Απομονωμένη Πρωτοχρονιά {Secret Santa Delivery}

Εορταστικό διήγημα, αμιγώς αφιερωμένο στην αγαπημένη Μαρία the_girl_who_knew_ υπέρ του Secret Santa Event που διοργάνωσα στο προφίλ μου φέτος, με πάρα πολλή αγάπη κι ευχές για κάθε καλό με το νέο έτος που είναι καθοδόν!

~Καλή Ανάγνωση και σας ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου που υπομένετε κι επιμένετε σε αυτό το βιβλίο!~

🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄

~Περί το 1190 π.Χ. Ή 2000 π.Χ.~

Ο Αζραήλ ανέκαθεν έτρεφε μια εύνοια, μια ιδιαίτερη αδυναμία για τη Ναϊρέλ, από την πρώτη στιγμή που είχε περάσει στον Παράδεισο αλλαγμένος κι ολότελα λυτρωμένος, δεμένος με όρκο αιώνιας πίστης κι υποταγής. Εκείνο το κορίτσι του θύμιζε την Κόλαση ολοκάθαρα, με τα σκοτεινά της μαλλιά και τα πολυμήχανα μάτια, με την περιστασιακή πανουργία και μνησικακία που εντόπιζε στα μάτια της συχνά, εκείνα που φάνταζαν ανύπαρκτα για τους Αγγέλους κι Αρχάγγελους.

Προφανώς, δεν ήταν ο μόνος που το είχε παρατηρήσει, μιας κι από τις πρώτες ημέρες της νέας της ζωής στον Παράδεισο, ο Γαβριήλ τον είχε προσεγγίσει με μια παράκληση λογική κι αναμενόμενη.

«Εγώ θα την αναλάβω επισήμως. Μα ανεπίσημα, θα το κάνεις εσύ. Δεν πρόκειται μονάχα για Άγγελο. Τη δαιμονική πλευρά της μόνο εσύ μπορείς να κατανοήσεις. Δεν επιθυμώ να την ξεχάσει ή να τη θάψει βαθιά μέσα της. Σίγουρα ενδέχονται όμορφα χαρακτηριστικά κι εκεί· εκείνα πρέπει να φροντίσεις να διατηρήσει.»

«Ναϊρέλ ή Αρενιήλ;» Ήταν η μοναδική του ερώτηση, όπως πάντα λακωνική κι εύστοχη.

«Εγώ την αποκαλώ Ναϊρέλ,» του απάντησε ήρεμα. «Εσύ επέλεξε αυτοβούλως.»

Δεν τόλμησε ποτέ να την αποκαλέσει Ναϊρέλ. Αν το έπραττε, αισθανόταν πως θα επικαλούταν την ίδια την Κόλαση και τον Εωσφόρο κι ο φόβος τον έζωνε. Αρενιήλ, λοιπόν, το αγγελικό της όνομα, το οποίο χρησιμοποιούσαν όλοι πια, πλην του Γαβριήλ.

Ορθώς είχε προβλέψει ο Αγγελιοφόρος του Θεού, διότι ο δεσμός που δημιουργήθηκε μεταξύ της νεαρής και του Αζραήλ αδυνατούσε να συγκριθεί κι ωχριούσε μπροστά σε εκείνους που δημιούργησε με τους υπόλοιπους Αγγέλους. Κατανόηση, σκέψη κοινή, νόηση αμοιβαία, αρμονική τους ένωσε συντόμως σαν αδέλφια, ως τα μόνα τέκνα του Παραδείσου που είχαν γεννηθεί στην Κόλαση.

Μετά τη γνωριμία της με τον Αζραήλ, ένιωσε πράγματι το Βασίλειο των Ουρανών σπίτι της η Αρενιήλ. Κυρίως, διότι αισθάνθηκε επιτέλους τον Άγγελο και τον Δαίμονα μέσα της να συνυπάρχουν αρμονικά, όπως σε εκείνον και για πρώτη φορά στη ζωή της, γαλήνεψε. Ωστόσο, ανταρίαζε ακόμη η καρδιά της ενίοτε με νοσταλγία και λαχτάρα για την Κόλαση. Δεν της έλειπε ο σκληρός ζυγός του Εωσφόρου ούτε ο ίδιος ο Διάβολος μα η μητέρα της κι οι Δαίμονες των Αμαρτημάτων, οι πιστοί της φίλοι που την είχαν βοηθήσει να σωθεί. Χάριν σε εκείνους είχε γλιτώσει, είχε σωθεί από τον όλεθρο και δε σκόπευε να το ξεχάσει ποτέ.

