έχουμε την τιμή να γνωρίσουμε έναν Κριτή και Βλέποντα.»

Έτσι αποκαλούσαν τότε τους Προφήτες, καθώς δεν ήταν ξεκάθαρο τι προφήτευαν· ήταν οι Βλέποντες, διότι έβλεπαν ολοκάθαρα το μέλλον.

Ο Σαμουήλ στεκόταν στον κήπο του κι επέβλεπε ετοιμασίες για θυσία. Ετοίμαζαν τρία παχιά πρόβατα προς τιμήν του Θεού. Μόλις ένιωσε το ευγενές χτύπημα στον ώμο του, γύρισε κι αντίκρισε το πιο καθαρό κι άψογο πρόσωπο στον ψηλότερο άνδρα που είχε αντικρίσει ποτέ του, παρά το νεαρό της ηλικίας.

«Θα μπορούσες να μου δείξεις το σπίτι του Σαμουήλ, του Κριτή;» Ρώτησε ο Σαούλ και πίσω του ο Σαμουήλ είδε να αιωρείται ολόλαμπρα ο Ραφαήλ, με ένα πλατύ χαμόγελο επιδοκιμασίας.

«Αυτός είναι ο άνδρας που σου έλεγα. Αυτός θα βασιλέψει στον λαό μου, έτσι πρέπει και του αρμόζει,» είπε ο Αρχάγγελος στον Προφήτη και το γέρικο πρόσωπο του φωτίστηκε εξίσου από αγαλλίαση.

«Εγώ είμαι ο Βλέπων, παιδί μου,» απάντησε στον Σαούλ, που ανακουφίστηκε εμφανώς. Ο Σαμουήλ αγκάλιασε στοργικά τους αγκώνες του, αφότου ο νέος έπεσε στα γόνατα και φίλησε τον ποδόγυρο του με σέβας. «Προπορεύσου εσύ μέσα. Θα φάτε μαζί μου σήμερα, με τον υπηρέτη σου. Έπειτα, μπορείς να πας όπου επιθυμείς. Επίσης, για τα γαϊδούρια που αναζητάς εδώ και τρεις μέρες, μην ανησυχείς διόλου, διότι βρέθηκαν.»

«Είναι μεγάλη χαρά και τιμή μας,» ένευσε καταφατικά το κεφάλι σαν υπόκλιση ο Σαούλ.

«Όχι όσο η δική μου, γιε του Κις,» διαφώνησε ενθουσιωδώς ο Προφήτης κι έσφιξε πατρικά τα μπράτσα του αγοριού. «Πού βασίζονται όλες οι ελπίδες και προσδοκίες του Ισραήλ πλέον, αν όχι σε εσένα και στην οικογένεια σου;»

«Σε εμένα;» Εξεπλάγη ο Σαούλ και μόρφαζε ανεπαίσθητα, γεμάτος απορίες. «Πώς γίνεται αυτό; Ανήκω στη φυλή του Βενιαμίν, την πιο ασήμαντη όλων κι η οικογένεια μου είναι η υποδεέστερη όλων στη φυλή μας! Δεν είναι δυνατόν να ισχύουν αυτά που λες, με όλον τον σεβασμό.»

Είχε σκύψει το κεφάλι ντροπιασμένα στο χώμα, μην τολμώντας να κοιτάξει τον Κριτή κατάματα. Είτε τον περιέπαιζε είτε όχι, θα παρέμενε ακέραιος κι αξιοπρεπής.

Μετά την προγραμματισμένη θυσία, έλαβε χώρα το δείπνο στο σπίτι του Σαμουήλ, με τριάντα άνδρες καλεσμένους κι ο Σαούλ με τον Αφέζ χωριά. Έβαλε τον νεαρό γίγαντα να καθίσει δίπλα του τιμητικά και συγκινημένος, ενώ του προσέφερε το καλύτερο μέρος του σφαχτού, για να φάει χορταστικά κι εκλεκτά. Το βράδυ, πρόσταξε κι έστρωσαν για τον Σαούλ στο δώμα, σε κρεβάτι κανονικό, για να κοιμηθεί άρτια. Η φιλοξενία ήταν αρχοντική, ονειρική για το αγόρι, που είχε μεγαλώσει στα χωράφια κι είχε μάθει να κοιμάται κατάχαμα ή σε προβιές.

Με το πρώτο φως της Αυγής, σηκώθηκαν όλοι κι ετοιμάστηκαν ο Σαούλ με τον Αφέζ να γυρίσουν πίσω στη Γαβαά. Ο Σαμουήλ θέλησε να τους ξεπροβοδίσει μα, όταν είχαν και τα άλογα τους έτοιμα, ξεκίνησε το έργο που ο Θεός του είχε αναθέσει.

«Ζήτησε από τον υπηρέτη σου να προπορευθεί,» είπε στον Σαούλ διακριτικά. «Ο Κύριος επιθυμεί να ακούσεις τον Λόγο Του.»

Μολονότι υπάκουσε αμέσως και χωρίς δισταγμό, ο νεαρός αδυνατούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, γεγονός που σύντομα θα άλλαζε.

Ο Σαμουήλ, όταν ο Αφέζ ξεμάκρυνε αρκετά, άνοιξε ένα φλασκί με λάδι και το άδειασε στο κεφάλι του. Ύστερα, τον φίλησε στο μέτωπο με στοργή, διότι έτρεμε από δέος και του μίλησε με στόμφο κι υπερηφάνεια.

«Ο Κύριος σε έχρισε Άρχοντα του λαού που του ανήκει. Άκου, τώρα, προσεκτικά, όσα θα συμβούν σήμερα, για να μην έχεις καμία αμφιβολία ότι ο Θεός είναι μαζί σου, σε οδηγεί και σε διάλεξε. Να είσαι πάντοτε ταπεινός, αγνός κι ευσεβής, όπως είσαι σήμερα. Μετά από όσα συμβούν σήμερα, Σαούλ, το Πνεύμα του Κυρίου θα σταθεί πάνω σου και θα μπορείς να δράσεις ως αντιπρόσωπος Του.»

Η ημέρα, αφότου Προφήτης και χρισμένος Βασιλεύς πια χωρίστηκαν, κύλησε όπως ακριβώς είχε περιγράψει ο Σαμουήλ. Ο Σαούλ δεν ξαναβρήκε τον υπηρέτη του, διότι είχε πορευθεί πολύ κι είχε φτάσει στη Γαβαά ήδη. Προχώρησε, λοιπόν, μόνος, ως τη Σελσά, κοντά στον τάφο της Μάνας Ραχήλ, όπου συνάντησε δυο γείτονες του, που ανακουφίστηκαν σαν τον είδαν.

«Ο πατέρας σου βρήκε τις γαϊδούρες σας σχεδόν αμέσως αφότου έφυγες με τον υπηρέτη. Ωστόσο, αγωνιούσε για εσένα κι ωρύεται πώς θα σε βρει.»

Έτσι ακριβώς του είχε πει ο Σαμουήλ ότι θα του μιλούσαν. Αυτά ακριβώς τα λόγια του είχε παραθέσει. Ανατρίχιασε. Κατάλαβε ότι δεν ήταν ώρα να επιστρέψει στο σπίτι του μα να ακολουθήσει την πορεία που του είχε προτείνει ο Βλέπων.

«Είμαι καλά, πείτε του, όπως κι ο Αφέζ, που έχει γυρίσει. Θα γυρίσω κι εγώ σύντομα, μα πρώτα πρέπει να συναντήσω κάποιον.»

Τους χαιρέτησε τυπικά και συνέχισε την έφιππη διαδρομή του. Έφτασε στους πρόποδες του Όρους Θαβώρ, στην επιβλητική, χαρακτηριστική του βελανιδιά. Εκεί, συνάντησε τρεις προσκυνητές, που ανέβαιναν στο ιερό της Βαιθήλ. Κουβαλούσαν μαζί τους προσφορές· τρία κατσίκια ο πρώτος, τρία καρβέλια ψωμί ο δεύτερος κι ο τρίτος έναν ασκό κρασί. Όπως είχε πει ο Σαμουήλ, τον χαιρέτησαν και του προσέφεραν δυο καρβέλια ψωμί, τα οποία εκείνος δέχτηκε ταπεινά. Έφυγε αμέσως και γύρισε στην πατρίδα του μα όχι στο σπίτι. Ανέβηκε στον λόφο, όπου οι Φιλισταίοι είχαν ενσταλάξει φρουρά και συνάντησε μια ομάδα προφητών, οι οποίοι κατέβαιναν μετά από θυσία, παίζοντας άρπα, τύμπανο, φλογέρα και κιθάρα, ενώ προφήτευαν, επικοινωνώντας με τον Θεό απευθείας.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Εκείνη την ώρα, συγκάλεσαν οι Αρχάγγελοι συμβούλιο στον Παράδεισο, για να λάβουν την πλέον σημαντική απόφαση.

«Ποιός θα γίνει Φύλακας του Σαούλ;» Ρώτησε κατευθείαν ο Γαβριήλ, αποφεύγοντας κάθε χρονοτριβή. «Ο Εμμανουήλ ανέθεσε την εκλογή σε εμένα.»

Πετάχτηκαν αυτόματα τα χέρια του Αζραήλ και του Ιεγουδιήλ, προτού προλάβουν οι υπόλοιποι να αντιδράσουν καν.

«Εξαίρετα,» σχολίασε με ευχαρίστηση ο Γαβριήλ. «Με την ευλογία του Θεού και το Άγιο Πνεύμα κοντά σου, κατέβα Ιεγουδιήλ.»

«Με τη Χάρη Του πάντοτε,» κατένευσε ο Αρχάγγελος «Δοξαστής» και πέταξε ευθύς προς τη γη. Γνώριζε πόσο επείγουσα ήταν η κατάσταση κι έσπευσε στο πλευρό του Σαούλ, όπου θα στεκόταν διαρκώς, μέχρι το τέλος της ζωής του.

Όσοι παρέμειναν, ευχήθηκαν να ήταν στη θέση του, διότι η ένταση που δημιουργούταν ανάμεσα στον Γαβριήλ και τον Άγγελο του Θανάτου φάνταζε αποπνικτική, σαν πύρινη λαίλαπα που θα τους παρέσερνε σε έναν όλεθρο λάβας και ερέβους.

«Από τότε που επέστρεψα από τη Βαιθ-Σεμές, με αγνοείς εσκεμμένα κι εξοργιστικά, Γαβριήλ,» γρύλισε ο τελευταίος, επικεντρωμένος στην απαθή μορφή του 'Αγγελιαφόρου'. «Δε θεώρησες καν το γεγονός ότι κι εγώ ήθελα να γίνω Φύλακας του Σαούλ.»

«Πρόκειται για τον πρώτο Βασιλιά του Ισραήλ, μια πραγματική πρόκληση για έναν Φύλακα Άγγελο. Δε θα ησύχαζα διόλου, αν τον αναλάμβανες, δεδομένου του χαρακτήρα σου,» απάντησε ψύχραιμα ο Γαβριήλ, παρόλο που τα μάτια της άστραφταν εξημμένα με ασυγκράτητη μήνι.

«Πώς τολμάς να με κρίνεις;» Στάθηκε εμπρός της ο Αζραήλ, ώστε να κοιτάζονται κατάματα, προκλητικός κι έτοιμος να ξεσπάσει όλη την αποστροφή που ελάμβανε από την τελευταία του επίγεια εξόρμηση.

Σαν αυτό να αποτέλεσε έναυσμα προειδοποίησης, όλοι οι άλλοι Αρχάγγελοι εξαφανίστηκαν διακριτικά, πετώντας αθόρυβα, για να μην εμπλακούν στη διαφωνία μη ηθελημένα. Οι δυο αντίλογοι δε φάνηκαν να νοιάζονται, ούτε καν να τους αντιλαμβάνονται.

«Με αδικείς, Γαβριήλ, θεωρείς τη δικαιοδοσία μου υποδεέστερη της ιερότητας σου,» την κατηγόρησε ανοιχτά ο Αζραήλ.

«Εφόσον είναι δοσμένη από τον Πατέρα, δεν την υποτιμώ,» αντιτάχθηκε εκείνη, ατάραχη. «Δεν είναι υποχρέωση μου, όμως, να εγκρίνω τις αχρειότητες σου. Τόσες χιλιάδες ανθρώπων νεκροί, μαζί και παιδιά του Ισραήλ!»

«Θέλεις να σου υπενθυμίσω τι έκαναν;»

«Δεν έπρεπε να επιλέξεις τη θανάτωση· ούτε των Φιλισταίων ούτε των Ισραηλιτών. Τα εξογκώματα αρκούσαν, εκεί έπρεπε να σταματούσες.»

«Κατέρριψαν τον Λόγο του Θεού, τις Δέκα Εντολές Του, τον Νόμο του Μωυσή,» της υπενθύμισε με φωνή τραχιά από πάθος και πίστη στο δίκιο του. «Εφόσον ο Νόμος του Μωυσή είναι θεόπνευστος και θεάρεστος, αυτόν εφαρμόζω κατά γράμμα. Μην υποκρίνεσαι ότι δεν έχω δίκιο. Είχες πολλές ευκαιρίες να με σταματήσεις μα δεν το έκανες· όχι μόνο γιατί σωστά έπραττα αλλά και γιατί ο Πατέρας το εγκρίνει. Εκείνος μου έδωσε τη δύναμη να παίρνω ψυχές και δε με επέπληξε.»

«Όταν καταλάβεις ότι ο μόνος Λόγος του Θεού είναι ο Εμμανουήλ, που διαρκώς μας συστήνει έλεος, κατανόηση κι ευσπλαχνία, τότε μονάχα θα γίνεις αληθινός Αρχάγγελος,» διέλυσε την υπεράσπιση του ο Γαβριήλ. «Μην κρύβεις τη δολοφονική σου εμμονή πίσω από την ανοχή του Πατέρα. Πρόκειται για ασέβεια κι ιεροσυλία.»

Ο Αζραήλ σώπασε. Έσκυψε το κεφάλι με ντροπή και μεταμέλεια, φοβούμενος ότι είχε παραφερθεί.

«Ίσως έχεις δίκιο,» παραδέχτηκε ειλικρινά. «Ίσως τα χίλια χρόνια που βρίσκομαι μαζί σας δεν είναι αρκετά, για να κατανοήσω το ποιόν και το νόημα του Θεού και του Παραδείσου. Δε σημαίνει, ωστόσο, πως είμαι υπερβολικά υπερόπτης, ώστε να μη ζητήσω βοήθεια.»

«Και θα την έχεις,» τον βεβαίωσε, με ένα υποστηρικτικό χέρι στον ώμο του. «Πήγαινε στην Αρενιήλ. Εκείνη, με τη Σοφία του Παραδείσου και της Κόλασης, μπορεί να σου εξηγήσει τα πάντα καταλλήλως.»

«Μάλλον αντιπροσωπεύω το ζοφερό παρελθόν ή το παρόν που αδυνατούμε να αντιμετωπίσουμε,» σχολίασε με ένα πικρό μειδίαμα ο Αζραήλ, ανοίγοντας τα φτερά του. «Σε ευχαριστώ.»

«Το χρέος μου κάνω,» αποκρίθηκε, χαιρετώντας τον με ένα νεύμα.

Προτού φύγει, παρόλα αυτά, ο πρώην Πρίγκιπας της Κόλασης στράφηκε προς το μέρος της με τα γαλανά του μάτια να ακτινοβολούν θάρρος.

«Το μόνο που ζητώ είναι σεβασμός κι αποδοχή. Αν όχι για την ιδιαιτερότητα του καθήκοντος μου, τουλάχιστον για το γεγονός ότι επωμίστηκα ένα έργο που εμφανώς κανένας σας δεν τολμούσε να αναλάβει πρωτύτερα.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το Άγιο Πνεύμα, το άυλο μα πανίσχυρο ον, εισχώρησε στον νου του Σαούλ και τον φώτισε ολοκληρωτικά. Άνοιξαν τα μάτια του εντελώς, δεν έβλεπε μόνο ανθρώπους μα και πνεύματα. Έλαβε το χρίσμα των Προφητών. Πάνω από τους εύχαρους Προφήτες, είδε τους Αγγέλους τους να χορεύουν στον άνεμο, να ψάλλουν και να σκορπούν αμόλυντο, ολόχρυσο φως. Τούτα, ανθρώπινα μάτια δε θα μπορούσαν να τα δουν ποτέ. Μα το Άγιο Πνεύμα, είχε ενώσει την ψυχή του με τον Παράδεισο.

Μια απροσδόκητη λάμψη σχεδόν τον τύφλωσε, ερχόμενη σαν πεφταστέρι από τον ουρανό. Μόλις καθάρισε η όραση του, αντίκρισε έναν ψηλό άνδρα, με δυο τεράστια, λευκά φτερά, μαλλιά στο χρώμα της φωτιάς και μάτια πράσινα, ανεκτίμητα σμαράγδια. Η πανοπλία του ήταν κόκκινη, χάλκινη ως επί το πλείστον. Το διάδημα που κοσμούσε τους κροτάφους του έφερε όλα τα πετράδια του κόσμου και το χαρακτηριστικό του όπλο, το αμείλικτο φραγγέλιο, φάνταζε τρομερό.

