~Η Λαγνεία Του Κακού~
Ως Κύριος των Δαιμόνων, ο Έκπτωτος Άγγελος, ο Άρχοντας της Κόλασης, λατρεύω να γνωρίζω την απόλυτη υποταγή των Δαιμόνων σε εμένα και την απολαμβάνω αδιαμφισβήτητα.
Ωστόσο, το θεωρώ μέγιστο παράπτωμα, όταν δε με υπακούν. Και αυτό, πάντα επιφέρει κυρώσεις. Κανένας δεν εξαιρείται από τον νόμο. Ο νόμος είμαι εγώ.
Ο Ασμοδαίος, ο δαίμονας της Λαγνείας, υπέδειξε κάποτε μεγάλη Αλαζονεία και παράκουσε τις ρητές εντολές που έλαβε από εμένα. Παραβίασε τον νόμο και η τίση δεν άργησε.
Για αυτό και εγώ τον ευνούχισα με τα ίδια μου τα χέρια. Ό,τι δίνω τόσο απλόχερα, ακόμα πιο εύκολα παίρνω πίσω. Εγώ είμαι ο νόμος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αυτή ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που γεννήθηκε ποτέ. Θαύμα η γέννησή της, ακόλουθο όλων των θαυμάτων που είχαν συνδεθεί με το έθνος των γονιών της. Δώρο του Θεού στους γονείς της, τους πιο ευσεβείς των καιρών τους. Η μητέρα της στείρα, σαν τη Σάρρα, τη Ραχήλ και την Ιωχαβέθ. Προσευχήθηκαν στον Θεό και τους έδωσε το παιδι που ποθούσαν, μια κόρη, την ομορφότερη που γεννήθηκε ποτέ.
Οι Δαίμονες την ονόμασαν Κόρη της Προσευχής. Οι ίδιοι που είχαν ακούσει τον Εωσφόρο να την αποκαλεί Κόρη της Πίστης.
Ο Θεός είχε στείλει τον Ισαάκ στον Αβραάμ, για να γεννηθεί από αυτόν ολόκληρος ο λαός των αληθινά πιστών, να ανανεωθεί η διαθήκη τους, η συμφωνία αλληλεξάρτησης. Ή έτσι πίστευαν οι θνητοί, τέλος πάντων. Ο Θεός δε χρειάζεται κανέναν, απλώς παίζει με τους αδύναμους. Έπειτα, ο Θεός έστειλε τον Ιακώβ στον Ισαάκ, ώστε να γεννηθούν οι δώδεκα γεννάρχες του Ισραήλ, οι πατέρες των φυλών του. Ο Θεός ήθελε περισσότερους πιστούς. Και μετά, όλους αυτούς τους έστειλε στην Αίγυπτο, όπου κατέληξαν σκλάβοι για τέσσερις αιώνες. Κι έτσι, ο Θεός έστειλε τον Μωυσή στην Ιωχαβέθ, για να σώσει τους Ισραηλίτες, τον λαό του.
Και αυτήν τη φορά είχε σίγουρα κάποιο σκοπό, για τον οποίο είχε στείλει αυτό το πανέμορφο κοριτσάκι στο ταπεινό και ευσεβές ζεύγος των Ισραηλιτών.
Η μητέρα της, η Άννα, ήταν στείρα και είχε περάσει τα σαράντα της χρόνια. Μαζί με τον σύζυγό της, τον Ιωακείμ, προσεύχονταν μέρα και νύχτα στον Θεό για ένα παιδί επί σχεδόν είκοσι χρόνια. Ο Θεός -ως γνωστόν καθυστερημένα- έστειλε τον Αρχάγγελο Ουριήλ, το Φως, και αυτός ευλόγησε την μήτρα της Άννας, η οποία έμεινε γρήγορα έγκυος και γέννησε μια κόρη, την ομορφότερη κόρη του κόσμου, την κόρη που θα γεννούσε τον Υιό του Θεού. Αυτή η επίλεκτη ονομάστηκε Μαριάμ, που σημαίνει θαλασσινή.
Την ημέρα που γεννήθηκε, ο Εωσφόρος διοργάνωσε γιορτή στην Κόλαση, με καλεσμένους τους εφτά πιο αγαπημένους του διαβόλους και την αγαπημένη του πριγκίπισσα, τη Λίλιθ.
Στην αρχή δεν είχε ανταλλάξει κουβέντα με κανέναν. Τελικά, όμως, αφού το δείπνο τελείωνε και άρχιζε η πραγματική διασκέδαση, ο Εωσφόρος διέταξε να σταματήσουν όλα και να μείνουν μόνοι.