Δεν τους έβλεπε πια. Φοβόταν πως σύντομα θα έσβηνε τις μορφές τους από τη μνήμη της ανεπαίσθητα. Σαν να είχαν υπάρξει μονάχα στα όνειρα της. Κι όσο τρόμαζε με αυτή την ιδέα, τόσο αποφάσιζε πως έπρεπε να μιλήσει και να αιτηθεί στον Αζραήλ. Εκείνος θα καταλάβαινε· εκείνος θα το σκεφτόταν τουλάχιστον.

«Θέλω να τους συναντήσω. Έστω και για ύστατη φορά. Προτού αποχωριστούμε, μονάχα τον Βελζεβούλ και τον Αζαζέλ πρόλαβα να αποχαιρετήσω, εκείνους που με συνόδευσαν στο καθορισμένο σημείο, από όπου ο Γαβριήλ με οδήγησε εδώ.»

«Δύσκολη κι επικίνδυνη η επιθυμία σου,» παραδέχτηκε ο Αζραήλ, έχοντας συνέλθει από την αιφνίδια έκπληξη. «Παρόλα αυτά, θα προσπαθήσω να την υλοποιήσω. Σου αξίζει να τακτοποιήσεις τις εκκρεμότητες σου με τη Γέενα του Πυρός. Προφανώς, δεν μπορώ να τους καλέσω στον Παράδεισο μα ίσως υπάρχει κάποιο μέρος-»

«Υπάρχει!» Τον προέτρεψε βιαστικά η Αρενιήλ, με πρωτοφανή ενθουσιασμό που θα έβλεπε ξανά τους παλιούς φίλους της. «Ένας κήπος κρυμμένος από όλους, το επίγειο ησυχαστήριο του Γαβριήλ. Εκεί, ήρθε και με παρέλαβε.»

«Θα εξετάσω αυτόν τον τόπο, λοιπόν,» της υποσχέθηκε, χαμογελώντας ολόψυχα. «Σύντομα θα έχεις νέα. Ταυτοχρόνως, θα φροντίσω να φτάσει η επιθυμία σου στα ανάλογα δαιμονικά αυτιά.»

Ο Αζραήλ κινήθηκε τάχιστα, διακριτικά κι αποφασιστικά. Αφότου ανέφερε τον κήπο στον Γαβριήλ, τον ξενάγησε εκεί αυτοπροσώπως, καμαρωτά κι υπερήφανα για εκείνο το πανέμορφο μέρος, το γεμάτο αγνότητα, που ανθρώπινο πόδι δεν είχε πατήσει ποτέ κι ανθρώπινο μάτι δεν είχε θωρήσει. Το μέρος ήταν απομονωμένο κι υπέροχο, απόλυτα ταιριαστό για μυστική συνάντηση, κρυφή από τα μάτια του Εωσφόρου τουλάχιστον, μια που αμφέβαλε ο Αζραήλ αν υπήρχε κάτι κρυφό από τον Θεό.

Το μήνυμα εστάλη πανεύκολα. Ο Αζραήλ είχε γεννηθεί ζήσει στην Κόλαση, γνώριζε όλους τους τρόπους και τα μέσα. Άναψε μια φωτιά με Κεραυνό κι επικαλέστηκε τους Δαίμονες των Αμαρτημάτων πλην του Λεβιάθαν. Για εκείνον παράμενε διστακτικός, δεδομένου του ρόλου του στην απεμπόληση της Αρενιήλ. Τους προσκάλεσε σε εκείνο ακριβώς το σημείο λίγες μονάχα ημέρες αργότερα, παρακαλώντας να παρευρεθούν όλοι τους.

Όταν έφτασε η ημέρα, από το χάραμα κατέβηκε με την Αρενιήλ, έχοντας συνεννοηθεί με τον Γαβριήλ πως η ευθύνη ήταν απόλυτα δική του. Επρόκειτο για την πρώτη φορά μετά τη μεταφορά της στον Παράδεισο που κατέβαινε στη γη. Αργότερα, το νερό της ήσυχης λίμνης εμπρός τους υποχώρησε, κόχλασε, έβρασε υπερφυσικά κι από εκεί ξεπήδησαν, αναδύθηκαν δυο μορφές κι όχι έξι, όπως περίμεναν· ο Αζαζέλ κι ο Σατανάς. Μόλις τους εντόπισαν, ο Αζραήλ κρύφτηκε πίσω από τις φυλλωσιές των ψηλών θάμνων, νεύοντας στην Αρενιήλ να τους πλησιάσει μόνη. Εκείνος αδυνατούσε να τους αντιμετωπίσει. Την τελευταία φορά που τους είχε δει, πολεμούσαν μαζί τους Αρχάγγελους ενώ γύρω τους καίγονταν τα Σόδομα από θείο θειάφι και φωτιά καθαρτική.