«Χαίρε, Σαούλ, γιε του Κις,» υποκλίθηκε ο κατάφωτος στρατιώτης. «Ονομάζομαι Ιεγουδιήλ, είμαι Άγγελος του Κυρίου και Θεού κι έχω οριστεί να σε φυλάω για όλη σου τη ζωή.»

«Τιμή μου,» κατάφερε να ψελλίσει μέσα στην παραζάλη της πρωτόγνωρης πλησμονής που ένιωθε ο νεαρός, καθώς δεχόταν μέσα στην άσπιλη ψυχή του όλο το μεγαλείο που ξεδιπλωνόταν εμπρός του. Δεν μπόρεσε να πει άλλα, διότι χάθηκε ο κόσμος γύρω του, σκοτείνιασε απότομα και σκόρπιες σκηνές ξεκίνησαν να εκτυλίσσονται στον νου και στην όραση του.

Ένας απέραντος στρατός κατέβαινε βουνά και πεδιάδες, περνώντας πόλεις λεηλατημένες, για να συνθλίψει το Ισραήλ. Έρχονταν από την Αμμών, από τα ανατολικά και διαβαίναν τον ποταμό Ιορδάνη· οι Αμμωνίτες.

Προτού το καταλάβει καν, ο Σαούλ άρχισε να μιλά, να περιγράφει τις εικόνες που δεχόταν όσο πιο ζωντανά μπορούσε. Προφήτευε κι αυτός μαζί με τους ρακένδυτους, κοκαλιάρικους άνδρες, τους απλούς αγροίκους, ένας Βασιλιάς επάξιος, σεμνός και με ψυχή καθάρια σαν παιδιού.

Η συντροφιά διέσχιζε τους δρόμους της πόλης κι όλοι αναγνώριζαν τον Σαούλ ανάμεσα τους. Απορούσαν, αδυνατούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους.

«Τι δουλειά έχει ο μικρός με τους ανθρώπους του Θεού;»

«Πότε άφησε τα χωράφια και τα πρόβατα, για να γίνει Βλέπων

«Κι ο Σαούλ ανάμεσα στους Προφήτες; Ο Θεός να φυλά τον Κις, που ο μοναχογιός του τρελάθηκε και παράτησε το σπίτι.»

Ίσως το θέαμα φαινόταν επικριτέο για τους ντόπιους μα στα μάτια των Προφητών, που αναγνώριζαν έναν νέο φωτισμένο, αγγιγμένο από το Άγιο Πνεύμα, με έναν πανίσχυρο Αρχάγγελο στο πλευρό του, αποτελούσε ευτυχία και θαυμάσιο οιωνό για το μέλλον.

Μόλις έπαψε να δέχεται οράματα κι επανήλθε στην πραγματικότητα ολοκληρωτικά, ο Σαούλ πήρε τον δρόμο προς τη Γιλγάλ· εκεί είχε προστάξει να συναντηθούν ο Σαμουήλ. Καθώς έβγαινε από την πόλη του, συνάντησε τον μικρότερο αδελφό του πατέρα του.

«Πού ήσουν τόσες μέρες, παιδί μου; Κόντεψε να τρελαθεί ο πατέρας σου,» τον ρώτησε ο θείος του με αυθεντικό ενδιαφέρον.

«Αναζητούσαμε τα γαϊδούρια μας που χάθηκαν και καταλήξαμε να συμβουλευτούμε τον Κριτή Σαμουήλ,» απάντησε αμέσως ο Σαούλ.

«Και τι σου είπε ο Σαμουήλ, παιδί μου;» Αναρωτήθηκε ξανά ο θείος.

Στάθηκε και σκέφτηκε, προτού εκφέρει απάντηση. Διερωτήθηκε αν ήταν πράγματι σοφό να αποκαλύψει όσα σπουδαία κι απίστευτα είχαν συμβεί, το πεπρωμένο που διαφαινόταν εμπρός του μεγαλειώδες, τον πνευματικό και ψυχικό του διαφωτισμό, το χρίσμα. Σκέφτηκε πως θα ήταν υπέροχα· θα έχαιρε θαυμασμού επιτέλους, όχι για την εξέχουσα εμφάνιση του μα για τον αληθινό εαυτό του και λαχταρούσε ολόψυχα. Δίστασε, λίγο πριν ανοίξει το στόμα του. Συνειδητοποίησε γιατί τον είχε επιλέξει ο Σαμουήλ. Μετά την αποδοχή του Αγίου Πνεύματος, είχε πλημμυρίσει διορατικότητα κι ήλπιζε να έμενε για πάντα έτσι. Δεν είχε επιλαγεί, συμπέρανε, για το παρουσιαστικό ή τη γοητεία του. Ο Θεός είχε σε εκείνον δει σεμνότητα, ήθος και πραότητα. Ένας εχέφρων, ακαύχητος άνθρωπος, δε θα αποκάλυπτε ποτέ κάτι τόσο τεράστιο για τον εαυτό του. Ας τους το έλεγε ο Σαμουήλ. Εκείνος, θα κρατούσε το στόμα του κλειστό κι αυτήν την αδιανόητη πληροφορία για τον εαυτό του. Άλλωστε, μολονότι είχε έναν θεόρατο, φοβερό και τρομερό Αρχάγγελο στο πλευρό του, παρέμενε ο γιος του Κις, ο υπερβολικά ωραίος για να είναι έξυπνος, ο χαζοβιόλης κι αιθεροβάμων που διαρκώς εκπαιδευόταν στον πόλεμο, λες κι οι Φιλισταίοι τον απειλούσαν.

«Τίποτα σημαντικό, θείε μου,» αποκρίθηκε με ένα ήρεμο χαμόγελο. «Μονάχα μας είπε ότι οι όνες μας είχαν βρεθεί.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Σπουδαία μίλησες,» τον επιδοκίμασε ο Ιεγουδιήλ, όταν προχωρούσαν για τη Γιλγάλ, μόνοι τους και πάλι. Η συνάντηση με τον θείο δεν είχε πολλή ώρα που είχε ολοκληρωθεί. «Με απόλυτη βεβαιότητα, ένας άνδρας με τα διπλά ή τριπλά σου χρόνια, δε θα συμπεριφερόταν με τόση ωριμότητα και σοφία.»

«Μονάχα η ευλογία του Κυρίου μου τα προσέφερε αυτά,» αποκρίθηκε ταπεινά ο Σαούλ. «Μα δε θα μπορούσα ποτέ να βαυκαλίζομαι ή να υπερηφανεύομαι για κάτι που δεν ανήκει σε εμένα. Όπως ο Θεός μου έδωσε τα πάντα, μπορεί να τα πάρει. Σκοπεύω να μείνω όπως ήμουν, αυτός ο άνθρωπος που βρέθηκε αρεστός κι ενάρετος στα μάτια Του.»

Εντυπωσιασμένος τον άκουγε ο Ιεγουδιήλ, θαύμαζε την ψυχή του κι έτσι έφτασαν σύντομα στη Γιλγάλ, όπου περίμεναν για εφτά ημέρες τον Σαμουήλ. Περίμεναν υπομονετικά, σε απόλυτη γαλήνη κι όταν ήρθε, τελικά, ο Προφήτης, ο Σαούλ διδάχθηκε την Πεντάτευχο μα και τις ζωές όλων των προηγούμενων Κριτών.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Πέρασαν χρόνια αρκετά, άλλα τόσα σχεδόν, από τότε που ο Σαούλ είχε λάβει το χρίσμα. Κόντευε τα τριάντα, είχε μεγαλώσει πλήρως και γίνει ένας ακαταμάχητος, επιβλητικός, γοητευτικός άνδρας, παρέμενε ο ψηλότερος σε όλο το Ισραήλ. Ήταν ο πιο περιζήτητος γαμβρός του Βενιαμίν, όχι μόνο για την ομορφιά μα και για τη σύνεση, την καλοσύνη και την εργατικότητα του. Ακόμα και μετά το χρίσμα του, συνέχιζε να δουλεύει στα χωράφια και τα κοπάδια του πατέρα του με τον ίδιο ακριβώς ζήλο και την όρεξη. Η καρδιά του, ωστόσο, καρδιοχτύπησε για μια γυναίκα εξίσου ενάρετη με εκείνον, ταπεινή κι ευσεβή, που ενέκρινε χαμογελώντας κι ο Ιεγουδιήλ· την Αχινοόμ. Είχαν παντρευτεί από δεκαεφτά ετών κι είχαν ήδη αποκτήσει τρία παιδιά, δυο γιούς και μια κόρη· τον Ιεβοσθέ, τον Ιωνάθαν και τη Μερόβ.

Έλαβαν, λοιπόν, κάλεσμα από τον Σαμουήλ, να συγκεντρωθούν όλοι στη Μισπά, που δεν απείχε πολύ από τη Γαβαά. Ο πατέρας του, ο Κις, δεν του αποκάλυπτε ποιός ήταν ο λόγος, μαζί κι ο Ιεγουδιήλ. Ο Αρχάγγελος διάβαζε την ταραγμένη από φόβο ψυχή του Σαούλ, καθώς κι ο ίδιος δεν επιθυμούσε να αποκαλυφθεί ακόμα τίποτα σε κανέναν. Ούτε καν η γυναίκα του δε γνώριζε για το πεπρωμένο του.

Πρώτη έφτασε η φυλή του Βενιαμίν στη Μισπά κι εγκαταστάθηκε, αναμένοντας τον Κριτή.

Όταν, όμως, άρχισαν να συγκεντρώνονται πολλοί, παράξενα πολλοί άνθρωποι, εκπρόσωποι των Δώδεκα Φυλών κι όχι μόνο, ο Σαούλ ανησύχησε. Ρώτησε τον πρώτο άνθρωπο που συνάντησε, βγαίνοντας από το πανδοχείο όπου διέμενε κι η απάντηση τον τρόμαξε.

«Ο Σαμουήλ μας κάλεσε, για να μας παρουσιάσει τον νέο Βασιλιά.»

Τον πλημμύρισε φόβος, ντροπή και άγχος αποπνικτικό. Ήξερε ότι θα ερχόταν εκείνη η ώρα μα δεν μπορούσε να ήταν τόσο νωρίς. Ένιωθε μέσα του να δειλιάζει, να διστάζει, να τρέμει σύγκορμος. Δεν ήταν αυτή η δουλειά για εκείνον· ήταν πολύ λίγος για να ηγηθεί του λαού και να κυβερνήσει. Έτσι σκεφτόταν και προτού το συνειδητοποιήσει, έτρεχε μακριά από τη Μισπά, μα βρήκε μπροστά του τον Ιεγουδιήλ.

«Για αυτό επελέγης, Σαούλ,» του είπε με στόμφο. «Μην αποφεύγεις την αλήθεια. Εδώ θα μείνεις και θα παρουσιαστείς ενώπιον όλου του λαού, όπως σου αξίζει.»

«Σε ικετεύω, δεν μπορώ, δεν είμαι άξιος, δεν αντέχω την ευθύνη,» είχε σκύψει το κεφάλι με αισχύνη ο Σαούλ και σκόνιζε τα ρούχα του, διπλωμένος στο χώμα.

«Είσαι ο πλέον κατάλληλος, όπως ακριβώς ήσουν κι όταν χρίστηκες,» τον καθησύχασε, κλείνοντας τον στα φτερά του ο Ιεγουδιήλ. «Άλλωστε, αν δεν είναι ο πιο χειροδύναμος γιος του Ισραήλ ικανός να σηκώσει τα βάρη της διακυβέρνησης, ποιός είναι;» Κατέληξε με ένα ευγενές μειδίαμα και μάτια που εξέπεμπαν σμαραγδένιο φως και δύναμη ψυχής.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Ιεγουδιήλ επέστρεψε στο μέρος όπου είχαν συγκεντρωθεί οι Ισραηλίτες μόνος. Στο επίκεντρο, βρισκόταν ένα θυσιαστήριο, όπου συντόμως θα ερχόταν και θα μιλούσε ο Σαμουήλ. Βλέποντας τον Ραφαήλ εκεί, κατάλαβε ότι η ώρα πλησίαζε.

«Πού είναι ο Σαούλ;» Απόρησε ο 'Θεραπευτής', αφότου χαιρετήθηκαν εγκάρδια.

Ο Ιεγουδιήλ ανασήκωσε τα μάτια στον ουρανό με ένα αμήχανο γέλιο.

«Έχει κρυφτεί ανάμεσα στις καμήλες και τις αποσκευές των Ισραηλιτών, ώστε αν τον καλέσει ο Σαμουήλ και τον ψάξουν, να μην τον βρουν.»

Ο Ραφαήλ, πάλι, γέλασε με όλη τη ζωντάνια και την αθάνατη ψυχή του.

«Μην ανησυχείς, θα φροντίσω να το γνωρίζει ο Κριτής μας αυτό. Κατανοώ τον δισταγμό του Σαούλ, είναι ιδιαίτερα αγνός για να στεφθεί Βασιλιάς. Ίσως, μάλιστα, υπερβολικά αγνός.»

«Υπονοείς τον κίνδυνο της Αμαρτίας,» συμπέρανε με έναν αναστεναγμό ο Ιεγουδιήλ. «Τον προσέχω αδιάκοπα, στιγμή δεν τον αφήνω. Ξέρω πόσο σπουδαίο έργο έχω αναλάβει και λαχταρώ να πετύχει όσο όλοι μας.»

«Ο Σαμουήλ καταφθάνει,» είδε τον προστατευόμενο του ο Ραφαήλ. «Πριν πάω κοντά του, θα σου πω τούτο· ετοίμασε τον Σαούλ για Στρατάρχη. Ο Μιχαήλ με ενημέρωσε ότι δε θα αργήσει να κατέβει, μαζί με τον Αζραήλ. Αυτό σημαίνει Πόλεμος. Ο Βασιλιάς μας πρέπει να ηγηθεί.»

«Δεν ανησυχώ,» τον βεβαίωσε ο Ιεγουδιήλ. «Ο Σαούλ πρόκειται για εξαιρετικό πολεμιστή. Ίσως υστερεί στη Στρατηγική μα θα τον βοηθήσω.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Κριτής στάθηκε δίπλα στο θυσιαστήριο, με μια και μόνη του κίνηση επέβαλε ησυχία στους δεκάδες χιλιάδων που είχαν συγκεντρωθεί για να τον ακούσουν και μίλησε, με πύρινο λόγο και ορμή, σαν να βρισκόταν στην πρώτη του νιότη. Με τη δύναμη της φωνής του, ακουγόταν σε όλους, χωρίς τη βοήθεια κηρύκων.

«Λαέ του Ισραήλ, από τις Δώδεκα φυλές του, τάδε έφη ο Κύριος και Θεός σας. Εγώ, που σας ελευθέρωσα από τον ζυγό του Φαραώ στην Αίγυπτο κι έπειτα νίκησα τους λαούς που σας καταπίεζαν στη γη σας. Περιφρονήσατε, όμως, τον Θεό σας, που σας απάλλαξε από τόσα δεινά και θλίψεις, ζητώντας Βασιλιά. Παραταχθείτε, λοιπόν, τώρα, ενώπιον Του και ας έρθουν οι Αρχηγοί σας, για να ρίξουμε κλήρο.»

Οι Ισραηλίτες παρατάχθηκαν κατά οικογένειες και συγγενείς οργανωμένοι, ακολουθώντας κατά γράμμα κάθε προσταγή του Σαμουήλ. Την τελευταία φορά που τον είχαν παρακούσει, είχαν χάσει την Κιβωτό της Διαθήκης και δεν ήθελαν να επαναληφθεί κάτι τόσο φριχτό ποτέ ξανά.

Τα χέρια του Ιεγουδιήλ και του Ραφαήλ οδήγησαν καταλλήλως τον κλήρο. Πρώτα, έπεσε στη φυλή του Βενιαμίν. Έπειτα, έπεσε στην οικογένεια του Ματρεί κι από εκεί στον Σαούλ, τον γιο του Κις. Με αυτόν τον τρόπο, ήθελε ο Σαμουήλ να αποδείξει σε όλους ότι η επιλογή ήταν θεάρεστη.

«Φέρτε εμπρός τον Σαούλ,» διέταξε χωρίς χρονοτριβές. «Κρύβεται στις αποσκευές, ως υπόδειγμα ταπεινότητας και φρόνησης. Γνωρίζει πόσο ασήκωτο και τερατώδες είναι το έργο που εσείς του επιβάλλετε. Για αυτό, επελέγη από τον Θεό. Σε συμβουλεύω, λαέ του Ισραήλ, να διδαχθείς από τη μετριοφροσύνη αυτού του νέου!»

Απρόθυμα και αμήχανα βρέθηκε ο Σαούλ στο πλευρό του Σαμουήλ, που σήκωσε τα δυο του χέρια, νιώθοντας τον παλμό τους να χτυπά φρενήρως.

«Ιδού,» φώναξε υπερήφανα. «Αυτόν διάλεξε ο Κύριος κι όμοιος του δεν υπάρχει ανάμεσα σας!»

