1ο ΕΠΕΤΕΙΑΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ~Ο Αποχωρισμός~
Το βιβλίο έφτασε 6660 προβολές και να το επετειακό διήγημα που υποσχέθηκα! Έχει ένα σημαντικότατο γεγονός της Παλαιάς Διαθήκης, όλους τους Δαίμονες και τους Αρχάγγελους εν πλω, δράση, πονηριά, εξυπνάδα, φτερά και πούπουλα και του πουλιού το γάλα!
Καλή σας Ανάγνωση και σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την επίτευξη αυτού του στόχου!!!
Τέσσερις προσθήκες στο cast μονάχα, τέσσερις ολοκαίνουριοι Αρχάγγελοι! Ολοκαίνουριους βέβαια δεν τους λες, μάλλον πρωτοεμφανιζόμενους... Επιπλέον, μια πρώτη επίσημη εμφάνιση έκπληξη...
Αρχάγγελος Σαλαθιήλ «Πρεσβευτής στον Θεό» ο Ricky Whittle
Αρχάγγελος Ιεγουδιήλ «Δοξαστής του Θεού» ο Tom Hiddleston
Αρχάγγελος Βαραχιήλ «Ευλογία του Θεού» η Rachel Hurd Wood
Αρχάγγελος Ιερεμιήλ «Εξύμνηση του Θεού» η Gemma Arterton
Guest star Πρίγκιπας Αζαρέλ της Κόλασης ο Richard Armitage
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Απόσχιση.
Μια τόσο απλή λέξη, καθόλου εντυπωσιακή στο άκουσμα κι όμως, απίστευτα μαγευτική στη σημασία της. Η αναίρεση μιας προηγουμένως κεκτημένης θέσης, μια απόσπαση, μια απότομη παραίτηση, μια οριστική φυγή και βίαιη ανεξαρτητοποίηση. Το ενθουσιώδες κι αδιανόητα επικίνδυνο ταυτόχρονα σε μια απόσχιση, είναι ότι ποτέ κανείς δεν καταφέρνει να προβλέψει με ακρίβεια τις συνέπειες της, μολονότι αμφιβάλλω αν αυτό ισχύει για τον Πατέρα.
Είμαι βέβαιος ότι Εκείνος ήξερε τι σήμαινε η απόσχιση μου, ίσως και να την περίμενε, να χάρηκε για αυτήν, αν μπορεί να χαρεί ή να λυπηθεί για οτιδήποτε.
Δεν ξέρω πώς ένιωσε μόλις έχασε τον ισχυρότερο Αρχάγγελο Του και το ένα τρίτο του στρατού Του. Ίσως πληγώθηκε η υπερηφάνεια Του, ίσως κάτι μέσα του πάγωσε ή χάθηκε. Ίσως δεν ένιωσε απολύτως τίποτα. Ίσως, πάλι, ένιωσε όπως εγώ, όταν έχασα έναν δικό μου.
Το σκεφτόμουν από την πρώτη στιγμή που κάθισα στον θρόνο της Κόλασης. Είναι, άραγε, δυνατόν να χαθεί ένας Δαίμονας στον Παράδεισο; Το αντίθετο ισχύει, το γνωρίζω καλύτερα από οποιονδήποτε ή οτιδήποτε άλλο, εγώ το διαπίστωσα. Δε θυμάμαι καν τον λόγο πια για τον οποίον το έκανα. Αν, λοιπόν, αυτός ο λόγος λειτουργήσει εις βάρος μου και χάσω κι εγώ κάποιον Αρχιδαίμονα;
Ο Εμμανουήλ... Εκείνος πρέπει να ήταν ο Λόγος. Τον μισώ. Τον μισώ με όλη μου την καρδιά, την ψυχή -αν έχω- και το σώμα. Ακόμα και τα κέρατά μου τον μισούν. Κυρίως τον μισώ, γιατί εκείνος δεν πρόκειται να με μισήσει ποτέ. Τους υπόλοιπους λόγους απλώς τους ξέχασα. Εαυτέ, το αγαπημένο μου πράγμα στην Κόλαση είναι που μπορεί οποιοσδήποτε να μισεί οποιονδήποτε χωρίς καμία δικαιολόγηση.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~Βρισκόμαστε χονδρικά στο 2000 π.Χ.~
«Μιχαήλ!»
«Μιχαήλ!»
«Μιχαήλ!»
Οι φωνές αντηχούσαν στον Παράδεισο σαν παράταιρες νότες σε εμβατήριο, σαν παράφωνοι τενόροι σε χορωδία, μέσα στην απόλυτη ησυχία και νηνεμία. Ο Αρχάγγελος Μιχάηλ δε φαινόταν πουθενά. Εκείνη την ημέρα, είχε δοθεί διαταγή να συγκληθεί συμβούλιο μεταξύ των Αρχαγγέλων. Όλοι βρίσκονταν στο ορισμένο σημείο εκτός του Μιχαήλ, πράγμα το οποίο αναστάτωσε τους πάντες μα κυρίως τον Γαβριήλ, που έφερε τη μέγιστη ευθύνη.
Στεκόταν στην κεφαλή της τράπεζας και κοιτούσε έναν προς έναν τους ομότιμους του με τα τεράστια ζαφειρένια του μάτια, προσπαθώντας να μετριάσει την υπερένταση.
«Ας είναι, λοιπόν,» είπε τελικά, συμπεραίνοντας πως κι η θεία υπομονή των παρευρισκόμενων κόντευε να εξαντληθεί, «θαρρώ ο Μιχαήλ μπορεί να ακούσει όσα χάσει περιληπτικά, δεν είναι δα και αδαής, μονάχα ανακριβής.»
«Ξεκινάμε, λοιπόν,» έλαβε τον λόγο ο Αρχάγγελος Ουριήλ. «Αδέλφια μου, παραθέστε τις ετήσιες αναφορές σας, παρακαλώ.»
«Το νερό κάνει τον κύκλο του απόλυτα ομαλά,» ξεκίνησε ο Ραφαήλ.
«Τα καιρικά φαινόμενα συμβαίνουν με την ακριβώς ορισμένη σειρά χωρίς δυσλειτουργίες,» επισήμανε η Βαραχιήλ.
«Τα ζώα του υπεδάφους αυξήθηκαν αρκετά,» συνέχισε η Ιερεμιήλ.
«Τα ζώα του εδάφους παραμένουν ακριβώς ίδια ως προς το πλήθος, ενώ παρατηρήθηκαν ορισμένα καινούρια είδη, πράγμα για το οποίο χαιρόμαστε όλοι,» προχώρησε ο Σαλαθιήλ.
«Τα ψάρια κυριαρχούν στις θάλασσες, έχοντας εκτοπίσει εντελώς σχεδόν τα θαλάσσια κήτη,» πρόσθεσε ο Ιεγουδιήλ.
«Και οι εποχές αλλάζουν σε πλήρη κανονικότητα, με τις κινήσεις της Γης και της Σελήνης εξ ολοκλήρου αρμονικά,» συμπλήρωσε ο Ουριήλ.
«Με τους ανθρώπους τι συμβαίνει;» Αναρωτήθηκε ο Γαβριήλ.
«Αν ήταν εδώ ο Μιχαήλ, θα μας απαντούσε υποθέτω,» αποκρίθηκε ο Ραφαήλ. «Ήταν δική του δικαιοδοσία αυτή τη χρονιά.»
«Κάνετε υπομονή,» τους παρότρυνε ο Γαβριήλ. «Ίσως μάχεται με κάποιον Δαίμονα για την κάθαρση μιας βασανισμένης ψυχής.»
«Ίσως, πάλι, παλεύει η δική του ψυχή, για να μην ενδώσει σε κανέναν πειρασμό,» υπέθεσε με ένα σαρδόνιο μειδίαμα ο Σαλαθιήλ, σκορπώντας το γέλιο στους ομότιμους του.
«Σε έχουν ακούσει οι Άγγελοι σου να μιλάς έτσι;» Ρώτησε από περιέργεια η Βαραχιήλ.
«Σας παρακαλώ, κρατήστε τα προσχήματα που αρμόζουν στην επίσημη μας συνάντηση,» προσπάθησε να επαναφέρει τη σοβαρότητα ο Γαβριήλ.
«Άραγε, εσύ σκεφτόσουν τα προσχήματα, όταν γελούσες προολίγου;» Απόρησε η Ιερεμίηλ.
Ωστόσο, προτού προλάβει να της απαντήσει ο Γαβριήλ, ένα πάλλευκο φως έλουσε το δώμα και μέσα από τα νέφη φάνηκε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ σε όλο του το μεγαλείο, πάνοπλος και με την πιο αστραφτερή του πανοπλία από λευκόχρυσο να στολίζει το αγγελικό του σώμα και να λάμπει περισσότερο κι από τα γιγαντιαία φτερά του. Οι ομότιμοι του, τον κοιτούσαν σχεδόν αποσβολωμένοι από τη μεγαλοπρέπεια και την εξοχότητα της στιγμής.
«Άργησες.»
Η βλοσυρή παρατήρηση του Ουριήλ έβγαλε τους πάντες από την παρ'ολίγον ονειροπόληση τους και τους επανέφερε στο ζήτημα που πραγματεύονταν.
«Καλώς ήρθες, Μιχαήλ,» τον χαιρέτησε χαμογελαστά ο Γαβριήλ, υποδεικνύοντας του να καθίσει δίπλα της.
«Πάντα αυθέντης, όταν πρόκειται για δραματικές εισόδους,» συνέχισε καυστικά ο Ουριήλ με το αριστερό του φρύδι ανασηκωμένο. «Ας ελπίσουμε ότι η καθυστέρηση ήταν μέρος της σημερινής σου παράστασης.»
«Φοβούμαι πως όχι,» αποκρίθηκε χαμογελαστά μα σοβαρά, καθώς καθόταν ο Μιχαήλ. «Οφείλω να αναφέρω ότι οι λαοί των ανθρώπων χειροτερεύουν μέρα με την ημέρα.»
«Ιδού, λοιπόν, το πρόβλημα!» Κραύγασε ο Σαλαθιήλ και πετάχτηκε όρθιος, φανερά ενοχλημένος.
Μια ματιά του Γαβριήλ αρκούσε, για να τον επαναφέρει στη θέση του.
«Συμφωνώ με τον Σαλαθιήλ,» υποστήριξε ο Ιεγουδιήλ. «Όλως περιέργως, όλα τα είδη του Κόσμου εξελίσσονται ομαλά και πάντοτε οι άνθρωποι μας προβληματίζουν!»
«Γιατί δε στέλνουμε άλλον έναν κατακλυσμό;» Ρώτησε η Βαραχιήλ. «Αυτήν τη φορά, δε χρειάζεται να μείνει κανένας άνθρωπος πάνω στην κιβωτό.»
«Μπορούμε να τη φτιάξουμε μόνοι, δε χρειαζόμαστε τους ανθρώπους για τίποτα,» τόνισε ο Ραφαήλ.
«Σιωπή!» Φώναξε ο Γαβριήλ, εξαπολύοντας έναν κεραυνό με μια κίνηση του χεριού της, προκαλώντας μια στιγμιαία συσκότιση.
Οι Αρχάγγελοι ομότιμοί της σώπασαν ευθύς και δεν τόλμησαν να αρθρώσουν λέξη χωρίς την άδειά της.
«Σας παρακαλώ, μη θίγετε και μην προτείνετε αυθαίρετες λύσεις για ζητήματα που δεν ανήκουν στις δικαιοδοσίες σας,» τους είπε ήρεμα μα βλοσυρά. «Έχουμε ελεύθερη βούληση και πράξη μα δεν είναι δική μας απόφαση το μέλλον των ανθρώπων. Υπακούμε τις βουλές του Κυρίου μας. Αν δε σας αρέσουν ή διαφωνείτε τόσο σθεναρά, είστε ελεύθεροι να κατεβείτε στην Κόλαση.»
«Σίγουρα ο Εωσφόρος θα σας δεχτεί στη πύρινη φωλιά του,» συμφώνησε δίπλα της ο Μιχαήλ. «Ωστόσο, αφότου έχετε κάνει αυτήν την επιλογή, μην τολμήσετε να επιστρέψετε εδώ ποτέ.»
Θα μου επιτρέψεις να διαφωνήσω, Μιχαήλ.
Στο άκουσμα της απολύτως γνώριμης φωνής της ενάτης παρουσίας στο δώμα, οι οχτώ Αρχάγγελοι πάγωσαν στις θέσεις τους από δέος και φόβο.
Ο νεοφερμένος τους πλησίασε χαμογελώντας πλατιά και κάθισε στην άλλη πλευρά του Γαβριήλ, κοιτώντας τους με εκείνη τη ματιά που πάντοτε τους γέμιζε γαλήνη κι ηρεμία.
«Κύριε,» ήταν η μόνη λέξη που κατόρθωσε να αρθρώσει ο Γαβριήλ, σκύβοντας ταπεινά το κεφάλι.
«Εμμανουήλ,» τον καλωσόρισε εγκάρδια ο Μιχαήλ, παραμερίζοντας τον ξανθό ομότιμο του, για να του σφίξει τον ώμο. «Εκπλήσσομαι που διαφωνείς μαζί μου. Είναι ποτέ δυνατόν να αξίζει ένας διεφθαρμένος, ένας έκπτωτος Άγγελος ή Δαίμων της Κόλασης να εισέλθει στον Κήπο της Εδέμ ή στην Αίθουσα του Πατέρα;»
«Πιστεύεις ότι δεν αξίζει ένας μετανιωμένος μια θέση κοντά μας; Ότι δε δύναται ένας αληθινά μεταμελημένος Δαίμων να φέρει φτερά Αγγέλου;» Ρώτησε ο Εμμανουήλ, κοιτώντας τον κατάματα.
«Φυσικά και όχι!» Αναφώνησε το φαινομενικά προφανές ο Ιεγουδιήλ.
«Μα ναι,» αποκρίθηκε ο Εμμανουήλ με φωνή ήρεμη. «Άραγε, δεν αποτελεί το μεγαλύτερο θαύμα, να μετανοήσει ένας Δαίμων και να επιστρέψει στον Πατέρα του ή ένα πλάσμα του Πυρός να διαλέξει το Φως μας; Δεν είναι αυτό το πιο ευτυχές γεγονός στον Παράδεισο;»
«Τόσο μεγάλο θαύμα που είναι αδύνατον, Εμμανουήλ,» σχολίασε στωικά ο Ραφαήλ.
«Εδώ όλα είναι δυνατά,» επέμεινε ευγενικά ο Εμμανουήλ και σιωπή βυθίστηκε στην τράπεζα. Οι Αρχάγγελοι αγωνίζονταν να επεξεργαστούν τα λεγόμενα του απρόσμενου παρευρισκόμενου, ενώ ο Γαβριήλ κρατούσε τα μάτια σφηνωμένα στο δάπεδο, ανά πάσα στιγμή έτοιμη να αγκαλιάσει τα γόνατα του Κυρίου της. Ανέκαθεν τους θερμοπαρακαλούσε να Τον αποκαλούν με το όνομά Του, ωστόσο ο Γαβριήλ ήταν τυπολάτρης και ταπεινότερος κι από το υποδεέστερο μυρμήγκι.
«Λοιπόν, Μιχαήλ,» έσπασε τη σιωπή εκείνος που την είχε επιβάλει εξαρχής, «πες μας γιατί χειροτερεύουν οι άνθρωποι.»
«Καθημερινά καταδύονται όλο και βαθύτερα στον βούρκο της αμαρτίας, Εμμανουήλ,» δήλωσε λυπημένος ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. «Δεν μπορώ να το πιστέψω, ειλικρινά. Τους δώσαμε μια δεύτερη ευκαιρία μετά τον Κατακλυσμό και την πετούν. Μετά τον Πύργο της Βαβέλ, τα έκφυλα Σόδομα, την ακόλαστη Γόμορρα, τις βασιλικές ασυδοσίες, κοντεύω να χάσω κάθε πίστη στο γένος των ανθρώπων.»
«Κι ο Άβραμ;» Αναρωτήθηκε ο Εμμανουήλ.
Ο Αρχάγγελος με τα εβένινα μαλλιά κούνησε το κεφάλι του, καγχάζοντας θλιμμένα.
«Θαρρώ πως μέχρι κι εκείνου η πίστη έχει αρχίσει να κλονίζεται,» παραδέχτηκε εν τέλει. «Για όνομα του Πατέρα, έχει περάσει τα εβδομήντα και παιδιά δεν έχει κάνει. Δεν είναι ειρωνικό, ενώ του υποσχεθήκαμε απογόνους πολυάριθμους όσο τα αστέρια;»
«Άγνωστες οι βουλές του Πατέρα,» απάντησε σχεδόν αυτόματα ο Γαβριήλ, κρατώντας το κεφάλι κατεβασμένο σχεδόν εμμονικά.
«Δεν είναι απλό το ζήτημα,» αποκρίθηκε ο Εμμανουήλ στην ερώτηση του Μιχάηλ. «Όπως γνωρίζετε, ο Άβραμ είναι ο εκλεκτός του Πατέρα, για να αποτελέσει τη γέφυρα μεταξύ Του και των ανθρώπων. Ωστόσο, δεν είναι έτοιμος ακόμη. Έλαβε σύζυγο την αδελφή του από άλλη μάνα και για αυτό, η Σάρα έμεινε στείρα. Δεν μπορεί ένας γάμος να εδραιωθεί ανάμεσα σε ομοαίματους, είναι ανίερο.»
«Η Σάρα του έδωσε την άδεια να κοιμηθεί με τη δούλα της, την Αγάρ και να κάνει παιδιά μαζί της,» επισήμανε ο Μιχαήλ. «Μήπως εκείνη είναι η μάνα του τεράστιου λαού που υποσχεθήκαμε;»
«Όχι,» απάντησε αμέσως ο Γαβριήλ. «Από την Αγάρ θα βλαστήσει μια γενιά που θα ταλανίζει αιωνίως τα παιδιά της Σάρας. Κι αυτό, γιατί δε γίνεται το ίδιο αίμα να νυμφεύεται. Οι νόμοι των ανθρώπων είναι ανόσιοι.»
«Πιστεύετε πως ένας φαινομενικά τέλειος άνθρωπος -πλούσιος, ηγέτης, οικογενειάρχης- θα αναζητούσε τον Πατέρα;» Ρώτησε ο Εμμανουήλ, κοιτώντας τους αυστηρά. «Ο Πατέρας συντρέχει τους πάντες μα εκείνοι οι άνθρωποι, οι τέλειοι στα ανθρώπινα μάτια, τον θεωρούν άχρηστο. Ο Άβραμ δεν ποθεί τίποτα άλλο πια παρά ένα παιδί από τη Σάρα. Αν το λάβει, θα τελειοποιηθεί στα ανθρώπινα δεδομένα και δε θα χρειάζεται πια τη θεία καθοδήγηση. Εκείνοι οι άνθρωποι προσπέφτουν σε εμάς· οι κατατρεγμένοι, οι αδικημένοι, οι στερημένοι, οι μετανιωμένοι. Για αυτό, να θυμάστε· πρέπει να γιορτάσουμε πιο πολύ από κάθε άλλο το καλωσόρισμα ενός τέλειου ανθρώπου κοντά μας, που κατανόησε την πνευματική ανάγκη πέρα από κάθε σωματική.»
Προτού προλάβουν οι Αρχάγγελοι να εκφράσουν τις μύριες απορίες τους, εξαφανίστηκε από τα μάτια τους κι έμειναν να κοιτούν κατάπληκτοι ο ένας τον άλλον.
«Γαβριήλ, ανάλαβε εσύ αυτή τη χρονιά τους ανθρώπους,» παρακάλεσε σχεδόν ο Μιχαήλ. «Δεν αντέχω άλλο να παρατηρώ τη σήψη τους σαν άβουλο μωρό.»
«Θα πάω εγώ φέτος,» προσφέρθηκε ο Βαραχιήλ. «Ας δούμε πόσο πράγματι έχει καταπέσει το αγαπημένο γέννημα του Πατέρα.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η θριαμβευτική είσοδος των επιφανών Δαιμόνων στην Κόλαση συνοδεύτηκε από πλήθος ιαχών, κραυγών και βοές από τους δαίμονες βασανιστές, που, ακούγοντας το χαρακτηριστικό τους φτεροκόπημα, κατάλαβαν ότι επέστρεφαν από μια επιτυχημένη αποστολή στη γη.
Ο Βηλφεγώρ, ο Αζαζέλ, ο Μαμμωνάς κι ο Βελζεβούλ εισήλθαν στο παλάτι του Εωσφόρου, αναζητώντας τον και πράγματι τον βρήκαν, καθήμενο αναπαυτικά και περιστοιχισμένο από διάφορους -κυρίως θηλυκούς- Δαίμονες. Με ένα και μόνο νόημά του, το μικρό πλήθος διαλύθηκε και εξαφανίστηκε σχεδόν στιγμιαία, επιτρέποντας του να δεχτεί τους υψηλά ιστάμενους υπηκόους του. Δίπλα του κάθονταν σε θρονιά οι δυο πιο έμπιστοι του Πρίγκιπες της Κόλασης· στα δεξιά ο Αρχαιδαίμων Μπελέθ και ο Αρχαιδαίμων Αζαρέλ.
«Πώς ήταν η διαμονή στη γη;» Τους ρώτησε εύθυμα ο Εωσφόρος.
«Καλύτερα δε γίνεται,» απάντησε εύχαρα ο Βελζεβούλ και στρογγυλοκάθισε σε μια κενή θέση, αγνοώντας επιδεικτικά το γεγονός ότι δεν τους είχε προσκαλέσει ο Αφέντης τους να καθίσουν. «Διάταξε να ετοιμάσουν ένα πολυτελές δώμα για τον Λωτ.»
«Ποιόν;» Απόρησε έκθαμβος ο Αζαρέλ, αντιδρώντας πρώτος από όλους, που παρέμεναν άφωνοι. «Είχατε διαταγή να διαφθείρετε τον Άβραμ!»
«Τι μπορεί να μας κάνει ένας ενενηντάχρονος με ένα μπάσταρδο;» Στήριξε τον αδελφό του ο Βηλφεγώρ. «Ο Λωτ είναι η συνέχεια του Άβραμ. Τον έχει κι από γιο του καλύτερο -μολονότι είναι απλώς ανιψιός του- και σίγουρα εκείνος θα τον κληρονομήσει, τόσο στην περιουσία όσο και στην ηγεσία.»