"Θυμάστε τον Ισαάκ, το υποτιθέμενο δώρο του Θεού στον Αβραάμ;"
Οι δαίμονες ένευσαν καταφατικά.
"Τώρα ο πατέρας μου έστειλε ένα ακόμα δώρο στους θνητούς. Ένα κορίτσι," τους ανακοίνωσε άχρωμα ο Άρχοντας της Κόλασης.
Δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει πόσο άστραψαν τα μάτια των δαιμόνων του στο άκουσμα του γυναικείου φύλου. Λάτρευαν τις γυναίκες. Αυτοί είχαν εφεύρει όλα τα εγκλήματα σε βάρος των γυναικών, όλους τους νόμους που τις υποβίβασαν αιώνια και όλες τις γυναικείες ασθένειες, ως αντίποινα στον Θεό για την τιμωρία της Εύας.
"Για αυτό, λοιπόν, ελπίζω να με καταλάβετε," τους έκανε να σωπάσουν ο Εωσφόρο, με ένα δολοφονικό βλέμμα από δύο κόκκινα μάτια που πετούσαν κυριολεκτικά φλόγες. "Όποιος από εσάς τολμήσει και έστω πλησιάσει το νέο δώρο του Θεού, θα λογοδοτήσει σε εμένα. Πριν σας δώσω διαταγές, δε θα την ακουμπήσετε. Θέλω πρώτα να μάθω τους σκοπούς του Πατέρα. Πρώτη φορά στέλνει γυναίκα στη γη με ευθεία εντολή κι όχι άνδρα."
Οι δαίμονες ένευσαν ξανά. Η Λίλιθ δίπλα του, άφησε τα μακριά της νύχια να τριγυρίζουν στο μπράτσο του και να τον κάνουν να ανατριχιάζει. Ο Εωσφόρος ένιωσε να ερεθίζεται από αυτήν της την κίνηση. Γύρισε προς το μέρος της και κούνησε το χέρι του, διακόπτοντας την επαφή του με τα νύχτα της. Ύστερα, γύρισε προς τους δαίμονες του.
"Διαλυθείτε και συνεχίστε τη δουλειά σας. Τέρμα οι γιορτές. Αν συναντήσετε πουθενά κανέναν Άγγελο, στείλτε του το πυρωμένο μίσος μου."
************************************
Οι δαίμονες δεν ξέχασαν τη διαταγή του αφέντη τους. Για πολλά χρόνια κανενας δεν τόλμησε να πλησιάσει τη Μαριάμ. Ακόμα και να το ήθελαν, δε θα μπορούσαν να περάσουν τον φύλακα άγγελό της, τον Ουριήλ, το Φως, τον καλύτερο προστάτη μετά τον Γαβριήλ και τον Ραφαήλ. Αυτόν είχε ορίσει για φύλακα της ομορφότερης κόρης ο Θεός.
Έτσι, πέρασαν δεκαπέντε χρόνια. Η Μαριάμ μεγάλωσε και η καθάρια ομορφιά της δεν κρυβόταν πια. Έμοιαζε με θεότητα.
Ο Ασμοδαίος είχε γνωρίσει και κοιμηθεί σχεδόν με όλες τις ομορφότερες γυναίκες του κόσμου. Ο Αφέντης του δεν του το απαγόρευε. Εκείνη, όμως, η κόρη, εκτός από αιθέρια ομορφιά και παιδική αγνότητα, διέθετε και τη μυρωδιά του απαγορευμένου, σαν τον καρπό που κάλεσε την Εύα. Κι εκείνος δε γνώριζε καν τι σήμαινε ενδοιασμός, τι σήμαινε δεύτερη σκέψη. Δεν ήξερε να ελέγχει τις παρορμήσεις του. Αυτά τα είχε ξεχάσει όλα από την πρώτη στιγμή που έκοψε τα αγγελικά του φτερά, αποποιήθηκε το παλιό του όνομα και από τον Παράδεισο, βρέθηκε στην Κόλαση.
Πραγματικά, αυτή η κόρη του θύμιζε τον Παράδεισο. Δεν έμοιαζε με κοινή Ισραηλίτισσα· το δέρμα της ήταν γαλατένια απαλό και λευκότερο από το σύνηθες, τα μάτια της γαλάζια σαν τον καθαρό ουρανό και το πρόσωπό της αψεγάδιαστο και αγνό σαν του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, αυτού που έμοιαζε πιο πολύ με γυναίκα παρά με άνδρα, όπως οι περισσότεροι. Έμοιαζε προς το μέρος της, ένας πειρασμός πιο ακαταμάχητος κι από το κάλεσμα του Εωσφόρου για επανάσταση κατά του Θεού, μια έλξη ανίκητη, την οποία δεν μπορούσε να αγνοήσει.