Ύστερα, ο Προφήτης ανέλαβε τις τυπικές διαδικασίες. Ανακοίνωσε το βασιλικό δίκαιο, απόλυτα εφάμιλλο με την Τορά, την Πεντάτευχο και το κατέγραψε σε ένα βιβλίο, το οποίο θα κρατούσε ο ίδιος, ώσπου ο Σαούλ στεφόταν επίσημα. Καθόλη τη διάρκεια, ο νεαρός κοιτούσε το χώμα, είχε σκύψει τους ώμους του κι έμοιαζε με διαβρωμένο βουνό παρά με παλικάρι.

«Όλοι ξέρουν ποιός είσαι, πλέον,» του ψιθύρισε ο Ιεγουδιήλ, πάντοτε δίπλα του, αόρατος από όλους τους άλλους. «Τώρα, ξεκινάει η πραγματική σου πρόκληση.»

Ο Σαούλ αποχώρησε μαζί με όλους τους άλλους, όταν έδωσε το έναυσμα ο Κριτής, μολονότι δεν άντεχε να αντιμετωπίσει την οικογένεια του.

«Σε διάλεξε ο Σαμουήλ για Βασιλιά του Ισραήλ κι εσύ κρυβόσουν; Τόσο ανόητος είσαι;» Τον επέπληξε ο Κις, παρόλο που χαμογελούσε ολόκληρος κι έλαμπε με καμάρι.

«Πατέρα, δεν αποζήτησα ποτέ τίποτα περισσότερο από τα χωράφια και τα ζώα μας. Θα ήμουν ευτυχής με αυτά,» απολογήθηκε, κατακόκκινος από ντροπή ο νέος.

«Μα ο Θεός είχε άλλα σχέδια, πολύ μεγαλύτερα για εσένα,» τόνισε η γυναίκα του, αγκαλιάζοντας τους τεράστιους ώμους του με στοργή.

«Και για εσένα,» της απάντησε, κοιτώντας τη στα μάτια με συγκίνηση. «Ό,τι είμαι εγώ, είσαι κι εσύ, η πρώτη Βασίλισσα του Ισραήλ.»

«Πατέρα, πώς θα είσαι τώρα;» Ένιωσε τον δωδεκάχρονο Ιωνάθαν να τραβά τον κεραμιδή του χιτώνα και τα τεράστια μάτια του να παρακαλούν.

Τον σήκωσε στα χέρια κι έκλαιγε πλέον ανοιχτά, ελευθερώνοντας όλη του την ένταση κι ανησυχία, στη θέα της αθώας ματιάς του παιδιού του.

«Εγώ δε θα αλλάξω ποτέ, αγόρι μου,» του ορκίστηκε άτυπα, «μα εσύ θα γίνεις Πρίγκιπας, ένδοξος και σπουδαίος, ώστε για εσένα θα γραφούν και τραγούδια ακόμη!»

Γύρισαν στο σπίτι τους στη Γαβαά. Ο Σαούλ απαίτησε ρητά να μην αλλάξει απολύτως τίποτα στην καθημερινότητα τους. Θα ζούσαν με την ίδια απλότητα και συστηματική εργασία, τουλάχιστον ως τη στέψη του. Ζήτησε ταπεινότητα και ευγένεια και την έλαβε. Στο κάτω κάτω, ήταν η πρώτη φορά που είχε απαίτηση από την οικογένεια του κι αποτελούσε ηθική υποχρέωση να υπακούσουν όλοι. Ο γέροντας Κις, μάλιστα, του μεταβίβασε την Αρχηγία της οικογένειας, έγινε εκείνος ο Πάτερ Φαμίλιας και το θεώρησε ύψιστη τιμή.

Έρχονταν, τότε, αφού είχαν μάθει όλοι ποιός ήταν πραγματικά ο Σαούλ, κάμποσοι Ισραηλίτες -επιφανείς και μη- θέλοντας να συνομιλήσουν μαζί του, να τον γνωρίσουν κι έφερναν δώρα. Ο Σαούλ δέχτηκε όλους και τα δώρα τους με ευγένεια μα δεν τα άγγιζε καν. Τα εμπιστευόταν στην εμπειρία, σοφία και προστασία του πατέρα του. Ανάμεσα, όμως, στους ανθρώπους που είχαν αγκαλιάσει τον νεαρό Βασιλιά, τον γίγαντα με τη χρυσή καρδιά, βρίσκονταν κι ορισμένοι που τον περιφρονούσαν, χλεύαζαν και θεωρούσαν μαλθακό, ανίκανο κυβερνήτη. Την αποστροφή αυτή, είχε σπείρει ο ίδιος ο Βελζεβούλ, που είχε ανεβεί στη γη από την Κόλαση την ίδια ημέρα. Η αποστολή του ήταν ξεκάθαρη· η ολική μεταστροφή του Σαούλ, από ενάρετο, φρόνιμο παλικάρι σε αμαρτωλό, ασύδοτο άνδρα, υποχείριων παθών και εμμονών. Η δε εντολή του Εωσφόρου ήταν ακόμα πιο πρόδηλη.

«Μη γυρίσεις, αν δεν έχεις την ψυχή του

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Πέρασε ένας μήνας, γαλήνιος και αρμονικός, χωρίς ιδιαίτερα γεγονότα, εκτός από την ανακοίνωση της τέταρτης εγκυμοσύνης της Αχινοόμ, την οποία ο Σαούλ είχε υποδεχτεί ως ευλογία και κάλιστο οιωνό από τον Κύριο. Όσο για τους επισκέπτες, συνέχιζαν μα αραίωναν κι αυτό τον καθησύχαζε.

Ωστόσο, ένα βράδυ με άπνοια και παράδοξη συννεφιά, καθώς ο αέρας μύριζε βροχή μα δεν έπεφτε σταγόνα, ο Ιεγουδιήλ έστειλε στον Σαούλ εικόνες προειδοποιητικές, ένα όνειρο τρομακτικά ζωντανό κι αναμφίβολα προφητικό.

Ο Βορράς του Ισραήλ είχε βαφτεί με αίμα. Τα σύνορα με τον Ιορδάνη λερώνονταν. Το ποτάμι ξεχείλιζε, ξερνούσε πτώματα και ψοφίμια, έζεχνε σήψη. Ακουγόταν μοιρολόι και θρήνος πολύβουος μα όχι στη γλώσσα του Ισραήλ. Στην αυλή του Σαούλ, είχαν στήσει γλέντι και χορό.

Πετάχτηκε ξυπνητός και μετά βίας συγκράτησε την εξημμένη του ανάσα ή μια κραυγή, για να μην ταράξει τη σύζυγο του. Είχε ιδρώσει κι έτρεμε ανεξέλεγκτα.

«Η περίοδος χάριτος τελειώνει,» συμπέρανε βλοσυρά κι έτριβε τους κροτάφους του με μανία, μήπως ηρεμούσε. «Αυτή είναι η γαλήνη πριν την καταιγίδα.»

Το επόμενο πρωί, λίγο αφότου είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και ντυθεί ο Σαούλ, ενώ όργωνε το χωράφι του αδρομερώς με δυο βόδια, δέχτηκε επίσκεψη από έναν κατάκοπο αγγελιαφόρο. Κατάλαβε αμέσως ότι έφερνε νέα ζοφερά, διότι όλη η πόλη θρηνούσε, μονάχα οιμωγή και γοερό κλάμα αντηχούσε στον άνεμο, σαν να βρισκόταν σε καιρό πολέμου και μεγάλων σφαγών.

«Έρχομαι από την Ιαβές, Σαούλ,» του εξήγησε και το άκουσμα της βόρειας πόλης τον θορύβησε. Δεν ξεχνούσε το όνειρο. «Με στέλνουν οι γέροντες, ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια. Μας πολιορκούν οι Αμμωνίτες, με επικεφαλής τον Βασιλιά τους, τον Ναχάς. Ο καταραμένος θέλει να μας ισοπεδώσει κι υποδουλώσει. Ζητήσαμε παράταση της επίθεσης για μια εβδομάδα, ώστε να συγκεντρώσουμε υπερασπιστές. Έχουν στείλει ανθρώπους παντού μα το δικό σου όνομα αναφέρθηκε πρώτο. Θα έρθεις να μας βοηθήσεις, Βασιλιά;»

«Γιατί ακούγεται τόσος οδυρμός;» Απόρησε ο νέος. «Σίγουρα, δεν είναι η πρώτη φορά που δεχόμαστε απειλές.»

«Ο αθεόφοβος Ναχάς είπε πως δε θα μας σκοτώσει, μα θα μας βγάλει σε όλους το δεξί μάτι, για να εξευτελίσει το Ισραήλ!»

Αυθόρμητα, γούρλωσαν τα μάτια του Σαούλ από τρόμο. Ευθύς, όμως, θυμήθηκε ποιός ήταν και την ευθύνη που διέθετε. Ίσιωσε τον κορμό του και με όλο το κύρος που διέθετε έμοιαζε για πρώτη φορά με Βασιλιά.

«Σίγουρα, δεν ήρθες πρώτα σε εμένα. Τι λένε οι φυλές του Ισραήλ; Πόσους άνδρες θα στείλουν;»

Έσκυψε φοβισμένα το κεφάλι ο αγγελιαφόρος, προτού απαντήσει διστακτικά.

«Δε θα στείλουν, Σαούλ. Δήλωσαν πως αδυνατούν να βοηθήσουν.»

«Τι;»

Ο Βασιλιάς δεν πίστευε τα αυτιά του. Αδυνατούσε να συνειδητοποιήσει την αναισθησία του λαού, τον υπέρμετρο εγωισμό και την ανιδιοτέλεια τους. Απειλούνταν τα σύνορα τους, τα αδέλφια τους στη Γαλαάδ κι εκείνοι εθελοτυφλούσαν με τις πιο ηλίθιες δικαιολογίες. Έσφιξε τη γροθιά του, τον κατέλαβε δίκαιος θυμός κι έτριξαν τα δόντια του. Στα σκοτεινά και στενευμένα του μάτια, δε θα μπορούσε κανένας να αντιταχθεί επιτυχώς.

«Χρειάζεται ένα μήνυμα ηχηρό, στιβαρό, να μην το ξεχάσουν ποτέ,» άκουσε τον Ιεγουδιήλ να τον συμβουλεύει στον νου, γαλήνια μα στεντόρεια. «Είναι η πρώτη σου διαταγή ως Βασιλιάς. Φρόντισε να την υπακούσουν όλοι, για να μη σε παρακούσουν στο μέλλον.»

Χωρίς δεύτερη σκέψη και με αστραπιαίες, ανελέητες κινήσεις, έλυσε τους ζυγούς των βοδιών από το άροτρο, πήρε το κυνηγετικό μαχαίρι από τη ζώνη του και έκοψε τους λαιμούς τους, σκοτώνοντας τα ακαριαία. Χωρίς να τα γδάρει, τα διαμέλισε σε έξι κομμάτια το καθένα -σύνολο δώδεκα- διόλου τυχαία. Όταν ολοκλήρωσε το μακάβριο, φαινομενικά άσπλαχνο και παρανοϊκό του έργο, γύρισε και κοίταξε έναν προς έναν την οικογένεια και τους γείτονες που είχαν συγκεντρωθεί και παρακολουθούσαν άλαλοι, σαστισμένοι, έντρομοι. Η ματιά του στάθηκε εν τέλει κι έμεινε στον αγγελιαφόρο.

«Θα βάλω τα κομμάτια σε σάκους. Πήγαινε τα στους Αρχηγούς τον φυλών και δείξε τα με το εξής μήνυμα. Αν δεν έρθουν να βοηθήσουν τον Σαούλ και τον Σαμουήλ στην προστασία της Ιαβές, ο Βασιλιάς θα σκοτώσει με τα χέρια του όλα τα βόδια του Ισραήλ. Μόνο κομμάτια τους θα μείνουν, σαν αυτά! Να μαζευτούν στη Βέζεκ το συντομότερο δυνατό!»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το μήνυμα ταξίδεψε τάχιστα σε όλη την Επικράτεια, μέσα σε μια ημέρα, διότι ο αγγελιαφόρος βρήκε συναδέλφους του και μετέφεραν τα ματωμένα σακιά γρηγορότερα κι από τον άνεμο. Επρόκειτο για αμετάκλητη προσταγή του Βασιλιά· όφειλαν να υπακούσουν κι ο χρόνος πίεζε. Δεν είχαν ημέρες να χαραμίσουν για τη ζοφερή μοίρα της Ιαβές.

Οι δώδεκα Φύλαρχοι αυτή τη φορά, σκέφτηκαν καλά και σωστά, θυμήθηκαν ότι δεν ήταν υπόλογοι ενός ακίνδυνου Κριτή μα ενός Βασιλιά, που απαιτούσε απόλυτη υποταγή και πίστη. Τον θαύμασαν μερικοί μα άπαντες τον σεβάστηκαν.

Σε δυο ημέρες, είχαν φτάσει στη Βέζεκ άνδρες από όλες τις φυλές, στρατιώτες δυνατοί κι ετοιμοπόλεμοι, κυρίως εθελοντές. Όταν ο Σαούλ τους μέτρησε, ζωσμένος μια επιβλητική πανοπλία που τον είχε νουθετήσει να φτιάξει ο Ιεγουδιήλ, τους βρήκε εξακόσιες χιλιάδες, εκ των οποίων οι εβδομήντα χιλιάδες προέρχονταν από τη φυλή του Ιούδα. Τότε, κάλεσε τους αγγελιοφόρους περιχαρής και τους έστειλε στην Ιαβές με ξεκάθαρο μαντάτο.

«Πείτε τους ότι το πολύ σε δυο ημέρες, θα βρισκόμαστε εκεί, ως αρωγοί κι υπερασπιστές τους. Ας κυκλοφορήσει, όμως, η φήμη ότι σκοπεύουν να παραδωθούν.»

Δυο ημέρες αργότερα, έφτασαν στην Ιαβές κι ήταν νύχτα, χωρίς να απέχει πολύ η Αυγή. Ο Σαούλ χαιρέτησε τάχιστα τον Σαμουήλ που τον περίμενε με τη γερουσία της πόλης κι επέστρεψε στον στρατό του, ο οποίος αδημονούσε για να τον ακούσει.

«Παιδιά του Ισραήλ, είμαι ευτυχής που μοιράζομαι αυτή τη σπουδαία στιγμή μαζί σας και μάλιστα ως επικεφαλής. Είμαι υπερήφανος που είμαστε ενωμένοι και πανέτοιμοι να αντιμετωπίσουμε και να κατατροπώσουμε τον εχθρό. Οι Αμμωνίτες μας εμπαίζουν, μας τρομοκρατούν, επιθυμούν να μας ρεζιλέψουν σε όλα τα γειτονικά μας έθνη. Αυτή η κατάφορη προσβολή μονάχα με αίμα πρέπει να ξεπλυθεί. Να είστε θαρραλέοι, ατρόμητοι και αδίστακτοι. Μη φοβηθείτε ούτε στιγμή, γιατί ο Κύριος και Θεός μας πολεμά μαζί μας! Δεν είμαστε ποτέ μόνοι, όσο έχουμε την ευλογία Του, μην το ξεχνάτε. Ορίστε, λοιπόν, πάμε να διαλύσουμε τους Αμμωνίτες στο όνομα του Παντοδύναμου και του ένδοξου Ισραήλ!»

Αλαλάζαν ενθουσιασμένοι, γεμάτοι ορμή κι αιμοδιψία οι Ισραηλίτες. Τον λάτρευαν, έβλεπαν τον ηγέτη που λαχταρούσαν κι εμπνέονταν από εκείνον. Ο Σαούλ, πάλι, δεν ένιωθε απόλυτα όμορφα με την προσοχή και την ανάγκη τους για καθοδήγηση από τον ίδιο, ωστόσο ανεχόταν τα πάντα, αναγνωρίζοντας το απέραντο χρέος που έφερε προς τον Θεό. Ως χρισμένος Βασιλιάς από τον Κριτή και Προφήτη Του, έπρεπε να προσπαθήσει ολόψυχα, να έδινε ακόμα και τη ζωή του στην υπηρεσία Του. Χώρισε τον στρατό με στοχευμένη σκέψη σε τρία κομμάτια, με σκοπό την περικύκλωση και δημιουργία οπισθοφυλακών. Η μαθητεία της Στρατηγικής από τον Ιεγουδιήλ είχε ευοδώσει.

Επιτέθηκαν, αφότου δόθηκε το έναυσμα κι είχαν αμφότεροι οι στρατοί παραταχθεί. Η μάχη κράτησε λίγες ώρες κι από την αρχή φαινόταν η υπεροχή τους. Κατέβηκαν από τον Ουρανό, ο Μιχαήλ κι ο Αζραήλ, πλαισίωναν τον Σαούλ και φούντωναν την ορμή των πολεμιστών. Όπως άρμοζε στην αρετή του Βασιλιά, σε πλήρη συμφωνία με τις προσδοκίες των σωφρόνων, οι Αμμωνίτες ηττήθηκαν κατά κράτος, σφάχτηκαν μαζικά, καταστράφηκαν. Μέχρι το μεσημέρι, όλα τους τα τάγματα είχαν διαλυθεί κι όλοι έτρεχαν να γλιτώσουν τις ζωές τους. Οι επιζώντες ήταν ελάχιστοι.