«Έστω,» μουρμούρισε βλοσυρά ο Εωσφόρος. «Τι καταφέρατε, λοιπόν;»
«Εκείνος κι η γυναίκα του μας ανήκουν,» δήλωσε με απόλυτη σιγουριά ο Αζαζέλ. «Κατορθώσαμε να τους αποκόψουμε από τη φυλή του Άβραμ και να τους πείσουμε ότι θα ζήσουν πολύ καλύτερα στην πατρίδα της συζύγου.»
«Η οποία είναι;» Αναρωτήθηκε ο Μπελέθ.
«Το Σόδομα!» Απάντησαν εν χορώ οι τέσσερις Δαίμονες, σχεδόν ζητοκραυγάζοντας για το κατόρθωμα τους.
Οι τρεις ισχυρότεροι κυβερνήτες της Κόλασης αυτή τη φορά τους κοιτούσαν άναυδοι μα στα μάτια τους έλαμπε η ευχαρίστηση, η καθαρή ικανοποίηση.
«Ο διάδοχος του Άβραμ στην πιο αμαρτωλή πόλη του κόσμου,» σκέφτηκε φωναχτά ο Διάβολος. «Πράγματι, είναι σπουδαίο επίτευγμα, όμως όχι σταθερό. Ένας καθαρός άνθρωπος μπορεί να παραμείνει έτσι, ακόμα κι αν ερχόταν εδώ μέσα.»
«Μα μας ανήκει!» Επέμεινε ο Μαμμωνάς. «Το ίδιο κι η γυναίκα του!»
«Τι τους κάνατε, για να μας ανήκουν;» Απόρησε ο Μπελέθ.
«Είναι σίγουρα δικοί μας,» συνέχισε ο Μαμμωνάς. «Όταν προχωρούσαν προς τα Σόδομα, τους έπιασαν ληστές αιχμάλωτους. Με το που το έμαθε ο Άβραμ, πήρε ένα μάτσο γέρους συνομηλίκους του και τους κατάτρεξε, κατορθώνοντας να σκοτώσει όλους τους ληστές.»
«Μην εντυπωσιάζεστε, ήταν παρών στη συμπλοκή ο Μιχαήλ με τις οδοντογλυφίδες του,» τόνισε ο Βηλφεγώρ.
«Τέλος πάντων, όπως και να έχει, μετά τη νίκη, ενώ ο Άβραμ περίμενε να έχει πίσω τον ανιψιό του, ο Λωτ άκουσε τις ενδείξεις μας κι αρνήθηκε κατηγορηματικά, εμμένοντας να διαφύγει στα Σόδομα!» Συμπλήρωσε ο Αζαζέλ.
Ο Άρχοντας της Κόλασης φαινόταν ευχαριστημένος μα σκεπτικός. Έτεινε το σώμα του μπροστά, βασίζοντας τα χέρια στα γόνατά του και τους εξέφρασε τη σκέψη του.
«Τα Σόδομα και η Γόμορρα αποτελούν την πιο παρεμφερή Επίγεια Κόλαση,» δήλωσε εν τέλει, τόσο χαμηλόφωνα, ώστε μόνο ο περίγυρος του να τον ακούσει. «Μα ένας άνδρας που έζησε τόσα χρόνια τόσο κοντά σε έναν εκλεκτό του Πατέρα, χρειάζεται διαρκή επιτήρηση κι ιδιαίτερη μέριμνα.»
«Θα ανέβω εγώ στα Σόδομα, Αφέντη μου,» προσφέρθηκε αμέσως ο Πρίγκιπας Αζαρέλ. «Ας γίνει όπως το επιθυμείς εσύ και μόνο.»
Ο Εωσφόρος ένευσε με το χέρι του, υποδεικνύοντας ότι του επέτρεπε να φύγει. Χωρίς χρονοτριβές, ο Αζαρέλ άνοιξε τα δαιμονικά, νυχτεριδίσια φτερά του και έφυγε από το ημιφωτισμένο δώμα.
Μόλις έπαψαν να ακούν τον χτύπο των φτερών του, ο Διάβολος στράφηκε στους τέσσερις παρόντες Δαίμονες των Αμαρτημάτων.
«Βρείτε τους άλλους τρεις συναδέλφους σας και ελάτε όλοι εδώ,» διέταξε ήρεμα, μα το μυαλό του δούλευε με αμέτρητες στροφές. «Πρέπει να καταστρώσουμε ενα σχέδιο διαφθοράς του Άβραμ το συντομότερο δυνατό. Δε θέλω να βασιστώ στην τύχη.»
Οι τέσσερις πανίσχυροι Δαίμονες υποκλίθηκαν κι έσπευσαν να εκπληρώσουν τη διαταγή του. Ο Εωσφόρος κι ο Πρίγκιπας Μπελέθ έμειναν μόνοι.
«Κατάρα!» Γρύλισε σχεδόν ο πρώτος, συγκρατώντας μετά βίας ένα ουρλιαχτό. «Σιχαίνομαι να με αιφνιδιάζει ο Πατέρας. Πού ακούστηκε να επικοινωνεί τόσο άμεσα με θνητούς;»
«Ίσως ετοιμάζει κάτι,» είπε ο Μπελέθ.
«Τι άλλο;» Ρώτησε ανυπόμονα. «Δεν έμεινε τίποτα άλλο να κάνει πια!»
«Σωστά,» συμφώνησε ο Αρχαιδαίμων. «Δυο Κατακλυσμοί μέσα σε μερικές χιλιετίες είναι πάρα πολλοί!»
«Μην το γελιοποιείς, είναι πάρα πολύ σοβαρό,» του διέλυσε το χαμόγελο ειρωνείας. «Εκνευρίζομαι όταν αδυνατώ να τον καταλάβω. Μα τις φλόγες που μας τυλίγουν, έζησα κοντά του εκατομμύρια χρόνια. Σε σχέση με αυτά, τα χρόνια που κυβερνώ την Κόλαση φαντάζουν μηδαμινά.» Άφησε έναν αναστεναγμό με καπνούς προτού συνεχίσει. «Μου φαίνεται αδιανόητο να μην τον κατανοώ, να μην προλαβαίνω τον λογισμό του.»
«Ηρέμησε,» τον προέτρεψε ο Μπελέθ, αποθέτοντας προσεκτικά το δεξί χέρι στον ώμο του. «Είναι λογικό να σου συμβαίνει αυτό. Δεν είσαι ο ίδιος με εκείνον που έζησε κοντά του. Τότε, ήσουν υπηρέτης και τώρα είσαι Μονοκράτορας. Τότε, ήσουν υποτακτικός και τώρα εσύ διατάζεις τους πάντες, ήσουν άβουλος και τώρα όλοι υπακούν στις βουλές σου, ήσουν-»
«Ζωντανός και τώρα νεκρός, μέλος μιας οικογένειας και τώρα μόνος, ελεύθερος και τώρα δέσμιος, στρατιώτης και τώρα δολοφόνος,» συμπλήρωσε με πικρία ο Εωσφόρος και με μια αστραπιαία κίνηση έβγαλε μια λεπίδα από τη ζώνη του Μπελέθ και την πέταξε στον λαιμό ενός από τους δαίμονες-φρουρούς του. Το δαιμόνιο πλάσμα σύριξε μια μακρόσυρτη κραυγή και εξαϋλώθηκε, αφήνοντας ένα νέφος καπνού και την πανοπλία του ανάμεσα σε έναν σωρό άλικης σκόνης.
Ο Διάβολος στράφηκε στον συνομιλητή του και ακούμπησε το στήθος του με το μυτερό νύχι του δείκτη του. Οι πορφυρές του ίριδες συνάντησαν τις γαλανές δικές του.
«Σε διατάζω, μην αναφερθείς ποτέ σε έναν τόπο όπου ποτέ σου δεν έχεις ζήσει,» του είπε σχεδόν σιωπηλά. Η φωνή του έσταζε δηλητήριο και μένος που κόχλαζε. Τον έσπρωξε μακριά του σχεδόν απωθητικά. «Τώρα, πήγαινε να κανονίσεις την αντικατάσταση του φρουρού που σκότωσα.»
Ο Μπελέθ εισέπνευσε αργά από τη μύτη του, χωρίς να διακόψει την οπτική τους επαφή, ώσπου έκανε μεταβολή κι άφησε τον Αφέντη των Δαιμόνων μόνο στη σκοτεινή ενδοσκόπησή του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Λωτ βγήκε στο μπαλκόνι του σπιτιού του μετά το βραδινό και τελευταίο γεύμα της ημέρας. Τέντωσε το σώμα και τους σφιγμένους του μύες, κλείνοντας στιγμιαία τα μάτια. Όταν τα άνοιξε, κοίταξε κάτω, στους δρόμους της πόλης και γρήγορα ευχήθηκε να μην τα είχε ανοίξει ποτέ.
Ως νομάς από πολύ νεαρή ηλικία δίπλα στον αγαπημένο του θείο Άβραμ, είχε διαμείνει σε αμέτρητες πόλεις σε όλη την έκταση την Παλαιστίνης μα και στην Αίγυπτο. Ποτέ, ωστόσο, δεν είχε συναντήσει κάτι ανάλογο με τα Σόδομα, τη γενέτειρα της συζύγου του.
Οι δρόμοι έσφυζαν και βούιζαν από κόσμο όλη την ημέρα, χωρίς να υπολογίζουν τη δύση ή την ανατολή του ηλίου. Από εκεί και μόνο, ο Λωτ είχε θεωρήσει τα Σόδομα μια πόλη ακοίμητη, συνεχώς ενεργή και πολυάσχολη, σαν μελίσσι άγριο. Μονάχα που οι κάτοικοι των Σοδόμων δε θα μπορούσαν ποτέ να παρομοιαστούν με μέλισσες.
Παρατηρούσε συχνότατα άνδρες να περιφέρονται νωθρά στους δρόμους, κρατώντας φλασκιά από ποτό είτε άδεια είτε μισογεμάτα, με το οινοπνευματούχο τους περιεχόμενο να χύνεται στάλα τη στάλα σε κάθε τους ζαλισμένο, απροσδιόριστο και στρεβλωμένο βήμα. Άλλοτε, έβλεπε ανθρώπους παχουλούς σαν μοσχάρια, σαν ταύρους καλαναθρεμμένους, να περιδιαβαίνουν με κάποιο χοιρομέρι ανά χείρας ή έδεσμα γλυκό ή ακόμα και φρούτα εξωτικά που ο Θεός γνώριζε από πού είχαν εισαχθεί και με ποιά υπέρογκη τιμή. Ενίοτε δάγκωναν λαίμαργα, βυθίζοντας σχεδόν σαδιστικά τα δόντια τους στις μαλακές σάρκες, για να γεμίσουν τις φαινομενικά άπατες, αχόρταγες κοιλιές τους, διαφορετικά κρατούσαν τα εδέσματα σαν τρόπαια, κουνώντας τα επιδεικτικά και βασανιστικά ταυτόχρονα για τους άμοιρους ζητιάνους, που μαζεύονταν σαν μύγες γύρω από ένα πτώμα.
Πράγματι, τα Σόδομα και η Γόμορρα αποτελούσαν βασικό πόλο έλξης για τους ζητιάνους και φτωχούς άστεγους, διότι εκεί κατοικούσαν κατά κανόνα άνθρωποι πλούσιοι κι ευγενείς στην καταγωγή μα όχι και στους τρόπους. Αυτό μάλιστα, αποδεικνυόταν περίτρανα σχεδόν κάθε βράδυ, όπου στους δρόμους αντηχούσαν οι κραυγές ανυπεράσπιστων ζητιάνων που κυνηγούνταν από ένα τσούρμο πλούσιους μεθυσμένους κάθε ηλικίας και τάξης, ξεχειλισμένους από την κόκκινη οργή και το μένος που αφυπνίζει το αλκοόλ ακόμα και στον πιο πράο άνθρωπο. Ο Λωτ είχε δει μέχρι και μέρα μεσημέρι να πετούν πέτρες σε άστεγους που ζητούσαν ένα κομμάτι ψωμί, για να ξεγελάσουν την πείνα τους. Ορισμένες φορές, σαν κι εκείνες, σιχαινόταν την απληστία των ανθρώπων γύρω του και την αποστρεφόταν. Όχι μόνο όλοι αυτοί είχαν πλουτίσει εις βάρος άλλων και πατώντας επί πτωμάτων με κάθε υπαρκτό αθέμιτο μέσο, αλλά και αρνούνταν να μοιραστούν ένα ψήγμα του πλούτου τους με ανθρώπους που πράγματι είχαν ανάγκη.
Εκείνη τη στιγμή, περνούσε από τον δρόμο του ο κυβερνήτης της πόλης. Δε θυμόταν το όνομά του, κάποτε το είχε αναφέρει η Ιουδήθ μα του είχε διαφύγει εντελώς. Ο άκρως αλαζονικός τρόπος με τον οποίο κρατούσε ψηλά το κεφάλι του τον τρόμαζε, τον έκανε να νιώθει μηδαμινός, σαν σκουπίδι. Τότε, συνειδητοποίησε ότι έτσι ακριβώς ένιωθε από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του σε εκείνο το μέρος. Και για αυτό, δεν ευθύνονταν ούτε οι πληγωμένοι ζητιάνοι ούτε οι κακομαθημένοι, υπεροπτικοί κι επηρμένοι κάτοικοι ούτε καν οι αφιλόξενοι και βλοσυροί γείτονες, που δεν έπαυαν να τον κοιτούν με καχυποψία. Ήταν το συναίσθημα του σώγαμπρου. Το σπίτι που έμεναν ήταν το πατρικό της γυναίκας του και κάθε έπιπλο, δωμάτιο, γωνία του έφερε αναμνήσεις που δεν του ανήκαν. Ένιωθε πως όλα ήταν προσωρινά, ακόμα και το χώμα που πατούσε και σίγουρα τίποτα απολύτως δεν του ανήκε, ήταν απλώς φιλοξενούμενος και ξένος ανάμεσα σε ξένους. Ενίοτε, αισθανόταν ακόμα και τα γνώριμα κι αγαπημένα πρόσωπα της γυναίκας και των κοριτσιών του ψεύτικα, εφήμερα, άγνωστα.
Από τις σκέψεις του τον έβγαλαν βιαστικά βήματα που απότομα σταμάτησαν και τα διαδέχθηκαν μια σειρά από ενοχλητικά μουγκρητά και πνιγμένες φωνές. Έκλεισε τα μάτια του και το πρόσωπο του σκοτείνιασε, εξερεθισμένο και ταραγμένο από το γεγονός που ελάμβανε χώρα κάτω από το σπίτι του.
Πόρνες.
Αγοραίος έρωτας βρισκόταν παντού μα στα Σόδομα μπορούσε να απαντηθεί επαυτοφόρω οπουδήποτε· στα στενά, σε αυλές σπιτιών, ακόμα και στους δρόμους. Όσο ανεκτικός κι αν ήταν, αυτό το γεγονός ξεπερνούσε κατά πολύ τα όριά του. Αναρωτιόταν αν είχε μείνει έστω και μια ρανίδα ηθικής σε ολάκερη την πόλη και η καρδιά του σκιζόταν, λυπούταν πραγματικά για την κατάντια αυτή των ανθρώπων.
Άξαφνα, χωρίς καμία προειδοποίηση, μια γυναίκα όρμησε και χώρισε απότομα το ζευγάρι που ερωτοτροπούσε κι αφού έδωσε ένα δυνατό ράπισμα στο μάγουλο του ανδρός, έπιασε την ερωμένη του από τα μαλλιά και άρχισε να τη χτυπά μανιωδώς, ουρλιάζοντας μια πληθώρα ύβρεων κι επιφωνημάτων που ο Λωτ δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ή ερμηνεύσει. Είχε μείνει και παρακολουθούσε τη σκηνή άναυδος κι άλαλος, με μάτια γουρλωμένα, σαστισμένα. Εκείνη τη στιγμή, ένιωσε ο πιο αδύναμος άνθρωπος του κόσμου.
Αισθάνθηκε κάποιον να τον ταρακουνά και να τον σπρώχνει παράμερα και αμέσως μετά, τη φωνή της Ιουδήθ.
«Φύγετε από την αυλή μου! Αν θέλετε να καβγαδίσετε για τις διαφορές και τις ζήλειες σας, να πάτε αλλού!»
Και χωρίς κανέναν δισταγμό ή προειδοποίηση, άδειασε στα κεφάλια του αγνώστου ερωτικού τριγώνου τα απόνερα της μπουγάδας που είχε βάλει το περασμένο πρωινό. Ο Λωτ απλώς έπεσε στο θερμό από τον ήλιο δάπεδο και κουλουριάστηκε πίσω από τα κολωνάκια του μπαλκονιού. Σταύρωσε τα χέρια γύρω από τα γόνατα και περίμενε να εξαφανιστούν όλοι, αδημονώντας για μια στιγμή και μόνο απόλυτης ησυχίας και σιωπής.
Τα μισούσε τα Σόδομα. Πρώτη φορά το παραδεχόταν στον εαυτό του. Ποτέ του δε φανταζόταν ότι θα ζούσε σε μια πόλη όπου βασίλευαν η μοχθηρία, ο σφετερισμός κι η μισαλλοδοξία, όπου η ανηθικότητα, η ανανδρία και κάθε λογής αμαρτία όχι μόνο ήταν ανεκτές μα και ανταμείβονταν, όπου η καλοσύνη κι η ελεημοσύνη ανταποδίδονταν με μίσος, οργή και βία. Έγειρε το κεφάλι του στα κολωνάκια κι έκλαψε πικρά, ολότελα μετανιωμένος που είχε παρατήσει τον θείο του και την ήρεμη ζωή του για μια ζωή βυθισμένη στην ακολασία, στο πιο αμαρτωλό μέρος της γης. Έκλαψε, γιατί υπέκυψε στην πίεση της επιπόλαιης Ιουδήθ. Έκλαψε, επειδή οι δυο μεγάλες του κόρες ήταν ήδη παντρεμένες με άνδρες των Σοδόμων κι οι δυο νεότερες αρραβωνιασμένες. Έκλαψε, διότι ένιωθε πως δεν υπήρχε καμία σωτηρία ούτε για τη δική του ψυχή ούτε κανενός από την οικογένειά του.
«Σήκω!» Άκουσε τη φωνή της Ιουδήθ ξανά σαν βόμβο στα αυτιά του.
«Τι θέλεις να κάνω;» Τη ρώτησε, καλύπτοντας τα μάτια του, για να μην εντοπίσει τα ακόμα νωπά δάκρυα.
«Να μου πεις τη γνώμη σου για τα καινούρια ρούχα των κοριτσιών μας. Απόψε, είμαστε καλεσμένοι στο σπίτι του Θερά.»
«Αλήθεια;» Ρώτησε σχεδόν ειρωνικά ο Λωτ, ακίνητος κι αμετακίνητος.
Ο Θερά ήταν ο σύζυγος της πρωτότοκης κόρης τους. Όταν είχε γίνει το προξενιό, ο Λωτ ήταν ευτυχισμένος, επειδή η οικογένεια του ήταν από τις πλουσιότερες στην πόλη μα τώρα θρηνούσε το παιδί του, γιατί είχε κυλιστεί στην απώλεια του ήθους και της νόησης. Η οικογένεια του Θερά στην πραγματικότητα ήταν μια από τις πιο αναξιοπρεπείς και φαύλες οικογένειες των Σοδόμων και της Γόμορρας μαζί.
«Δε θέλω να πάω,» της είπε αποφασιστικά. «Το ίδιο θέλω και για τις κόρες μας.»
«Έχεις τρελαθεί;» Απόρησε η Ιουδήθ με τον -κατά τη γνώμη της- παραλογισμό του. «Θα αρνηθούμε μια πρόσκληση και δη του γαμπρού μας; Νομίζεις πως δε θα παρεξηγηθεί εκείνος κι η κόρη μας;»
«Ας παρεξηγηθούν,» επέμεινε ο Λωτ. «Αν η κόρη μας σκέφτεται τόσο υποτιμητικά για τους γονείς που την ανέστησαν, ας μας παρεξηγήσει. Για τον Θερά δε με ενδιαφέρει. Εκείνος πρέπει να ντρέπεται, που στις γιορτές του φέρνει πόρνες και στήνει όργια, που κάνουν τον κάθε ευγενή και συνετό άνθρωπο να οικτίρει. Αχ, γυναίκα, προσευχήσου στον Κύριο να λυπηθεί τα παιδιά μας, γιατί εμείς που τα οδηγήσαμε στον όλεθρο, δεν αξίζουμε την ελεημοσύνη Του.»
Η Ιουδήθ γέλασε με τα λόγια του, χωρίς να κρύβει την περιφρόνηση και τη δυσπιστία της.
«Κάτσε και προσευχήσου εσύ!» Του είπε τελικά. «Κλειδώσου στο σπίτι και συζήτα με τον αόρατο και κουφό Θεό σου! Εγώ θα πάρω τα παιδιά μου και θα πάμε εκεί όπου μας κάλεσαν!»
Μην περιμένοντας κάποια απάντηση από εκείνον, η γυναίκα του γύρισε την πλάτη της κι εξαφανίστηκε στα ενδότερα του σπιτιού.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ενενήντα εννέα ετών.
Ο Άβραμ προς μεγάλη του έκπληξη συνειδητοποίησε πως εκείνη την ημέρα γινόταν ενενήντα εννέα ετών και πως αισθανόταν αποτυχημένος. Ήλπιζε να γίνει σπουδαίος οικογενειάρχης, με ένα σπίτι ευτυχισμένο, ζεστό, άνετο, γεμάτο χαμόγελα και γέλια παιδικά από τα εγγόνια του. Αντιθέτως, στο σπίτι του κυριαρχούσε κατά κύριο λόγο μια άβολη, αθέμιτη κι ανεπιθύμητη σιωπή. Η Σάρα πλέον του μιλούσε ελάχιστα· ήταν δώδεκα χρόνια μικρότερη του, μα τύλιγε μαντήλι στα μαλλιά της, για να μη φαίνονται οι ολόλευκες της ρίζες και φορούσε κεφαλομάντηλο, για να κρύβονται κάπως οι ρυτίδες. Δεν την είχε κάνει το γήρας λακωνική μα η παρουσία της Αγάρ και του Ισμαήλ.