Αυτήν την ωρίμαση της Μαριάμ την είδε και ο Θεός από τον θρόνο του στον Παράδεισο. Έτσι, κάλεσε τον Αρχάγγελο Γαβριήλ και τον διέταξε να εκτελέσει τις εντολές που του είχε δώσει τη στιγμή που η Άννα έμεινε έγκυος από την ευλογία του Ουριήλ.
Ο Γαβριήλ ένευσε, υποκλίθηκε στον Κύριό του και πέταξε ως τη Ναζαρέτ, φορώντας την κάπα του στο χρώμα του αίματος.
Στο μεταξύ, ένας νεαρός χήρος Ναζωραίος, ονόματι Ιωσήφ, με καταγωγή από την ταπεινή Βηθλεέμ, γνώρισε τη Μαριάμ και ζήτησε να την παντρευτεί από τους γονείς της, οι οποίοι είχαν γεράσει αρκετά και ο θάνατός τους πλησίαζε. Οι γονείς δέχτηκαν και οι αρραβώνες κανονίστηκαν. Ο Εωσφόρος όλα αυτά τα παρακολουθούσε με άπλετο ενδιαφέρον και αγωνία για το τι επιφύλασσε ο Πατέρας για αυτό το κορίτσι.
Σύντομα, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ βρέθηκε έξω από το σπίτι της Μαριάμ, της εκλεκτής του Θεού, και τη βρήκε να κάθεται στην αυλή και να πλένει ρούχα, τραγουδώντας με μια φωνή που θα ζήλευε και αηδόνι.
Ο Γαβριήλ έβγαλε την κάπα του και φανερώθηκε μπροστά της, με τα φτερά του αόρατα και το εκτυφλωτικό του φως περιορισμένο. Η λάμψη των Αγγέλων μπορούσε ακόμα και να τυφλώσει τους θνητούς.
Μόλις τον είδε η νεαρή κοπέλα, κατατρόμαξε κι ήθελε να τρέξει, μα τα γόνατά της δεν υπάκουσαν.
Ο Γαβριήλ της χαμογέλασε.
"Χαίρε καιχαριτωμένη. Ο Κύριος είναι μαζί σου."
~~~~~~~~~~*****~~~~~~~~~~
Η Μαριάμ είχε λάβει το Άγιο Πνεύμα και τη θεία ευλογία. Ο Γαβριήλ της είπε ότι θα μείνει έγκυος και ότι θα γεννήσει τον Σωτήρα των Ανθρώπων, τον Μεσσία. Μα πώς θα συνέβαινε αυτό χωρίς επαφή με άνδρα;
Η Μαριάμ ήθελε να πιστέψει στα λόγια του Αρχαγγέλου. Και πίστεψε· ειδικά όταν το αίμα της αργούσε υπερβολικά να έρθει. Μετά από δύο μήνες, η μητέρα της ανησύχησε και ζήτησε εξηγήσεις. Η Μαριάμ της είπε την αλήθεια και της διηγήθηκε την επίσκεψη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ. Η Άννα έπεσε στα γόνατα και ευχαρίστησε τον Θεό για το δώρο του.
Ωστόσο, οι δαίμονας Λεβιάθαν, ο δαίμονας του Φθόνου, που είχε ακούσει όλη τη συζήτηση της κόρης με τη μητέρα της, άνοιξε τα φτερά από γυμνό δέρμα του, και πέταξε ως την Κόλαση. Εκεί, βρήκε τον Αφέντη του και του μετέφερε αυτούσια όσα είχε ακούσει.
Ο Εωσφόρος ενθουσιάστηκε με τα νέα. Κάλεσε τους αγαπημένους του δαίμονες και τους τα ανακοίνωσε με ένα χαιρέκακο χαμόγελο.
"Τι επιθυμείτε να κάνουμε από εδώ και στο εξής;" Ρώτησε με σεβασμό ο Ασμοδαίος, ο οποίος είχε παρακολουθήσει κάθε λέξη του Αφέντη του με ευλάβεια.
"Ας αφήσουμε το μωρό να γεννηθεί, πρώτα. Έπειτα, θα το αρπάξουμε από τα χέρια του Θεού," απάντησε ο Εωσφόρος.