Τέτοια νίκη μεγαλειώδη και συντριπτική είχαν να δουν δεκαετίες οι Ισραηλίτες. Σχεδίαζαν πανηγυρισμούς και γλέντια μα πρώτα ο Βασιλιάς συγκάλεσε συμβούλιο όλων των φυλών, όπου προέδρευε ο Σαμουήλ. Αφού ο Βλέπων δόξασε τον Θεό κι ευχαρίστησε για τον θρίαμβο, πήραν τον λόγο οι Φύλαρχοι.

«Είναι οφθαλμοφανές ότι ο Σαούλ αποτελεί σπουδαίο ηγέτη και ευλογία Θεού. Όσοι τον αμφισβήτησαν κι απαρνήθηκαν, έκαναν μοιραίο λάθος,» δήλωσε ο Αρχηγός του Ιούδα κι όλοι συμφώνησαν με νεύματα κι επευφημίες.

«Όπως οι πρόγονοι μας σκότωσαν με τον Μωυσή τους άπιστους στο Σινά, έτσι κι εμείς πρέπει να σκοτώσουμε όλους όσους περιφρόνησαν τον Βασιλιά μας, τον λυτρωτή μας!» Πρότεινε ένθερμα ο Αρχηγός του Νεφθαλί και τότε, ακόμα περισσότερα νεύματα επιδοκιμασίας ξεσηκώθηκαν.

«Για όνομα του Κυρίου, όχι!» Φώναξε ο Σαούλ αυθόρμητα μα δεν το μετάνιωσε. «Σήμερα δε θα θανατωθεί κανείς, διότι ο Θεός μας και των πατέρων μας, ο αληθινός και μοναδικός, μας λύτρωσε.»

«Σωστά,» συμφώνησε πρώτος ο Σαμουήλ. «Μα δεν μπορώ εγώ πλέον να μιλώ ως επικεφαλής σας. Μαζέψτε τους στρατούς σας κι ελάτε στη Γιλγάλ, μαζί με γυναικόπαιδα και γερουσίες. Θα στέψω τον Σαούλ Βασιλιά σε τρεις μέρες.»

Πράγματι, όλος ο λαός του Ισραήλ -πλην των κατάκοιτων κι αρρώστων- συγκεντρώθηκε γρήγορα στη Γιλγάλ, για να γίνουν μάρτυρες της στέψης του πρώτου Βασιλέως. Επευφημούσαν, ζητωκραύγαζαν, υμνούσαν τον Σαούλ και τον Σαμουήλ, δοξάζαν τον Θεό, που τους είχε στείλει έναν ανυπέρβλητο ηγέτη κι ετοίμαζαν τρικούβερτα γλέντια, που προμηνύονταν πολυήμερα. Ωστόσο, προτού άναβαν οι φωτιές για τις σούβλες, ψήνονταν τα ψωμιά κι ανοίγονταν οι ασκοί των κρασιών, έπρεπε να ολοκληρωθεί η επίσημη τελετή κι η θυσία στον Θεό.

Ο Σαμουήλ, φορώντας έναν μάλλινο, γκρίζο χιτώνα, τίποτα εξεζητημένο, ζήτησε από τον νεαρό θριαμβευτή να εμφανιστεί μεγαλοπρεπής, αξιοσέβαστος, περίβλεπτος. Ο Σαούλ φόρεσε κατάλευκο λινό χιτώνιο, με κόκκινες και γαλάζιες λεπτομέρειες και μια ζώνη κεντημένη με λαμπερές πέτρες, ενώ ο πατέρας του με δάκρυα συγκίνησης του κούμπωσε στα χέρια περιβραχιόνια από ασήμι, που αντανακλούσαν το φως του ηλίου. Έλουσαν την πλούσια χαίτη των μαλλιών του, την έραναν με έλαια και μύρο μα ο Σαούλ δεν έδινε σημασία. Η ματιά του είχε γαντζωθεί στα περιβραχιόνια. Δεν είχε ποτέ του φορέσει κοσμήματα, πόσο μάλλον ασημένια.

«Δε θα ήταν ακόμα καλύτερα, αν ήταν χρυσά;»

Η σκέψη τον τάραξε. Δεν αναγνώρισε τη φωνή, δεν ήταν του Ιεγουδιήλ. Κοίταξε γύρω του ανήσυχος, αναζητώντας κάποιον ή κάτι μα δεν εντόπισε παρά μια ενοχλητική μύγα, που έδιωξε η γυναίκα του ευθύς. Λησμόνησε γρήγορα το γεγονός, πάντως, μιας και έπρεπε να παρουσιαστεί στον λαό, που φώναζε το όνομα του φρενήρως.

Η παραζάλη, η δόξα, η κραυγή των μεγάλων ευχών, ο ενθουσιασμός, τα χειροκροτήματα τον συνεπήραν κι ένιωθε ανάλαφρος, αβαρής, ένα ευτυχές πνεύμα, καθώς περπατούσε ανάμεσα στο πλήθος που τον έβρεχε με δάφνες, φοίνικες και άνθη, μέχρι που το στέμμα άγγιξε τους κροτάφους του. Δεν ήταν ιδιαίτερο· ένας ασημένιος κύλινδρος, απλός, δίχως σχέδια ή πολύτιμους λίθους και δυο κορδέλες άλικες να τον πλαισιώνουν. Η λιτότητα του ταίριαζε, ως αγρότης και στρατιώτης.

Μόλις ολοκληρώθηκαν τα ζήτω, τα εύγε κι η οχλαγωγία, ο Σαμουήλ στάθηκε όρθιος κι εκφώνησε τον τελευταίο του λόγο στον λαό.

«Έκανα όλα όσα μου ζητήσατε όλα αυτά τα χρόνια, μέχρι και Βασιλιά βρήκα και έχρισα, με τη σύμφωνη γνώμη όλων σας. Δεν αδίκησα ποτέ κανέναν ή μήπως λαθεύω;»

Μετά το ομόφωνο όχι, συνέχισε, με την πιο βροντερή φωνή που είχε ακουστεί ποτέ.

«Με ονομάσατε Δίκαιο. Σας διοικούσα κατά το γράμμα του Θεού από την πρώτη μου νιότη μέχρι τώρα, που άσπρισα και γέρασα. Δεν έκλεψα ποτέ, δε δωροδοκήθηκα, έλεγα πάντοτε την αλήθεια, μάρτυρας μου ο Κύριος και ο εκλεκτός του, ο Σαούλ!»

«Μάρτυρες είναι!» Αντιλάλησε ο λαός ως βοή.

«Ας είναι, λοιπόν, μάρτυρας μου και τώρα ο αρχέγονος Θεός μας, που παρουσιάστηκε στον Μωυσή, μας ελευθέρωσε από την Αίγυπτο και παρέδωσε τις Δέκα Εντολές, ότι οι Αμμωνίτες κι ο Ναχάς ήταν η τιμωρία του για εσάς και δε θα είναι η τελευταία,» προχώρησε ανερυθρίαστα και τολμηρά ο Σαμουήλ. Τους παρουσίασε την αλήθεια, γυμνή και αδυσώπητα σκληρή. «Ανέκαθεν, η πίστη σας έφθινε, λιγόστευε και στρεφόσαστε σε θεούς ψεύτικους, είδωλα άψυχα. Ο Θεός κατά καιρούς σας έστελνε δυνάστες, υποδουλωτές κι όταν εσείς προσευχόσαστε με δάκρυα, έστελνε έναν Κριτή, για να σας σώσει, με τελευταίο εμένα. Άλλοι Κριτές δε θα υπάρξουν, καθώς επιλέχθηκε Βασιλιάς. Εγώ, θα αποτραβηχτώ στο σπίτι μου στη Ραμά, το οποίο είναι πάντοτε ανοιχτό για όλους και θα προσεύχομαι για εσάς, ως το τέλος της ζωής μου. Από εσάς, το μόνο που ζητώ είναι το εξής· να αγαπάτε τον Κύριο και Θεό σας, να τον σέβεστε, να υπακούτε στις Εντολές και να μη σφάλλετε όπως οι πρόγονοι σας με την ειδωλολατρία! Ο Παντοκράτωρ δυσαρεστήθηκε με την απαίτηση Βασιλιά και σας έστειλε τους Αμμωνίτες. Αν διαβληθείτε ξανά -εσείς ή ο Βασιλιάς σας- τότε ο Θεός θα σας ρίξει πάνω του όλη Του τη Δύναμη ως ποινή. Ο Βασιλιάς σας είναι δίκαιος, ευσεβής και σοφός κι εύχομαι έτσι να παραμείνει. Είθε να λειτουργήσει ως πρότυπο για όλους. Ειδάλλως, ιδού μια θύμηση της θεϊκής Κυριαρχίας!»

Ύψωσε απλώς τα χέρια του στον ουρανό κι αόρατος υψώθηκε στον καθάριο ορίζοντα ο Ραφαήλ. Με μια του κίνηση και προσταγή, σύννεφα συγκεντρώθηκαν κι άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς, με αστραπές και βροντές, μολονότι ήταν Θέρος. Έσβησαν οι φωτιές, κατατρόμαξαν οι άνθρωποι και παρακάλεσαν τον Σαμουήλ για συγχώρεση και λιτανείες. Ο Ραφαήλ κόπασε την καταιγίδα σύντομα μα η σφοδρότητά της άφησε ολοκάθαρο τελεσίδικο, που πιότερο από όλους κατανόησε ο Σαούλ. Ήταν ταγμένος στον Θεό, σε αυτόν χρωστούσε τα πάντα και δε θα τον απαρνιόταν ποτέ.

Η σύναξη διαλύθηκε και το πλήθος ξεκίνησε να ανάβει ξανά φωτιές, ώστε να γιορτάσει όπως σχεδίαζε τη σαρωτική του νίκη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ένα βράδυ, όχι πολύ αργότερα από τη στέψη του, ο Σαούλ ξύπνησε, ταλαιπωρημένος από μια στομαχική διαταραχή. Βγήκε από το πατρικό, λιτό του σπίτι βιαστικά και εξήμεσε πίσω από μια συκιά του κήπου. Είδε εμπρός του μια μύγα τεράστια, πράσινη, αηδιαστική, μια αλογόμυγα. Προσπάθησε να τη διώξει μα επέμενε, στεκόταν στα μάτια του και ο βόμβος τον εκνεύριζε. Σήκωσε τα χέρια του, την έκλεισε μέσα και την έλιωσε.

Ένα πλατάγισμα γλώσσας αντήχησε στη σιγή και στράφηκε αμέσως πίσω του, στην πηγή του απόκοσμου ήχου. Το θέαμα που αντίκρισε του πάγωσε το αίμα. Μια τεράστια μύγα, ψηλότερη από εκείνον, στεκόταν σε δυο από τα έξι της πόδια, τον κοιτούσε με χιλιάδες μάτια και το τρομακτικό της στόμα μειδίαζε. Του κόπηκε η ανάσα. Ευχόταν να έβλεπε εφιάλτη.

«Ορίστε, λοιπόν, ο υπέροχος Βασιλιάς που διάλεξε ο Πατέρας, βλέπει την αληθινή μας εικόνα και τρομάζει,» τον περιέπαιξε με φωνή ανατριχιαστική κι ο Σαούλ θα λιποθυμούσε από φόβο.

Ο Βελζεβούλ βαρέθηκε την άφωνη τρομάρα του και πήρε την ανθρώπινη μορφή του, που προσιδίαζε περισσότερο στην αγγελική, προ αμνημονεύτων χρόνων. Τα κίτρινα μάτια του έλαμπαν κρυστάλλινα στο ημίφως.

«Ποιός είσαι; Τι είσαι;» Κατάφερε να ψελλίσει ο Σαούλ.

«Ανήκω στην ενδιαφέρουσα πλευρά αυτού του κόσμου,» αποκρίθηκε ευθαρσώς ο Δαίμονας της Αδηφαγίας κι εμφάνισε από το τίποτα δυο αναπαυτικά καθίσματα. Ο Σαούλ αρνήθηκε να καθίσει μα ο ίδιος δεν είχε τέτοια διάθεση. «Εμείς, εκπροσωπούμε την ελευθερία. Ο Θεός που τόσο εμμονικά πιστεύεις, δεν είναι παρά ένας άλλος καταπιεστής, σαν τον Ναχάς και τους Αμμωνίτες του, που έσφαξες.»

«Είναι ο Κύριος μου, αυτόν υπηρετώ και λατρεύω,» διαφώνησε ο Σαούλ, που ανακτούσε την ψυχραιμία και το σθένος του. «Ένας Φύλακας του με προστατεύει.»

«Πράγματι, αλλά τώρα δεν μπορεί να επέμβει,» είπε γελώντας χαιρέκακα ο Βελζεβούλ. «Πρόκειται για νόμο απαράβατο· μπροστά σε μάτια θνητών, απαγορεύεται να αλληλεπιδρούμε.»

Ο Σαούλ είχε μείνει μόνος μα δεν έχασε το θάρρος του. Έσμιξε τα πυκνά φρύδια αποφασιστικά.

«Χάνεις τον χρόνο σου, ό,τι κι αν ήρθες να κάνεις εδώ. Ο Κύριος με έχρισε Βασιλιά, με διάλεξε και του ανήκω.»

«Ουδόλως!» Σύριξε ο Δαίμονας κι ύψωσε τον δείκτη σαν ρήτορας. «Βασιλιάς έγινες με την αξία σου και μόνο! Εκείνος ο επαίτης ο Σαμουήλ σε ανακήρυξε και σε κορόιδευαν. Όταν, όμως, σε είδαν να θριαμβεύεις και να αποδεικνύεις τη δύναμη σου, όλοι υποκλίθηκαν και φώναζαν να στεφθείς. Το μεγαλείο σου δεν αξίζει στον Θεό και τα μυρμήγκια του.»

«Μήπως αξίζει στις μύγες σου;» Αντέκρουσε ο Σαούλ και ανταμείφθηκε με άλλο ένα ανατριχιαστικό γέλιο.

«Μη μου πουλάς τους καρπούς μου, μικρέ. Εμείς εφηύραμε την ειρωνεία και την προσβολή. Δε μας αγγίζουν, πόσο μάλλον από ένα τίποτα, σαν εσένα.»

«Ωστόσο, πολύ κόπο έκανες για ένα τίποτα,» τον έσκωψε ο Σαούλ, ενώ σκεφτόταν τρόπους να τον διώξει.

«Έχω εντολή να σε οδηγήσω στην αλήθεια, από το τραγικό ψέμα όπου ζεις,» ανασήκωσε τους ώμους ο Βελζεβούλ. «Δουλειά μου είναι.»

«Αν η αλήθεια σου είναι τόσο αποκρουστική όσο εσύ, θα μείνω στη συσκότιση.»

«Και τι θα σου κάνει ο Θεός, δηλαδή, αν διεκδικήσεις όσα αξίζεις, αν δεν ακολουθείς τον λιτό βίο που σου επιβάλλει;» Τον προκάλεσε ο Βελζεβούλ και γέμισε τον άνεμο μυρωδιές από θεσπέσια φαγητά, κνίσσα και πανάκριβα μπαχαρικά. «Γιατί φοβάσαι τον τρελόγερο Σαμουήλ; Επειδή έφερε μια ψιχάλα;»

«Ο Σαμουήλ δήλωσε ότι αν απαρνηθώ τον Θεό, με περιμένει ο όλεθρος, όπως κι όλο το Ισραήλ,» τόνισε ο Σαούλ με αξιοπρέπεια. «Έχω να φροντίσω την οικογένεια μου κι όλες τις Φυλές μας.»

«Ο μεγάλος σου γιος μου ανήκει ήδη,» αποκάλυψε ο Αρχιδαίμονας και σχεδόν τον γκρέμισε στο χώμα. «Δε θα σε ακολουθήσει ποτέ, πουθενά. Όχι, για όσο παραμένεις προσκολλημένος στον Θεό.»

«Το παιδί μου,» ψιθύρισε έντρομος ο Βασιλιάς. «Θα το σώσω, θα προσευχηθώ με όλη μου την καρδιά!»

«Αποδέξου με και θα σωθείτε όλοι,» ήρθε μια απαθής απάντηση.

«Όπως ο Αδάμ; Όπως ο Κάιν;» Επέμεινε με πάθος ο θνητός γίγαντας κι έκλεισε τα μάτια ερμητικά. «Φύγε και πάψε να με ξαγρυπνάς. Εξαφανίσου, χάσου!»

«Τρεις φορές θα με ξαναδείς. Αν δεν υποκύψεις, θα αποσυρθώ. Ειδάλλως, η ψυχή σου θα είναι δική μου και θα ζω εκεί!»

«Εξαφανίσου, χάσου!»

Όταν άνοιξε τα μάτια του ο Σαούλ, λίγο αργότερα, ένιωσε τα φτερά του Ιεγουδιήλ να τον κλείνουν σε σφιχτή αγκαλιά και ξέσπασε σε γοερό κλάμα, απολύοντας όλο του τον τρόμο.