Μολονότι ο Ισμαήλ -ο γιος της Αγάρ και του Άβραμ- ήταν δική της ευχή, διότι εκείνη είχε ζητήσει να κοιμηθεί ο σύζυγος της με την υπηρέτρια της, δεν άντεχε να τον βλέπει να περιδιαβαίνει στη ζωή της, να μεγαλώνει και να αποκτά ανάστημα και σφρίγος. Κόντευε πια τα δεκαπέντε κι ήταν πράγματι όμορφο, νεαρό, έφηβο παλικάρι. Σιχαινόταν να τον βλέπει κι ακόμα περισσότερο τη μητέρα του· η Αγάρ κυκλοφορούσε ανάμεσα στις σκηνές όχι μόνο σαν αφέντρα και κυρά μα σαν Βασίλισσα, διατηρώντας μια αλαζονική στάση προς όλους, ακόμα και προς εκείνη. Εμμέσως πλην σαφώς, της έλεγε χωρίς λόγια ότι εκείνη ήταν προσωρινή, μετά τον θάνατο της θα ξεχνιούταν, μα εκείνη θα ήταν ονομαστή και αθάνατη μέσα από τα στόματα των μυρίων απογόνων του γιού της. Παρόλο που η Σάρα υπέμενε τη ματαιόδοξη της συμπεριφορά χωρίς παράπονο, για χάρη του Άβραμ και της μεγάλης του αγάπης για τον Ισμαήλ, όταν βρισκόταν μόνη με τον σύζυγο της, του φερόταν σαν να ήταν ξένοι. Ασχολούταν με τις δουλειές της σιωπηλά, συγύριζε, κεντούσε, έραβε, ίσως να τραγουδούσε σιγανά, για να περάσει η ώρα, μα αυτό ήταν όλο. Αν δεν ήταν παρόν τρίτο πρόσωπο, δεν αντάλλασσαν κουβέντα, ενίοτε ούτε και ματιά.
Βγήκε στον ανατέλλοντα ήλιο, έτοιμος να αντιμετωπίσει την ημέρα. Η Σάρα δε βρισκόταν στη σκηνή, ευχόταν μονάχα να ήταν καλά· την είχε αγαπήσει πάρα πολύ στα νιάτα τους και έτσι ακριβώς συνέχιζε όσο κι αν εκείνη δεν το πίστευε. Η ηλικία όξυνε κατά πολύ τα ελαττώματα της, άμβλυνε τα προτερήματα της και δυσχαίραινε τις παραξενιές της. Η γελαστή, εύχαρη κι ευτυχισμένη νέα είχε μεταλλαχθεί σε μια στριφνή, βλοσυρή και ακατάδεκτη γερόντισσα, που έκρυβε το ακόμα υπέροχο χαμόγελο της πίσω από τη θυμωμένη και βαθιά λυπημένη της έκφραση.
Αναστέναξε, αναζητώντας τα εργαλεία και σύνεργα για να ξεκινήσει την ημέρα του, όταν μια φωνή αλλιώτικη και συνάμα παρόμοια με κάθε άλλη, τον σταμάτησε.
Άβραμ.
Πάγωσε στη θέση του. Αφουγκράστηκε τον αέρα, που φυσούσε απαλά στα αυτιά του. Τίποτα. Κοίταξε γύρω προσεκτικά. Απολύτως τίποτα. Μονάχα η φωνή εναρμονιζόταν τέλεια στην ακοή του. Θυμόταν πως μια παρόμοια φωνή του είχε απευθυνθεί πριν σαράντα σχεδόν χρόνια. Ήταν αναμφίβολα η φωνή του Κυρίου του, του Θεού που τον είχε επιλέξει ως δίκαιο ανάμεσα σε αναρίθμητους άδικους.
«Κύριε και Θεέ μου,» ψέλλισε γεμάτος δέος κι έριξε τα μάτια του στο χώμα.
Τότε, αισθάνθηκε μια παρουσία, μια αύρα πρωτόγνωρη και οικεία ταυτοχρόνως. Άκουσε για μια στιγμή ένα πετούμενο να προσγειώνεται κοντά του, πλησιάζοντας ανάλαφρα. Τα βήματα του φάνηκαν ανθρώπινα μα δεν τόλμησε να σηκώσει το κεφάλι του. Άφησε τα χέρια του ελεύθερα στα πλευρά και περίμενε καρτερικά.
Άβραμ.
Η ίδια ακριβώς φωνή μα φαινόταν απόλυτα κοντινή πια.
«Σήκωσε τα μάτια σου. Βρίσκομαι μπροστά σου,» τον προέτρεψε η ίδια φωνή. Όταν όρθωσε το βλέμμα του, αντίκρισε έναν άνδρα μελαχρινό, με σκοτεινά μα λαμπερά μάτια.
«Κύριε,» σιγοψιθύρισε συγκινημένος. Δάκρυα συγκεντρώθηκαν στα μάτια του και κύλησαν στα ρυτιδωμένα, σταφιδιασμένα του μάγουλα.
«Μονάχα η φωνή Του,» εξήγησε ο φτερωτός ουράνιος επισκέπτης. «Το στόμα ανήκει στον Αρχάγγελο Ουριήλ.»
«Καλώς ήρθες στη γη μου, Αρχάγγελε,» είπε ο Άβραμ δουλοπρεπώς.
«Είμαι ο Θεός ο Παντοκράτωρ. Άβραμ, συνέχισε να ζεις σύμφωνα με το θέλημα μου και να είσαι τέλειος καθ'όλα. Αποφάσισα να συνάψω μια συμφωνία μαζί σου κι όπως έχω δεσμευτεί, να σου δώσω απογόνους αμέτρητους όσο τα άστρα,» ξεκίνησε ο Ουριήλ, το Φως του Θεού. Τότε, ο Άβραμ σωριάστηκε γονατιστός στο έδαφος, κυκλώνοντας το κεφάλι με τα χέρια του, κοιτώντας τον κατάματα. «Άβραμ σημαίνει υψηλός πατέρας. Για αυτό, από εδώ και πέρα θα ονομάζεσαι Αβραάμ, που σημαίνει πατέρας όλων. Αυτή είναι η συμφωνία μου μαζί σου. Θα γίνεις πατέρας μεγάλου πλήθους εθνών, οι αμέτρητοι σου απόγονοι θα βλαστήσουν γένη και δυναστείες βασιλέων. Συνάπτω μαζί σου αυτήν τη συμφωνία μα θα ισχύσει και για όλους σου τους απογόνους. Πρόκειται για συμφωνία αιώνια, αέναη, ώστε να είμαι Θεός δικός σου και των παιδιών σου. Εσύ και τα παιδιά σου λαμβάνετε από εμένα όλη τη χώρα όπου τώρα κατοικείς, τη γη της Χαναάν, όπου μέλι και γάλα ρέουν. Αυτή είναι η διαθήκη μου προς εσένα και πρέπει να την τηρήσεις εσύ όπως κι οι απόγονοι σου. Ειδάλλως, θα ετοιμαστείτε για τις κυρώσεις.»
«Δέχομαι ολόψυχα τη διαθήκη σου, Θεέ μου,» απάντησε χωρίς δισταγμό ο Αβραάμ και σηκώθηκε όρθιος. Ο Ουριήλ έπιασε τα χέρια του στα δικά του σφιχτά κι ύστερα τον έλουσε με νερό από τον Παράδεισο. Γνώριζαν κι οι δυο πολύ καλά τι σήμαινε η μετονομασία που μόλις είχε λάβει χώρα.
Όποιος έδινε ένα όνομα σε κάποιον άλλον, δήλωνε πως πια τον εξουσίαζε απολύτως. Συνεπώς, η μετονομασία του Αβραάμ σήμαινε πως άλλαζε τον σκοπό της ζωής του για πάντα.
Ο Ουριήλ πλησίασε τον αναβαφτισμένο κι άγγιξε το κεφάλι του με τα δυο χέρια απαλά, σαν να ήθελε να του διοχετεύσει όλη την ηρεμία του και τη γαλήνη.
«Πλέον, Αβραάμ, ανήκεις σε εμάς, στη γη που δωρήθηκε και στερήθηκε από τον Αδάμ και την Εύα. Όταν η επίγεια ζωή σου ολοκληρωθεί, δε θα μεταβείς στον Άδη μα στον Παράδεισο, ανάμεσα στους Αγγέλους και κοντά στον Πατέρα.»
Ούτε κι εκείνος ο Αβραάμ δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει το μεγαλείο της στιγμής. Για πρώτη φορά από την εκδίωξη τον πρωτόπλαστων, είχε δηλωθεί από στόμα Αγγέλου Κυρίου ότι θα γινόταν δεκτή μια ανθρώπινη ψυχή στον Παράδεισο. Ο Αβραάμ έκλαιγε από συγκίνηση κι ο Ουριήλ αναρωτιόταν πώς θα γινόταν ο γενάρχης των αναρίθμητων όσων τα άστρα γενών.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Αζαρέλ υποδέχτηκε ιδιαιτέρως περιχαρής, με ένα πλατύ, ειλικρινές κι ακαταμάχητο χαμόγελο τον Σατανά και τον Λεβιάθαν στη διόλου φτωχική του έπαυλη στα Σόδομα.
«Υποθέτω ήρθατε να περιμαζέψετε τον Ασμοδαίο και τον Βελζεβούλ,» τους είπε, αφότου είχαν ήδη πιεί τρία κανάτια πανάκριβο, φοινικικό κρασί. Δεν τους μεθούσε, απλά λάτρευαν τη γεύση του και το κατανάλωναν σαν νερό -το οποίο μάλιστα και μισούσαν, διότι τους θύμιζε τον αγιασμό.
«Σωστά,» είπε ο Σατανάς. «Τους έφερες εδώ ή πρέπει να τους αναζητήσουμε αλλού;»
«Κοιμούνται στον πάνω όροφο,» απάντησε ο Αζαρέλ.
«Μάλλον ξεπατώθηκαν χθες,» συμπέρανε με μια πονηρή αναλαμπή ο Λεβιάθαν.
«Εξαίσια νύχτα, θαυμάσια,» αναπόλησε νοσταλγικά ο Αζαρέλ. «Δε θυμάμαι να έχω συμμετάσχει σε μεγαλύτερο επίγειο όργιο. Ειλικρινά, δεν μπορούσε ούτε ο Ασμοδαίος να ξεχωρίσει χέρι από πόδι και γυναίκα από άνδρα.»
Οι δυο δαιμονικοί του επισκέπτες γέλασαν με τη γλαφυρότητα και τον ενθουσιασμό του.
«Η ατμόσφαιρα μύριζε διάφορα πατσούλια από εκείνα που νίβονται οι γυναίκες επί ώρες κι εκείνο το υπέροχο χόρτο που μου έφερε ο Βελζεβούλ από την Άπω Ανατολή. Όποιος θνητός το μύριζε ή το έπινε ξεχνούσε μέχρι και το όνομά του! Τέτοια ευφορία σε ανθρώπους δεν είχα δει ποτέ μου.»
«Για μόνιμος κάτοικος της Κόλασης, ακούγεσαι υπερβολικός,» παρατήρησε ο Σατανάς. «Μήπως χρειάζεται να σου υπενθυμίσω τι κάνουμε εκεί κάτω, όταν κάποιος τολμά να αναφέρει τη λέξη όργιο;»
«Τέλος πάντων, για ένα πράγμα είμαι σίγουρος,» συνέχισε απτόητος ο Αζαρέλ. «Χθες βράδυ οι δυο ανύπαντρες κόρες του Λωτ έπαψαν να είναι κόρες.»
Οι Δαίμονες σφύριξαν επιδοκιμαστικά, ευχαριστημένοι με τα ευνοϊκά νέα.
«Τα κατάφερε, λοιπόν, ο Ασμοδαίος,» είπε ο Σατανάς με μια νότα θριάμβου.
«Ο Ασμοδαίος ήταν τόσο απασχολημένος με τη μάνα τους, που δεν ευκαίρησε,» επισήμανε ο Αζαρέλ διορθωτικά. «Εγώ το έκανα.»
Στρίγγλισαν οι ακροατές του μοχθηρά κι ανυπόμονα.
«Του το είπες;» Αναρωτήθηκε ο Λεβιάθαν. «Εδώ και μέρες το λογιζόταν και τώρα που δεν το κατάφερε, θαρρώ θα απελπιστεί.»
«Κι εγώ θαρρώ πως θα συνέλθει αμέσως με καμία άλλη καλλονή ή καλλονό,» διαφώνησε ευγενικά ο Αζαρέλ, πράγμα που δεν το συνήθιζε. Ήταν πράγματι, ιδιαίτερα ευδιάθετος.
Ο Λεβιάθαν ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους.
«Όσο με αφορά, ο Ασμοδαίος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, όπως θέλει. Δεν είναι άμυαλος, ας αντιμετωπίσει τα απότοκα. Καταλάβετε το· στην Κόλαση είμαστε μόνοι, ο καθένας για τον εαυτό του.»
Ο Αζαρέλ τον κοίταξε ψυχρά, όπως κι ο Σατανάς. Θυμούνταν με κάθε λεπτομέρεια τις μαρτυρικές ημέρες μετά τη φυγάδευση της Ναϊρέλ από την Κόλαση προς στον Παράδεισο, όταν κι οι εφτά Δαίμονες των Αμαρτημάτων είχαν βασανιστεί ανάλγητα κι αλύγιστα σαν τους χείριστους αμαρτωλούς. Θυμούνταν ότι ο Λεβιάθαν, ο μόνος και πραγματικός υπεύθυνος, είχε υπομείνει τα πάντα σιωπηλός και στωικός, σχεδόν γελώντας με τα μαρτυρία των αθώων ομοίων του. Ίσως και να είχε δίκιο τελικά, ίσως πράγματι να ήταν μόνοι τους κι ο όρος ομάδα να ήταν κίβδηλος, για να τους γεμίζει ψευδαισθήσεις.
«Νομίζω πως είναι καιρός να περιμαζέψετε τους δυο παρακοιμώμενους μου,» ξαφνικά ο Αζαρέλ βιαζόταν να τους διώξει. «Δε με πειράζει να τους φιλοξενώ μα δε θα ήθελα να τους χρειαστεί ο Εωσφόρος και να τους ανακαλύψει εδώ.»
«Πολύ σωστά,» συμφώνησε μηχανικά ο Λεβιάθαν και πέταξε σαν αστραπή στον άνω όροφο, για να ξυπνήσει τη Λαγνεία και τη Βουλιμία.
«Δε διαφωνώ, τα Σόδομα φαίνονται εξαίσια πόλη, όμως θα σου πρότεινα να περάσεις από την Κόλαση σύντομα,» ψιθύρισε στον Πρίγκιπα ο Σατανάς, μόλις έμειναν μόνοι.
«Γιατί αυτό;» Απόρησε ο Αζαρέλ.
«Γιατί ο Εωσφόρος έχει ξαφνικά αναπτύξει μια παράξενη απέχθεια κι αποφυγή για τον Μπελέθ. Κάτι μου λέει πως είναι η ευκαιρία σου να γίνεις το αριστερό του χέρι, αυτό που πάντοτε επιθυμούσες.»
Ο Αζαρέλ τον κοίταξε κατάματα με τα εβένινα μάτια του κι ένευσε ευγνώμων.
«Σε ευχαριστώ πολύ για την πληροφορία, αδελφέ μου.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Γαβριήλ στεκόταν στο μέρος που ο Αδάμ κι Εύα πριν αμέτρητα χρόνια είχαν ονομάσει Εδέμ. Με τα μάτια κλειστά, άκουγε τα φτερουγίσματα των πτηνών από δέντρο σε δέντρο, τα τιτιβίσματα και κελαηδήσματα όλων των ειδών, το αρμονικό θρόισμα των φύλλων που τραγουδούσαν κι αυτά με μοναδική φωνή. Ενίοτε, μάλιστα, στα αυτιά της έφταναν κι οι ήχοι των ζώων που ζούσαν εκεί υπεραιωνόβια, από τη Δημιουργία του Κόσμου. Ο Πατέρας είχε δημιουργήσει εκείνον τον απέραντο κήπο, τον κήπο που είχε χαρίσει στους Πρωτόπλαστους, για να ζήσουν για πάντα, ξέγνοιαστοι κι ελεύθεροι από καημούς, πόνους και Δαίμονες.
Ανοίγοντας τα μάτια της, αφέθηκε στην απερίγραπτη ομορφιά του τοπίου γύρω της, θωρώντας ανερυθρίαστα την απαράμιλλη τερπνότητα κι ωραιότητα των γεννημάτων του Πατέρα. Τα πανώρια δέντρα με τα περίπλοκα κλαδιά και τις φαρδιές κουφάλες, τη χλωρίδα όλων των ειδών, τα άνθη που έθρεφαν τις μέλισσες και τις πεταλούδες. Η μεγαλειώδης θωριά των σμηνών που ίπταντο στον άνεμο, οι βρυχηθμοί των ισχυρών ζώων, οι παφλασμοί των ψαριών στα γάργαρα νερά των θεϊκών πηγών φανέρωναν πως εκεί ακριβώς η Ζωή ανακυκλωνόταν και ευδοκιμούσε, ο Θάνατος ωχριούσε και φαινομενικά τίποτα δεν μπορούσε να διαταράξει ή σπιλώσει την άψογη τελειότητα και ευμορφία εκείνου του απέραντου κήπου.
Διαισθάνθηκε την παρουσία Του σχεδόν αμέσως αφότου εμφανίστηκε λίγο πιο πίσω από το σημείο που στεκόταν. Άνοιξε το στόμα, για να τον χαιρετήσει.
«Μη με αποκαλέσεις ξανά Κύριο, σε ικετεύω,» την πρόλαβε στην εκπνοή του χρόνου. «Για όνομα του Πατέρα, μη με ξεχωρίζεις από εσάς, όλοι ίσοι είμαστε!»
Δεν του απάντησε. Μονάχα γέλασε από ευγένεια και για να χαλαρώσει την τεταμένη ατμόσφαιρα. Ο Εμμανουήλ ήρθε και στάθηκε δίπλα της, ακολουθώντας τη ματιά της, για να θαυμάσει με τη σειρά Του το μεγαλείο τριγύρω τους.
«Παρατήρησα πως τις τελευταίες ημέρες έρχεσαι πολύ συχνά εδώ,» μίλησε ξανά.
«Πράγματι,» παραδέχτηκε αφηρημένα. «Με ηρεμεί, ελευθερώνει τη σκέψη μου έστω και βραχέως από τις έγνοιες και τα βάρη των ευθυνών μα ταυτόχρονα με θλίβει.»
«Γιατί;»
Γύρισε και τον κοίταξε κατάματα. Της φαινόταν αλλόκοτο που δε γνώριζε ήδη.
«Η Εδέμ είναι το ωραιότερο και πιο γαλήνιο μέρος στον Παράδεισο, αυτό που μοιάζει περισσότερο από όλα στη γη,» εξήγησε αργά και μελαγχολικά, χωρίς να διακόπτει την οπτική επαφή. «Όλα τα γεννήματα του Πατέρα κατοικούν εδώ, εκτός από το σημαντικότερο και ευφυέστερο, το πιο όμοιό Του, το πιο περίπλοκο κι ανεξάρτητο δημιούργημα· το ανθρώπινο γένος.»
Ο Εμμανουήλ αναστέναξε βαθιά κι αγκάλιασε τους ώμους της με αδελφική στοργή.
«Αισθάνομαι ακριβώς το ίδιο,» ομολόγησε σχεδόν ψιθυριστά. «Δε γίνεται η Κόλαση να δέχεται τους αμαρτωλούς κι οι πύλες του Παραδείσου να παραμένουν κλειστές στους δίκαιους. Δεν αντέχω να βλέπω τις ψυχές των νεκρών να τυραννιούνται στον Άδη.»
«Ο Πατέρας είχε δίκιο στην αρχή,» τόνισε ο Γαβριήλ. «Μετά το Προπατορικό Αμάρτημα, οι άνθρωποι χρειάζονταν ένα πάθημα ως μάθημα. Μα τώρα, μετά την εκκαθάριση του Κατακλυσμού, είναι εμφανές πως θέλει να τους δεχτεί ξανά κοντά.»
«Το τι θέλει δεν το γνωρίζει κανείς,» επισήμανε κι ο Εμμανουήλ. «Μπορούμε μονάχα να εικάζουμε.»
«Πρέπει οι πύλες να ανοίξουν,» συμπέρανε το πρόδηλο ο Γαβριήλ.
«Δεν είναι τόσο απλό. Το κλειδί είναι κρυμμένο καλά και μακριά.»
«Πού; Θα πάω να το φέρω εγώ!»
«Όχι, δεν μπορείς. Το έχει στην κατοχή του ένας από τα αδέλφια μας.»
«Ποιός; Θα τον καλέσω αυτή τη στιγμή εδώ να μας το παραδώσει!»
«Δε θα καταφέρεις τίποτα,» την προειδοποίησε ο Εμμανουήλ σχεδόν θλιμμένα κι οι ματιές τους κλείδωσαν ξανά μόνο για μια στιγμή που μέτρησε για μια χιλιετία. Αρκούσε αυτή η στιγμή, για να απαντηθεί το ερώτημα που έκαιγε τα σωθικά του Γαβριήλ.
Ποιός έχει τα κλειδιά του Παραδείσου;
Στη φριχτή συνειδητοποίηση, ο Αρχάγγελος θέλησε να ουρλιάξει απεγνωσμένα μα συγκρατήθηκε. Δεν μπορούσαν να ασχοληθούν με όλα τα προβλήματα ταυτοχρόνως.
«Με αναζητούσες για συγκεκριμένο λόγο;» Διερωτήθηκε ευγενικά, βρίσκοντας υπέροχη ευκαιρία να αλλάξει το θέμα της συζήτησης τους.
«Θέλω να φορέσεις την πιο αστραφτερή σου πανοπλία και να με συνοδεύσεις στη γη,» της αποκάλυψε με ένα γλυκό χαμόγελο Εκείνος. «Διάλεξε άλλους δυο Αρχάγγελους να έρθουν μαζί μας και πρόσταξε τους υπόλοιπους πέντε να είναι έτοιμοι για μάχη.»
Ο Γαβριήλ κατατρόμαξε στο άκουσμα της διαταγής Του. Φοβήθηκε πως η καταραμένη ώρα για την οποία προετοιμάζονταν είχε φτάσει.
«Θα κατέβεις στη γη; Έφτασε η ώρα;» Ρώτησε, συγκρατώντας τη συγκίνηση μετά βίας από το να προδωθεί. «Ω Πατέρα μου ουράνιε, είναι αδιανόητα νωρίς!»
«Πάντοτε θα είναι,» σχολίασε μεταξύ αστείου και σοβαρού ο Εμμανουήλ. «Ωστόσο, δεν πρόκειται περί αυτού. Θέλω μονάχα να εξετάσω προσωπικά τι συμβαίνει στη γη. Να επισκεφτώ τα Σόδομα, τη Γόμορρα, τη Βαβέλ και φυσικά τη Χαναάν, για να γνωρίσω τον Αβραάμ.»