«Πού είναι οι υπόλοιποι;» Αναρωτήθηκε η Αρενιήλ αυθόρμητα, χωρίς καμία έγνοια για την απογοήτευση που διαγραφόταν γυμνή και κρυστάλλινη στα έντονα μάτια της.

«Δεν μπορούσαν να έρθουν,» αποκρίθηκε ευθύς ο Σατανάς, παραπάνω κοφτά από όσο υπολόγιζε.

Αυτό μονάχα τόνωσε την απόγνωση και τη θλίψη της. Έπεσε στην ανοιχτή κι ευπρόσδεκτη αγκαλιά του Αζαζέλ, που της είχε διδάξει κάποτε την Αλαζονεία, τη Ματαιοδοξία, τον Εγωκεντρισμό. Μολονότι ο Παράδεισος κι οι διδαχές του Γαβριήλ είχαν εξασθενήσει καθοριστικά αυτά τα αισθήματα από την αμφίρροπη καρδιά της, ένιωθε πως ο Αζαζέλ της είχε λείψει· όχι ως διδάσκαλος και μέντορας μα ως φίλος. Στα χέρια του ησύχασε, γαλήνεψε, επέτρεψε στα μάτια της να κλείσουν, χωρίς να χάνει την ετοιμότητα της. Ακόμη και με κλειστά μάτια, είχε εκπαιδευτεί ενδελεχώς ως δεινή μαχήτρια.

«Δεν μπορούσαμε να φύγουμε κι οι έξι,» απολογήθηκε κάπως ο Δαίμων της Αυταρέσκειας. «Θα φαινόταν ιδιαίτερα ύποπτο και θα τραβούσε αδιάκριτα βλέμματα. Ρίξαμε κλήρο μονάχα για δυο και βγήκαμε εμείς. Δυστυχώς, δεν μπορούσαμε να διακινδυνεύσουμε, Ναϊρέλ.»

«Διακινδυνεύσατε πολλά περισσότερα, όταν με φυγαδεύσατε παράνομα και λαθραία,» επισήμανε, άλογα θυμωμένη εκείνη. Η λύπη της είχε μετατραπεί σε Οργή. Ίσως ευθυνόταν η εγγύτητα του Σατανά, ίσως απλώς η δαιμονική της εκπαίδευση αφυπνιζόταν γύρω τους. Ανάσανε βαθιά, παλεύοντας να σταθεροποιήσει τις αναπνοές της και να αδειάσει τον νου της. Αγωνιζόταν να επικρατήσει μέσα της την Αγγελική Γαλήνη.

«Τα πράγματα στην Κόλαση δεν είναι όπως τα θυμάσαι πια,» θέλησε να την ενημερώσει ο Σατανάς, με ύφος σκοτεινό, στωικά βλοσυρό, θλιβερά κατηφής. «Μετά την προδοσία και λιποταξία του Αζαρέλ, ο Εωσφόρος εξερράγη. Μοιάζει να έχασε και την ελάχιστη υπομονή, ανοχή, χαλίνωση μέσα του. Υποπτεύεται τους πάντες και τα πάντα, δε συμμετέχει στα γλεντοκοπήματα, περνά σχεδόν όλο τον χρόνο μόνος του, σε ερημιά κι απομόνωση. Κι όταν εξέρχεται από τη μοναξιά του, προτιμά να βασανίζει παρά να συνομιλήσει ή συνυπάρξει με κάποιον από εμάς. Η μόνη σταθερή αξία παραμένει η φυλακισμένη Λίλιθ.»

Η Αρενιήλ τον άκουσε με προσοχή, καταπίνοντας κάθε πληροφορία του σιγανά και προσεκτικά, σχεδόν ευλαβικά. Άθελα της, θορυβήθηκε, ανησύχησε, κατάλαβε πως η απόπειρα για Γαλήνη ήταν μάταιη.