«Οι Αμμωνίτες δε θα σε ενοχλήσουν για πολύ καιρό. Στρέψου στους Μωαβίτες.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Όπως τον νουθέτησε ο Φύλακας Άγγελος, έτσι έπραξε ο Σαούλ. Διέλυσε τους Μωαβίτες, εξολόθρευσε τους Ιδουμίτες, κατέστρεψε ολοσχερώς τους Αμμωνίτες κι έπληξε ανεπανόρθωτα τους Αμαληκίτες. Μονάχα οι Φιλισταίοι δεν είχαν ακόμα γευτεί το ασίγαστο μένος του, ενώ σε όλο το Ισραήλ υμνούσαν και λαλούσαν ως τα ουράνια.

Ο Σαούλ τους νίκησε όλους!

Επρόκειτο για σπουδαίο στρατηλάτη, γενναίο, σπλαχνικό, αδίστακτο όταν χρειαζόταν ή και πονηρό. Οι στρατιώτες του τον λάτρευαν κι ο ίδιος μεγαλουργούσε. Σε τρία χρόνια, είχε επιβληθεί στην περιοχή ως πανίσχυρος ηγέτης κι όλοι οι γειτονικοί λαοί τον έτρεμαν ή τουλάχιστον τον υπολόγιζαν ως σημαντικό εχθρό. Τον καμάρωνε ο Ιεγουδιήλ και μαζί όλοι οι Άγγελοι κι ο Παράδεισος. Ώσπου, έφτασε ο καιρός του Πολέμου με τους Φιλισταίους. Όπως κάθε άλλη φορά, κατέβηκαν ο Μιχαήλ κι ο Αζραήλ, για να πολεμήσουν δίπλα στον Σαούλ. Ο Μιχαήλ, όμως, φάνταζε υπερβολικά βλοσυρός και σκεπτικός.

«Θυμήθηκα κάτι που με προβλημάτισε ιδιαίτερα,» εκμυστηρεύτηκε στον Αρχάγγελο του Θανάτου, καθώς ήταν μόνοι.

«Τι πράγμα;» Μαγνητίστηκε αμέσως η προσοχή του Αζραήλ.

«Η Ρουθ, η χήρα από τη Μωάβ πριν εκατό περίπου χρόνια,» είπε ο Στρατηγός του Θεού και δε φάνηκε να τον συγκινεί.

«Εκείνη που παντρεύτηκε τον Βοόζ από τη Βηθλεέμ;» Θυμήθηκε φευγαλέα. «Τι σχέση έχει αυτή με τον Σαούλ και προβληματίζεσαι;»

«Καμία απολύτως κι αυτό είναι το πρόβλημα,» αναστέναξε ο Μιχαήλ. «Όταν η Βαραχιήλ την προστάτευε, ο Εμμανουήλ μας είχε πει ότι αυτή η γυναίκα θα γίνει η μάνα του Βασιλείου του Ισραήλ. Ο Σαούλ δεν είναι συγγενής της· αυτός ανήκει στον Βενιαμίν κι εκείνη στον Ιούδα. Πώς είναι δυνατόν να είναι Μάνα Βασιλέων;»

«Ίσως ο Εμμανουήλ μίλησε με συμβολισμό,» είκασε ο Αζραήλ.

«Όχι, πάντα κυριολεκτεί, όταν απευθύνεται σε εμάς,» επέμεινε ο Μιχαήλ. «Στο λέω, δεν έχω καλό προαίσθημα για τον Σαούλ. Πρέπει να προσέχουμε όλοι. Να μην αφήσουμε τον Βελζεβούλ να τον καταλάβει.»

«Ένα βήμα τη φορά,» κατέληξε ο 'Θάνατος' με ψυχραιμία. «Ας τελειώνουμε πρώτα με τους Φιλισταίους και στην ανάγκη, θα τον στείλω πίσω στην Κόλαση τεμαχισμένο.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Σαούλ συγκέντρωσε στην πρωτεύουσα του, τη Γαβαά, τρεις χιλιάδες άνδρες, τους πιο εκλεκτούς και δυνατούς πολεμιστές που υπήρχαν στο Ισραήλ. Τους δυο χιλιάδες τους κράτησε και κατευθύνθηκαν στη Βαιθήλ, στα βουνά. Τους χίλιους που έμειναν, τους άφησε στον γιο του και έδωσε εντολή να μείνουν στη Γαβαά και να κάνουν την πρώτη κίνηση. Μα δεν ήταν ο Ιεβοσθέ, εκείνης είχε αρνηθεί κατηγορηματικά. Ήταν ο δεκαπεντάχρονος Ιωνάθαν, ένα αγόρι που θύμιζε καθ'όλα τον πατέρα του. Ευσεβές, θεοσεβούμενο, μετριόφρον, ένα αξιότατο τέκνο μα όχι πρωτότοκο κι αυτό τον πονούσε μα δεν το έδειχνε. Ήταν περήφανος για τον Ιωνάθαν κι αυτό του το καμάρι επισκίαζε τη λύπη, το οποίο γιγαντώθηκε όταν έφτασαν νέα σπουδαία. Η λεγεώνα του Ιωνάθαν είχε σκοτώσει τη φρουρά των Φιλισταίων στη Γαβαά, σύμφωνα με τις διαταγές του. Αμέσως μετά, με σάλπιγγες συνθηματικές το μετέφεραν σε όλο το Ισραήλ ένδοξα, ενώ οι Φιλισταίοι το έμαθαν κι αναζωπυρώθηκε το μίσος τους. Δεν ξεχνούσαν την καταραμένη Κιβωτό. Πλέον, θα εξολόθρευαν αυτούς που τους είχαν φέρει το χτικιό. Έτσι, συγκέντρωσαν κι αυτοί στρατό δικό τους· τρεις χιλιάδες άμαξες, έξι χιλιάδες έφιπποι και πεζικό αμέτρητο, σαν τους κόκκους της άμμου, ατέρμονο. Στο ανατολικό Ισραήλ, τρόμαξαν τόσο οι ντόπιοι που διέφυγαν όπως όπως σε σπηλιές, βουνά και πόλεις οχυρωμένες, μέχρι τη Γαδ και τη Γαλαάδ, τα δυτικά σύνορα. Ακόμα και λαγούμια υπόγεια και λάκκους είχαν σκάψει και κρύβονταν.

Τότε, ο Σαούλ, για να κατευνάσει τα πνεύματα και να αναζωπυρώσει το σθένος τους, πήγε στη Γιλγάλ και μήνυσε στον Σαμουήλ να έρθει και να θυσιάσει στον Κύριο, ως λιτανεία για τον στρατό και την επιτυχία του. Ο Κριτής δέχτηκε, ζητώντας του να περιμένει εφτά ημέρες, ωσότου να έρθει. Ο Σαούλ υπάκουσε με όλη του την ψυχή.

Ο λαός, από την άλλη, γνωρίζοντας το ανυπολόγιστο πλήθος των Φιλισταίων, την ισχύ και την υπεροχή τους, έτρεμε και φοβόταν. Δεν άντεχε να περιμένει στη Γιλγάλ άπραγος, οι στρατιώτες γέμιζαν άγχος και πίστευαν ότι τόση αναμονή έδινε χρόνο στους Φιλισταίους να οργανώσουν τις επιθέσεις τους και να τους κονιορτοποιήσουν μεμιάς. Ο Σαούλ, από την πλευρά του, ήταν αμετακίνητος. Δε θα έκαναν βήμα χωρίς τη θυσία, που θα γινόταν από τον ίδιο τον Σαμουήλ.

Το βράδυ της έκτης ημέρας, ενώ ξημέρωνε η έβδομη, βρήκε τον Βελζεβούλ να κάθεται στον θρονίσκο του και τα κίτρινα μάτια του διαυγή, αλλόκοτα αστραφτερά.

«Αμαρτία είναι αυτό που κάνεις εσύ, όχι αυτό που κάνω εγώ,» τον ειρωνεύτηκε καγχάζοντας. «Έχεις μεγαλώσει μέσα σε ζώα, θα έπρεπε να γνωρίζεις την αξία τους. Τόσα πανέμορφα μοσχάρια κι αρνιά, θρεφτάρια παχουλά και τα αφήνετε να ρέψουν, αντί να τα θυσιάσετε και να ευχαριστηθείτε το γλυκό κρέας.»

«Αφού στον Θεό θα τα θυσιάσουμε, τι σε νοιάζει εσένα;» Τον αντιμετώπισε ατάραχος πια ο Βασιλιάς, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος αγέρωχα.

«Την επιθυμία να τα τρώτε μετά τη θυσία, εγώ την ξύπνησα,» επέμεινε με ένα σατανικό μειδίαμα. «Ιδού, Σαούλ, σου δίνω ένα πλούσιο γεύμα κι ένα ευχαριστημένο στράτευμα, ενώ ο Θεός κι ο Σαμουήλ σε κρατούν σε αέναη αναμονή κι οι άνδρες σου δυσαρεστούνται. Θα σε εγκαταλείψουν, θα μείνεις μόνος, να πολεμήσεις τους Φιλισταίους. Τι νόμιζες, ότι θα θυμούνταν για πάντα τα τεμαχισμένα μοσχάρια; Τρία χρόνια έχουν περάσει από τότε· μια αιωνιότητα, αν σκεφτείς ότι τρεις μήνες μετά την Έξοδο και την Ερυθρά Θάλασσα, έφτιαχναν είδωλα του Εωσφόρου. Έχασες το κύρος σου, Σαούλ και δε θα το πάρεις ποτέ πίσω, αν ακολουθείς τον Σαμουήλ. Έχει τόσο γεράσει, από την ημέρα που σε έστεψε, που δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του. Δεν πρόκειται να έρθει ποτέ εδώ. Άδικα τον περιμένεις.»

«Αυτό υποσχέθηκε, αυτό θα κάνει!» Αναφώνησε με σιγουριά ο Σαούλ, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στον Ιωνάθαν, που κοιμόταν αμέριμνος παραπέρα. «Εμπιστεύομαι τον Σαμουήλ περισσότερο από τον πατέρα και τη γυναίκα μου.»

«Μην εμπιστεύεσαι κανέναν,» τον σάρκασε ο Βελζεβούλ μα αμέσως σοβάρεψε και το βλέμμα του έγινε τρομακτικά βλοσυρό. «Κάνε τη θυσία εσύ. Τι σημασία έχει, αν δεν είναι ο γέρος; Είσαι χρισμένος εκρόσωπος του Θεού κι άλλωστε, ο ίδιος ο Σαμουήλ είπε ότι εσύ είσαι τώρα ο ηγέτης του Ισραήλ. Δε θα είναι, λοιπόν, υποτιμητικό για εσένα να δεηθεί εκ μέρους του λαού ένας γέρος κι όχι εσύ;»

«Χάσου από μπροστά μου,» είπε με ατσάλινη φωνή ο Σαούλ, ανάβοντας λιβάνι σε έναν λύχνο.

Ο Δαίμονας χάθηκε απρόθυμα, τσιρίζοντας πνιχτά κι η νύχτα γαλήνεψε ξανά.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Αυγή ήρθε με τα πιο ζοφερά νέα. Ο Σαούλ ξύπνησε από οχλαγωγία, βρισιές κι αναβρασμό. Το στρατόπεδο είχε αναστατωθεί.

«Η φυλή του Δαν έφυγε, Μεγαλειότατε!» Τον ενημέρωσε ένας στρατηγός του. «Μέσα στη νύχτα, το έσκασαν σαν κλέφτες, λαθραία!»

«Βρείτε τους και φέρτε τους πίσω!» Γρύλισε ο Σαούλ και καταριόταν τον εαυτό του ενδόμυχα. Καταλάβαινε πως δεν είχε άλλη επιλογή πια. «Και πες στους Λευίτες να μου φέρουν τα ζώα για ολοκαύτωμα και αυτά για τις θυσίες κοινωνίας. Ετοιμάστε το θυσιαστήριο, θα τελέσω εγώ τη δέηση στον Κύριο!»

«Τι λες, πατέρα;» Απόρησε έντρομος ο Ιωνάθαν, που είχε ξυπνήσει κι αυτός από το πανδαιμόνιο. «Πώς θα πράξεις κάτι που δεν υπόκειται στη δικαιοδοσία σου; Ο Σαμουήλ είναι Κριτής, άνθρωπος του Θεού. Πρέπει να τον περιμένουμε.»

«Δε γίνεται άλλο, Ιωνάθαν,» διαφώνησε ο πατέρας του με μένος. «Εφτά ημέρες τον περιμένουμε, είναι άφαντος και ο στρατός διαλύεται. Πρέπει αμέσως τώρα να προχωρήσουν οι διαδικασίες. Εγώ είμαι ο Βασιλιάς, κατώτερος μόνο από τον Θεό κι εγώ θα τελέσω τη θυσία. Χρίστηκα από τον Σαμουήλ, σίγουρα μια τόσο απλή διαδικασία δύναμαι να τη φέρω εις πέρας!»

Όλα έγιναν δριμύτατα, τόσο γρήγορα που φάνταζαν περισσότερο ως μια θολή ανάμνηση. Άναψαν τα ξύλα, θυσίασαν πρώτα τα σφαχτά που προορίζονταν για κοινωνία, τα οποία οδηγήθηκαν στις σούβλες και τάισαν τον στρατό όλο, ενώ ακολούθησαν τα ολοκαυτώματα, τα ζώα που κάηκαν ολοσχερώς, σύμφωνα με το αρχέγονο τελετουργικό.

Όταν οι στάχτες και τα κάρβουνα έσβηναν κι υποχωρούσαν, καθώς μόνο καπνοί νότιζαν τον άνεμο, ο ήλιος έδυε· τότε, φάνηκε ο Σαμουήλ κι έφριξε, αντικρίζοντας τι είχε συμβεί και πώς.

«Τι έκανες, Σαούλ;» Μπήκε στη σκηνή του με ορμή εκατό παλικαριών. «Έχεις ιδέα πόσο φοβερή είναι η απερισκεψία σου;»

«Σαμουήλ, μεγάλε προφήτη!» Τον καλωσόρισε έκπληκτος ο Βασιλιάς κι έπεσε στα γόνατα, για να φιλήσει τον ποδόγυρο του, όπως έκανε πάντοτε με έκδηλο σεβασμό.

Ο Προφήτης δεν άγγιξε το κεφάλι του, ως ευλογία. Στεκόταν απαθής, σαν πέτρινο άγαλμα.

«Δεν είσαι ιερέας, είσαι Βασιλιάς. Δεν είχες κανένα δικαίωμα να θυσιάσεις.»

«Δεν μπορούσα να περιμένω άλλο, Δίκαιε Σαμουήλ,» θέλησε να δικαιολογηθεί αδύναμα ο νέος. «Ο στρατός μου σκόρπιζε, εσύ δεν ερχόσουν, οι Φιλισταίοι πλησιάζουν τη Γιλγάλ και σκέφτηκα ότι δε θα μπορούσα ποτέ να τους πολεμήσω χωρίς την εύνοια κι ευλογία του Κυρίου.»

«Ανοησίες, λες κι είσαι παιδαρέλι. Χάθηκε ο ώριμος, ευγενής νέος που γνώρισα κι έχρισα,» αναστέναξε με αποδοκιμασία ο Σαμουήλ, κοιτώντας τον με λύπη. «Αν τηρούσες τις εντολές του Θεού, Σαούλ, η οικογένεια σου θα βασίλευε για πάντα στο Ισραήλ. Τώρα, αυτό είναι ανέφικτο, εξαιτίας σου. Η Βασιλεία σου δε θα διατηρηθεί. Αφού δεν τήρησες τις διδαχές Του, ο Κύριος θα βρει άλλον, για να διορίσει Άρχοντα του λαού Του.»

Ο Σαούλ έκρυψε το πρόσωπο στις πλατιές παλάμες του, ενώ ο Σαμουήλ έφυγε χωρίς καμία άλλη κουβέντα. Αργότερα, ο Ιωνάθαν πλησίασε τον πατέρα του βουρκωμένος και τον αγκάλιασε.

«Μη φοβάσαι, πατέρα, θα ξεθυμάνει ο Προφήτης. Είναι σπλαχνικός σαν τον Κύριο. Πρέπει να ζητήσεις συγχώρεση με όλη σου την καρδιά.»

«Πιο μετά,» αποκρίθηκε, πλήρως ορθός ο Βασιλιάς. «Προς το παρόν, προέχουν οι Φιλισταίοι. Αλλάζουμε στρατηγική. Θα πάμε πίσω στη Γαβαά. Από όλο το στράτευμα του Ισραήλ, θα κρατήσουμε τους εξακόσιους καλύτερους.»

«Έξοχα,» σύριξε ο Βελζεβούλ στον νου του. «Με άκουσες κι υπάκουσες. Μένουν άλλες δυο συναντήσεις μας. Ωστόσο, να είσαι σίγουρος ότι δε θα ακούσεις ποτέ άλλη αθάνατη φωνή πλην της δίκης μου.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μαζί με τον Μιχαήλ και τον Αζραήλ, κατέβηκε σύντομα από τον Παράδεισο κι ο Γαβριήλ, καθώς γνώριζε τη δυσαρέστηση του Θεού για τον Σαούλ, που με ακρίβεια είχε εκφράσει ο Κριτής Του. Συγκεντρώθηκαν μαζί και συνάντησαν έξω από τη σκηνή του Σαούλ τους θλιμμένους Ραφαήλ και Ιεγουδιήλ.