«Δεν μπορώ να σου αρνηθώ,» δέχτηκε ο Γαβριήλ ανασηκώνοντας τους ώμους σχεδόν ηττημένη. «Θα γίνει το θέλημα Σου.»
«Ευτυχώς για όλους μας, δεν μπορείς να αρνηθείς τίποτα,» βρήκε την ευκαιρία να την πειράξει ο Εμμανουήλ, όμως, αμέσως, μετεβλήθη σε στωικό κι απόλυτα ιεροπρεπή, επίσημο Άγγελο -έτσι τουλάχιστον ήθελε να του απευθύνονται. «Σπεύδε, παρακαλώ, Γαβριήλ. Όσο γρηγορότερα φτάσουμε στη γη, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα τα όπλα να αποδειχθούν άχρηστα.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ήταν μεσημέρι. Ο ήλιος βρισκόταν ακριβώς στο μεσουράνημά του. Ο Αβραάμ ρέμβαζε έξω από τη σκηνή του, αναμένοντας κάτι ασύνηθες να συμβεί. Από το πρωί που είχε ξυπνήσει, αυτό το προαίσθημα του πλάκωνε το στήθος. Σκορπιοί είχαν ζώσει τον νου του, κάτι φαύλο και κακοήθες πλησίαζε εκεί.
Στα ενδότερα της σκηνής, η Σάρα ετοίμαζε νωχελικά ένα υποτυπώδες δείπνο, με ελάχιστα κι απλά υλικά· η νωθρότητα την είχε καταβάλει πια. Ζούσε κι έβλεπε τον γιό μιας άλλης γυναίκας να μεγαλώνει κι αυτό σταδιακά τη σκότωνε.
Ένα σύννεφο σκόνης σηκώθηκε και για λίγο τα πάντα εξαφανίστηκαν από το οπτικό πεδίο του. Κάλυψε τα μάτια βιαστικά, για να μη γεμίσουν κόκκους κι όταν τα απελευθέρωσε, με την ξαφνική σύγχυση περασμένη, αντίκρισε το θέαμα που δε θα ξεχνούσε ποτέ σε όλη του τη ζωή. Επρόκειτο, πράγματι, για τη σημαντικότερη ημέρα της ζωής του.
Τέσσερις μεγαλοπρεπείς φιγούρες στέκονταν μπροστά του σαν βράχοι, γιγάντιες και πανίσχυρες, οι τρεις εκ των οποίων φτερωτές και πάνοπλες ακόμα και στα εκθαμβωτικά, ολόλευκα φτερά τους. Ο Αβραάμ τους προσέβλεπε γεμάτος δέος, σέβας και θαυμασμό, βέβαιος πως ήταν απεσταλμένοι του Θεού. Η σιγουριά του επικυρώθηκε, όταν αναγνώρισε ανάμεσα στους τρεις φτερωτούς τον Αρχάγγελο Ουριήλ, ο οποίος από την ημέρα σύναψης της θείας Διαθήκης, εμφανιζόταν συχνά κοντά του, ακουμπώντας ένα υποστηρικτικό χέρι στον ώμο του. Πλέον, είχε εξελιχθεί σε απολύτως οικείο αν όχι φιλικό του πρόσωπο.
Ωστόσο, το βλέμμα του μαγνήτισε σχεδόν αναγκαστικά το τέταρτο πρόσωπο της ομάδας, που ούτε φτερά μα ούτε και πανοπλία έφερε. Στεκόταν σχεδόν σαν τη μύγα μέσα στο γάλα, φορώντας έναν απλό, λευκό χιτώνα που έφτανε ως τους αστραγάλους κι έναν βαθυκόκκινο μανδύα που αγκάλιαζε ως μπέρτα τους ώμους του. Έμοιαζε να ακτινοβολεί ολόκληρος σαν ήλιος επίγειος, σαν άστρο ζωντανό, σαν έμβιος αέρας. Ο Αβραάμ εξεπλάγη από το λυγερό μα ταπεινό του σώμα, ωστόσο, όσο κι αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να διακρίνει το πρόσωπο του. Ο ήλιος το έκρυβε με τη λάμψη και την αντηλιά.
Έπεσε στα γόνατα, μπροστά στον απλοντυμένο άνδρα, υποκλινόμενος με το μέτωπο να αγγίζει το χώμα. Οι τρεις Αρχάγγελοι παραμέρισαν ευλαβικά, αφήνοντας την επιβολή του Κυρίου τους να αναδειχθεί.
«Κύριε, αν πράγματι με ευνοείς έστω και λίγο, μην προσπεράσεις το σπίτι μου, του πιστού σου δούλου, μείνε κοντά μου κι ευλόγησε τη γη μου,» ικέτευσε ο Αβραάμ. «Θα διατάξω να σας φέρουν νερό να σας πλύνουν τα πόδια κι έπειτα να ξεκουραστείτε κάτω από το δέντρο. Θα σας στρώσω και τραπέζι, για να φάτε ψωμί ζυμωτό από τη γυναίκα μου κι ύστερα, μπορείτε να συνεχίσετε το ταξίδι σας όποτε επιθυμείτε!»
Ο Εμμανουήλ δεν κουνήθηκε από τη θέση Του, μα τον κοίταξε χαμογελώντας υπερήφανα με την απλότητα και πηγαία του αβρότητα. Ένευσε στον Αρχάγγελο Μιχαήλ που στεκόταν στα δεξιά Του κι εκείνος έλαβε τον λόγο.
«Σε ευχαριστούμε, Αβραάμ,» είπε εκείνος στεντόρεια. «Πράξε όπως είπες και μη βιάζεσαι. Βρισκόμαστε εδώ, για να σε γνωρίσει ο Κύριος που αμέσως αναγνώρισες. Φέρε μας όποιον επιθυμείς, για να τον ευλογήσουμε πρόσχαρα.»
Ο θνητός πρόσταξε ευθύς υπηρέτες να στρώσουν κιλίμια στο χώμα κάτω από τη δροσερή σκιά του δέντρου, μιας πλατύφυλλης και ευρείας συκιάς, γεμάτη καρπούς που σε λίγους μήνες θα ευδοκιμούσαν. Τρέχοντας, βρέθηκε στα ενδότερα της σκηνής, όπου εντόπισε τη Σάρα να γνέθει μάλλον αμέριμνη.
«Αγαπημένη μου, σήκω γρήγορα! Πάρε το πιο εκλεκτό μας αλεύρι και ζύμωσε πίτες!» Την προέτρεψε ξαναμμένος. Η επίσκεψη ήταν αιφνίδια κι έτσι δεν ήταν σίγουρος για το πόσο ευχαριστημένοι θα έμεναν οι ξεχωριστοί του επισκέπτες και φιλοξενούμενοι, γεγονός που τον εξωθούσε εκτός ανεκτών ορίων έντασης κι ανησυχίας.
«Τι έγινε, Αβραάμ;» Αναρωτήθηκε εκείνη, θορυβημένη από το ξαφνικό κι ανεξήγητο άγχος του.
«Ήρθε να μας γνωρίσει ο Κύριος, ο Θεός μας!»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Αισθάνομαι απογοητευμένος από το ανθρώπινο γένος,» δήλωσε προβληματισμένος ο Ουριήλ, καθώς οι τέσσερις επουράνιοι κάθονταν μόνοι κάτω από την υπέροχη σκιά της συκιάς.
«Κι εγώ το ίδιο,» επικρότησε ο Μιχαήλ, αναστενάζοντας βαριά. «Να και κάπου που συμφωνούμε εμείς οι δυο. Δεν έπρεπε να συμφωνήσω να έρθω αυτή τη φορά. Δεν αντέχω να βρεθώ ξανά στα Σόδομα και στη Γόμορρα. Προτιμώ να πέσω στην Κόλαση και να μάχομαι αιώνια τον Εωσφόρο και τους ομοίους του.»
«Δε με νοιάζουν αυτές οι καταραμένες πόλεις,» ξεκαθάρισε ο Ουριήλ ενοχλημένος. «Ο Αβραάμ με ενδιαφέρει και με απογοήτευσε. Τόσο καιρό στέκομαι δίπλα του άγρυπνα φρουρός κι αντί να μου υποβάλει τα σέβη του, απευθύνθηκε κατευθείαν στον Εμμανουήλ, αποκαλώντας τον μάλιστα και Κύριο! Δηλαδή τόσους μήνες ήμουν το φτερωτό κατοικίδιο; Ήθελα να ήξερα πώς σε αναγνώρισε Εμμανουήλ! Στον ύπνο του σε είχε δει;»
«Σιωπή, βλάσφημε!» Τον επέπληξε αμέσως ο Γαβριήλ, μα ο Εμμανουήλ έδειξε να μην πειράζεται καθόλου.
«Άφησε τον,» της είπε μαλακά. «Δίκιο έχει. Έπρεπε να είχα φορέσει κι εγώ φτερά και πανοπλία, για να έκανα την επιλογή του δύσκολη.»
Ακόμα κι ο ξανθός, πάντα σοβαρός Αρχάγγελος γέλασε με το ευφυολόγημά του.
Τότε, κατέφθασε ο Αβραάμ με ένα μικρό πλήθος υπηρετών, φορτωμένων δίσκους με καλούδια, κρέας μοσχαρίσιο ψητό, φρούτα εγχώρια, τυρί πρόβειο και κατσικίσιο και γαβάθες ξέχειλες με δυναμωτικές σούπες, λαχανικά ολόφρεσκα και αχνιστό ψωμί, ενώ ορισμένοι κουβαλούσαν κανάτες πήλινες κατσικίσιο γάλα, εκλεκτό. Ο αέρας μύριζε πια μυρωδικά από τις πλούσιες γαρνιτούρες και οξύ από το άφθονο γάλα.
«Ο ίδιος διάλεξα το καλύτερο μας μοσχάρι και το έσφαξα, για να το ψήσουμε για εσάς,» τόνισε υπερήφανα ο Αβραάμ, ο οποίος τσιμπολογούσε μηχανικά, διότι η προσοχή του ήταν απόλυτα επικεντρωμένη σε κάθε κίνηση που έκαναν οι φιλοξενούμενοι του καθώς έτρωγαν.
«Είσαι καλόκαρδος, Αβραάμ,» τον επιδοκίμασε ο Γαβριήλ, μασουλώντας αργά και διακριτικά ένα κομμάτι μοσχάρι.
«Πράγμα που ήδη γνωρίζαμε,» πρόσθεσε χαμογελώντας ο Ουριήλ, που σχεδόν μηρύκαζε μισό κεφάλι τυρί.
«Έρχεστε από μακριά;» Τους ρώτησε ξανά ο Αβραάμ με αρκετή αμηχανία, μη γνωρίζοντας τι να συζητήσει μαζί τους.
Εκείνη τη στιγμή, ένας υπηρέτης εμφανίστηκε με χορτόπιτες και μελόπιτες από τα χέρια της Σάρα, σερβίροντας κομμάτια στους πέντε καθήμενους. Καθώς οι επισκέπτες τις δοκίμαζαν, ο Αβραάμ άδραξε την ευκαιρία και ζήτησε να μάθει αυτό που τον ταλάνιζε τους τελευταίους μήνες.
«Κύριε, πραγματικά θα έρθω να ζήσω κοντά Σου, όταν κλείσω τα μάτια μου διά παντός;»
«Ο Λόγος του Θεού είναι αδιάσειστος, ακλόνητος κι αμετάκλητος,» απάντησε ο Μιχαήλ.
Αυτή η δήλωση φάνηκε να ηρεμεί κάπως τον θνητό οικοδεσπότη, όμως, όχι απόλυτα κι έτσι, συγκέντρωσε αρκετό θάρρος, για να ρωτήσει ξανά.
«Αυτό σημαίνει ότι θα με ακολουθήσουν η γυναίκα κι ο γιός μου;»
Οι Αρχάγγελοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους σκαιά, αναποφάσιστοι για το αν έπρεπε ή όχι να του απαντήσουν. Για καλή τους τύχη, συνόδευαν τον Εμμανουήλ, που δεν επρόκειτο να τους άφηνε σε δύσκολη θέση για πολύ ακόμα.
«Δυστυχώς, στον οίκο του Θεού δε θα εισαχθούν πολλοί κι όχι γιατί δεν έχουμε χώρο να τους χωρέσουμε, μα γιατί οι ίδιοι δεν το επιθυμούν,» ξεκίνησε με το γνωστό του εύθυμο ύφος και την αφοπλιστική ειλικρίνεια. «Θα το καταλάβεις, Αβραάμ, η Αλήθεια δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από όλους. Όλοι θα την αντιμετωπίσουν, ωστόσο ορισμένοι δε θα της δώσουν καν σημασία, άλλοι δε θα την ερμηνεύσουν καταλλήλως, άλλοι θα την αποδεχτούν για λίγο κι έπειτα θα την ξεχάσουν και τέλος μερικοί θα την αποδεχτούν ολόκληρα και για όλη τους τη ζωή. Είναι επιλογή του εκάστοτε ανθρώπου σε ποιά κατηγορία επιθυμεί να ανήκει.»
Ο Αβραάμ δεν απάντησε και το δείπνο συνεχίστηκε σιωπηλά. Αργότερα, ζήτησε να έρθουν η Αγάρ κι ο Ισμαήλ, για να λάβουν τη θεία ευλογία. Σύντομα, μάνα και γιος κατέφθασαν μα κανένας δεν ανέμενε τη συνέχεια.
Ο Εμμανουήλ κοίταξε στα μάτια το αγόρι, χαμογελώντας αυθεντικά. Τα μάτια Του έλαμπαν με μια αλλόκοτη, ιδιαίτερη φωτιά, που μονάχα σαν αντίκριζε παιδιά άναβε. Κατανοούσε πως εκείνα ήταν το μέλλον. Ο Ισμαήλ ανταπέδωσε το βλέμμα για λίγο από ευγένεια κι ύστερα, έκανε μια απότομη μεταβολή κι απομακρύνθηκε βιαστικά, με την Αγάρ να τον ακολουθεί κατά πόδας, προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε δει το παιδί της κι είχε τόσο παρεξηγηθεί.
Οι Αρχάγγελοι κι ο Αβραάμ είχαν μείνει άφωνοι κι απορημένοι, ανήμποροι κι εκείνοι να ερμηνεύσουν την αντίδραση του νεαρού. Ο Γαβριήλ έσκυψε στον Εμμανουήλ που καθόταν δίπλα του, άκουσε κάτι που μόνο για τα δικά του αυτιά προοριζόταν κι έδωσε την κατάλληλη απάντηση, για να λήξει το ζήτημα οριστικά.
«Εμφανώς, ο Ισμαήλ δεν είδε αυτό που περίμενε κι αναζητούσε.»
Προτού ο Αβραάμ προλάβει να συνέλθει από το ξαφνικό και ντροπιαστικό γεγονός εκ μέρους του, ο Εμμανουήλ προχώρησε εκεί ακριβώς όπου επιθυμούσε, στον λόγο για τον οποίον είχε επιλέξει να τον επισκεφθεί εκείνη την ημέρα.
«Αβραάμ, πού είναι η Σάρα; Τόσην ώρα που βρισκόμαστε εδώ, δεν έχει εμφανιστεί.»
«Μέσα, Κύριε,» αποκρίθηκε σχεδόν μηχανικά ο οικοδεσπότης τους, δείχνοντας τα ενδότερα της σκηνής του. «Θα είναι εξαντλημένη, διότι της ζήτησα να ζυμώσει τις υπέροχες πίτες της για εσάς.»
«Κάλεσε την εδώ,» ζήτησε ο Μιχαήλ εκ μέρους όλων. «Θα ήταν απρεπές να μην τη γνωρίσουμε και να μην τη συγχαρούμε προσωπικά για την εξαίσια μαγειρική της.»
Αμέσως, ένας υπηρέτης έσπευσε κι έφερε τη σύζυγο του Αβραάμ, η οποία κατέφθασε με το αρχοντικό της κεφαλομάντηλο και τα μάτια χαμηλωμένα στο χώμα.
Ο Εμμανουήλ ένευσε να Τον πλησιάσει. Εκείνη υπάκουσε διστακτικά. Μόλις έφτασε κοντά Του, έπιασε τα χέρια της στοργικά σαν πατέρας, τη φίλησε στο μέτωπο κι έπειτα, ακούμπησε τα χέρια της απαλά πάνω στην κοιλιά της. Ύστερα, την αγκάλιασε και την άφησε να επιστρέψει στο πλευρό του συζύγου της.
«Του χρόνου τέτοια ημέρα, θα επιστρέψω κι η Σάρα δε θα μπορεί να με αγκαλιάσει ξανά, διότι θα θηλάζει τον γιο της,» δήλωσε με απόλυτη σιγουριά Εκείνος, απλώνοντας παγωνιά στους παρευρισκόμενους.
Ο Αβραάμ Τον κοιτούσε με μάτια γουρλωμένα, σαστισμένος με αυτό που είχε ακούσει, ενώ η Σάρα ήταν απόλυτα ψυχρή, χωρίς να πιστεύει ούτε στιγμιαία ότι αυτό επρόκειτο να γίνει. Αντιθέτως, γέλασε. Ήταν ένα γέλιο γεμάτο πίκρα και πόνο, μια κρυφή οδύνη που κουβαλούσε όλη της τη ζωή, διότι η μητρότητα αποτελούσε τη μέγιστη της επιθυμία και πλέον είχε αποδεχτεί ότι δε θα συνέβαινε ποτέ.
«Γιατί γελάς;» Απόρησε ο Εμμανουήλ χαμογελώντας λαμπρά, όπως κι οι Αρχάγγελοι δίπλα του. «Γιατί αμφιβάλλεις ότι θα αποκτήσεις γιο, επειδή γέρασες; Τίποτα δεν είναι αδύνατον για τον Κύριο. Σας το υπόσχομαι, όταν του χρόνου τέτοια ημέρα έρθω εδώ ξανά, η Σάρα θα έχει γιο. Μάλιστα, αυτό το αγόρι θα ονομάσετε Ισαάκ, που σημαίνει γέλιο.»
Όσο θερμή και σίγουρη κι αν ήταν η φωνή Του, κανείς από τους συμβίους δεν πείστηκε.
Το υπόλοιπο δείπνο κύλησε ομαλά, καθώς ο Αβραάμ συζητούσε με τους Αρχάγγελους αποκλειστικά. Ο Εμμανουήλ δεν ξαναμίλησε, παρά μόνο παρατηρούσε, έτρωγε άηχα κι έπινε αργά το θρεπτικό γάλα.
Μόλις ο ήλιος έτεινε στη δύση του και το λυκόφως σιγά σιγά αντικαθιστούσε τη χρυσή, ηλιακή πύρωση, με ένα σήμα του Εμμανουήλ, οι Αρχάγγελοι κι Εκείνος σηκώθηκαν όρθιοι κι ο Αβραάμ πετάχτηκε.
«Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ για τη φιλοξενία σου, Αβραάμ,» είπε ο Ουριήλ. «Τώρα, πρέπει να πηγαίνουμε. Χρειάζεται να κάνουμε άλλη μια στάση, προτού επιστρέψουμε στην κατοικία μας.»
«Πού πηγαίνετε;» Η ερώτηση βγήκε από τα χείλη του Αβραάμ από έμφυτη περιέργεια, προτού προλάβει να συγκρατηθεί.
Ο Εμμανουήλ τον κοίταξε κατάματα, προδίδοντας για λίγο την εσωτερική του οδύνη.
«Πηγαίνουμε στα Σόδομα. Εκεί, θα αποφασίσουμε τη μοίρα τους.»
«Μεγάλε Θεέ,» ψέλλισε ο Αβραάμ, νιώθοντας τα γόνατά του να κόβονται και το μυαλό του να πηγαίνει κατευθείαν στον Λωτ.
«Έχω επανειλλημένως ακούσει για την κακοφημία των Σοδόμων και της Γόμορρας,» του εξήγησε ο ίδιος ο Εμμανουήλ, με σκυφτούς ώμους μα αποφασισμένο ύφος. «Δυστυχώς, έχει εξαπλωθεί υπερβολικά κι επισκιάζει κάθε άλλη. Η αμαρτία κυριαρχεί σαν μάστιγα, ανατρέποντας την καλοσύνη, τον σεβασμό και την ευλάβεια. Θα κατέβω, λοιπόν, εκεί, για να εξακριβώσω αν οι διαδόσεις που έφτασαν στα αυτιά μου αληθεύουν.»
«Κι αν αληθεύουν, Κύριε, τι θα κάνεις;» Αναρωτήθηκε ξανά ο οικοδεσπότης τους.
«Μπορείς να έρθεις μαζί μας και να δεις με τα μάτια σου,» αποκρίθηκε ο Εμμανουήλ, τείνοντας του το χέρι ευπρόσδεκτα.
Ο Αβραάμ ενημέρωσε τη Σάρα ότι θα έλειπε το βράδυ τάχιστα και τους ακολούθησε σχεδόν σαν μαγεμένος.
Δεν κατάλαβε πόση ώρα χρειάστηκαν για να φτάσουν. Ίσως ήταν μια ώρα, ή μια ημέρα ή μερικά λεπτά. Ο χρόνος είχε χάσει κάθε σημασία. Βρέθηκαν στην κορυφή ενός λόφου, όπου έβλεπαν ολοκάθαρα την κοιλάδα Σιδδίμ με την Πεντάπολη της. Τα Σόδομα και η Γόμορρα βρίσκονταν αρκετά κοντά τους, με τη Νεκρά Θάλασσα να διαφαίνεται στα βόρεια. Λίγο πιο μακριά, βρίσκονταν οι άλλες τρεις πόλεις της κοιλάδας· η Αδαμά, η Σεβωείμ κι η Σηγώρ. Ενώ οι τρεις εκείνες κοιμούνταν ήσυχα, ο άνεμος έφερνε από τα Σόδομα και τη Γόμορρα βοή πολλή και θόρυβο από τύμπανα, κύμβαλα και φωνές ανθρώπινες, εκστασιασμένες, αμαρτωλές.
Ο Εμμανουήλ φαινόταν να μη δίνει σημασία στους βόμβους, μονάχα παρατηρούσε με αμέριστη προσοχή τη δομή των πόλεων. Ήταν πράγματι πανέμορφες, με τέλεια συστήματα άρδευσης που πότιζαν τα γύρω κτήματα, καλλιεργούσαν όλα τα αγαθά του Θεού και πλούτιζαν. Χάριν στην ευλογία του άφθονου νερού, έμοιαζαν αληθινά με επίγειους παραδείσους. Ωστόσο, δε μετρούσε η εικόνα μα η καρδιά των πόλεων, οι ψυχές των κατοίκων της. Εκείνες θα καθόριζαν τη μοίρα τους. Έτσι, ο Εμμανουήλ, πέρασε από την αδράνεια στη δράση.