"Θα το σκοτώσουμε λοιπόν;" Αναρωτήθηκε χαρούμενα ο Μπελέθ, ο Μέγας Πρίγκιπας της Κόλασης και εισέπραξε φωνές ενθουσιασμού.
"Εγώ προτείνω να σκοτώσουμε και την μάνα του, την παρθένα," πρότεινε μοχθηρά ο Αζαζέλ, ο δαίμονας της Αλαζονείας.
"Φυσικά," πρόσθεσε η Λίλιθ, "να ξεπαστρέψουμε και τον γέρο που θα παντρευτεί· που ήθελε ένα χούφταλο να παντρευτεί ένα νήπιο. Είκοσι χρόνια μεγαλύτερος της, ο ξεδιάντροπος!»
Μπήκαν και άλλοι δαίμονες στη συζήτηση και άναψε μια ξέφρενη φλυαρία, που κατάντησε σε απόλυτη φασαρία κι εκκωφαντική οχλαγωγία, από όπου δεν ξεχώριζαν οι λέξεις από τις φωνές.
Μόνο ο Ασμοδαίος είχε μείνει σιωπηλός και αναλογιζόταν πόσο φριχτό θα ήταν να σκότωναν ανελέητα ένα αθώο μωρό και την ακόμα πιο αθώα μητέρα του.
"Σιωπή!" Ακούστηκε η βροντερή φωνή του ίδιου του Εωσφόρου, που άφησε την οργή του ελεύθερη για λίγο και φωτιές ξεπήδησαν από το έδαφος. Οι δαίμονες σώπασαν αμέσως και έπεσαν στα γόνατα, υποκλινόμενοι στον αφέντη τους.
"Σηκωθείτε, απείθαρχα ζωύφια," τους διέταξε θυμωμένα, "και ακούστε προσεκτικά πώς θα χειριστούμε την κατάσταση."
Οι δαίμονες πήραν τις αρχικές τους θέσεις κι έμοιαζαν να μην αναπνέουν καν, φοβούμενοι μήπως ενδυναμώσουν την ήδη φουντωμένη οργή του αφέντη τους.
"Προφανώς και δε σκοτώνουμε το μωρό. Αυτό με το που πεθάνει, θα επιστρέψει στον Πατέρα που ή θα του δώσει αδιανόητες δυνάμεις, για να μας ταλαιπωρεί για πάντα ή θα το στείλει πάλι πίσω στη γη με άλλο τρόπο, ώστε να τελειώσει αυτό που άρχισε. Δε θα το σκοτώσουμε, λοιπόν. Όπως σας είπα, τι κι αν εσείς δε δώσατε σημασία, θα το αρπάξουμε από τα χέρια του Θεού. Θα γεμίσουμε τη ζωή του πειρασμούς, θα το βγάλουμε από τον ενάρετο δρόμο και την αποστολή του και όταν πεθάνει, θα έρθει εδώ ως κοινός αμαρτωλός, στην Κόλαση, όπου θα το βασανίζουμε αιώνια και κανένας δε θα μπορεί να το πάρει στον Παράδεισο, εκτός κι αν μου φέρει κάτι ανεκτίμητο για ανταλλαγή."
Οι δαίμονες ξέσπασαν μαζικά σε αλαλαγμούς και επευφημίες για τον αφέντη τους. Το σχέδιό του ήταν για άλλη μια φορά ευφυές. Ο Ασμοδαίος, ωστόσο, δε μοιραζόταν τη χαρά τους· το μυαλό του είχε κολλήσει στο πόσο η εγκυμοσύνη ομορφαίνει τις γυναίκες.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Εωσφόρος άφησε στους δαίμονες του ένα δωράκι για να περάσουν την ώρα τους. Τους αμόλησε ελεύθερους να διαδώσουν σε όλη τη Ναζαρέτ ότι η Μαριάμ, η κόρη του γέρο-Ιωακείμ, ήταν έγκυος, ενώ δεν ήταν καν αρραβωνιασμένη.
Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, το είχε μάθει όλη η πόλη. Η αισχύνη πλημμύρισε το έντιμο σπίτι του Ιωακείμ και της Άννας. Η πόλη τους κακολογούσε και ονόμαζε το κορίτσι τους πόρνη, αυτό το κορίτσι που όλοι φθονούσαν για την απερίγραπτη ομορφιά του.