«Μη λυπάστε,» τους είπε αυταρχικά ο Μιχαήλ. «Αν του αξίζει η αποστροφή του Πατέρα, αυτή θα λάβει ο Σαούλ.»

«Τόσος κόπος, τόση προετοιμασία, τόσο λάδι, για το τίποτα,» μονολογούσε, με ματιά καρφωμένη στο υπερπέραν ο Ραφαήλ.

«Δεν μπόρεσα να θωρακίσω την καρδιά του ενάντια στη διαφθορά του Βελζεβούλ. Εγώ φταίω,» κρέμασε το κεφάλι ντροπιασμένα ο Ιεγουδιήλ.

«Όχι, εγώ φταίω,» διαφώνησε κοφτά ο Γαβριήλ και στράφηκε στον άναυδο -όπως όλοι- Αζραήλ. Ο επικεφαλής τους δεν έπαιρνες ευθύνες για σφάλματα, διότι ποτέ δε διέπραττε σφάλματα. «Αζραήλ, σε αδίκησα. Υποτίμησα τις δυνάμεις σου και την αφοσίωση σου. Αν, όμως, είχα στείλει εσένα να προστατεύεις τον Σαούλ, δε θα φερόσουν τόσο ευγενικά και δίκαια, όπως ο Ιεγουδιήλ. Για να καταπολεμήσει κανείς τους άνομους Δαίμονες, χρειάζεται και ανόσια όπλα. Απολογούμαι για το ολέθριο λάθος μου και ζήτω τη συγχώρεση σου.»

Μπροστά σε τέσσερα ζευγάρια σαστισμένων ματιών, ο 'Αγγελιαφόρος' γονάτισε ταπεινά μπροστά στον Αρχάγγελο του Θανάτου.

«Σήκω γρήγορα,» παραίνεσε μέσα στην έκπληξη του ο τελευταίος. «Τι είμαι εγώ, για να γονατίζεις;»

«Η μετριοφροσύνη σου σε τιμά μα δεν έχεις δίκιο,» είπε, σαν στεκόταν μόνη κι ακλόνητη. «Για αυτό, πρέπει να ανταμοιφθείς, να ισοδυναμήσει η προκατάληψη μου με την αξία σου. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Θεός θα διαλέξει τον Ιωνάθαν για Άρχοντα του Ισραήλ. Εσύ θα αναλάβεις την Προστασία του.»

«Ευχαριστώ για την τιμή,» αποκρίθηκε με τη γροθιά στην καρδιά ο Αζραήλ. «Ο Ιωνάθαν θα λάμψει και το πεπρωμένο του θα ανθίσει, όποιο κι αν είναι.»

«Όσο για εσένα, Ιεγουδιήλ,» γύρισε προς τον στεναχωρημένο Αρχάγγελο η επικεφαλής τους, «ο Πατέρας πρόσταξε να μην επιτρέψεις ποτέ ξανά στον Σαούλ να σε δει, ούτε να του μιλήσεις. Προστάτευσε τον αλλά μην είναι αισθητή η παρουσία σου. Πρέπει να νιώσει ότι εγκαταλείφθηκε, ότι είναι μόνος. Αν μετανιώσει πραγματικά, θα μεσολαβήσω προσωπικά στον Πατέρα για συγχώρεση.»

Προτού διασκορπιστούν στις νέες τους αποστολές, ο Αζραήλ σταμάτησε τον Μιχαήλ και τον Γαβριήλ με δυο απότομες κινήσεις.

«Πες για τη Ρουθ και τα παιδιά της,» προέτρεψε τον 'Στρατηγό' με τόση ένταση στα γαλάζια του μάτια που θα έλιωναν παγόβουνο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Με τους εξακόσιους άνδρες, ο Σαούλ κι ο Ιωνάθαν οχυρώθηκαν στη Γαβαά, την πρωτεύουσα τους, ενώ οι Φιλισταίοι ελλοχεύαν στη Μιχμάς. Την πρώτη κιόλας μέρα, εξαπέλυσαν τρεις ομάδες καταδρομέων, οι οποίοι περικύκλωσαν τους Ισραηλίτες από παντού και φοβήθηκαν.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν τα όπλα. Μετά τις αλλεπάλληλες νίκες, οι Φιλισταίοι τους είχαν δεσμεύσει τους σιδηρουργούς. Δεν υπήρχε πουθενά στο Ισραήλ σιδηρουργείο, οπότε η κατασκευή ξιφών και λογχών χωρίς την έγκριση των Φιλισταίων. Πήγαιναν στη χώρα τους, ακόμα και για να τροχίσουν τα υνία των αλετριών, τις αξίνες, τα τσεκούρια, τα βούκεντρα, ώστε πλούτιζαν οι σιδεράδες των Φιλισταίων. Έτσι, λοιπόν, ο Σαούλ είχε θεωρήσει ότι ο πολύς στρατός ήταν άχρηστος κι είχε κρατήσει μονάχα τους εξακόσιους άριστους, ενώ σιδερένια όπλα έφεραν μόνο ο ίδιος κι ο Ιωνάθαν, πληρωμένα αδρά προ πολλού καιρού, πριν την κήρυξη του πολέμου. Αν αγόραζαν μεγάλη ποσότητα, θα κινούσαν υποψίες.

Τη δεύτερη ημέρα, οι Φιλισταίοι πέρασαν τα στενά της Μιχμάς και τους πλησίασαν επικίνδυνα. Τότε, ανέλαβε ο Αζραήλ να δοξάσει τον δεκαπεντάχρονο προστατευόμενο του. Του ξύπνησε τον πόθο για μάχη και καταξίωση. Συνεπώς, ο Ιωνάθαν έπιασε και μίλησε κατιδίαν στον οπλαρχηγό του, έναν γίγαντα χειροδύναμο από τη φυλή του Ρουβήν.

«Ένα να περάσουμε απέναντι, στον στρατό των Φιλισταίων,» πρότεινε με όλο το θάρρος και την τόλμη της ήβης μα και του Αρχαγγέλου.

«Πρίγκιπα μου, ο πατέρας σου δε θα το ενέκρινε ποτέ,» προσπάθησε να τον λογικέψει ο μεγαλύτερος άνδρας.

«Ας μην του το πούμε τότε!»

Δεν είπε τίποτα άλλο, οι λέξεις τον κουράζαν. Όρμησε στην έξοδο του στρατοπέδου τους κι ο οπλαρχηγός τον ακολούθησε, φοβούμενος το μένος του Σαούλ, όταν μάθαινε ότι το παιδί του είχε δραπετεύσει ασυνόδευτο κι απροστάτευτο. Ο Αζραήλ τους ακολουθούσε απερίσπαστα, αθέατος μα σε επαγρύπνηση.

Ο δρόμος που καλούνταν να διαβούν για να φτάσουν στις ορδές των Φιλισταίων ήταν γεμάτος βράχια και στενά περάσματα, το δυσκολότερο των οποίων ονομαζόταν Βωσές-Σέννε. Τότε, φάνηκε καθαρά το στρατόπεδο των εχθρών.

«Όπου να ναι τους φτάνουμε τους ασεβείς κι απερίτμητους,» ψιθύρισε ο Ιωνάθαν, καθώς επρόκειτο για ειδωλολάτρες, που δεν είχαν κάνει περιτομή κι αυτό θεωρούταν μέγιστη αμαρτία και μίασμα. «Ο Κύριος θα μας βοηθήσει, το πιστεύω. Τι κι αν είμαστε δυο ή χίλιοι δυο· αν είναι το θέλημα Του, θα μας δώσει τη νίκη.»

«Όπου πας, θα σε ακολουθήσω,» δεσμεύτηκε ο πολεμιστής, που λεγόταν Αβιδάν με λίθινη αφοσίωση. «Πες μου τι θα κάνουμε.»

«Οι κρυφές κινήσεις δε θα καταφέρουν τίποτα,» δήλωσε αποφασιστικά ο έφηβος. «Θα φανερωθούμε μπροστά τους. Αν μας πουν να τους πλησιάσουμε, θα το λάβουμε ως δείγμα ότι ο Θεός είναι μαζί μας. Ειδάλλως, θα γυρίσουμε πίσω αμέσως. Γνωρίζει ότι ο Παντοδύναμος μας ακούει πάντα, οπότε θα φανερώσει αν μας συντρέχει.»

Ο Αζραήλ χαμογέλασε υπερήφανα. Το αγόρι είχε τόση ωριμότητα, σοφία και σέβας, όπως ο πατέρας του σε εκείνη την ηλικία. Εκείνος, όμως, θα φρόντιζε να τη διατηρούσε σε όλη του τη ζωή. Αμέσως, έσπευσε και κίνησε το στόμα του Φιλισταίου Πολέμαρχου, που αφότου τους είδε να εξέρχονται από την κρυψώνα τους, τους κάλεσε να προχωρήσουν κοντά. Περιχαρής ο Ιωνάθαν, σχεδόν πέταξε, σίγουρος για τον εαυτό του και τη νίκη κι ο Αβιδάν ξοπίσω του.

Σκαρφάλωνε ο γιος του Σαούλ ως το ύψωμα των εχθρών με χέρια και πόδια στα βράχια, ενώ άφησε τον Αβιδάν κάτω, με σχέδιο στον νου. Το σπηλαιώδες άνοιγμα είχε εμβαδόν περίπου μισό στρέμμα. Όταν έφτασε στη γη και βρέθηκε ενώπιον της φρουράς, άρχισε να θερίζει αμείλικτα άνδρες με το ξίφος και το ακόντιο του είτε τους πετούσε κάτω κι ο χειροδύναμος γίγας τους αποτελείωνε. Έτσι, σκότωσαν πάνω από είκοσι -τόσοι ήταν στη φρουρά- κι άφησαν έναν ζωντανό, για να μεταφέρει τα νέα στους ανώτερους τους.

Ήρθε η σειρά του Αζραήλ, ο οποίος γέμισε τις καρδιές των Φιλισταίων τρόμο, μόλις έμαθαν τη σφαγή. Έπειτα, έκρυψε τον θερινό ήλιο με νέφη και χτύπησε τη γη με τη ρομφαία του, ώστε προκλήθηκε σεισμός κι ανάμεσα στους πιστούς του Δαγών επικράτησε πανικός.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Τι γίνεται εκεί πέρα;» Έδειξε ο Σαούλ τη σκόνη και τον πανζουρλισμό που διαφαίνονταν στο στρατόπεδο των εχθρών. «Γιατί ουρλιάζουν έντρομοι οι Φιλισταίοι και τρέχουν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα;»

«Κάτι έπαθαν, Μεγαλειότατε και μάλλον από δικό μας έργο,» του αποκάλυψε φοβισμένα ο Αρχιστράτηγος του. «Μετρηθήκαμε, πριν λίγο. Ο Αβιδάν κι ο Πρίγκιπας Ιωνάθαν μας λείπουν.»

«Τι πράγμα;» Αναφώνησε φοβισμένα ο πατέρας και πάνιασε.

«Πατέρα!» Αντήχησε σαν Αγγελική παρεμβολή η φωνή του Ιωνάθαν, που κατέφθανε με τον οπλαρχηγό του θριαμβευτής. «Πατέρα, πάμε γρήγορα στο πεδίο της μάχης! Τώρα είναι η ευκαιρία να τους συντρίψουμε! Έχουν συγχυστεί τόσο, που αλληλοσφάζονται και καταπατά ο ένας τον άλλον!»

«Τον ακούσατε! Κατεβαίνουμε στην πεδιάδα, αμέσως!» Διέταξε με πυγμή ο Βασιλιάς, προτού στραφεί κατιδίαν στον γιο του, χωρίς να κρύβει το καμάρι του. «Μη θαρρείς πως δε θα σε επιπλήξω για την ανοησία σου να επιτεθείς μόνος, ωστόσο χαίρομαι που γύρισες γερός και νικητής!»

«Ο Κύριος με ευλόγησε και σε αυτόν χρωστώ τα πάντα, πατέρα,» υποκλίθηκε ευσεβώς ο νεαρός κι έφυγε, για να προλάβει τον στρατό στο κατευόδιο, ώστε δεν είδε τη λύπη και ζοφερότητα στα άλλοτε φωτεινά μάτια του Σαούλ. Είχε παχύνει κάπως και γεράσει από την αϋπνία, καθώς προσευχόταν στον Θεό και δεν άκουγε τη φωνή του Ιεγουδιήλ.

Στη μάχη που ακολούθησε, το Ισραήλ θριάμβευσε πανηγυρικά. Ο Μιχαήλ κι ο Αζραήλ παρέστησαν σε πλήρη ισχύ μα Βασιλιάς πατέρας και γιος ήταν οι πραγματικοί μπροστάρηδες. Στη θέα τους και μόνο, χίλιοι Εβραίοι που είχαν ταχθεί με τους Φιλισταίους από φόβο ή συμφέρον, έτρεξαν και πολέμησαν μαζί τους. Οι εχθροί τράπηκαν σε άτακτη φυγή πολύ σύντομα, καθώς οι αξίνες και τα τσεκούρια των Ισραηλιτών στέκονταν ανελέητα και σκότωναν διαρκώς. Όσοι, πάλι, είχαν την κακοτυχία να τρέξουν στα βουνά, τους περίμενε η φυλή Ευφραΐμ που κρυβόταν εκεί και τους κατέσφαξαν. Οι Φιλισταίοι ηττήθηκαν συντριπτικά και τραβήχτηκαν πολύ μακριά, ώστε τα δυτικά σύνορα του Ισραήλ επεκτάθηκαν.

Ο Σαούλ, βέβαια, μεθυσμένος από τον θρίαμβο έναντι του μεγαλύτερου εχθρού του λαού του, δε σταμάτησε, μα συνέχισε τον Πόλεμο. Έστειλε μηνύματα σε όλες τις Φυλές και συγκεντρώθηκαν δέκα χιλιάδες άνδρες. Άνοιξαν μέτωπα κατά μήκος όλων των συνόρων με τους Φιλισταίους και τότε, τον επισκέφθηκε ξανά ο Βελζεβούλ· αυτή τη φορά, με το πρώτο φως της ημέρας.

«Είναι δύσκολοι καιροί κι όλη μέρα οι δικοί σου τρώνε αντί να καταστρώνουν σχέδια ή να φυλούν σκοπιά. Κόψε τους το φαγητό, θύμισε τους ποιός τους κυβερνά.»

Η ιδέα αυτή άρεσε στον Σαούλ, διότι επρόκειτο για παραδειγματική κύρωση και ηχηρό μήνυμα ενάντια στη λαιμαργία και την αεργία των στρατιωτών του. Είχαν γλυκαθεί από την πρώτη νίκη κι είχαν απωλέσει την εγρήγορση. Ύστερα, πίστευε πως κι ο Κύριος δε θα διαφωνούσε με την επίδειξη μιας δύναμης που Εκείνος είχε παραχωρήσει.

«Όποιος τολμήσει κι ακουμπήσει ακόμη φαγητό μέχρι να τελειώσουμε τον πόλεμο κι εκδικηθούμε πλήρως, θα ζει με την κατάρα μου!»

Αυτό κήρυξε στον στρατό κι όλοι υπάκουσαν, φοβούμενοι την τους περίμενε μαύρη μοίρα. Ωστόσο, ο Ουρανός δε συμφωνούσε καθόλου με την αυθαιρεσία του Σαούλ κι έτσι έσπευσε ο Αζραήλ στον ύπνο του Ιωνάθαν, για να πάψει το παρανοϊκό τελεσίδικο.

«Ο πατέρας σου καθοδηγείται από δυνάμεις σκοτεινές και φωνές δαιμόνων. Η απειλή του είναι κούφια. Πάρε την κατάσταση στα χέρια σου και σώσε τον στρατό από ασιτία. Η νηστεία που τους επέβαλε δεν εγκρίνεται από τον Θεό. Πρόσεχε τον, Ιωνάθαν. Άλλο ένα σφάλμα κι ο Κύριος θα τον αποκυρήξει.»

Την επομένη, ο Ιωνάθαν ηγήθηκε μιας εξόρμησης σε δάσος πυκνό. Πολέμησαν σκληρά, σε ένα μεγάλο εύρος του μετώπου. Νίκησαν, με τον Αζραήλ και τον Μιχαήλ κοντά μα οι νικητές Ισραηλίτες δεν ενδιαφέρονταν για τίποτα παρά για το κρέας. Παράτησαν από τα πλούσια λάφυρα που κέρδισαν, τα χρυσαφικά και τα όπλα κι όρμησαν στα ζωντανά, τα οποία έσφαζαν κι έτρωγαν επιτόπου, χωρίς ψήσιμο, ωμά, με το αίμα τους. Όταν το έμαθε ο Σαούλ, εξαγριώθηκε μα και ταράχτηκε· επρόκειτο για τρομερή αμαρτία. Ο Κύριος είχε διδάξει επανειλλημένως πως η κατανάλωση ωμού κρέατος και δη του αίματος αυτού, ήταν ύψιστη ασέβεια. Αυτό, βεβαίως, το γνώριζε ο Βελζεβούλ, που χασκογελούσε σε μια γωνία ως σκιά. Όλο και πλησίαζε στον στόχο της ψυχής του Σαούλ κι εκείνη την ημέρα είχε εξασφαλίσει μερικές χιλιάδες βασανισμένων για την Κόλαση. Όσοι είχαν φάει τα ωμά κρέατα, ήταν απλώς ασυγχώρητοι.