«Μιχαήλ, Ουριήλ, μπείτε στην πόλη των Σοδόμων και αναζητήστε δίκαιους κατοίκους. Όταν τελειώσετε, ας έλθει ένας από εσάς να μου ανακοινώσει το πλήθος τους.» Στη συνέχεια, στράφηκε στον Γαβριήλ. «Ανέβα στον Ουρανό και πρόσταξε τους υπόλοιπους να κατέβουν εδώ, κοντά μου.»
Οι τρεις ακόλουθοί του ένευσαν πειθήνια κι εξαφανίστηκαν, χτυπώντας δυνατά και ρυθμικά τα φτερά τους. Ο Εμμανουήλ κι ο Αβραάμ έμειναν μόνοι κι ο τελευταίος ανακάλυψε πως κι ακόμα μέσα στο έρεβος της νύχτας, ο Κύριος ακτινοβολούσε ελαφρά και σκορπούσε φως στον ζόφο.
«Κύριε, γνωρίζω πως είσαι ευγενής και σπλαχνικός,» ξεκίνησε ο Αβραάμ που αισθανόταν να χάνει χρόνια από τη ζωή του με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε εναγωνίως. «Στα Σόδομα μένει ο ανιψιός μου, ο Λωτ, που τον αγαπώ σαν γιό μου-»
«Το γνωρίζω,» απάντησε ο Εμμανουήλ, διακόπτοντας τον απότομα. «Κι αν δεν επρόκειτο για τον Λωτ, θα είχα καταστρέψει την πόλη χωρίς προηγούμενη επιτήρηση. Η ανομία της μολύνει ακόμα και τα πουλιά που πετούν από πάνω της, Αβραάμ. Οίηση, τροφή σε περίσσεια, ατέρμονη τρυφηλότητα, έκλυτοι βίοι χαρακτηρίζουν τους κατοίκους της. Αυτές τις περιγραφές λαμβάνω συνεχώς. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τους φτωχούς κι όσους είχαν ανάγκη δεν τους βοήθησαν ποτέ παρά τους διώκουν σαν εγκληματίες. Φέρονται αλαζονικά και πράττουν βδελυρές πράξεις, τους είδαν οι ίδιοι Αρχάγγελοί μου. Για αυτό, πρέπει να αφανιστούν.»
«Μα δε γίνεται να καταστρέψεις τους δίκαιους μαζί με τους αμαρτωλούς!» Πάλευε να τον μεταπείσει ο Αβραάμ, τρέμοντας για τον ανιψιό του. «Σίγουρα υπάρχουν κι ορισμένοι δίκαιοι σε αυτές τις πόλεις. Θα τους εξαφανίσεις κι αυτούς; Δεν μπορεί να θανατώσεις δίκαιους κι αμαρτωλούς μαζί, σαν να είναι το ίδιο και το αυτό. Είσαι ο Κριτής των πάντων, ο ανώτατος τιμωρός της αδικίας και θα φερθείς τόσο άδικα κι άκαρδα σε αθώους;»
«Στο υπόσχομαι, Αβραάμ, αν οι Αρχάγγελοι μου βρουν έστω και δέκα δίκαιους ανθρώπους στα Σόδομα, θα αφήσω την πόλη άθικτη για χάρη αυτών,» αποκρίθηκε ο Εμμανουήλ στωικά και βυθίστηκε στις σκέψεις του. Προσευχόταν σιωπηλά να ήταν αυτή η κατάληξη εκείνης της αποφράδος ημέρας.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Αν έβαζες λίγη περισσότερη δύναμη, θα με έκοβες στα δυο,» γρύλισε σχεδόν ο Ουριήλ κρατώντας το πλευρό του που εσκεμμένα είχε πληγωθεί. Δίπλα του, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έδενε πρόχειρα με κομμάτια από τον λευκό του μανδύα δυο πληγές βέλους στο πόδι και στο χέρι του.
«Ας ήσουν κι εσύ πιο φειδωλός με τα βέλη,» του απάντησε. «Προφανώς αναζητούσες μια ευκαιρία να βγάλεις τα απωθημένα σου.»
«Σιωπή!» Επέβαλε την τάξη ο Γαβριήλ, που είχε σκίσει τις γάμπες σε μια πέτρα και το αίμα ανέβλυζε σαν νερό. Είχε μόλις καταφθάσει, μετά την ανάβαση στον Παράδεισο και την ειδοποίηση των υπολοίπων. «Κλείστε τα φτερά σας και φανείτε πειστικοί. Η αποστολή μας είναι σημαντικότατη και θα κρίνει χιλιάδες ζωές. Δείξτε την απαιτούμενη σοβαρότητα κι έπειτα, γεμίστε τον Παράδεισο με τους τσακωμούς σας, αν τολμάτε.»
Ευτυχώς, η σφοδρή της επίπληξη άρκεσε για να τους ησυχάσει προς στιγμήν, επομένως και το σχέδιο τους τέθηκε σε εφαρμογή. Χτύπησαν κάθε πόρτα των Σοδόμων με το ίδιο ακριβώς σενάριο· ήταν πληγωμένοι στρατιώτες που ζητούσαν ένα κομμάτι ψωμί και κάπου να περάσουν τη νύχτα. Αν οι σπιτονοικοκύρηδες τους δέχονταν, θα σήμαινε πως ανήκαν στους δίκαιους.
Προς μεγάλη τους απογοήτευση και λύπη, ενώ οι πόρτες άνοιγαν σχεδόν πάντοτε από καθαρή περιέργεια, κανένας δεν τους δεχόταν στο σπίτι του, αφήνοντας τους αβοήθητους και πληγωμένους να περιφέρονται στους δρόμους σαν αδέσποτα σκυλιά.
«Ίσως θα έπρεπε να αλλάξουμε ρούχα,» πρότεινε ο Μιχαήλ, τρίβοντας μερικά αποφάγια που τους είχε πετάξει κατάμουτρα ένας μεγαλέμπορος. «Μάλλον μας βλέπουν πάνοπλους και φοβούνται.»
«Αν ήταν πράγματι καλόψυχοι και προτίθεντο να μας συντρέξουν, δε θα φοβούνταν μια φαρέτρα με βέλη,» αποκρίθηκε αυστηρά ο Γαβριήλ. «Συνεχίζουμε κανονικά.»
Άφησαν τελευταία την πόρτα του Λωτ εσκεμμένα. Αποτελούσε την ύστατη τους ελπίδα, διότι όλοι οι υπόλοιποι τους είχαν απορρίψει βάναυσα. Πλέον, ήταν σχεδόν πεπεισμένοι πως η μοίρα των Σοδόμων διαγραφόταν ζοφερά κι οικτρά.
Χτύπησε ο Μιχαήλ κι ο Λωτ άνοιξε σχεδόν αμέσως. Όταν του εξήγησαν την προκατασκευασμένη τους ιστορία, συγκινήθηκε τόσο, που βούρκωσε.
«Περάστε μέσα, φίλοι μου,» τους είπε αμέσως, παραμερίζοντας για να περάσει. «Από εδώ και στο εξής, είστε ασφαλείς.»
Μόλις ο ανιψιός του Αβραάμ επέστρεψε στα ενδότερα, για να ειδοποιήσει τη γυναίκα του σχετικά με τους απρόσμενους επισκέπτες τους, ο Γαβριήλ ένευσε στον Μιχαήλ και τον Ουριήλ να περάσουν, καθώς φορούσε την κουκούλα του, καθιστώντας τον εαυτό της αόρατο από μάτι θνητό.
«Επιστρέφω στον Κυριό μας,» τους ανακοίνωσε, προτού χαθεί από τα μάτια τους, μέσα από καλντερίμια και δρομάκια σαν σκιά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Αζαρέλ! Αζαρέλ!»
Ήταν μια κλασική νύχτα στην επίγεια έπαυλη του Πρίγκιπα Αζαρέλ της Κόλασης. Το κρασί έρρεε άφθονο κι ανέρωτο, οι μουσικοί έπαιζαν στη διά πασών, οι πόρνες έδιναν κι έπαιρναν, τα ναρκωτικά είχαν πήξει τον αέρα και το όργιο είχε ξεκινήσει σταδιακά να ξετυλίγεται. Οι πλέον αναγκαίοι αρωγοί του, ο Βελζεβούλ κι ο Ασμοδαίος, ανέβαιναν από την Κόλαση κάθε βράδυ και απολάμβαναν τη γιορτή μα και την εξάπλωση των αμαρτιών τους, της Λαιμαργίας και της Λαγνείας. Ωστόσο, ο Αζαρέλ σκεφτόταν πως, αν επιθυμούσε να γίνει το δεξί χέρι του Εωσφόρου, έπρεπε να είχε με το μέρος του και τους εφτά Δαίμονες των Αμαρτημάτων, όχι μονάχα τους δυο. Συνεπώς, σκεφτόταν την επόμενη εβδομάδα να οργάνωνε κοκορομαχίες και να καλούσε τον Σατανά και τον Μαμμωνά.
Οι απρόβλεπτα δυνατές φωνές των γνώριμων δαιμόνων του τον ξάφνιασαν.
Ο Βελζεβούλ κι ο Ασμοδαίος κατέφθασαν στη μεγάλη σάλα του λαχανιασμένοι κι εξαντλημένοι. Προφανώς, είχαν τρέξει ως εκεί, φέρνοντας κάποιο επείγον μήνυμα.
«Τι συνέβη;» Ρώτησε βιαστικά, αδημονώντας να μάθει.
«Είδαμε τον Αρχάγγελο Γαβριήλ να φεύγει από την πόλη,» ξεκίνησε ο Ασμοδαίος.
«Ενώ σίγουρα υπάρχουν κι άλλοι. Αισθανόμαστε την παρουσία τους,» συμπλήρωσε ο Βελζεβούλ.
«Πού τον είδατε;» Απαίτησε να μάθει ξανά ο Αζαρέλ.
«Λίγο πιο έξω από το υδραγωγείο,» απάντησε ευθύς ο Ασμοδαίος.
Ο Αζαρέλ χτύπησε τη μπουνιά του στον πισινό του τοίχο.
«Οι αχρείοι!» Ούρλιαξε σχεδόν, ευγνώμων για τους μουσικούς, διότι κανένας καλεσμένος δε φαινόταν να τους δίνει σημασία. «Κοντά στο υδραγωγείο είναι το σπίτι του Λωτ. Εφόσον βρίσκεται εδώ ο Γαβριήλ, κάτι ετοιμάζουν οι καταραμένοι! Πρέπει να αμυνθούμε ταχύτατα. Ασμοδαίε, μείνε εδώ να με βοηθήσεις κι εσύ, Βελζεβούλ, μετάφερε τα νέα στον Εωσφόρο και ζήτησέ του ενισχύσεις.»
«Μάλιστα,» είπαν ταυτόχρονα κι οι δυο Δαίμονες, με τη Λαιμαργία να σπεύδει αυτοστιγμεί για τη σύντομη επιστροφή του στην Κόλαση.
«Πρέπει να ανακαλύψουμε τι συμβαίνει στο σπίτι του Λωτ,» είπε ο Ασμοδαίος, μόλις χάθηκε από τα μάτια τους ο συνάδελφος του.
«Αν βρίσκονται εκεί Άγγελοι, θα μας διαισθανθούν αμέσως,» τόνισε ο Αζαρέλ. «Δεν πρέπει να πάμε μόνοι.»
Τότε, ο Ασμοδαίος μειδίασε σατανικά, τρίβοντας τα χέρια του υπερήφανα.
«Άφησε το πάνω μου! Τι θα έλεγες αν μεταφέραμε το υπέροχο μας όργιο έξω από το σπίτι του Λωτ;»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Όταν ο Γαβριήλ προσγειώθηκε στην κορυφή του λόφου, τον βρήκε πιο συνωστισμένο από όσο τον θυμόταν. Κοντά στον Κύριό του και στον Αβραάμ, βρίσκονταν οι υπόλοιποι Αρχάγγελοι που είχε η ίδια ανακαλέσει· ο Ραφαήλ, ο Σαλαθιήλ, ο Ιεγουδιήλ, ο Βαραχιήλ κι ο Ιερεμιήλ. Κι οι εφτά ανέμεναν με αγωνία την αναφορά του και το γνώριζε.
Πλησίασε τον Εμμανουήλ κι έκλινε τον γόνυ εμπρός του υποτακτικά.
«Κύριε, από όλους τους κατοίκους των Σοδόμων μονάχα ο Λωτ μας δέχτηκε στο σπιτικό του και μας βοήθησε. Μονάχα εκείνος κι η οικογένεια του αξίζουν να σωθούν.»
«Ένας, λοιπόν,» είπε θλιμμένα ο Εμμανουήλ. «Ένας μονάχα δίκαιος σε ολόκληρα τα Σόδομα. Η θεία καταδίκη σε λίγο θα τους καταρρακώσει.» Μετά, στράφηκε στον Αβραάμ που παρατηρούσε έντρομος. «Θα ήθελες να επιστρέψεις στο σπίτι σου;»
«Όχι προτού βεβαιωθώ πως ο ανιψιός μου είναι ασφαλής,» αποκρίθηκε παραδόξως σίγουρος ο γέροντας.
«Όπως θέλεις,» είπε ο Εμμανουήλ και επανήλθε στους Αρχάγγελους. «Σαλαθιήλ και Ραφαήλ, ανεβείτε στα σύννεφα κι ετοιμαστείτε για τη στιγμή που θα σας προστάξω. Οι υπόλοιποι πηγαίνετε και περικυκλώστε το σπίτι του Λωτ. Αναμφισβήτητα, ο Πρίγκιπας Αζαρέλ θα έχει ενημερωθεί για την επίσκεψη μας και θα αντιδράσει αργά ή γρήγορα. Ετοιμαστείτε να προστατεύσετε τον Λωτ μα και τους εαυτούς σας. Απόψε, δε θα πολεμήσουμε μονάχα θνητούς μα και Δαίμονες.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Μιχαήλ κι ο Ουριήλ έλαβαν από τον Λωτ μια φιλοξενία εφάμιλλη εκείνης του Αβραάμ, πράγμα το οποίο τιμούσε τον Λωτ περισσότερο, διότι δε γνώριζε τη θεϊκή τους φύση. Η μοναδική οικιακή υπηρέτρια είχε περιποιηθεί τις πληγές τους, τους είχε πλύνει και λούσει, ενώ ο Λωτ είχε φροντίσει να βρεθούν στο τραπέζι τους όλα τα καλούδια που προσέφεραν τα Σόδομα και σίγουρα δεν ήταν λίγα. Αυτή του η στάση αποτελούσε μια ευχάριστη έκπληξη για τους δυο Αρχάγγελους, δεδομένου ότι προηγουμένως το μόνο που δέχονταν ήταν κλειστές πόρτες και καχυποψία. Την ίδια ακριβώς δυσπιστία αντίκρισαν -μολονότι σε μικρότερο βαθμό- και στα μάτια της συζύγου και των κοριτσιών του Λωτ, μα επέλεξαν να μη θορυβηθούν και να το αποδώσουν στην αγριότητα της πόλης.
Ακόμα, όμως, κι όταν ακούστηκαν βροντερά χτυπήματα στην εξώπορτα, παρέμειναν ψύχραιμοι. Γνώριζαν πως αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε.
Ο Λωτ έφτασε στο κατώφλι κι άνοιξε ατάραχος. Ωστόσο, το θέαμα που αντίκρισε, τον κατέπληξε. Ένα τεράστιο πλήθος ανδρών, μια σωστή λαοθάλασσα, είχε συγκεντρωθεί έξω από την ταπεινή του πόρτα με δαυλούς, όπλα και ματιές που γυάλιζαν από μέθη.
«Τι θέλετε στο σπίτι μου τέτοια ώρα;» Ζήτησε να μάθει ταραγμένος.
«Μάθαμε πως φιλοξενείς εκείνους τους πληγωμένους στρατιώτες που χτύπησαν τις πόρτες όλων σήμερα!» Απάντησε κάποιος.
«Φέρ'τους εδώ πέρα!» Φώναξε ένας άλλος.
Ο αέρας στα ρουθούνια του Λωτ μύριζε έντονα αλκοόλ και κάτι που έμοιαζε με λιβάνι μα αμφέβαλλε αν πράγματι ήταν. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε.
«Τι στο καλό τους θέλετε;» Φώναξε, υποκρινόμενος τον εξοργισμένο. «Δε σέβεστε την κατάστασή τους; Χρειάζονται ξεκούραση!»
«Αυτό ακριβώς θα τους προσφέρουμε!» Τσίριξε ένας. «Ολοκληρωτική ξεκούραση!»
«Ξέρεις, Λωτ, ο Αφέντης Αζαρέλ έχει στήσει ένα υπέροχο όργιο στο σπίτι του μα μας λείπουν δυο! Γιατί να μην επωφεληθούμε από τους ξένους σου;» Πρόσθεσε κάποιος άλλος.
Ο Λωτ κόντεψε να λιποθυμήσει από την ανιερότητα των ανθρώπων που τον περικύκλωναν. Δεν το χωρούσε το αδύναμο μυαλό του· του ζητούσαν να εκπορνεύσει τους άνδρες στους οποίους είχε δώσει άσυλο και βοήθεια, διότι βρίσκονταν σε ανάγκη. Ωστόσο, όλως παραδόξως, βρήκε τη δύναμη και τους απάντησε παθιασμένα, αποφασισμένος να τους διώξει από το σπίτι του.
«Πάνω από το πτώμα μου θα περάσετε, παλιάνθρωποι, για να βλάψετε τους φιλοξενούμενους μου! Στα μέρη μου η φιλοξενία είναι ιερή κι η προστασία εγγυημένη! Φύγετε όλοι σας! Θα έπρεπε να ντρέπεστε που ενοχλείτε εμένα και την οικογένεια μου τόσο αργά τη νύχτα!»
«Τι αυθάδης,» σχολίασε ο Αζαρέλ, που καθόταν στα μετόπισθεν με τον Ασμοδαίο, ο οποίος φούντωνε τη λαγνεία και τον ορμητικό πόθο του όχλου.
«Ίδιος με τον θείο του, τον Αβραάμ,» συμφώνησε ο συνάδελφος του. «Μόνο παλάτι στην Κόλαση δεν του έταξα, για να κοιμηθεί με την Αγάρ. Τι πουριτανισμός, για όνομα του Διάβολου!»
«Ποιός είσαι εσύ, ξένε, που θα μας δώσεις διαταγές;» Φώναξε με όλη του τη δύναμη ο Αζαρέλ κι η φωνή του ήχησε σαν βροντή. «Ήρθες εδώ σώγαμπρος και καμώνεσαι τον Άρχοντα, τιποτένιε!»
Αυτό ήταν αρκετό, για να ξυπνήσει οργή και μένος σε όλους τους ακόλουθους τους. Παρόλο που ο Σατανάς δε βρισκόταν εκεί, ένας Πρίγκιπας της Κόλασης διέθετε εξουσία σε όλα τα αμαρτήματα, με τη δύναμη του να ξεπερνιέται μονάχα από τον πανίσχυρο Εωσφόρο Αυγερινό.
«Τώρα θα δεις, κρετίνε! Θα πάθεις χειρότερα από αυτούς!» Ούρλιαξε το μανιασμένο πλήθος και ξεκίνησε να σπρώχνει τον Λωτ, παλεύοντας να περάσει μέσα από την πόρτα του.
Τότε, ο Μιχαήλ κι ο Ουριήλ σηκώθηκαν από το τραπέζι του δείπνου, πέταξαν τους επιδέσμους των πληγών που προ πολλού είχαν γιάνει και ο δεύτερος μίλησε στην Ιουδήθ, που καθόταν ακίνητη, παθητική στα απόκοσμα γεγονότα που εκτυλίσσονταν μπροστά τους μαζί με τις κόρες της.
«Ιουδήθ, πάρε τις κόρες σου και κρυφτείτε στο ασφαλέστερο μέρος του σπιτιού.»
Εκείνη παρέμεινε ασάλευτη στη θέση της, κρατώντας σφιχτά τα χέρια των παιδιών της, ανησυχώντας για την τύχη του Λωτ που αντιμετώπιζε μόνος έναν οργισμένο όχλο.
Οι Αρχάγγελοι πλησίασαν το κατώφλι, άπλωσαν τα χέρια τους σταθερά, τραβώντας τον Λωτ μέσα στο σπίτι και κλείνοντας την πόρτα δυνατά.
«Μείνετε εδώ,» είπε ο Μιχαήλ, προτού περάσουν έξω με μια αξιοζήλευτη ταχύτητα, για να αντιμετωπίσουν τον όχλο. Η οικογένεια των θνητών έσπευσε και παρακολουθούσε κάθε τους κίνηση από το πορτάκι για τα μάτια.
Ο Ουριήλ ανέλαβε αμέσως δράση, διότι το πλήθος, βλέποντας τους πανύψηλους, πανέμορφους και μυστηριώδεις ξένους εξαγριώθηκε ακόμα περισσότερο. Το Φως του Θεού έπιασε μια και μόνο αχτίδα από το φεγγαρόφως και το έκλεισε στα χέρια του. Καθώς τα άνοιγε αγάλι αγάλι, λίγο ασημένιο φως ξεπηδούσε και με μια απότομη του κίνηση, καταφώτισε το περιβάλλον τους, σαν να είχε πέσει κεραυνός. Όσοι πρόλαβαν και κάλυψαν τα μάτια τους στάθηκαν τυχεροί, διότι όσοι δεν το έπραξαν, την επόμενη στιγμή βρέθηκαν με την όραση χαμένη και δυο μαύρες τρύπες στη θέση των ματιών. Ένας κυκεώνας βογκυτών, ουρλιαχτών και λυγμών ξεσηκώθηκε βίαια στο πλήθος, μια που στιγμιαία οι μισοί και πλέον είχαν τυφλωθεί.
Η οικογένεια του Λωτ παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα με κομμένη την ανάσα. Ο Μιχαήλ μπήκε ξανά στο σπίτι, για να τους καθησυχάσει.
«Είμαστε Αρχάγγελοι, απεσταλμένοι του Θεού. Μη φοβάστε τίποτα,» τους εξήγησε χαμογελώντας και τρέμοντας ταυτόχρονα. «Ετοιμαστείτε να φύγετε από εδώ. Ειδοποιήστε τις άλλες δυο κόρες και τους γαμπρούς σας και εγκαταλείψτε αυτήν την καταραμένη πόλη. Απόψε, ο Κύριος και Θεός μας θα εξαφανίσει από προσώπου γης τα άνομα Σόδομα και την επηρμένη Γόμορρα κι εσείς αποτελείτε τους μοναδικούς επιζώντες της καταστροφής, εξαιτίας της αποδεδειγμένης σας καθαρής ψυχής. Φύγετε, λοιπόν, Λωτ και μην κοιτάξετε πίσω σας ούτε στιγμή. Μη ρίξετε ούτε μια ματιά ούτε να σταματήσετε σε κανένα μέρος εντός της Κοιλάδας.»