Το μεσημέρι, τους επισκέφτηκε ο Ιωσήφ. Ήταν εξοργισμένος με τα νέα, πίστευε ότι επιδίωξαν να του φορτώσουν το παιδί ενός άλλου άνδρα. Μάταια προσπάθησαν να του εξηγήσουν· ο τέκτονας διέλυσε τον αρραβώνα και έφυγε, ακόμα πιο θυμωμένος από πριν.
Η Μαριάμ έπεσε σε βαθιά θλίψη. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό που της είχε συμβεί ήταν ευλογία ή κατάρα. Είχε εξευτελιστεί, ένας Θεός ξέρει πώς, και δε θα μπορούσε ποτέ να βρει σύζυγο. Το παιδί της θα ονομαζόταν νόθο και θα ζούσε μέσα στην ντροπή και στην επίκριση για πάντα. Δεν την ένοιαζε πλέον για τον εαυτό της, μόνο το παιδι της την ενδιέφερε, αυτό ήταν πια η ζωή της. Αυτό το θαύμα που κυοφορούσε.
Έμεινε στην αυλή του σπιτιού για πολλές ώρες, ώσπου νύχτωσε. Τότε, είδε έναν νεαρό άνδρα να την πλησιάζει. Δεν τον είχε δει ποτέ πριν· ήταν αρκετά ψηλός, γεροδεμένος και με δυο υπέροχα γαλάζια μάτια που έμοιαζαν να ακτινοβολούν στο σκοτάδι. Από τα ρούχα του φαινόταν ευκατάστατος. Η Μαριάμ δε μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα της από εκείνον. Της φάνηκε σαν κάτι να την τραβούσε πάνω του, ένας κινούμενος πειρασμός.
"Ποιός είστε, κύριε;" Τον ρώτησε, χωρίς να πάψει να τον κοιτά.
"Ονομάζομαι Ισμαήλ και είμαι από την Αριμαθαία," απάντησε ο ξένος. "Ψάχνω τον ραβίνο Ανανία. Μήπως γνωρίζετε πού μένει;"
"Στην άλλη άκρη της πόλης, σε ένα μεγάλο σπίτι με κόκκινη πόρτα," του απάντησε ειλικρινά και με παράξενο θάρρος η νεαρή, χωρίς να ξέρει από πού πήγαζε.
"Ευχαριστώ," απάντησε ο νεαρός και γύρισε να φύγει. Μα εκείνη τη στιγμή, η Μαριάμ ανεπαίσθητα άφησε έναν λυγμό και ο ξένος τον άκουσε.
Γύρισε πίσω προς το μέρος της και την πλησίασε διστακτικά.
"Κλαίτε; Μα γιατί; Δεν πρέπει μια τόσο νέα και όμορφη κοπέλα να λερώνει το πρόσωπό της με δάκρυα."
"Δεν ξέρετε τι μου συμβαίνει, για αυτό βγάζετε βιαστικά συμπεράσματα," τον αποπήρε η Μαριάμ, ενώ έκλαιγε σιωπηλά.
"Τι σας συμβαίνει που είναι τόσο σοβαρό και σας κάνει να λυπάστε;" Ρώτησε ο νεαρός και της προσέφερε ένα μαντήλι που έβγαλε από τη μικρή θήκη της ζώνης του.
Η Μαριάμ δέχτηκε το μαντήλι με επιφυλακτικότητα και σκούπισε τα μάτια της. Ο νεαρός κάθησε δίπλα της, αν και όχι πολύ κοντά της και την κοιτούσε, χωρίς να μιλάει.
Η Μαριάμ δεν ήθελε να του απαντήσει στην ερώτηση που της έκανε. Δεν επιθυμούσε να μοιραστεί με έναν ξένο άνθρωπο το δράμα που περνούσε. Όμως, αυτή η αύρα που ανέδιδε, αυτά τα ακαταμάχητα γαλάζια μάτια και αυτή η τόσο αναγκαία και ανέλπιστη ευγένεια, την έπεισαν να του ανοιχτεί.
Έτσι, του τα είπε όλα· για τον Αρχάγγελο, για το δώρο του Θεού, για την ίδια της τη γέννηση που ήταν δώρο του Θεού, για την απίστευτη εγκυμοσύνη και για όλο τον διασυρμό από τους γύρω της, αλλά και τις επιπτώσεις για την ίδια και το παιδί της, που, πριν καν γεννηθεί, είχε αρχίσει να βασανίζεται.
Ο ξένος την άκουσε με μεγάλη προσήλωση κι έδειχνε να συμμερίζεται τον πόνο της. Ακόμα και όταν άκουσε για τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, παρόλο που εξεπλάγη, δεν έδειξε να φοβάται.