«Στα αλήθεια τον επηρέασε τόσο η μεταστροφή του Αζαρέλ, που εμείς ονομάζουμε Αζραήλ;»

«Πιθανότατα,» ανασήκωσε τους ώμους αβέβαια ο Αζαζέλ κι η αγκάλη του χαλάρωσε. «Μα ίσως κι όχι. Δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε σίγουροι για το το συμβαίνει στο μυαλό του, πόσο μάλλον τώρα, οπότε προφανώς συντελείται ένας κυκεώνας καταστροφών.» Κούνησε το κεφάλι του νευρικά κι αναστέναξε. «Ο Αζαρέλ, ο Αζραήλ, όπως κι αν λέγεται πια. Ήταν Πρίγκιπας της Κόλασης, δεύτερος στην ιεραρχία μετά τον Εωσφόρο και προτίμησε να ακολουθήσει εσάς ακόμη κι ως τιποτένιο στρατιωτάκι. Ο ανόητος· παράτησε τη χλιδή, την άνεση, τα χαρίσματα της αχαλίνωτης Κόλασης, για να ζει στον Παράδεισο χωρίς συγκινήσεις, χωρίς έντονα συναισθήματα και πάθη, χωρίς ελευθερία πράξεων!»

«Εκείνος πιστεύει πως ελευθερώθηκε,» τόνισε αυθόρμητα η Αρενιήλ. «Και χάριν σε εκείνον κατάφερα να θεωρήσω επιτέλους τον Παράδεισο σπίτι μου.» Αποτραβήχτηκε πλήρως από τον Αζαζέλ και στεκόταν ανάμεσα τους. «Νιώθω πως είναι πράγματι ήρεμος. Ίσως πάντοτε για αυτό προοριζόταν.»

«Εμφανώς, δεν τον θυμάσαι ως Πρίγκιπα της Κόλασης,» επέμεινε ο Σατανάς. «Τότε, δεν έκρυβε μέσα του τίποτα άγιο, τίποτα ταιριαστό του Παραδείσου. Μέχρι που, ξαφνικά, αποφάσισε να αλλάξει. Αποκλείεται να προοριζόταν για μειλίχιος Αρχάγγελος και ανδρείκελο του Θεού.»

«Εσείς είστε ανδρείκελα του Εωσφόρου!» Πετάχτηκε απρόσεχτα από την κρυψώνα του ο Αζραήλ, φανερά ενοχλημένος από τον υπαινιγμό του. Δε λογάριαζε πια καμία κάλυψη ή επικίνδυνη αντιμετώπιση παρά μόνο αποζητούσε να υπερασπιστεί τον Κύριο του και τον Εμμανουήλ, τον Σωτήρα του.

«Εσείς!» Συνέχισε απτόητος, με τρία ζευγάρια μάτια καρφωμένα πάνω του σαστισμένα. «Διαρκώς καταπατείτε κάθε νόμο ανθρώπινο και θεϊκό, γραπτό ή άγραφο, στο όνομα του, εγκληματείτε εσκεμμένα. Σκοτώνετε, διαφθείρετε ψυχές αθώες, τις καταδικάζετε σε αιώνιο χαμό, όταν είναι πια προφανές ότι καμία ψυχή δεν απέχει από τη Σωτηρία του Θεού ή τη Βασιλεία των Ουρανών. Είστε τυφλοί, χαμένοι, νεκροί· όπως ήμουν κι εγώ. Αδυνατείτε να εντοπίσετε την Αλήθεια, θαμπωμένοι από τα όμορφα, κενά λόγια του Διαβόλου, που σας προσφέρει εφήμερες απολαύσεις και στιγμιαίες ευχαριστίες, ενώ οι καρδιές σας στιγματίζονται, μαυρίζουν, καταστρέφονται μέρα με την ημέρα ασταμάτητα, διαβρώνονται ανεπανόρθωτα ίσως, πνιγμένες στο ψέμα, στη λήθη και στην κίβδηλη συγχώρεση εκείνου που φέρει τη μέγιστη αμαρτία!»

Η Αρενιήλ τον κοίταζε με θαυμασμό και φόβο, διότι αδυνατούσε να προβλέψει την αντίδραση των πρώην αδελφών του. Ο Σατανάς κι ο Αζαζέλ, πάλι, πλήρως αποστομωμένοι, άναυδοι, είχαν εκπλαγεί από το πάθος και τη θέρμη της φωνής του, τη φωτιά του ύφους του, που με απόλυτη σιγουριά κι απέραντη αυτοπεποίθηση τολμούσε να εμφανιστεί εμπρός τους, να τους προσβάλει με αυθάδεια, χωρίς ίχνος αίσχους ή ανάμνησης όσων είχαν βιώσει μαζί τις χιλιετίες που ζούσε στην Κόλαση. Λιγότερο από ένας χρόνος στον Παράδεισο τον είχε μεταλλάξει πλήρως, ήταν βέβαιο πλέον.

Ο Σατανάς τον πλησίασε με θράσος κι ο Αζραήλ παρέμεινε ακίνητος, μολονότι το χέρι του τύλιξε τη λαβή του σπαθιού του που περίμενε καρτερικά στη ζώνη. Τον παρατήρησε εξονυχιστικά με τα έντονα γαλάζια του μάτια για ώρα μπόλικη και τελικά τον κοίταξε κατάματα, με τόσο ενδιαφέρον που ο πλέον Αρχάγγελος ανατρίχιασε.