Ο Λωτ δε χρειάστηκε καμία άλλη παραίνεση. Έφυγε ο ίδιος τρέχοντας από την πίσω πόρτα του σπιτιού, με προορισμό τα σπίτια των πρεσβύτερων κοριτσιών του.
Εν τω μεταξύ, ο Ουριήλ κι ο Μιχαήλ ετοιμάστηκαν για μάχη, διότι οι σωσμένοι άνδρες τους επιτίθονταν με σπάνια οργή, υποκινούμενοι από τον Πρίγκιπα Αζαρέλ. Ο πρώτος ελευθέρωσε το τόξο και τη φαρέτρα από τη ζώνη του, ενώ ο δεύτερος ξεθηκάρωσε τα δυο λευκόχρυσα σπαθιά του.
Όρμησαν στη μάχη σαν αρπακτικοί αετοί. Ο Ουριήλ άνοιξε τα φτερά του άφοβα κι υψώθηκε στον άνεμο, για να τοξοβολεί από ψηλά. Ο δε Μιχαήλ ξεκίνησε μια αιματηρή σφαγή με όσους έκαναν το λάθος να τον προκαλέσουν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Ήρθαν Άγγελοι στο σπίτι σου, λοιπόν, τους τάισες, τους πότισες και σου υπερασπίστηκαν το σπίτι;»
Οι δυο γαμπροί του Λωτ άκουσαν τα γεγονότα της νύχτας συνοπτικά μα προσεκτικά. Ωστόσο, οι καρδιές τους δεν μπορούσαν να χωρέσουν την αλήθεια.
Ο μεγαλύτερος γέλασε και τον ακολούθησε κι ο νεότερος, με μια γενναία ποσότητα ειρωνείας.
«Σας παρακαλώ, παιδιά μου, πρέπει να με πιστέψετε! Ακολουθήστε με και θα σωθείτε. Αν μείνετε, σας περιμένει ο όλεθρος!»
«Ε, λοιπόν, Λωτ, σε θυμάμαι πολύ πιο γνωστικό. Γέρασες και ξεκούτιανες εμφανώς!»
Προτού προλάβει να πει έστω και μια λέξη ο Λωτ, διέταξαν τους φρουρούς τους να τον πετάξουν έξω από το σπίτι. Ο απελπισμένος πατέρας επέστρεψε στο σπίτι του με πληγωμένη υπερηφάνεια και μάτια πρησμένα από το κλάμα. Εκείνη τη νύχτα, θα έχανε τις μεγάλες του κόρες.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Αυτό θα πει δράση!» Φώναξε ο Αρχάγγελος Ιεγουδιήλ, βλέποντας τη συμπλοκή που είχε ανάψει για τα καλά μεταξύ Αρχαγγέλων και ντόπιων, που όλο και πλήθαιναν. Έβγαιναν από τα σπίτια τους πάνοπλοι, πιστεύοντας ότι υπερασπίζονταν την πόλη τους από κάποιον εχθρό. Βέβαια, ο πραγματικός εχθρός είχε ήδη εισβάλει και καταλάβει τα Σόδομα πολύ πρωτύτερα.
Με εντολή του Κυρίου τους, οι Αρχάγγελοι Ιεγουδιήλ, Βαραχιήλ, Ιερεμιήλ και Γαβριήλ έσπευσαν να βοηθήσουν τα αδέλφια τους. Αυτοστιγμεί, απελευθερώθηκαν φλεγόμενα σπαθιά, δίκοπα ακόντια, δόρατα με αιχμή και στις δυο πλευρές, διπλοί πελέκεις και ρομφαίες, καθώς μια κατακρεούργηση, ένα πρωτοφανές κι ασύγκριτο αιματοκύλισμα λάμβανε χώρα μπροστά στα μάτια του Εμμανουήλ και του Αβραάμ.
«Μήπως τώρα θα ήθελες να επιστρέψεις στο σπίτι σου;» Ρώτησε ξανά ο πρώτος. «Ο Λωτ θα επιβιώσει, αυτό είναι το μόνο βέβαιο.»
«Ναι, Κύριε,» δέχτηκε ο Αβραάμ με μεγάλη προθυμία. «Η ψυχή μου αγριεύεται μπροστά στη βαναυσότητα. Κατανοώ πως αξίζει στους αμετανόητους αμαρτωλούς μα δεν μπορώ να τη βλέπω.»
«Όπως επιθυμείς,» ένευσε ο Εμμανουήλ. «Θα σε ξαναδώ σε έναν χρόνο.»
Προτού ο Αβραάμ προλάβει να τον αποχαιρετήσει, μια αέρινη δίνη τον τύλιξε σαν μητρική αγκάλη και τον μετέφερε τάχιστα πίσω στη Χαναάν, εναποθέτοντας τον έξω από τη σκηνή του. Μπαίνοντας, είδε τη Σάρα να κοιμάται γαλήνια και χαμογέλασε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Φτάνοντας στα Σόδομα ο Πρίγκιπας Μπελέθ με τους έξι Δαίμονες των Αμαρτημάτων, βρήκαν τον Αζαρέλ και τον Ασμοδαίο κουλουριασμένους σε μια γωνία.
«Τι κάνετε εκεί σαν ανυπεράσπιστα κοριτσάκια;» Τους επέπληξε ο Πρίγκιπας.
«Ενάντια σε έξι Αρχάγγελους είμαστε ανίκανοι,» είπε ο Αζαρέλ. «Μα ως εννέα πανίσχυροι Δαίμονες, τους έχουμε στείλει στον Παράδεισο χωρίς να το γνωρίζουν καν.»
«Δεν είμαστε εννέα,» ακούστηκε μια ανατριχιαστική φωνή, που πάγωσε τα αίματα όλων. «Είμαστε δέκα,» συμπλήρωσε ο Εωσφόρος κι αναδύθηκε από την άμμο σαν φίδι.
«Αφέντη» έκλινε τα γόνατα του ευθύς ο Αζαρέλ. «Δε σας περιμέναμε. Τώρα, η νίκη είναι σίγουρα δική μας.»
«Δεν ανεβαίνεις ποτέ εδώ,» παρατήρησε σκαπτικά ο Σατανάς. «Γιατί το έκανες τώρα;»
«Επειδή διαισθάνομαι μια παράξενη παρουσία, μια αδιόρατη απειλή για εμάς στον ορίζοντα,» εξήγησε ο Εωσφόρος Αυγερινός, μυρίζοντας τον αέρα. «Οσμίζομαι αίμα, φωτιά και σίδερο. Απόψε, φίλοι μου, θα χυθεί το άλικο αίμα των θνητών, η χρυσή ιχώρ των Αγγέλων κι η ιώδης δική μας.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μόλις ο Γαβριήλ εντόπισε τις δέκα σκοτεινές οντότητες που τους ορμούσαν ανάμεσα στον όχλο των πολεμιστών των Σοδόμων, ένιωσε να βράζει από υπερένταση. Μολαταύτα, αντικρίζοντας το γνώριμο πρόσωπο του Διάβολου να ηγείται της επίθεσης, ταράχτηκε κι άφησε την πιο τρομακτική ιαχή που είχε ακουστεί ποτέ στην πλάση. Ένα ουρλιαχτό, μια κραυγή, ένα τσίγκλισμα που κατέληγε σε βρυχηθμό αρπακτικού. Με αυτόν τον τρόπο, κάλεσε τον Ραφαήλ και τον Σαλαθιήλ να αφήσουν τις θέσεις τους στον ουρανό και να επανέλθουν στο πλευρό τους. Συγκέντρωσε τα αδέλφια κοντά της και διέταξε να πολεμήσουν σε ευθεία, για να προστατεύσουν το σπίτι του Λωτ και να εξασφαλίσουν τη φυγή του πάση θυσία.
Μόλις συγκρούστηκαν Άγγελοι και Δαίμονες, οι ουρανοί άνοιξαν, με αστραπές να βροντούν και τη γη να σκίζεται. Άρχισε να βρέχει κι έπεφτε χαλάζι που σαν προσγειωνόταν, άρπαζε φωτιά. Ο αέρας μαστίγωνε τις μπούκλες των Αγγέλων κι έκανε τα έντονα μάτια των Δαιμόνων ακόμα πιο τρομακτικά.
Ο Μιχαήλ, ο απόλυτος θεϊκός στρατηγός, πολεμούσε με τα δυο σπαθιά του ταυτόχρονα τον Βελζεβούλ και τον Λεβιάθαν. Εκείνοι ξερνούσαν φλόγες από τα ρουθούνια και το στόμα σαν μυθικοί ταύροι μα ο Αρχάγγελος δεν έδειχνε να πτοείται. Τα νύχια τους του δημιούργησαν μερικές επιφανειακές πληγές αλλά δεν έδωσε σημασία. Με την αποφασιστική του ορμή, έσκισε το στέρνο του Βελζεβούλ, ο οποίος εξαϋλώθηκε και βρέθηκε ακαριαία στην Κόλαση. Έμεινε πια να μάχεται με τον Λεβιάθαν, που κρατούσε ένα σπαθί με μακριά αιχμή και το χειριζόταν με αξιέπαινη μαεστρία. Οι δυο τους πάλεψαν για ώρα πολλή, μέχρι που ο Αρχάγγελος κατέφερε να χτυπήσει τον τρωτό του λαιμό και να τον πληγώσει αρκετά ώστε να τον στείλει κοντά στον Δαίμονα της Βουλιμίας.
Δεν άφησε τον ενθουσιασμό της επικράτησης να τον παρασύρει. Κοίταξε γύρω του κι ετοιμάστηκε να βοηθήσει τον Ιεγουδιήλ με τον Πρίγκιπα Μπελέθ, αλλά η φωνή του Γαβριήλ τον σταμάτησε.
«Μιχαήλ! Τρέξε και φυγάδευσε τον Λωτ και την οικογένειά του!» Ήρθε η ακράδαντη προσταγή.
Ο Αρχάγγελος πέταξε για να την εκπληρώσει, μα ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στον Γαβριήλ, σάστισε. Πολεμούσε μόνος τον Εωσφόρο με θάρρος, θράσος και αυταπάρνηση.
Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού κι ανακουφίστηκε που βρήκε την οικογένεια σύσσωμη και σώα. Ωστόσο, δυο απουσίες τον θορύβησαν.
«Πού είναι οι μεγάλες σου κόρες;» Ρώτησε τον Λωτ.
«Θα μείνουν εδώ,» απάντησε εκείνος με βαθιά θλίψη. «Οι άνδρες τους με χλεύασαν, μόλις τους είπα την αλήθεια.»
Ο Μιχαήλ ακούμπησε το χέρι στον ώμο του ευγενικά.
«Μη στεναχωριέσαι. Αν οι κόρες σου έχουν την καθαρή σου ψυχή, θα τις συναντήσεις ξανά στον κήπο της Εδέμ. Τώρα, όμως, πρέπει να βιαστείτε. Θα σας συνοδεύσω ως τις πύλες της πόλης κι έπειτα, θα πορευθείτε μόνοι. Σας επισημαίνω ξανά· μην κοιτάξετε πίσω σας και μην σταματήσετε μέχρι να βγείτε από την Κοιλάδα.»
Η τετραμελής οικογένεια ένευσε καταφατικά και τον ακολούθησαν έξω από το σπίτι.
Μέχρι να φτάσουν στις πύλες, η Ιουδήθ έκλαιγε συντετριμμένη στον ώμο του Λωτ. Τα Σόδομα ήταν η πατρίδα της, ο τόπος που είχε γεννηθεί και ως την αυγή δε θα είχε μείνει τίποτα παρά μια ανάμνηση κι ένα μάτσο στάχτες. Εκεί βρίσκονταν οι τάφοι των γονιών της, το πατρικό της σπίτι κι η περιουσία της. Θρηνούσε ως κόρη μα κι ως μάνα, διότι οι μεγάλες τις κόρες θα χάνονταν κι οι μικρές θα έμεναν ανύπαντρες, αφού δεν είχαν πια προίκα να τους δώσουν. Ήταν φτωχοί, ανεχείς και θα έπρεπε να ζήσουν σαν ερημίτες και να τρέφονται με ακρίδες στην έρημο ή να καταφύγουν σε μια πόλη και να ζητιανεύουν ολημερίς ένα ψίχουλο ή ένα σάπιο φρούτο. Μέσα της αισθανόταν ήδη νεκρή.
«Ο Θεός μαζί σας,» ήταν η τελευταία κουβέντα που άκουσαν από τον Μιχαήλ, προτού κλείσουν οι πύλες της πόλης πίσω τους για πάντα.
Καθώς ο Αρχάγγελος επέστρεφε στο πεδίο της μάχης στα ενδότερα της πόλης, εμφανίστηκε δίπλα του ο Εμμανουήλ.
«Επιτέλους!» Αναφώνησε, μόλις τον είδε. «Πού ήσουν; Έλα να μας βοηθήσεις στη μάχη με τους Δαίμονες!»
«Μιχαήλ, κυρίαρχος μας προτεραιότητα απόψε είναι η ισοπέδωση των Σοδόμων. Όταν βεβαιωθώ για αυτό, θα έρθω να σας συντρέξω,» του απάντησε πράα και υψώθηκε στον ουρανό.
«Αρχηγός των Δαιμόνων είναι ο Εωσφόρος και αυτή τη στιγμή μονομαχεί με τον Γαβριήλ!» Τόνισε σχεδόν απεγνωσμένα ο Αρχάγγελος.
Φευγαλέα, η ματιά του Εμμανουήλ σκοτείνιασε κι αντάριασε η όψη του. Όμως, επανήλθε σχεδόν αυτόματα στην οικεία της γαλήνη.
«Ο Γαβριήλ μπορεί να τα καταφέρει,» ήταν η μόνη του κουβέντα προτού συνεχίσει τον δρόμο του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο ασημένιος διπλός πέλεκυς του Σαλαθιήλ συγκρούστηκε για πολλοστή φορά με τον μπρούτζινο του Πρίγκιπα Αζαρέλ, δημιουργώντας ωστικά κύματα που τους διαχώριζαν βιαίως. Όσο επιθυμούσε ο Αρχαιδαίμων να γευτεί τη χρυσή Ιχώρ του Αρχαγγέλου, τόσο λαχταρούσε ο Αρχάγγελος να τον αποκεφαλίσει.
Η μονομαχία τους ήταν θεαματική. Κατά τις συγκρούσεις των λεπίδων τους, εξαπολύονταν σαν καταιγίδα σπίθες που ενώνονταν με τους κεραυνούς και πριν καν το συνειδητοποιήσουν, ένας πύρινος δακτύλιος δημιουργήθηκε γύρω τους. Ο Σαλαθιήλ γνώριζε πως ο πρώτος που θα ακουμπούσε εκείνη τη φωτιά, θα επέστρεφε στην πατρίδα του. Όταν το κατάλαβε δε ο Πρίγκιπας Αζαρέλ, έθεσε σε λειτουργία τα ευέλικτα πόδια του, τα τύλιξε γύρω από εκείνα του Αρχαγγέλου και με μια τέλεια κάμψη τον πέταξε από πάνω του σαν ελατήριο, ώστε να προσγειωθεί κατευθείαν στον δακτύλιο και να βρεθεί στον Παράδεισο.
Αμέσως, ο νικηφόρος Αρχιδαίμων έτρεξε να βοηθήσει τον Αφέντη του με τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, μα ο Μιχαήλ κατέφθασε επιτόπου και του επιτέθηκε ορμητικά. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, τα σύννεφα της βροχής παραμέρισαν κι άρχισε να πέφτει θειάφι ως θύελλα συνοδευόμενο από ανεμοστροβίλους και τυφώνες πύρινης λαίλαπας. Το θέαμα ήταν μεγαλειώδες, μαγευτικό κι απολύτως ανατριχιαστικά τρομακτικό· σαν ο Παράδεισος να είχε διαλυθεί κι η Κόλαση να ανέβαινε στη γη.
Η Αρχάγγελος Ιερεμιήλ είχε αναλάβει τον Ασμοδαίο κι εκείνη ήταν η πιο αξιοθαύμαστη μονομαχία όλων. Η Ιερεμιήλ διέθετε ογκώδες στέρνο και μέση μα αδύναμα πόδια, αδυνατώντας ενίοτε να συγκρατηθεί όρθια. Το δε πανέμορφο πρόσωπο της που γυναικόφερνε, γινόταν πολλάκις αιτία χλεύης ή φαντασίωσης για τους δαίμονες. Ο Ασμοδαίος εκείνη τη στιγμή την κοιτούσε ωσάν το ωραιότερο πλάσμα του κόσμου κι ανατρίχιαζε από αηδία. Ο Ασμοδαίος, έχοντας ζώσει τις μπουνιές του με σιδερογροθιές, απειλούσε να της διαλύσει το κρανίο. Η Αρχάγγελος έφερε ρομφαία και βαλλίστρα, η οποία εκείνη τη στιγμή της ήταν άχρηστη. Μόλις ο Δαίμων βρέθηκε υπερβολικά κοντά της με δυνατή ώθηση κι η σιδερογροθιά ως εκ θαύματος διέφυγε το πρόσωπο, η Ιερεμιήλ άνοιξε τα φτερά της κι υψώθηκε στον αέρα, από όπου διέθετε έναν καθαρό στόχο. Προτού προλάβει να την ακολουθήσει η Λαγνεία, εκσφενδόνισε τη ρομφαία και τον πέτυχε στο αριστερό μάτι. Ούρλιαξε και πλάνταξε ο Ασμοδαίος, έκραζε, έκρωζε, μούγκριζε σαν αγρίμι από τον αφόρητο πόνο που του προκλήθηκε μέσα σε μια στιγμή. Μόλις τράβηξε τη ρομφαία πίσω η Ιερεμιήλ, ο ολότελα σημαδεμένος Δαίμονας εξαφανίστηκε, στον δρόμο για την Κόλαση.
Με το φλεγόμενο σπαθί του αντιμετώπιζε ο Αρχάγγελος Ραφαήλ τον Σατανά, ο οποίος υπερασπιζόταν τον εαυτό του με δυο μαχαίρια που έκρυβε πάντα στα ρούχα του μα και με τις φλόγες που ο ίδιος σαν Δράκοντας ξερνούσε από τα σωθικά του. Όποτε μια πύρινη λαίλαπα τον απειλούσε, ο Ραφαήλ ύψωνε την αδιάβλητη ασπίδα του. Ώσπου, ο Δαίμων της Οργής, αποφασισμένος να λήξει τη μονομαχία τους υπέρ του, πήρε τη βαθύτερη ανάσα και την έριξε πάνω στον Ραφαήλ ως φωτιά. Για λεπτά ολόκληρα λουζόταν η ασπίδα του Αρχαγγέλου με φωτιά, μέχρι που δεν άντεξε άλλο και συνεθλίβη. Σχεδόν αμέσως, η φωτιά τύλιξε τον Θεραπευτή και τον έστειλε στον Παράδεισο.
Προτού προλάβει να γιορτάσει τη νίκη της η Οργή, βρέθηκε μπροστά του η Ιερεμιήλ, υψωμένη στον αέρα με την αλάνθαστη βαλλίστρα της. Πριν καν το συνειδητοποιήσει, ο Σατανάς τρυπήθηκε από πέντε βέλη στα χέρια, στα πόδια και στο στέρνο, πλημμύρισε από την ίδια του την ιώδη ιχώρ και χάθηκε, για να βρει τους ηττημένους στην Κόλαση.
Οι τρεις υπόλοιπες μονομαχίες έληξαν σχεδόν ταυτόχρονα. Ο Ιεγουδιήλ χάραξε με τη ρομφαία του την πλάτη του Μαμμωνά, ο Ουριήλ διακόρευσε την κοιλιά του Αζαζέλ με βέλη και η Βαραχιήλ λόγχισε τον Βηλφεγώρ, διαπερνώντας με το δίκοπο δόρυ του το στομάχι και το στέρνο. Άξαφνα, οι Αρχάγγελοι συνειδητοποίησαν ότι μονάχα ο Εωσφόρος κι οι δυο Πρίγκιπες της Κόλασης παρέμεναν μάχιμοι. Επομένως, για πρώτη φορά σε εκείνη την ιδιαίτερη ημέρα, υπερτερούσαν αριθμητικά. Κι εκείνη ακριβώς την ώρα, ξεκίνησε η φωτιά να πέφτει από τον ουρανό και σαν αγιασμός να εξαγνίζει τη γη από την ανομία των κατοίκων της. Το θειάφι είχε καταστρέψει τις καλλιέργειες κι αχρηστεύσει για πάντα τα χωράφια μα η φωτιά ερχόταν για να τα ισοπεδώσει όλα. Κομήτες προσγειώνονταν και ισοπεδώναν αυτοστιγμεί επαύλεις, πολυώροφα σπίτια, πλατείες, άλλοτε κραταιά κτήρια. Η ώρα της Κρίσης για τα Σόδομα και τη Γόμορρα είχε φτάσει μα ο Εωσφόρος κι οι Αρχιδαίμονες του παρέμειναν απτόητοι.
Τον Αζαρέλ ανέλαβαν ο Μιχαήλ κι ο Ουριήλ, ενώ τον Μπελέθ ο Ιεγουδιήλ κι η Βαραχιήλ. Η Ιερεμιήλ έτρεξε να βοηθήσει τον Γαβριήλ με τον Διάβολο, αλλά «Η Δύναμη του Θεού» τη διέκοψε απότομα, με μια κίνηση του χεριού της.
«Μην πλησιάζεις, Ιερεμιήλ!» Τη διέταξε. «Αυτή η μάχη μου ανήκει! Τρέξε στον Κύριο και βοήθησε Τον!»
«Ποιόν εννοεί;» Αναρωτήθηκε ο Αζαρέλ, που πολεμούσε πλάτη με πλάτη με τον Μπελέθ τους τέσσερις Αρχάγγελους.
«Δεν ξέρω,» παραδέχτηκε ο συνάδελφος του. «Ίσως αναφέρεται στον ίδιο που μας καταβρέχει τόση ώρα με θειάφι και φωτιά.»