«Ηλίθιοι, είστε βέβηλοι!» Φώναζε με όλη τη δύναμη της φωνής του ο Βασιλιάς στον στρατό, που τον κοιτούσε με στοιχειώδη ντροπή. «Πέσατε σαν όρνια, σαν απαίδευτοι αγροίκοι, άνθρωποι απολίτιστοι και διαπράξατε αμάρτημα τρομερό στα μάτια του Θεού!»

«Τι να κάνουμε για να σωθούμε, Μεγαλειότατε;» Ρωτούσαν αγωνιώντας οι φυλές μέσα από τους επικεφαλής των.

«Φέρτε πέτρες και πηλό. Θα χτίσουμε ένα θυσιαστήριο,» πρόσταξε ευθύς ο Σαούλ, κινώντας τα χέρια του μεγαλοπρεπώς. «Εκεί θα θυσιάσουμε τα ζώα και θα τα ψήσουμε, όπως πρέπει.»

«Δεν είναι ιδιότητα των ιερέων αυτή;» Απόρησε στα όρια της θρασύτητας ο Αρχιστράτηγος του.

«Είμαι ή δεν είμαι ο χρισμένος Βασιλιάς του Κυρίου;» Τον αποπήρε αυταρχικά εκείνος. «Σπεύσατε και πράξατε αυτό που σας είπα! Ήδη η αχορταγία σας μας μόλυνε!»

Ο Αρχιστράτηγος είχε δίκιο. Ο Σαούλ δεν ήταν ιερέας ούτε Λευίτης ούτε είχε το δικαίωμα να χτίζει βωμούς αυθαίρετα και κατά βούληση. Επρόκειτο για την πρώτη φορά που ελάμβανε τέτοια πρωτοβουλία μα, δυστυχώς, όχι για την τελευταία.

«Να επιτεθούμε στους Φιλισταίους ξανά, μόλις μεσιάσει το φεγγάρι στον ουρανό,» πρότεινε, στο πολεμικό συμβούλιο που συγκάλεσε λίγο αργότερα εκτάκτως. «Ας τελειώνουμε με αυτούς, μην εκθέτουμε άλλο και τους στρατιώτες μας σε πειρασμούς κι αμαρτίες.»

Κανένας δεν τόλμησε να επισημάνει ότι αυτός ο ίδιος είχε προκαλέσει τις αποκλίνουσες συμπεριφορές των Ισραηλιτών με την παράλογη απαγόρευση του. Ωστόσο, δεν μπορούσαν να αφήσουν ασχολίαστο ένα άλλο σημαντικό θέμα.

«Ας γίνει όπως επιθυμείς. Εφόσον, όμως, θα πολεμήσουμε στο σκοτάδι, επιβάλλεται να ζητήσεις την έγκριση του Παντοδύναμου. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος.»

Ο Σαούλ έδιωξε τους πάντες εκτός από τον Ιωνάθαν. Έπεσε στα γόνατα, άγγιξε με το μέτωπο το πάτωμα της σκηνής του και τα χέρια του αγκάλιαζαν σταυρωτά τους κροτάφους.

«Κύριε, Θεέ μου και των πατέρων μου, εσύ που ανώτερο ή όμοιο δεν έχεις, φανέρωσε μου· είναι σοφό να επιτεθώ στους Φιλισταίους; Με περιμένει ήττα ή νίκη;»

Δεν έλαβε καμία απάντηση. Ο Ιεγουδιήλ δεν του φανερώθηκε, δεν του μίλησε, μονάχα στεκόταν αθεατος και παρακολουθούσε περιλυπος, ενώ δίπλα του ο Αζραήλ δεν άφηνε τον Ιωνάθαν στιγμή. Ο Βασιλιάς έβλεπε κι άκουγε ένα κενό, σαν να έπλεε στα σκοτεινά κύματα της ανυπαρξίας, σαν να ζούσε νεκρός. Έπρεπε να βρει την αιτία αυτής της καταφρόνησης και να την εξαλείψει, να την πατάξει ολοσχερώς και συθέμελα.

«Ο Θεός δε με εισακούει. Κάποιος ανάμεσα μας έχει αμαρτάνει,» ανακοίνωσε στον στρατό αμέσως. «Σας ορκίζομαι, ακόμα κι αν είναι ο γιος μου, θα τον σκοτώσω. Θα ρίξουμε κλήρο κι ο υπαίτιος θα αποκαλυφθεί.»

Ο κλήρος έπεσε στους Αρχηγούς κι έπειτα στον Οίκο του Σαούλ. Όταν ρίχτηκε μεταξύ πατέρα και γιού, ο Ιωνάθαν τράβηξε το κρίμα κι ο Σαούλ δεν πίστευε στα μάτια του.

«Τι μπορεί να έκανε το παιδί μου, το πλέον ευσεβές κι ευγενές, που να δυσαρέστησε τον Κύριο;» Κραύγασε, γεμάτος ντροπή και φόβο. Είχε ορκιστεί να σκοτώσει τον αυτουργό και τον είχε εντοπίσει στο τελευταίο πρόσωπο που ανέμενε.

Ο Οπλαρχηγός Αβιδάν θέλησε να πάρει τον λόγο μα ο Πρίγκιπας δεν τον άφησε. Βγήκε μπροστά και μίλησε μόνος, μοναδικός υπερασπιστής του εαυτού του.

«Πατέρα, δε φοβάμαι ούτε ντρέπομαι να πω ότι παράκουσα την προσταγή που είχες δώσει για νηστεία. Στο δάσος όπου με έστειλες, βρήκα μπόλικες κυψέλες κι έφαγα ευχαρίστως το μέλι που παρείχαν. Προσέφερα και στους συντρόφους μου μα αρνήθηκαν, πιστοί στις εντολές σου. Αυτή, όμως, ήταν παράλογη· αν οι άνδρες ήταν χορτάτοι οι Φιλισταίοι θα είχαν καταστραφεί πλήρως και δε θα είχαμε πολλούς νεκρούς. Είχαν ρέψει, είχαν αποδυναμωθεί και στερέψει από ορμή. Πέρασα το μήνυμα που ήθελα σε εσένα και στον Κύριο. Πράξε μαζί μου όπως επιθυμείς.»

«Αχάριστο πλάσμα!» Φώναξε απελπισμένα ο πατέρας κι ήλπιζε να τον κατάπινε η γη. «Από το ίδιο μου το σπλάχνο δέχτηκα προδοσία!» Σκλήρυνε η καρδιά του· αυτό είχε μάθει να κάνει από τη στιγμή που είχε χριστεί. Έκλεισε τα μάτια κι όταν τα άνοιξε ξανά, δεν ήταν πατέρας μα Βασιλιάς. «Πολύ καλά, λοιπόν, αφού παρέβης τον βασιλικό Νόμο, Ιωνάθαν, θα λάβεις την τιμωρία που αξιζεις. Θα πεθάνεις. Ας παραδωθείς στον Δήμιο.»

«Όχι!» Φώναξε αυθόρμητα ο Άγγελος του Θανάτου κι αμέσως άρχισε να παλεύει για τη ζωή του ξεχωριστού νέου.

«Όχι!» Επανέλαβε ομόφωνα ο στρατός, καθώς ο Αρχάγγελος έλεγχε τον λόγο τους. «Βασιλιά, μη σκοτώσεις το παιδί σου! Είναι ήρωας, μας έσωσε από τους Φιλισταίους κι είναι τόσο νέος! Αν σκοτώσεις αυτόν, σκοτώνεις και το λαμπρό του μέλλον, το δικό μας λαμπρό μέλλον! Ο Κύριος τον βοήθησε και μίλησε, ο Κύριος τον ευλογεί!

Η ηρεμία επανήλθε στον Αζραήλ, μόνο όταν ο Σαούλ υποχώρησε στη λαϊκή βούληση κι άφησε ελεύθερο τον Ιωνάθαν, ο οποίος λυπήθηκε απέραντα για τη δυστυχία του πατέρα του. Φωνή λαού, οργή Θεού μα ο επίγειος Θεός -και δη αναγνωρισμένος με ιερό χρίσμα- ήταν ο Σαούλ. Ο Βασιλιάς, πάντως, όρισε να σταματήσει ο Πόλεμος, έκαναν ανακωχή και πάλι διευρύνθηκαν τα σύνορα του Ισραήλ στη Δύση.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Πέρασε άλλος ένας χρόνος. Ο Σαούλ κυβερνούσε σοφά, δίκαια και σώφρονα, επάνδρωσε το στράτευμα του με εξαιρετικούς πολεμιστές κι όλο απέκρουε τις προσβλητικές εισβολές των Φιλισταίων. Ο λαός τον δόξαζε, τον υμνούσε, αλάλαζε σαν τον έβλεπε. Είχε πλέον έξι παιδιά· τέσσερις γιούς και δυο κόρες κι έχαιρε της ευλογίας του Θεού, παρόλο που ακόμη δεν είχε ακούσει ή δει τον Ιεγουδιήλ. Περιστασιακά, τον επισκεπτόταν ο Βελζεβούλ, του μιλουσε στο αυτί αόρατος, μα δεν τον άκουγε. Κώφευε πλήρως και προσευχόταν. 

Όταν δέχτηκε στο λιτό του σπίτι τον Σαμουήλ, αναθάρρησε. Είχε να τον δει από την αποφράδα ημέρα των θυσιών στη Γιλγάλ και μόλις τον είδε, έπεσε στο δάπεδο, τον προσκύνησε, φίλησε τον ποδόγυρο του με ταπεινότητα δούλου και δεν τολμούσε να τον κοιτάξει.

«Κοίταξε με, Σαούλ,» τον προέτρεψε ο Κριτής με πατρική στοργή. «Εγώ είμαι, ο Βλέπων που σε έχρισε Βασιλιά. Σου φέρνω μια εντολή από τον Κύριο. Όταν επέστρεφαν από την Αίγυπτο οι Ισραηλίτες, οι Αμαληκίτες τους εμπόδισαν και πολέμησαν. Ο Θεός διατάζει να τους χτυπήσεις αλύπητα και να καταστρέψεις καθετί δικό τους. Μη δείξεις έλεος σε κανέναν και τίποτα· άνδρες, γυναίκες, παιδιά, βρέφη, βόδια, πρόβατα, καμήλες, γαϊδούρια, όλα πρέπει να αφανιστούν!»

«Θα γίνει το θέλημα του Κυρίου και Θεού μας,» δεσμεύτηκε ο Σαούλ με το χέρι στην καρδιά του, αποφασισμένος να πετύχει και να επανέλθει στην πλήρη εύνοιά Του.

Έστειλε καλέσματα στις δώδεκα φυλές και συγκέντρωσε στην Τελαΐμ στρατό διακοσίων δέκα χιλιάδων ανδρών. Κατέβηκαν ανατολικά και νότια, ώστε έστησαν στρατόπεδο από τη Χαβιλά ως τη Σουρ. Δίπλα στους Αμαληκίτες, έμεναν οι Κεναίοι, άνθρωποι ευγενείς, που είχαν βοηθήσει -τότε παλιά- το Ισραήλ. Τους μήνυσε ότι αν δεν έφευγαν από την περιοχή των Αμαληκιτών, θα αφανίζονταν εξίσου. Εκείνοι υπάκουσαν, για καλή τους τύχη.

Ο Σαούλ ενέδρευσε, περίμενε λίγες ημέρες για να εποπτεύσουν πλήρως την περιοχή και μια αυγή, έδωσε το πρόσταγμα. Μανιασμένοι κι εκδικητικοί ξεχύθηκαν οι Ισραηλίτες, κατέβηκε ο Μιχαήλ με τον Ιεγουδιήλ και πολεμούσαν δίπλα στον Σαούλ κι ο Αζραήλ δίπλα στον Ιωνάθαν.

Η μάχη κύλισε άρτια για τους Ισραηλίτες και πολύ σύντομα εξελίχθηκε σε καθολική σφαγή κι ισοπέδωση. Είχαν ρητές διαταγές να μην αφήσουν τίποτα όρθιο ή ζωντανό κι αυτό σκόπευαν να πράξουν. Ωστόσο, ο Βασιλιάς των Αμαληκιτών, ο Αγάγ, μέσα στο αστραφτερό του παλάτι, ικέτευσε για τη ζωή του, οι στρατιώτες τον πήραν αιχμάλωτο κι εκείνος τους οδήγησε στα μυστικά θησαυροφυλάκια του.

Δεν ήταν αυτή η μόνη παρατυπία. Μολονότι ο Αγάγ αποτέλεσε τον μοναδικό επιζώντα των Αμαληκιτών, οι στρατιώτες γύρισαν στο στρατόπεδο με πλήθος λάφυρων, όχι μόνο πολύτιμων αντικειμένων μα και ζώων.

«Σφάξτε τα ζώα και κάψτε τα ολοσχερώς, μαζί με όλα τα λάφυρα! Ο δίκαιος Σαμουήλ διέταξε αυτό να γίνει και θα γίνει!» Κραύγασε ο Σαούλ, βλέποντας την εκδίκηση του Θεού να μετατρέπεται σε πλιάτσικο. Δεν ήθελε να απογοητεύσει ξανά τον Κριτή κι έτσι προσευχήθηκε με όλη του την πίστη.

«Γιατί φωνάζεις και θυμώνεις χωρίς λόγο;» Του αποκρίθηκε ο μόνος που απαντούσε πλέον μα δεν έμεινε στη φωνή. Ο Βελζεβούλ εμφανίστηκε εμπρός του, με ένα σμήνος μυγών να βουίζουν επιμόνως και να πετούν γύρω του ως αποτρόπαια συνοδεία. «Δε ζητούν κάτι παράλογο οι άνδρες σου. Να κρατήσουν μερικά εξαίσια ζωντανά και λίγο χρυσό! Τόσο αίμα έχυσαν, το αξίζουν! Μέχρι και μωρά σκότωσαν για χατίρι σου!»

«Οι προσταγές του Κυρίου πρέπει να τηρούνται κατά γράμμα κι εγώ είμαι υπηρέτης Του,» απάντησε κοφτά ο Σαούλ. Είχε αμπαρωθεί στη σκηνή του κι είχε απαιτήσει να μην τον ενοχλήσει κανείς, ώσπου έβγαινε, για να ανακοινώσει τι θα συνέβαινε με τα λάφυρα και τον Βασιλιά Αγάγ.

«Είναι κι αυτός, φυσικά,» είπε ο Δαίμονας σαν να διάβαζε τις σκέψεις του. «Δεν είναι επονείδιστο, άραγε, να σκοτώνει ο Βασιλιάς τον Βασιλιά;»

«Θα το κάνω, αφού το ζητά ο Θεός!» Παρέμενε ασάλευτος εκείνος.

«Ανθρωπάκι,» γρύλισε η Αδηφαγία. «Επιμένεις σε αυτόν τον Θεό, σαν ανόητος! Πού είναι ο Θεός; Πού είναι αυτός ο Άγγελος που σε φυλά; Πού είναι ο Σαμουήλ; Όλοι σε εγκατέλειψαν, γιατί δεν τους συμφέρει να είσαι πλούσιος, να λαμβάνεις όσα σου αρμόζουν, να ζεις σαν αληθινός Βασιλιάς! Δούλος του αόρατου πνεύματος είσαι, ενώ θα έπρεπε να κατοικούσες σε ένα λαμπρό παλάτι, με αμέτρητους υπηρέτες και παλλακίδες, να τρως κρέας κάθε μέρα, να παίρνεις μερίδιο από τις σοδειές, ώστε να μη σου λείπει τίποτα, να φορολογείς! Εσύ δεν έκανες τίποτα, διότι υπηρετείς τον Θεό! Πανηλίθιε, ο Σαμουήλ παίρνει δώρα πλουσιοπάροχα για να πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες στον λαό κι εσύ, ο Βασιλιάς του, ζεις σε μια στάνη! Σε λυπάμαι, κακόμοιρε, θύμα όλων των τιποτένιων που σε εκμεταλλεύονται! Να τα πάρεις όλα τα λάφυρα και να τα κρατήσεις για τον εαυτό σου! Να τα σφάξεις όλα τα ζώα και να τα φας εσύ! Αυτό σου πρέπει· εσύ είσαι ο Βασιλιάς του Ισραήλ, όχι κανένας στρατιώτης, όχι ο Σαμουήλ και σίγουρα όχι ο εναέριος Θεός σας!»