«Σε ευνούχισαν;» Τον ρώτησε απλά, σαν να επρόκειτο για την πιο λογική κι αναμενόμενη ερώτηση.

Ο Αζαζέλ ξέσπασε σε γέλια. Η Αρενιήλ παρακολουθούσε στωικά.

«Όχι,» απάντησε με πέτρινη έκφραση ο Αζραήλ. Τίποτα στο πρόσωπο του πια δε θύμιζε την πρότερη αγανάκτηση.

Ο Σατανάς τον χτύπησε φιλικά στο στήθος με τη γροθιά του και χασκογέλασε. Ύστερα, στράφηκε στην Αλαζονεία με μια έκφραση τραγελαφική και ταυτόχρονα απόλυτα σοβαρή.

«Μήπως να σκεφτόμασταν κι εμείς την αλλαγή ή μάλλον επιστροφή;»

Οι δυο Δαίμονες γέλασαν με την ψυχή τους και τελικά αγκάλιασαν τον Αζραήλ, που παρέμενε σε ετοιμότητα μολονότι έκπληκτος.

«Είσαι ευτυχής, τελικά,» σχολίασε ο Αζαζέλ, χωρίς ίχνος περιφρόνησης ή μίσους. «Σου αρέσει και σου αρμόζει ο Παράδεισος. Εμείς, πάντως, σίγουρα δε μπορούμε να σε κρίνουμε, επειδή παράτησες τον Δημιουργό σου κι άλλαξες στρατόπεδο. Είχαμε κάνει το ίδιο, προκαλώντας πολύ χειρότερες συνέπειες και απώλειες από ό,τι εσύ.»

«Φτάνει που ησύχασες,» πρόσθεσε με πρωτοφανή κατανόηση ο Σατανάς.

Επικράτησε σιωπή. Κανένας δεν τολμούσε να τη διακόψει. Ήταν λυτρωτική, τους επέτρεπε να συνειδητοποιήσουν όσα είχαν δει κι ακούσει. Αργότερα, η Αρενιήλ βαρέθηκε κι αποσύρθηκε στη λίμνη, όπου επιδόθηκε σε σαχλά παίγνια με τα ψάρια, τα ερπετά και τα αμφίβια.

«Σήμερα, ξέρετε, ξεκινά το νέο έτος των Εβραίων,» είπε τελικά ο Αζραήλ, με βλέμμα χαμένο στο υπερπέραν και φωνή ήρεμη, απαλή σαν το νερό που έρρεε γάργαρο και τον άνεμο που φυσούσε αρμονικά, τραγουδώντας μέσα στα κλαδιά και στα φύλλα των δέντρων. «Νέα αρχή για τον λαό του Θεού, λοιπόν. Ας ελπίσουμε να είναι πιο ειρηνική, με κατανόηση κι ειλικρίνεια, χωρίς μυστικά κι έχθρες έντονες, με ελευθερία και καθαρότητα ψυχής, με ομορφιά και θαύματα ανθρώπινα και μη.»

Όταν το ομόφωνο Αμήν των Δαιμόνων αντήχησε, ο άνεμος το πήρε μαζί του και το ταξίδεψε στον κόσμο, ως ευχή το έφτασε στον Παράδεισο, ως τραγούδι το έφερε στα ώτα των θνητών, ως υπόσχεση και σφραγίδα συμφιλίωσης το ενστάλαξε στην καρδιά της Αρενιήλ, που αισθανόταν ευτυχισμένη, καθώς γελούσε σαν παιδί, βρεγμένη ως το κόκαλο, γύρω από τους ζωώδεις της φίλους μα και τους αθάνατους, τους φτερωτούς.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ιδού, λοιπόν!

Πώς σας φάνηκε;

Καλή Χρονιά να έχουμε!!!

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που το διαβάσατε, σας εύχομαι ολόψυχα καλές γιορτές, καλά Χριστούγεννα, ευτυχισμένο το νέο έτος και να σας φέρει ό,τι επιθυμείτε. Το Θείο Φως της Γέννησης να γεμίσει τις ψυχές μας ελπίδα, δύναμη, γαλήνη και κυρίως ευτυχία! Τα καλύτερα έρχονται κι η έξοδος από αυτή τη δύσκολη χρονιά θα μας κάνει μονάχα δυνατότερους και καλύτερους ανθρώπους!

Να είστε όλοι καλά, να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top