«Τι στο όνομά μου λες;» Αναστατώθηκε μέχρι κι ο Διάβολος, ενώ αντιμετώπιζε τον Γαβριήλ πετώντας στον αέρα σαν μαχόμενοι αετοί. «Ποιός Κύριος σου είναι εδώ; Κατέβηκε ο Πατέρας στη γη;»
Ο Γαβριήλ χαμογέλασε πονηρά, σχεδόν σατανικά, αποφεύγοντας για πολλοστή φορά με απίστευτη ευλυγισία τα ξίφη του Εωσφόρου.
«Αδελφέ μου, ανέκαθεν υποτιμούσες τους πάντες. Κοίτα γύρω σου, όμως. Δεν είσαι εσύ υπεύθυνος για αυτήν την καταστροφή μα κάποιος άλλος ομοαίματος μας. Τι νόμιζες, τέλος πάντων; Πως θα μπορούσες εσύ και οι όμοιοί σου να καταφάτε την ψυχή της ωραιότερης κοιλάδας και να το ανεχθεί;»
«Ποιός;» Είχε αρχίσει να οργίζεται ο Άρχων των Δαιμόνων. «Ποιός βρίσκεται εδώ; Μίλα!»
Ο Γαβριήλ παρέμεινε ατάραχος στη θυμωμένη του στάση κι εκμεταλλεύτηκε την αντάρα του προς όφελος της. Εμβόλισε τη ρομφαία της και τον πέτυχε στον ώμο, κατορθώνοντας το πρώτο σημαντικό χτύπημα από την έναρξη της μονομαχίας τους. Το σχεδόν φιδίσιο στρίγκλισμα που άφησε ο Εωσφόρος από τον οξύ πόνο, έκανε τους έξι μαχητές στη γη να παύσουν για λίγο σαστισμένοι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Λωτ, δεν αντέχω άλλο!» Κραύγασε απελπισμένα η Ιουδήθ.
«Κουράγιο,» τη νουθέτησε ο άνδρας της. «Όταν φύγουμε από την πεδιάδα, θα ξαποστάσουμε.»
«Είναι το σπίτι μου Λωτ!» Επέμεινε εκείνη σχεδόν υστερικά. «Δεν μπορείς να με καταλάβεις, γιατί δε γεννήθηκες εδώ! Δεν ακούς τις αστραπές; Δεν ακούς τους βράχους και τη φωτιά που αγκαλιάζουν την πόλη; Δεν αρκούν αυτά, για να ραγίσουν την καρδιά σου;»
«Πρέπει να απομακρυνθούμε,» συνέχισε απτόητος ο Λωτ, κρατώντας τα χέρια των κοριτσιών του. «Θα μπορέσουμε να θρηνήσουμε δεόντως, όταν ξεμακρύνουμε, όπως συμβούλευσε ο Κύριος.»
«Ποιός Κύριος;» Απόρησε η Ιουδήθ. «Αυτός ο φονιάς, ο καταστροφέας, ο χαλαστής πόλεων και ανθρωπίνων ζωών; Χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν απόψε, Λωτ, μεταξύ αυτών, γυναίκες και παιδιά! Ακόμα κι οι κόρες μας!»
«Προχωρά, σε παρακαλώ,» την ικέτευσε ο σύζυγος της. «Κάνε λίγη υπομονή, σε λίγο θα βγούμε από την Κοιλάδα.»
Η Ιουδήθ δεν του ξαναμίλησε. Μονάχα έφυγε από τη λαβή του και έτρεξε μπροστά. Ξαφνικά και χωρίς καμία προειδοποίηση γύρισε και κοίταξε τα Σόδομα και τη Γόμορρα που αφανίζονταν· τη φωτιά και το θειάφι, τα σκοτεινά σύννεφα που έκρυβαν εντελώς τον έναστρο ουρανό και την πορτοκαλιά πανσέληνο, τα μεταφυσικά πλάσματα που πολεμούσαν μεταξύ τους, τα αναρίθμητα πτώματα, τα γκρεμισμένα από τους κεραυνούς και τους κομήτες τείχη και πολύ κοντά της, σχεδόν σε εφικτή απόσταση για άγγιγμα, βρισκόταν κάποιος ντυμένος στα ολόλευκα με έναν άλικο μανδύα στους ώμους. Η αστραφτερή του ματιά ήταν το τελευταίο πράγμα που αντίκρισε.
Μπροστά στο αποκρουστικό θέαμα, ο Λωτ δε συγκράτησε ένα ουρλιαχτό, ωστόσο κατάφερε να καλύψει τα μάτια των παιδιών του, για να προσπεράσουν γρήγορα και να μην αντικρίσουν τη μητέρα τους που είχε μετατραπεί σε στήλη άλατος. Πριν καν το συνειδητοποιήσει, ένας άγριος άνεμος φύσηξε λυσσασμένα και εξανέμισε το αλάτι, το πήρε κοντά του και το έσπειρε σαν στάρι πάνω από τα καιόμενα Σόδομα, πάνω από τους τάφους των γονιών της Ιουδήθ.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Όταν ο Αζαρέλ κατόρθωσε ισχυρό χτύπημα με το ξίφος του στα πλευρά του Ουριήλ και τον έστειλε στον Παράδεισο, οι τρεις εναπομείναντες Αρχάγγελοι που αντιμάχονταν τους Πρίγκιπες της Κόλασης ανησύχησαν. Ήταν πια τρεις εναντίον δύο. Λίγο αργότερα, ο Μπελέθ διαπέρασε με το δόρυ του το στήθος του Ιεγουδιήλ, φέρνοντας τις μονομαχίες σε απόλυτη ισότητα. Ο Γαβριήλ κι ο Εωσφόρος συνέχισαν ανενόχλητοι να μονομαχούν εναέρια, με την ιχώρα από τον ώμο του Εωσφόρου να ποτίζει τη γη και να φυτρώνει επί τόπου ασφόδελους κι αθάνατα.
Οι ελπίδες των Αρχαγγέλων, όμως, συνετρίβησαν, όταν ο Αζαρέλ κατόρθωσε να νικήσει τον ίδιο τον Μιχαήλ. Μια λανθασμένη και βεβιασμένη κίνηση του εξαντλημένου από τις συνεχείς συγκρούσεις και συμπλοκές Αρχαγγέλου, ήταν αρκετή για να δώσει στον Πρίγκιπα την ευκαιρία που χρειαζόταν. Η αγκιστροειδής αιχμή του δόρατος του καρφώθηκε στο στήθος του διαπερνώντας την πανοπλία του και τραβήχτηκε ως την κοιλιά του, ξεσκίζοντας την απαλή σάρκα. Ο Μιχαήλ σφαδάζοντας, πλημμυρισμένος από τη χρυσή ιχώρα του, χάθηκε για τον Παράδεισο.
Αιφνιδίως τότε, το έδαφος κατασκίστηκε και λάβα άρχισε να αναδύεται από τα σωθικά της γης, καθώς αναθυμιάσεις και νέφη καπνού δηλητηρίασαν τον αέρα, σε πλήρη αρμονία με το θειάφι. Ενώ όλοι κοιτούσαν το έδαφος έκπληκτοι, δυο φιγούρες προσγειώθηκαν από τον ουρανό σαν πούπουλα. Αμέσως αναγνώρισαν την Αρχάγγελο Ιερεμιήλ μα ο σύντροφος της δεν διακρινόταν κάτω από τον βαθυκόκκινο μανδύα του. Οι τρεις εναπομείναντες Αρχάγγελοι στάθηκαν γύρω του προστατευτικά με τα φτερά ορθάνοιχτα, καθώς κατέβασε τον μανδύα κι ανέδειξε το πρόσωπο Του.
Τα μάτια του Εωσφόρου γούρλωσαν από έκπληξη κι οι δυο Πρίγκιπες τον κοιτούσαν παραξενευμένοι.
«Εσύ,» ψέλλισε τελικά. «Εσύ εδώ;»
«Εγώ εδώ,» απάντησε ο Εμμανουήλ μαλακά. «Ήρθα να εξαγνίσω τη γη από την αμαρτία και να πάρω από εσένα αυτό που μου ανήκει.»
«Δεν πρόκειται!» Ούρλιαξε σχεδόν ο Διάβολος.
«Τι εννοεί;» Απόρησε η Ιερεμιήλ στο αυτί του Γαβριήλ.
«Όσοι λιγότεροι το γνωρίζουν τόσο το καλύτερο,» αποκρίθηκε εκείνη αινιγματικά, παρακολουθώντας την αδικαιολόγητα επικεντρωμένη ματιά του Εμμανουήλ στον Αζαρέλ.
«Τεμαχίστε τους!» Πρόσταξε σχεδόν εκτός ελέγχου ο Εωσφόρος. «Θα τους ταΐσω στους βασανιστές μας!»
Ο Μπελέθ κι ο Αζαρέλ επιτέθηκαν ευθύς κι οι τρεις Αρχάγγελοι όρμησαν να προστατεύσουν τον Κύριό τους.
Η μάχη διήρκησε λιγότερο από όλες τις προηγούμενες. Κι οι δυο πλευρές ήταν εξαντλημένες κι επιρρεπείς στα σφάλματα. Η Αρχάγγελος Ιερεμιήλ έπεσε πρώτη, λαβωμένη σοβαρά στο ισχίο από το φονικό αγκίστρι του Αζαρέλ, το οποίο είχε εξουδετερώσει και τον Μιχαήλ. Έτσι, έμεινε η Βαραχιήλ να αντιμετωπίζει τον Αζαρέλ κι ο Γαβριήλ τον Μπελέθ.
Ο Πρώτος Αρχάγγελος -παρόλο που είχε δώσει μια σκληρή και πολύωρη μάχη με τον ίδιο τον Εωσφόρο- δε φοβόταν ούτε δίστασε στιγμή απέναντι στον Μπελέθ. Σύντομα, μάλιστα, συνειδητοποίησε την αδυναμία του. Όσο βρίσκονταν στη γη, που τώρα έβραζε σαν καμίνι μέσα στο θειάφι και την ηφαιστειακή λάβα, οι δυνάμεις του βρίσκονταν στο αποκορύφωμα, διότι έμοιαζε με τη γενέτειρα του Κόλαση. Όσο, ωστόσο, βρίσκονταν στον αέρα, αποστασιοποιημένοι αρκετά από τις φωτιές που έλουζαν το έδαφος, η κόπωση γινόταν αισθητή κι ο Πρίγκιπας βάραινε μέσα στη βαριά του πανοπλία. Αυτό αξιοποίησε αμέσως ο Γαβριήλ, τον προκάλεσε να ανεβούν πολύ ψηλά, σχεδόν άγγιξαν τα εβένινα σύννεφα και τότε τον χτύπησε με όλη τη δύναμη στην κοιλιά, δημιουργώντας ένα σκίσιμο τεράστιο. Από τη μια στιγμή στην άλλη, ο Μπελέθ βρέθηκε με τα εντόσθια του στα χέρια και έπεσε από τον ουρανό έντρομος.
Ο Γαβριήλ έσπευσε και προσγειώθηκε πολύ νωρίτερα, για να αναγγείλει τα ευχάριστα νέα. Μολαταύτα, διόλου ανάλαφρα δεν το έλαβε ο Κύριος του.
«Τι έκανες;» Απόρησε ανήσυχος κι έκπληκτος. «Πιστεύεις ότι θα αισθανθώ περήφανος που οι Αρχάγγελοι μου κατάντησαν χασάπηδες, σφαγείς των αδελφών τους; Όχι βέβαια! Δε σας διέταξα να τους σφάξετε, μονάχα να τους αποστείλετε πίσω στην Γη του Πυρός!»
Πριν προλάβει να αντιδράσει ο Γαβριήλ, ο Εμμανουήλ υψώθηκε στον άνεμο κι έπιασε το παράλυτο σαρκίο του Μπελέθ λίγο πριν συγκρουστεί με το χώμα. Όλοι οι αθάνατοι παρευρισκόμενοι, έπαψαν να πολεμούν και παρακολουθούσαν ευλαβικά κάθε Του κίνηση.
Εναπόθεσε τον σχεδόν αναίσθητο Αρχιδαίμονα στο χώμα, αφού πρώτα έστρωσε σαν κιλίμι τον μανδύα Του. Στη συνέχεια, εξέτασε την πληγή και αναστέναξε βαθιά, γνωρίζοντας πως αν δεν ήταν προσεκτικός, ίσως να τον σκότωνε.
«Γιατί τον αφήνεις κοντά στον Μπελέθ, ενώ είναι ανυπεράσπιστος;» Ρώτησε ο Αζαρέλ τον Εωσφόρο, που ακόμη αδυνατούσε να πιστέψει όσα συνέβαιναν μπροστά στα δαιμονικά του μάτια.
«Δεν μπορεί να βλάψει κανέναν, μην ανησυχείς,» τον καθησύχασε ο Αφέντης του. «Αυτή είναι η φύση του· σπλαχνική και μεγαλόψυχη μέχρι αηδίας.»
Ο Αζαρέλ παρατηρούσε ακόμα και τις κινήσεις των ματιών, το βλέμμα, τα φρύδια ως και τα ρουθούνια του Εμμανουήλ, καθώς Εκείνος περιποιούταν επιμελώς και λεπτεπίλεπτα το θανάσιμο τραύμα του Μπελέθ. Εμφάνισε νερό από τον αέρα κι έπλυνε τις πληγές του· επανατοποθέτησε ψύχραιμα και σταθερά τα εντόσθια στη θέση τους· με χώμα, θειάφι και στάχτες τις κάλυψε κι απλώς φυσώντας, το μείγμα απέκτησε μια σκληρή κρούστα που σφράγισε το τραύμα και σταμάτησε ολικά την αιμορραγία. Όταν ο Μπελέθ άνοιξε τα μάτια κι επανήλθαν οι αισθήσεις του, χάθηκε, παίρνοντας κι αυτός τον δρόμο για την Κόλαση.
Οι δυο εναπομείναντες Αρχάγγελοι έβλεπαν τον Εωσφόρο, ο Εωσφόρος το υπερπέραν κι ο Αζαρέλ τον Εμμανουήλ, που είχε αφήσει να τρέχει από τα χέρια του η λάσπη της ίασης. Μολονότι ήταν λουσμένος στο θειάφι -όπως κι όλοι τους- έμοιαζε καθάριος και αγνός, σαν το αγιότερο δημιούργημα του Κόσμου, το αμόλυντο κι αμάλαγο.
«Ας πάψουν να πληρώνουν αθώοι τα παραπτώματά σου, Εωσφόρε,» είπε ο Άρχων των Αγγέλων, κοιτώντας τον κατάματα. «Θαρρώ είναι καιρός να επιλυθούν όλα τα ανοιχτά ζητήματά μας. Σε προκαλώ σε μονομαχία. Μόνοι μας· κι ας μείνουν όλοι οι ακόλουθοι μας μάρτυρες και θεατές.»
«Λυπάμαι μονάχα που δε σου το πρότεινα πρώτος,» ήταν η μόνη απάντηση του Διαβόλου προτού του επιτεθεί με μια πύρινη λαίλαπα από τα χέρια του.
Ο Εμμανουήλ, απόλυτα ψύχραιμος, ύψωσε ένα δικό του πύρινο τείχος και παρέμεινε αλώβητος. Αμέσως, πέρασε στην αντεπίθεση και περιέλουσε τον Άρχοντα της Κόλασης με νερό. Εκείνος, φανερά εκνευρισμένος με την κίνησή Του, σήκωσε ένα κομμάτι γης, το έκοψε με τα χέρια του κομμάτι πέτρες και τις έριχνε καταπάνω Του βροχή. Ο Άρχοντας των Αγγέλων, διέφυγε ως αίλουρος και πατώντας το πόδι του σταθερά στο έδαφος, ανασήκωσε τη λάβα από τις σχισμές και την εξαπέλυσε εναντίον του. Την τελευταία στιγμή κατάφερε και την απέφυγε ο Διάβολος, πετώντας με τα αγγελικά φτερά του στον αέρα.
«Γελοίε!» Του φώναξε προκλητικά. «Περιέθαλψες τον Μπελέθ για να υποδυθείς τον ευγενή μπροστά στα πρόβατα που έχεις για Αρχάγγελους!»
«Στη θέση σου, δε θα ήμουν τόσο επικριτικός με ομοίους μου,» απάντησε ήρεμα ο Εμμανουήλ, υπεκφεύγοντας από άλλη μια πύρινη λαίλαπα. «Εωσφόρε, πάψε να παλεύεις πια. Το Σόδομα κι η Γόμορρα καίγονται συθέμελα κατ'εντολή του Θεού. Αποδέξου την ήττα και αποχώρησε με αξιοπρέπεια.»
«Αυτές οι δειλές διαφυγές δεν ταιριάζουν ούτε σε εμένα ούτε στους πανίσχυρους Δαίμονες που με συνοδεύουν!» Επέμεινε ο Εωσφόρος, δημιουργώντας με το χέρι του ανεμοστρόβιλο, που έστειλε καταπάνω Του.
«Έτσι αποδεικνύεις ότι δεν είσαι σοφός ούτε άξιος κυβερνήτης, Εωσφόρε,» είπε ο Εμμανουήλ ξεφεύγοντας όλο χάρη από την ορμή του ανέμου. «Δε βλέπεις ότι μονάχα ένας σύμμαχος σου έμεινε ούτε ότι οι πόλεις σου καίγονται. Παραιτήσου!»
«Αν θυμάμαι καλά, εσύ με προσκάλεσες να παλέψουμε και ποτέ δεν αρνούμαι μια μάχη,» συνέχισε την προκλητικότητα ο Διάβολος.
«Απαιτώ να μου δώσεις αυτό που έκλεψες από τον Παράδεισο. Θέλω να ανοίξω τις πύλες και δεν μπορώ!»
«Μπα!» Τον ειρωνεύτηκε ο Εωσφόρος, καθώς κατεδίωκαν ο ένας τον άλλον πετώντας στον αέρα. «Δέχεται ο Πατέρας να μοιραστεί τον Παράδεισό του και με άλλους εκτός από το συνάφι σας;»
«Θαρρείς ευχαριστιέμαι που οι δίκαιοι νεκροί τυραννιούνται στον ζοφερό, θλιβερό Άδη, σαν να είναι κι αυτοί αμαρτωλοί που βασανίζετε στην Κόλαση; Στους ενάρετους αξίζει ο Παράδεισος!» Ενέμεινε ο Εμμανουήλ. «Πρόσεξε, Εωσφόρε, αν δεν μου παραδώσεις τα κλειδιά του Παραδείσου εκούσια, θα έρθω στην Κόλαση, θα διαλύσω τον Άδη και θα τα πάρω από τα χέρια σου με τη βία! Θα καθαρίσω τη γη από εσένα και τις βδελυρές σου αμαρτίες, θα εξορίσω τους Δαίμονες σου ολοκληρωτικά από κάθε ψυχή και θα σε νικήσω μέσα στο υπόγειο παλάτι σου!»
«Ξέχασες το κομμάτι όπου θα αποκατασταθεί η θέση μου στον Παράδεισο και θα επιστρέψω στην αξιοθρήνητη παρέα σας!» Εξακολούθησε τον εμπαιγμό του ο Εωσφόρος. «Δεν πρόκειται ποτέ να σου δώσω πίσω τα κλειδιά ούτε εσύ βεβαίως να με νικήσεις! Τι κι αν απόψε αφάνισες τα Σόδομα και τη Γόμορρα, μπορώ όποτε επιθυμώ να τα αναστηλώσω χίλιες φορές πιο αμαρτωλά! Τι κι αν έσωσες τον Λωτ από το ζωντανό σου κάψιμο, στο ορκίζομαι ότι όταν πεθάνει, θα τον αναλάβουν οι βασανιστές μου! Τι κι αν οι Αρχάγγελοι σου αχρήστευσαν τους Δαίμονες μου; Εν ανάγκη, εγώ ο ίδιος θα σπέρνω αμαρτίες στις καρδιές και στους νόες των ανθρώπων, για να μην μπορέσουν ποτέ τα κατοικίδια σου να υπερισχύσουν!»
«Κι όσο εσύ δηλητηριάζεις ψυχές, εγώ θα τις θεραπεύω!» Του αντιμίλησε θαρραλέα ο Εμμανουήλ, εκτελώντας ταχείς ελιγμούς στον αέρα, για να αποφύγει τα αστραπιαία πυρά. «Όσο με πολεμάς, θα αμύνομαι και θα παλεύω! Όσο η μοχθηρία μιαίνει τη γη, η καλοσύνη θα την αντικρούει! Ακόμα και στην πιο ακόλαστη πόλη που τώρα καταστρέφεται βρέθηκε ένας ενάρετος άνθρωπος κι είμαι βέβαιος πως και στην ίδια την Κόλαση θα βρω δίκαιους Δαίμονες, αν ψάξω!»
Καθώς εξέθετε την τελευταία Του φράση, ο Εμμανουήλ φάνηκε να έχει ολιγόλεπτη οπτική επαφή με τον Αζαρέλ ξανά κι αυτή τη φορά ο Πρίγκιπας ένιωσε τα πράα του μάτια να βλέπουν βαθιά έως την σκοτεινή του ψυχή.
Τότε, ο Εωσφόρος έδρασε ταχύτατα κι αποτελεσματικά. Όρμησε λυσσασμένα στον Εμμανουήλ και τον γκρέμισε από τον αέρα στα βράχια. Εκεί, τσακίστηκε και ακινητοποιήθηκε αναγκαστικά. Γελώντας σαδιστικά με το σπουδαίο του κατόρθωμα, ετοιμάστηκε να Τον αποτελειώσει με μια ύστατη θύελλα φωτιάς. Οι Αρχάγγελοι βρίσκονταν πολύ μακριά, απέκλειε πλήρως το να πρόφταιναν να τον σταματήσουν. Επιτέλους, θα ξεφορτωνόταν προσωπικά τον πιο μισητό, τον πιο ρηξικέλευθο, τον πιο αγνό κι ευγενή εχθρό του.
«Σε προειδοποίησα, αδελφέ μου Εμμανουήλ, δε θα μπορέσεις ποτέ να με νικήσεις!»
«Σε συγχωρώ,» ήταν η τελευταία φράση που άκουσε από τον Εμμανουήλ.
Ύστερα, μαύρο. Όλα μαύρισαν και εξαφανίστηκαν. Οι αισθήσεις του Διαβόλου χάθηκαν κι όταν άνοιξε τα μάτια του, δε βρισκόταν στα υπό κατάρρευση Σόδομα μα στο υπερβολικά γνώριμο παλάτι του στην Κόλαση.