Ο Σαούλ τρόμαξε. Όσο μιλούσε ο Δαίμονας, τα μάτια του άστραφταν και σαν τελείωσε, χάθηκε, μέσα σε μια πύρινη στήλη. Του κόπηκαν τα γόνατα κι έμεινε μόνος στη φοβερή σιωπή, να μάχεται με τον εαυτό του. Δίπλα του στεκόταν ο Ιεγουδιήλ με όλη την αγωνία του κόσμου στο βλέμμα κι ήλπιζε να αισθανόταν την παρουσία του αλλά ήταν αδύνατον.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το πρωί της επόμενης ημέρας, τον Σαμουήλ περίμενε να ξυπνήσει ο Ραφαήλ.

«Βρες τον Σαούλ,» του είπε με θλίψη. «Είναι στη Γιλγάλ. Μόλις γύρισε από τη γη των Αμαληκιτών. Πέρασε από την Κάρμηλο κι έχτισε μνημείο δικό του. Ως Θεός του Ισραήλ, μετάνιωσα που τον έχρισα Βασιλιά. Μου έχει γυρίσει την πλάτη, με λησμόνησε και παράκουσε. Άκουσε τι θα κάνεις.»

Ο Σαμουήλ άκουσε όλα όσα είχαν συμβεί και λυπήθηκε βαθιά. Έμεινε έγκλειστος στο δωμάτιο του όλη την ημέρα και προσευχόταν κλαίγοντας. Όταν πήγε την επομένη να βρει τον Σαούλ στη Γιλγάλ, αντίκρισε το πιο αποκαρδιωτικό, θλιβερό και βδελυρό θέαμα.

Τον οδήγησαν στον Βασιλιά, που καθόταν στον θρονίσκο του, μόνος, χωρίς τον Ιωνάθαν. Έτρωγε κρέας ψητό, έπινε μπόλικο κρασί και δε σταματούσε. Μα δεν ήταν αυτό το πιο απαίσιο· είχε ζωστεί όλος με χρυσό και πετράδια που άστραφταν πολύχρωμα. Έμοιαζε με ειδωλολάτρη ιερέα, με μακριά σκουλαρίκια, περίτεχνα περιβραχιόνια. Μοναδικός του ομοτράπεζος ήταν ένας άνδρας πιο μελαμψός, που δε μιλούσε καλά τη γλώσσα του Ισραήλ.

«Σαμουήλ, δίκαιε και σπουδαίε,» έτρεξε κοντά του μόλις τον είδε ο Σαούλ και τον προσκύνησε ευσεβώς, όπως κάθε φορά. «Σαμουήλ, είμαι ευτυχής!» Του είπε, χαρούμενος σαν παιδί. «Έφερα σε πέρας την αποστολή του Κυρίου! Έπραξα όπως διέταξες και θα ερχόμουν κι ο ίδιος να στο πω στη Ραμά!»

«Δε ντρέπεσαι να ψεύδεσαι τόσο απροκάλυπτα ενώπιον μου;» Βροντοφώναξε εξοργισμένος ο Προφήτης και τον έφτυσε κατάμουτρα. «Πώς σκότωσες όλα τα ζωντανά των Αμαληκιτών; Τι είναι αυτά τα βελάσματα και μουκανητά που ακούω; Ή μήπως θέλεις να μου πεις ότι τραπεζώνεις έναν Ισραηλίτη;»

«Όχι, Μεγάλε Κριτή,» έσπευσε να δικαιολογηθεί ο Σαούλ, γελώντας αμήχανα. «Πράγματι, ορισμένα ζώα είναι εδώ κι αυτός είναι ο Βασιλιάς των Αμαληκιτών, ο Αγάγ. Οι άνδρες τον αιχμαλώτισαν και δεν μπορούσα να τον παρατήσω σε ένα κλουβί σαν αγρίμι!Ύστερα, οι στρατιώτες κράτησαν τα ζώα, μιας κι ήθελαν να αυγατίσουν τα κοπάδια τους! Αδυνατούσα να τους εναντιωθώ, ήταν πάρα πολλοί! Δεσμεύτηκαν, όμως, να τα θυσιάσουμε στον Κύριο, καθώς μόνο τα καλύτερα και πιο τρυφερά Του αξίζουν!»

«Σφάξατε, λοιπόν, όσα δε σας άρεσαν και βρίσκατε άνευ αξίας και κρατήσατε τα πολύτιμα!» Συνέχισε άσβεστος ο θυμός του Σαμουήλ.

Χωρίς δισταγμό ή φόβο, πλησίασε τον αμέριμνο Αγάγ, άρπαξε ένα μαχαίρι του κρέατος κι έκοψε τον λαιμό του με μια γρήγορη κίνηση.

«Αυτό έπρεπε να είχες κάνει και δεν το έκανες, γιατί αυτός σε γέμισε χρυσό, που προφανώς είναι πολύ σπουδαιότερος του Θεού!» Φώναξε στον σαστισμένο Σαούλ. Πήγε κοντά του, άρπαξε τον λευκό χιτώνα του με τα ματωμένα χέρια του και τον ταρακούνησε με μια άγρια μείξη αγανάκτησης, απογοήτευσης και δυστυχίας. «Πού είναι το αγόρι που αναζητούσε τις γαϊδούρες του κι είχε μια καρδιά που άξιζε όσο όλος ο χρυσός του κόσμου; Πού είναι ο λαμπρός νέος, στον οποίο είχαν στηριχτεί όλες οι ελπίδες; Στο είχα πει, παιδί μου· μη θυσιάσεις την ψυχή σου για το Στέμμα ή οτιδήποτε άλλο κι εσύ το έπραξες! Η Αδηφαγία σου σε διέλυσε, Σαούλ!»

«Τι εννοείς;» Ψέλλισε με γουρλωμένα μάτια ο Βασιλιάς.

«Άκου· τάδε έφη ο Κύριος,» ξεκίνησε, επιστρέφοντας στη βροντερή φωνή του Κριτή. «Έγινες Αρχηγός του Ισραήλ, αν και τότε θεωρούσες τον εαυτό σου μικρό, ήσουν ταπεινός κι υποδειγματικός νέος. Όταν, όμως, έλαβες ρητή εντολή, εθελοτύφλησες κι έπραξες κατά το συμφέρον σου! Θαρρείς ότι ο Κύριος θέλει ολοκαυτώματα και θυσίες; Πιο πολύ από όλα, επιθυμεί να υπακούμε στις Εντολές Του. Η υπακοή για αυτόν είναι σπουδαιότερη από το πάχος των κριαριών· η δε ανυπακοή, είναι καταδικαστέα σαν τη μαύρη μαγεία κι η αδιαλλαξία σαν την ειδωλολατρία. Για αυτό, Σαούλ, ο Θεός σε αποκηρύσσει! Στα μάτια Του, δεν είσαι πλέον ο Βασιλιάς του Ισραήλ!»

Έπεσε στο χώμα ο πανίσχυρος ηγεμόνας, ο πανέμορφος γίγαντας ελαττώθηκε σε μυρμήγκι, σειόταν σαν βουνό από λυγμούς και δάκρυα ποταμούς. Τότε και μόνο, κατάλαβε πόσο μεγάλα σφάλματα είχε διαπράξει μα κυρίως στον ίδιο του τον εαυτό.

«Αμάρτησα, Σαμουήλ!» Ούρλιαξε απελπισμένα κι έσκιζε τον λινό του χιτώνα από μεταμέλεια. «Φοβήθηκα τους άνδρες μου και δεν τους εμπόδισα! Αγνόησα κι εσένα και τον Κύριο! Σε ικετεύω, συγχώρεσε με κι έλα μαζί μου! Ας γυρίσουμε στο σπίτι μου μαζί, για να προσευχηθούμε.»

«Όχι,» απάντησε ανηλεώς ο Σαμουήλ, κοιτώντας τον με οίκτο και λίθινη αποφασιστικότητα. «Δε θα σε ακολουθήσω. Όπως απέρριψες τον Θεό, έτσι κι εκείνος απέρριψε εσένα.»

«Σε παρακαλώ, θα κάνω οτιδήποτε μου ζητήσεις, για να εξιλεωθώ!»

Όρμησε γονατιστός, για να τον σταματήσει από το να φύγει. Το μόνο που κατάφερε, αρπάζοντας τον χιτώνα του, ήταν να κόψει ένα κομμάτι του ποδογύρου, εκείνο που πάντοτε φιλούσε, όταν συναντιούνταν.

«Ιδού,» είπε ο Σαμουήλ σαν δικαστής πριν την ανακοίνωση της θανατικής ποινής. «Έτσι ακριβώς απέκοψε ο Κύριος σήμερα εσένα από τη Βασιλεία του Ισραήλ. Το Στέμμα πλέον θα δοθεί σε άλλον, σε έναν καλύτερο σου. Ο Θεός δεν αλλάζει γνώμη ποτέ, δε θα ξεχάσει την ασέβεια σου. Αντίο, Σαούλ. Δε θα ξανασυναντηθούμε ποτέ, σε αυτή τη ζωή.»

Ο Σαμουήλ έφυγε. Ο Σαούλ έμεινε ολομόναχος στη σκηνή του κι έκλαιγε απαρηγόρητος. Όλοι οι στρατιώτες γιόρταζαν τον θρίαμβο, κανένας δεν ενδιαφερόταν για εκείνον κι έτσι προτιμούσε. Χτυπιόταν, κυλιόταν στη λάσπη κι έμοιαζε ένας τιποτένιος γέρος, ένα επίγειο σκουλήκι και γιγαντιαίο παράσιτο. Δεν ήθελε να ζει άλλο.

Όταν έτεινε το χέρι του στο μαχαίρι που είχε κόψει τον λαιμό του Αγάγ, ο Ιεγουδιήλ εμφανίστηκε μπροστά του έντρομος.

«Μη, Σαούλ!» Τον ικέτευσε πρακτικά. «Μην αυτοκτονήσεις! Δε θα μπορώ να σε σώσω!»

«Δεν μπορεί να γίνει τίποτα πια,» δήλωσε βραχνά, ξέπνοα από την οιμωγή ο Βασιλιάς. «Τελείωσε. Χάθηκα.»

«Όχι!» Αντιτάχθηκε ο Ιεγουδιήλ. «Θα ζήσεις και θα έχεις πολύ καιρό, για να επανορθώσεις!»

«Μείνε κοντά μου, όπως παλιά!» Έπεσε στα δικά του γόνατα και παρακαλούσε ο θνητός. «Μονάχα να σε βλέπω κοντά μου θέλω, να παίρνω δύναμη και θάρρος!»

«Δε γίνεται,» κούνησε λυπημένα το κεφάλι ο Αρχάγγελος. «Σου είχα πει να μην αλλάξεις ποτέ, να πιστεύεις και να έχεις υπομονή. Τα λησμόνησες, Σαούλ και τώρα ο Κύριος με προστάζει να γυρίσω στον Παράδεισο. Δε θα με ξαναδείς. Ωστόσο, θέλω να ξέρεις ότι ο Ιωνάθαν προστατεύεται από έναν άλλον, πολύ καλύτερο Άγγελο από εμένα.»

«Όχι, σε παρακαλώ!»

«Να είσαι δυνατός και να προσεύχεσαι πάντοτε,» τον συμβούλεψε για τελευταία φορά ο Αρχάγγελος. «Έρχονται δύσκολοι καιροί για εσένα και το Ισραήλ. Μείνε βράχος ακλόνητος κι υπομονετικός, μην αφήσεις κανέναν να σε διαβρώσει. Τότε, ίσως καταφέρω να σε σώσω.»

Εξαφανίστηκε από τα μάτια του, ένας πανώριος άνδρας, με πυρρόξανθα μαλλιά και μάτια που δάκρυζαν διαρκώς. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα του Σαούλ, που πια ατένιζε τη λίμνη αίματος του νεκρού Αγάγ σαν υπνωτισμένος. Μόλις αντίκρισε το πρόσωπο του Βελζεβούλ να του χαμογελά σατανικά, πανικοβλήθηκε. Ωστόσο, η εικόνα χάθηκε, τόσο απότομα όσο είχε φανεί.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Βελζεβούλ ήταν έτοιμος να ξεπροβάλει από το αίμα και να καταλάβει την ψυχή του Σαούλ, όταν ένιωσε τη γροθιά στο σβέρκο του και τα στιβαρά χέρια που τον τράβηξαν βίαια έξω, ώστε σύρθηκε μακριά από τη σκηνή, στην έρημη πλευρά του στρατοπέδου.

«Κάθαρμα,» τσίριξε, αναγνωρίζοντας τον Αζραήλ στο πρόσωπο του επιτειθέντα του. «Άφησε με να πάρω αυτό που υποσχέθηκα στον Άρχοντα μου!»

«Όχι εσύ,» απάντησε ο Άγγελος του Θανάτου, εκκρίνοντας απίστευτη εκδικητικότητα και μένος. Από το υπερπέραν, εμφάνισε τη ρομφαία του, που έκαιγε με φλόγα στην αιχμή της. «Εσύ, θα γυρίσεις στην Κόλαση αμέσως.»

«Γιατί νοιάζεσαι;» Τον χλεύασε ο Δαίμονας, γελώντας χαιρέκακα. «Ο Σαούλ χάθηκε διά παντός! Ο Θεός πήρε πίσω τον Φύλακα του! Είναι όλος δικός μας τώρα!»

«Πράγματι,» συμφώνησε θλιμμένα ο Αρχάγγελος. «Παρόλα αυτά, εσύ δε θα τον αναλάβεις! Τον διέλυσες, δε θα σου επιτρέψω να τον στοιχειώσεις κιόλας! Ας στείλει όποιον θέλει ο Εωσφόρος, εγώ θα στείλω εσένα σε αυτόν αγνώριστο!»

«Μου γκρέμισες το άγαλμα!» Θύμισε κι υπερασπίστηκε τον εαυτό του με πύρινες γλώσσες ο Βελζεβούλ.

«Κι εσύ κατέστρεψες μια θαυμάσια ψυχή, δηλητηριάζοντας έναν θεσμό που είχαμε εγκαινιάσει με κάθε ιερότητα!» Απέφυγε όλες τις λαβές ο Αζραήλ και αλύπητα τον χτύπησε κατάκαρδα, με φως επουράνιο, ολόλευκο, καθάριο.

Ο Δαίμονας χάθηκε προς την Κόλαση, σφαδάζοντας από πόνους κι ο Αρχάγγελος επέστρεψε δίπλα στον Ιωνάθαν, θρηνώντας σιωπηλά τον Σαούλ και την αθώα ψυχή των παιδιών του.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Στην Κόλαση, είχαν ήδη ξεκινήσει γλέντια για την κατάκτηση του Σαούλ. Καθώς ο συγκαμμένος Αρχιδαίμονας εισερχόταν στο παλάτι του Εωσφόρου, ο ίδιος βρισκόταν στο κατώφλι και τον περίμενε πανευτυχής.

«Συγχαρητήρια Βελζεβούλ,» τον καλωσόρισε με ανοιχτές αγκάλες. «Τα κατάφερες περίφημα! Για άλλη μια φορά, δεν απογοήτευσες!»

«Κάνετε κάτι να φύγει από πάνω μου το φως του Παραδείσου,» ήταν η μόνη του απάντηση. «Πρέπει να γυρίσω στη γη, για να καταλάβω τον νου του Σαούλ.»

«Θα το αναλάβει άλλος αυτό,» τον βεβαίωσε ο Διάβολος. «Εσύ πρέπει να αναρρώσεις πλήρως.»

Καταράστηκε ενδόμυχα τον Αζραήλ. Του είχε στερήσει τη χαρά του δαιμονισμού, αλλά και τραυματίσει, ώστε θα χρειαζόταν καμπόσο καιρό για να ιαστεί πλήρως. Δεν ξαναμίλησε· μονάχα γρύλιζε κι αδημονούσε να επιστρέψει στην ενεργό δράση, για να καταστρέψει και τον διάδοχο του Σαούλ, ακόμα κι αν ήταν ο αγνότερος άνθρωπος της γης.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτό ήταν!

Κόντεψε να ξεπεράσει το ρεκόρ μας, ομολογώ! 16320 λέξεις!

Λοιπόν, πώς σας φάνηκε αυτό το διήγημα που υπολόγιζα πολύ μικρότερο αλλά λάθεψα; 😂

Η αλήθεια είναι πως τον Σαούλ τον αγαπώ ταμάλα. Έχει τόσα πολλά θαυμάσια χαρακτηριστικά και ταυτόχρονα τόσα άσχημα που είναι σκέτος πειρασμός, για να μη γραφεί!

Το διήγημα αυτό, δεν ήθελα να το γράφω έτσι. Εννοώ, ήθελα να ήταν κάτι σύγχρονο, είχα ετοιμάσει το θέμα και την πλοκή αλλά σκέφτηκα ότι ο Σαούλ ταίριαζε καλύτερα, ως προοίμιο του καινούριου κύκλου διηγημάτων, που θα αρχίσει με άλλο ένα δικό του διήγημα αλλά άλλο αμάρτημα 😈😈

Τέλος πάντων, στη συνέχεια, έχουμε το φιναλε αυτού του κύκλου, που δεν είναι άλλο από το δεύτερο μέρος της Κου Κλουξ Κλαν! Έρχεται ο Βηλφεγώρ, διόλου οκνηρά, για να κλείσει όλους τους λογαριασμούς που έχει με τον Σατανά 😈😈😈

Μέχρι τότε, να είστε όλοι καλά, να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας!!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top