"Αυτό που σας έχει συμβεί είναι τουλάχιστον τραγικό και ατυχές, όμως, είστε η πιο τυχερή γυναίκα συνάμα! Θα γεννήσετε τον Μεσσία, τον Σωτήρα μας!"
"Δεν ξέρω, βέβαια, αν θα μπορέσω να τον μεγαλώσω κιόλας," πρόσθεσε με λύπη η Μαριάμ. "Οι γονείς μου μπορούν να πεθάνουν από ώρα σε ώρα και αυτό σημαίνει ότι θα μείνω μόνη και απροστάτευτη, πριν καν το συνειδητοποιήσω!"
"Θα σας βοηθήσω εγώ!" Δήλωσε αποφασισμένος ο άγνωστος. "Θα σας προστατεύσω με όλες μου τις δυνάμεις! Δεν μπορώ να αφήσω ένα τόσο μέγα θαύμα να μην καρποφορήσει! Ο Μεσσίας δε γίνεται να γεννηθεί νόθος και να ακολουθήσει τη ζωή ενός παιδιού παρατημένου. Δε μου το επιτρέπει η συνείδησή μου! Θα σας πάρω στο σπίτι μου και θα σας φροντίζω ο ίδιος με δική μου δαπάνη."
Τώρα η Μαριάμ έκλαιγε ξανά, μα αυτή τη φορά ήταν από ευτυχία. Ο άγνωστος χαμογέλασε αληθινά σε αυτήν της την αντίδραση.
"Και ποιό είναι το αντάλλαγμα για αυτή σας τη γενναιοδωρία;" Τον ρώτησε με σκληρή φωνή.
"Αφού ο προηγούμενος από εμένα ζήτησε το χέρι σας, ζήτω και εγώ το ίδιο. Δεν πιστεύω ότι θα βρω ποτέ πιο ενάρετη, τίμια και όμορφη σύζυγο από εσάς."
"Με συγκινείτε, ειλικρινά," του είπε η Μαριάμ και χαμογέλασε για πρώτη φορά μετά από μέρες. "Σας ευχαριστώ."
Τα γαλάζια του μάτια φωτίστηκαν.
"Είστε πολύ όμορφη, όταν χαμογελάτε," ψιθύρισε και οι ματιές τους συναντήθηκαν.
Ανεπαίσθητα και χωρίς να συνειδητοποιεί τις πράξεις του, ο νεαρός την πλησίασε υπερβολικά, τόσο που τα πρόσωπά τους σχεδόν κόλλησαν. Δρώντας από το ρηξικέλευθο ένστικτο που δεν είχε μάθει ποτέ να ελέγχει, ο ξένος έσκυψε ελάχιστα και ένωσε τα χείλη τους.
Η Μαριάμ στην αρχή δίστασε, ωστόσο, παραδόθηκε στην ερωτική έλξη που ένιωθε να ανάβει μέσα της για αυτόν τον άνδρα. Δεν ήξερε αν ήταν απλή λαγνεία ή ένα βαθύτερο συναίσθημα, ήταν όμως κάτι φοβερά δυνατό, που δεν μπορούσε να του αντισταθεί.
Το φιλί τους κράτησε αρκετή ώρα και εξελίχθηκε δριμύτατα σε εξαιρετικά φλογερό, απελευθερώνοντας ένα παράξενο πάθος που η νεαρή δε γνώριζε καν ότι διέθετε.
Ο νέος την κρατούσε πλέον στην αγκαλιά του κι εκεί, ένιωθε πιο ασφαλής από ποτέ άλλοτε.
"Νύχτωσε για τα καλά," παρατήρησε εκείνος, χωρίς να την αφήνει από τα μάτια του.
"Ναι, πράγματι," αποκρίθηκε εκείνη. Το φεγγάρι είχε υψωθεί ψηλά στον ουρανό πια· η νύχτα είχε πέσει πάνω από τη Ναζαρέτ.
"Με συγχωρείς, αλλά πρέπει να πηγαίνω," είπε εκείνος και σηκώθηκε όρθιος.
"Πότε θα σε ξαναδώ;" Ρώτησε η Μαριάμ με μια δόση απελπισίας στη φωνή της.
"Αύριο το πρωί, καλή μου," την καθησύχασε εκείνος. "Αύριο το πρωί, θα έρθω και θα σε ζητήσω από τους γονείς σου."