«Τι έγινε;» Γρύλισε μανιασμένα και πετάχτηκε όρθιος. «Γιατί βρίσκομαι εδώ; Πού είναι ο Εμμανουήλ;»
Γύρω του παρευρίσκονταν συνεσταλμένοι, σιωπηλοί κι ανήσυχοι όλοι οι Δαίμονες των Αμαρτημάτων κι ο Πρίγκιπας Μπελέθ, ενώ ο Αζαρέλ δε φαινόταν πουθενά. Το μικρό πλήθος παραμέρισε διστακτικά και φοβισμένα, αφήνοντας τον Βελζεβούλ μόνο να αντικρίσει τον Αφέντη του.
«Κύριε, μπορώ να σου απαντήσω αναλυτικά, διότι ήμουν παρών και μοναδικός μάρτυρας στα όσα συνέβησαν, αφότου έπεσες αναίσθητος,» ξεκίνησε προσεκτικά.
«Εσύ;» Απόρησε ο Εωσφόρος. «Εσύ δεν ήσουν ο πρώτος που ήρθε εδώ ηττημένος; Πώς είναι δυνατόν να γνωρίζεις; Φωνάξτε τον Αζαρέλ!»
«Κύριε, αφήστε με να σας εξηγήσω, διότι δεν ξέρω κατά πόσο ο Αζαρέλ θα εισακούσει όποιο κάλεσμα σας ποτέ ξανά,» επέμεινε ευγενικά ο Βελζεβούλ, διογκώνοντας την απορία του Άρχοντα του.
«Μίλα,» μουρμούρισε κοφτά.
«Λοιπόν, ακριβώς επειδή ήμουν ο πρώτος που ήρθα εδώ τραυματίας, ήμουν κι ο πρώτος που ιατρεύτηκα και θέλησα να επιστρέψω στα Σόδομα, για να βοηθήσω εσένα και τον Αζαρέλ με τους Αρχάγγελους. Ωστόσο, όταν αναδύθηκα αισίως από το χώμα, αντίκρισα εσένα να πολεμάς τον Εμμανουήλ και σκέφτηκα ότι θα ήταν προτιμότερο να κρυφτώ και να παρατηρώ με ασφάλεια τα γεγονότα...»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Γαβριήλ κι η Βαραχιήλ δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ο Κύριος τους βρισκόταν τσακισμένος στα απομεινάρια των τειχών των Σοδόμων σαν πλοίο σε θαλασσοταραχή, από πάνω του στεκόταν ο θριαμβευτής Εωσφόρος, έτοιμος για τη χαριστική βολή κι ενώ φαινόταν πως όλα είχαν τελειώσει, ο Εωσφόρος εξαφανίστηκε από μπροστά τους σαν αερικό, ολότελα στον δρόμο για την Κόλαση. Πέταξαν τάχιστα και βρέθηκαν δίπλα στον αδελφό τους, συνειδητοποιώντας εκείνη την ώρα ποιός ήταν ο άξαφνος κι ανέλπιστος σωτήρας Του.
«Γιατί το έκανες;» Ρώτησε σχεδόν απειλητικά η Βαραχιήλ, κραδαίνοντας τη ρομφαία, καθώς κοιτούσε τον Αζαρέλ καχύποπτα. Δεν υπήρχε καμία λογική ή προφανής εξήγηση για την πράξη του. Απροειδοποίητα και ραγδαία, είχε ελευθερώσει το σφυρί του και είχε χτυπήσει τον ίδιο του τον Άρχοντα κατακέφαλα.
«Εγώ,» τραύλισε διστακτικά ο Πρίγκιπας της Κόλασης, κάνοντας ένα βήμα πίσω φοβισμένος. «Εγώ δεν ήθελα να βλάψω τον Αφέντη μου μα δεν μπορούσα και να του επιτρέψω να βλάψει τον δικό σας.»
«Γιατί;» Επέμεινε η Βαραχιήλ.
«Άφησε τον,» ακούστηκε η αδύναμη μα πάντα αλτρουιστική φωνή του Εμμανουήλ, του οποίου το κεφάλι είχε εναποθέσει απαλά στα γόνατα του ο Γαβριήλ, ενώ παρατηρούσε τις πληγές Του. «Έπραξε με καλή πρόθεση. Νομίζω αξίζει την ευγνωμοσύνη μας.»
«Ομολογώ δε σε γνώριζα. Πρώτη φορά σε είδα σήμερα. Δεν ξέρω καν ποιός είσαι,» εξήγησε χαμηλόφωνα, ντροπιασμένα ο Αζαρέλ. «Εμφανώς, ο Αφέντης σε φοβάται, για αυτό και δε σε αναφέρει ποτέ.»
«Φέρθηκες όπως κανένας όμοιος σου δε φέρθηκε ποτέ σε δικό μας,» δήλωσε αυστηρά η Βαραχιήλ, βάζοντας τη ρομφαία πίσω στη ζώνη της. «Αν είναι κάποιο υποχθόνιο και ύπουλο σχέδιο του Εωσφόρου-»
«Δεν είναι,» διαβεβαίωσε με απόλυτη σιγουριά ο Εμμανουήλ. «Με έσωσε, επειδή το θέλησε ο ίδιος, επειδή αυτό τον ορμήνευσαν ο νους κι η καρδιά του.»
«Ποιός είσαι;» Αναρωτήθηκε ο Αζαρέλ φωναχτά. «Τα μάτια σου σπινθηροβολούν, η φωνή σου καίει από πάθος, η όψη σου δε θυμίζει διόλου πολεμιστή, δεν έχεις καν φτερά σαν τους άλλους κι όμως, πετάς.»
«Τα φτερά μου εξαφανίστηκαν, όταν ο Εωσφόρος έπεσε από τον Παράδεισο,» του εξήγησε ο Εμμανουήλ. «Ονομάζομαι Εμμανουήλ, είμαι ο Άρχοντας των Αγγέλων και ο Υιός του Θεού.»
«Δεν καταλαβαίνω. Όλοι παιδιά του δεν είστε; Γιατί εσύ είσαι ο Υιός;»
Ο Εμμανουήλ αποπειράθηκε να απαντήσει, μα ο Γαβριήλ του ένευσε να σωπάσει, για να μη σπαταλά δυνάμεις.
«Έχεις δίκιο. Όλοι είμαστε παιδιά Του,» εξήγησε εκείνη εκ μέρους Του. «Όμως, ο Εμμανουήλ ξεχωρίζει. Ενώ όλοι είμαστε άφυλοι, είναι φύλων. Ενώ όλοι είμαστε υπόλογοι στον Πατέρα, είναι ανεξάρτητος κι αυθύπαρκτος, απόλυτα ίσος μαζί Του. Κι όταν αποφασιστεί η κατάλληλη στιγμή, θα βρεθεί στη γη ως άνθρωπος, για να καταλύσει την αμαρτία και να καταστρέψει τον Άδη. Οι άδικοι θα συνεχίσουν να τιμωρούνται στην Κόλαση μα οι δίκαιοι θα ζουν γαλήνια δίπλα μας, στον Ουρανό.»
«Θα ανοίξουν οι πύλες,» πρόσθεσε ο Εμμανουήλ, ρίχνοντας τα μάτια του στον Αζαρέλ ξανά. «Και θα παραμείνουν ανοιχτές για όλους. Δε διώχνουμε κανέναν από τον Ουρανό, μονάχα δεχόμαστε. Ακόμη κι ο Εωσφόρος έφυγε οικειοθελώς.»
Έπειτα, σώπασε, διότι ο Γαβριήλ έβγαλε αγιασμό από την Αιώνια Πηγή του Παραδείσου και ρετσίνι από το Δέντρο της Ζωής. Με αυτά περιποιήθηκε τις πληγές του Κυρίου της, καθώς η Βαραχιήλ καθόταν όρθια και έλεγχε εξονυχιστικά τις κινήσεις του Αζαρέλ, που παρακολουθούσε τη διαδικασία αποσβολωμένος. Υπό την επήρεια του Αγίου Ύδατος, ο Εμμανουήλ ανέκτησε αρκετές από τις δυνάμεις του πολύ γρήγορα και κάθισε ανακούρκουδα στο χώμα. Τότε, θαυμάζοντας το θέαμα, την εξοχότητα και τη μεγαλοπρέπεια που κρύβονταν σε έναν Επουράνιο που σώθηκε από τον αφανισμό, ο Πρίγκιπας της Κόλασης λύθηκε σε δάκρυα και λυγμούς ηχηρούς, χωρίς ντροπή ή αίσχος, μονάχα με τη διάθεση να καθαριστεί, να αποβάλει από μέσα του τη συγκίνηση και τη φόρτιση της ημέρας. Πριν λίγες ώρες, ετοίμαζε να παρασύρει δυο Αρχάγγελους σε όργιο και εκείνη τη στιγμή έκλαιγε σαν μωρό, πέφτοντας στα γόνατα σαν αιχμάλωτος, σαν σκλάβος.
«Συγγνώμη,» ψέλλισε τρέμοντας, τείνοντας τα χέρια στον Γαβριήλ, αφού δεν τολμούσε καν να αντικρίσει τον Εμμανουήλ. «Λυπάμαι πολύ κι απολογούμαι για όλα όσα έχω κάνει. Εγώ ήμουν τοποτηρητής στα Σόδομα και φρόντιζα να διαιωνίζεται αναλλοίωτος ο ρύπος της αμαρτίας! Δε γνώριζα, δεν ήξερα, νόμιζα πως είστε κακοί κι άκαρδοι, πως δεν ενδιαφέρεστε για τους ανθρώπους. Θλίβομαι για τον εαυτό μου και με οικτίρω, αηδιάζω και μόνο στη σκέψη όσων έχω κάνει από τη στιγμή που γεννήθηκα στους κρατήρες της Κόλασης και ζήτω συγχώρεση, παρόλο που δεν την αξίζω.»
Ο Γαβριήλ έριξε μια απορημένη ματιά στον Κύριό του. Αυτό το φαινόμενο εκτός από απίστευτο ήταν και πρωτόγνωρο. Δεν είχε ιδέα πώς να το αντιμετωπίσει. Με ένα απλό νεύμα Του, κατάλαβε τον τρόπο. Αγκάλιασε τον Αζαρέλ με μητρική στοργή, αφήνοντας τον εαυτό της να μετέχει στον συναισθηματικό αναβρασμό και την ομοβροντία λυγμών του Πρίγκιπα της Κόλασης, ελπίζοντας να μην ήταν κροκοδείλιοι. Διαισθάνθηκε την εσωτερική του πάλη· όλες οι αξίες με τις οποίες είχε ανατραφεί αντέκρουαν ολοκληρωτικά τις αξίες οι οποίες του συστήνονταν· στα μάτια του ανοιγόταν ένας νέος κόσμος, που ούτε καν μπορούσε να φανταστεί, μια ολότελα αλλιώτικη κοσμοθεωρία.
«Συγχωρείσαι,» ψυθίρισε γλυκά και τον φίλησε στο μέτωπο. «Αφού μεταμέλησες ειλικρινά, εγκάρδια και ολόψυχα, κέρδισες την άφεση πανηγυρικά.»
«Ευχαριστώ,» ήταν η μόνη λέξη που κατάφερε να αρθρώσει ο Αζαρέλ, αισθανόμενος λύτρωση και σωτηρία από κάποια αόρατη, άυλη κι όμως, τόσο ζωντανή απειλή. Κατρακύλησε και φιλούσε ως δούλος τα πόδια και τα γόνατα της, γεγονός που την έκανε να νιώσει ιδιαιτέρως άβολα μα η πειθαρχία της δεν της επέτρεψε να το δείξει.
«Από εδώ και στο εξής, θα σε θεωρούμε φίλο μας και θα σε ευγνωμονούμε,» δήλωσε η Βαραχιήλ κι η φωνή ηχούσε σαν παραμυθένιο θρόισμα φύλλων ιτιάς από Ζέφυρο.
«Πράγματι,» συμφώνησε ο Εμμανουήλ. «Μα μονάχα αυτό θέλεις; Νιώθω πως διστάζεις να μας πεις κάτι. Τι θα επιθυμούσες;»
«Φοβάμαι μα θα σας το ζητήσω,» αποφάσισε με μισή καρδιά ο Αζαρέλ και γονάτισε μπροστά στον Εμμανουήλ. «Η αλληλεγγύη σας με γοήτευσε, ο σεβασμός σας με μάγεψε. Δεν φανταζόμουν ποτέ πως μια κοινωνία θα μπορούσε να φιλοξενεί τόση αγάπη και ισότητα. Σε μια τέτοια κοινωνία ονειρεύομαι να ανήκω. Αν είναι εφικτό, επιθυμώ να γίνω μέλος σας. Θα αποποιηθώ οτιδήποτε μου ζητήσετε· τα φτερά μου, το ανδρικό μου φύλο, την έπαρση, την υπερηφάνεια, ακόμα και τις δυνάμεις μου. Αν είστε πρόθυμοι να μου δώσετε μια θέση κοντά σας, θα δεχτώ ακόμα και τον κατώτερο βαθμό, ακόμα και δούλος σας θα γίνω.»
Ο Εμμανουήλ τον άκουσε με αμέριστη προσοχή κι όταν ολοκλήρωσε την παράκληση του, δάκρυσε. Δυο χρυσές σταγόνες κύλησαν από τα θεία μάτια Του κι έβρεξαν το πρόσωπο Του.
«Είμαι ευτυχισμένος,» είπε τελικά, με μια φωνή πνιγμένη από συγκίνηση και θαυμασμό. Αναγνώρισε μια τεράστια ψυχή σε εκείνον τον Αρχιδαίμονα. Η μεταστροφή του ήταν αφάνταστα μεγαλειώδης. «Είχα δίκιο, δοξασμένο το όνομα του Πατέρα. Παντού υπάρχουν μεγάθυμες και ευμενείς καρδιές, ακόμα και στο άντρο της ανομίας, το κολαστήριο των αμαρτωλών. Σφύζεις από καλοσύνη και πια θα μπορέσεις να την εξωτερικεύσεις! Καλωσήρθες στο σώμα των Αγγέλων, Αζαρέλ!»
Τον βοήθησε να σηκωθεί όρθιος και τον έπιασε από τους ώμους σαν υπερήφανος μεγάλος αδελφός.
«Είναι πραγματικά αξιομακάριστη η αλλαγή του Αρχιδαίμονα αλλά πώς μπορούμε να βεβαιωθούμε ότι είναι ειλικρινής ή ότι θα αντέξει την ενάρετη ζωή και δε θα πεθυμήσει τον έκλυτο βίο των Δαιμόνων;» Αναρωτήθηκε σκαπτικά η Βαραχιήλ.
«Θα δοκιμαστεί,» αποκρίθηκε λακωνικά ο Εμμανουήλ, χαμογελώντας περιχαρής. «Σε μια τόσο μεγάλη μεταβολή, αξίζει μια εξίσου υψηλή θέση. Θα γίνεις Αρχάγγελος, Αζαρέλ, θα λάβεις το αγγελικό όνομα Αζραήλ και θα ονομαστείς Άγγελος του Θανάτου. Από όλους τους Αγγέλους που απαρτίζουν τα τάγματα, κανένας δεν έχει άδεια να σκοτώνει θνητούς κατά βούληση. Εσύ θα είσαι ο μοναδικός. Θα εργάζεσαι σκληρά κι ακατάπαυστα, αδρομερώς κι αφοσιωμένα κι αν αποδειχθείς άξιος για εφτά χρόνια, θα παραμείνεις κοντά μας για πάντα και θα ενταχθείς επίσημα στο Συμβούλιο των Αρχαγγέλων.»
«Η τιμή είναι τεράστια,» παραδέχτηκε ο Αζαρέλ. «Δεν την αξίζω.»
«Θα το αποδείξεις,» επέμεινε μαλακά ο Εμμανουήλ και μάζεψε λίγο από το κομμένο χώμα που πατούσαν. Ζήτησε αγιασμό από τον Γαβριήλ και τον έλαβε αμέσως. Ζύμωσε στα χέρια Του το χώμα με το θειάφι και τη στάχτη, ώσπου έγιναν ομογενής πηλός.
«Κλείσε τα μάτια σου,» παρακάλεσε τον Αζαρέλ κι εκείνος υπάκουσε αμέσως.
Μετά, σύλλεξε με τα χέρια Του τα δάκρυα του σχολαστικά και προσεκτικά, ενώ παρακάλεσε τους δυο παρευρισκόμενους Αρχάγγελους να του παραδώσουν δυο πούπουλα από τα φτερά τους. Άλειψε τα πούπουλα με τα δάκρυα και ξεκίνησε το τελετουργικό που αιώνες πριν είχε δημιουργήσει και ποτέ δεν περίμενε πως θα χρησίμευε.
«Ήσουν ο Πρίγκιπας Αζαρέλ, Αρχαιδαίμων της Κόλασης, ομοτράπεζος του Εωσφόρου Αυγερινού,» έψαλλε, καθώς άπλωνε τον πηλό στα μάτια του. «Πλέον, ονομάζεσαι Αρχάγγελος Αζραήλ, Άγγελος του Θανάτου, ομοτράπεζος του Υιού του Θεού.» Προτού συνεχίσει, τον έλουσε με το Άγιο Ύδωρ, το οποίο στην αρχή καυτηρίασε το δέρμα του μα τελικά τον έβρεξε αρμονικά. «Δεν μπορώ να εναντιωθώ στη φύση και να αφαιρέσω το φύλο σου, ωστόσο θα ζεις ενάρετα, με σεβασμό και υποστηρικτικότητα, συνεργασία και αρωγή ανάμεσα στους νέους αδελφούς σου. Στον Παράδεισο, μνησικακίες, εκδικητικότητες και εκβιασμοί δε χωρούν παρά μόνο αγάπη, ισότητα, αρμονία και κατανόηση.» Ύστερα, κόλλησε τα νωπά από τα δάκρυα πούπουλα πάνω στα δαιμονικά φτερά του -δυο από κάθε πλευρά- κι ολοκλήρωσε το τελετουργικό. «Ήσουν νεκρός κι αναστήθηκες. Ήσουν χαμένος και βρέθηκες. Ήσουν άρρωστος και θεραπεύτηκες. Χαίρε, Αρχάγγελε Αζραήλ!»
«Χαίρε, Αρχάγγελε Αζραήλ!» Επανέλαβαν ζωηρά με τη σειρά τους κι ο Γαβριήλ με τη Βαραχιήλ.
Ο Εμμανουήλ άνοιξε απότομα τα χέρια του, απελευθερώνοντας ένα εκτυφλωτικό, ολόχρυσο φως, που ανάγκασε τον νεοφώτιστο Αρχάγγελο να ανοίξει τα μάτια του. Δεν ήταν μαύρα όπως πριν μα ιώδη, γλαφυρά και γεμάτα ζωή. Ο Αζαρέλ είχε παρέλθει κι ο Αζραήλ είχε μόλις γεννηθεί.
«Σπουδαία τελετή, ομολογώ,» σχολίασε εύθυμα ο Γαβριήλ, καμαρώνοντας το πλατύ χαμόγελο του Εμμανουήλ.
«Φαντάσου πώς θα ήταν αν την είχα κάνει πρόβα κιόλας,» αποκρίθηκε Εκείνος, σκορπώντας γέλιο στους δυο Αρχάγγελους. Ο Αζραήλ δεν ήταν βέβαιος αν έπρεπε να γελάσει κι ο Γαβριήλ αμέσως εντόπισε την αμηχανία του.
«Μην ανησυχείς,» τον καθησύχασε. «Μπορεί εμείς να είμαστε βλοσυροί μα Εκείνος πρόκειται για τον πιο φαιδρό ευφυολόγο που γνώρισε ποτέ ο Κόσμος.»
Ο Αζραήλ γέλασε με την ψυχή, με την ολόφωτη καρδιά του και τα κατάλευκα, καινούρια του φτερά φτεροκόπησαν ενθουσιωδώς.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μετά τη ζωηρή και λεπτομερή διήγηση του Βελζεβούλ, ο Εωσφόρος είχε μείνει άναυδος. Ήταν η πρώτη φορά που η ετοιμόλογη γλώσσα του είχε μουδιάσει, που το γλαφυρό του στόμα είχε στεγνώσει και τα πολυμήχανα μάτια του είχαν αδειάσει.
«Αφέντη, άκουσε, δεν είναι σοβαρή η απώλεια,» προσπάθησε να ηρεμήσει τα πνεύματα ο Πρίγκιπας Μπελέθ. «Μπορούμε αυτοστιγμεί να γεννήσουμε από τους κρατήρες άλλους δέκα σαν τον Αζαρέλ-»
«Σώπα! Μη μιλάς! Κόψε τη φωνή σου! Σκάσε!» Τσίριξε ο Διάβολος, αφήνοντας την υστερία του αχαλίνωτη. «Σιωπή! Απαιτώ σιωπή! Ας μην ακούσω ξανά φωνή, στριγγιά, ουρλιαχτό, βογγητό, τίποτα απολύτως! Διατάξτε να φιμωθούν όλοι οι βασανιζόμενοι, για να μην ακούγεται τίποτα κατά τα μαρτυρία τους! Επιτέλους, ας σωπάσουμε, ας πάψουμε να είμαστε η θορυβώδης Κόλαση, ας γίνουμε κι εμείς ήρεμα δυνατοί, όπως εκείνοι στον Παράδεισο! Αφήστε με μόνο! Μην τολμήσει κανείς σας να με ενοχλήσει ξανά, μέχρι να το αποφασίσω!»
Τους έδιωξε κακήν κακώς από το παλάτι του και σφράγισε την πόρτα με ημίτρελη παράνοια. Λίγο αργότερα, η απόλυτη σιωπή βασίλεψε στην Κόλαση, ενώ σύντομα ακούγονταν οι αρμονικές αγγελικές ψαλμωδίες της γιορτής που είχε στηθεί στον Ουρανό για το καλωσόρισμα του νέου Αρχαγγέλου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
16.907 λέξεις. Οι 10.000 θεωρούνται συγγραφική κορύφωση, το δε 15.000 δεν το ονειρευόμουν καν. Σαν τον καλό μας Εμμανουήλ ήτοι Jesus, είμαι κι εγώ ευτυχισμένη.
Παρακαλώ, εγώ δεν έχω να πω τίποτα άλλο. Ο λόγος σε εσάς. Πώς σας φάνηκε το διήγημα;
Για άλλη μια φορά σας ευχαριστώ χίλιες φορές για τις 6.850 προβολές πια!
Θέλετε να το καθιερώσω; Δηλαδή, κάθε φορά που φτάνουμε έναν κάποιο αριθμό προβολών, να γράφεται ένα επετειακό διήγημα;
Να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!
Α! Παραλίγο να το ξεχάσω!
Εμμανουήλ ή Υιός του Θεού ή Ιησούς Χριστός ο Diogo Morgado.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top