"Σε παρακαλώ, να έρθεις. Μην είναι όλα αυτά ένα όνειρο."
"Αύριο, θα σιγουρευτείς ότι είναι όλα αλήθεια," της είπε με τρυφερότητα ο νεαρός και τη φίλησε στο μέτωπο, ως αποχαιρετισμό. Ύστερα, γύρισε και χάθηκε στο σκοτάδι του δρόμου.
Η Μαριάμ επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρά της και κοιμήθηκε γαλήνια και ήρεμα. Για λίγο, ξέχασε όλα της τα προβλήματα, βυθιζόμενη στη σκέψη ότι είχε βρει τον άνθρωπο που θα την προστάτευε· ίσως και αυτόν τον είχε στείλει ο Κύριος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο νεαρός ξεμάκρυνε με ένα συνεπαρμένο και ονειροπόλο βλέμμα, γεμάτος πρωτόγνωρη χαρά και ευτυχία. Μα τι του είχε κάνει επιτέλους αυτή η κόρη και τον είχε μαγέψει τόσο;
Έστριψε σε ένα απόμερο μέρος, ψάχνοντας το κατάλληλο πηγάδι, για να επιστρέψει στην Κόλαση.
Στην πόρτα ενός σπιτιού τον περίμενε ένας πολύ ψηλός άνδρας, με μαύρα μαλλιά και σκούρα μαύρα μάτια, τα οποία ήξερε ότι όταν θύμωναν, γίνονταν από κίτρινα μέχρι κατακόκκινα. Ο ίδιος ο Εωσφόρος Αυγερινός, ο Άρχοντας της Κόλασης, ο Κυρίαρχος των Δαιμόνων, είχε ανεβεί στη γη από το Βασίλειό του.
"Αφέντη μου," αναφώνησε με δέος και υποκλίθηκε.
"Σήκω πάνω, άθλιε," γρύλισε ο Διάβολος. "Μα γιατί όλοι τους νομίζουν ότι με μια υπόκλιση θα κατευνάσουν τον θυμό μου;" Μονολόγησε κουρασμένα.
"Κύριε, τι συμβαίνει;" Απόρησε εκείνος.
"Εσύ θα μου πεις τι συμβαίνει, Ασμοδαίε," απάντησε με μια φωνή που έσταζε φαρμάκι ο Εωσφόρος και στένεψε τα μάτια του, που ήδη είχαν γίνει κίτρινα. "Τι στον Άγγελο ήθελες με αυτήν;"
"Εγώ-"
"Μην προσπαθήσεις να μου κρυφτείς!" Τον διέκοψε βίαια. "Τα άκουσα και τα είδα όλα. Πώς τόλμησες αχρείε να παρακούσεις τις εντολές μου;"
"Κύριε, πρέπει να καταλάβετε. Έδρασα για δικό σας συμφέρον. Σκέφτηκα ότι αν πάρουμε το μωρό και τη μητέρα του με το μέρος μας από την αρχή, θα είναι ευκολότερο να πετύχουμε τον σκοπό μας," απάντησε τρέμοντας ο Ασμοδαίος, προσπαθώντας να κρύψει από τον αφέντη το ψέμα του.
"Ακόμα και να λες αλήθεια, για το οποίο αμφιβάλλω, είσαι ύποπτος, γιατί δε με είχες ενημερώσει, πριν δράσεις."
"Αφέντη μου, ήθελα να σιγουρευτώ πρώτα ότι η μικρή ήταν πρόθυμη."
"Για αυτό ερωτοτροπούσες μαζί της;" Τον κατηγόρησε ευθεία ο Διάβολος. "Τι ακριβώς ήθελες να δοκιμάσεις; Το πόσο πρόθυμη είναι να σου ανοίξει τα πόδια της;"
"Κύριε, με παρεξηγήσατε-"
"Καταλαβαίνεις τι θα συνέβαινε, αν προχωρούσες; Καταλαβαίνεις τι θα μπορούσαμε να είχαμε πάθει όλοι μας; Ήσουν τόσο πρόθυμος να μας καταδικάσεις όλους;" Ξέσπασε ο Βασιλιάς της Κόλασης και τα μάτια του έγιναν πορτοκαλί.
"Εύκολο να το λέτε εσείς, που έχετε την τελειότερη γυναίκα, τη Λίλιθ. Δείτε την, όμως· δεν έχει γεννηθεί πιο ωραία γυναίκα από την εκλεκτή του Θεού· πιο όμορφη από την Ιεζάβελ, πιο όμορφη από τη Δαλιδά, την Έσθερ και τη Βηρσαβέε, πιο όμορφη από την Ηρωδιάδα. Ακαταμάχητη και απαγορευμένη· ούτε Άγγελος δε θα μπορούσε να της αντισταθεί. Όλος ο Παράδεισος μέσα σε ένα ανθρώπινο κορμί."
Ο Εωσφόρος τον κοίταξε με μάτια γουρλωμένα, γεμάτος έκπληξη και σαστισμένος. Είχε μόλις παρατηρήσει κάτι που τον ανησύχησε περισσότερο από όλη αυτή την παράλογη κατάσταση.
"Δεν το πιστεύω αυτό," αναφώνησε, ενώ όλα γύρω του απέκτησαν νόημα. "Άλογε, νήπιε, ηλίθιε δαίμονα, που πιάστηκες στη ίδια σου την παγίδα! Δεν αψήφησες απλά τη διαταγή μου, δε με έχεις γεμίσει με ψέματα όλη την ώρα, αλλά και διέπραξες ένα ασυγχώρητο έγκλημα· ερωτεύτηκες ένα πλάσμα του Θεού! Είσαι ασυγχώρητος, Ασμοδαίε! Μα τόσο τυφλωμένος είσαι που δε μπορούσες να καταλάβεις ότι αν προχωρούσες μαζί της, θα ερχόσουν σε επαφή με τον ίδιο τον Μεσσία που τόσα χρόνια εξαίρουν οι καταραμένοι Προφήτες; Καταλαβαίνεις πόσο μεγάλες θα ήταν οι τιμωρίες, αν πάθαινε τίποτα αυτό το παναθεματισμένο νιάνιαρο; Ποιός μπορεί να αντισταθεί στον Θεό; Ούτε εγώ δεν μπορώ και το ξέρεις!"
Τα μάτια του Εωσφόρου πλέον ήταν εντελώς κόκκινα, με ένα χρώμα επικίνδυνο, άλικο και πορφυρό. Έπαιρνε βαθιές και γρήγορες ανάσες, για να ηρεμήσει, αλλιώς θα έρρεε φωτιά και θάνατο σε όλη τη γη από τον θυμό του.
"Θα σε είχα ήδη σκοτώσει, αν δεν υπολόγιζα την τεράστια συμβολή σου στο έργο μου όλες αυτές τις χιλιετίες."
Ο Ασμοδαίος έπεσε στα γόνατα και έκλαιγε με αναφιλητά, ικετεύοντας τον για συγχώρεση, ενώ παράλληλα συνειδητοποιούσε όλο και πιο πολύ ότι ήταν αλήθεια· μα και βέβαια, όλο αυτό το πάθος και η έλξη ήταν έρωτας· πρώτη φορά ένιωθε αυτό το τυφλωτικό συναίσθημα και αυτό τον γέμιζε δέος και φόβο για την τιμωρία.
"Έλα μαζί μου, άχρηστο πλάσμα," σφύριξε ο Διάβολος και χωρίς πολλές κουβέντες τον άρπαξε από τους ώμους, άνοιξε τα δυο λευκά του φτερά και πέταξε ως την Κόλαση.
Εκεί, τους περίμεναν όλοι οι δαίμονες. Ορδές ολόκληρες υποτελείς στον Εωσφόρο, οι Αρχιδαίμονες, οι Πρίγκιπες της Κόλασης, οι Δαίμονες των Αμαρτιών και η Λίλιθ. Όλοι αυτοί σώπασαν, όταν είδαν τον οργισμένο Αφέντη τους με εισέρχεται ακόμα με τα φτερά ανοιχτά και έναν από τους πιο ισχυρούς δαίμονες κατατρομαγμένο και δακρύζων.
Ο Διάβολος τους αγνόησε. Προχώρησε ως το ύψωμα που είχε δημιουργήσει για να μιλά στους δαίμονες και πέταξε τον Ασμοδαίο στο έδαφος. Αμέσως, όπως είχε διατάξει, ήρθαν ο Λεβιάθαν και ο Βελζεβούλ -ο Φθόνος και η Λαιμαργία- κουβαλώντας έναν στύλο. Εκεί έδεσαν τον Ασμοδαίο με σκοινιά.
Ο Εωσφόρος ετοιμάστηκε να μιλήσει.
"Σήμερα έγινε κάτι αποτρόπαιο και επονείδιστο για εμένα και εσάς. Μετά από χιλιάδες χρόνια, σε αυτό το Βασίλειο πάτησαν το πόδι τους Άγγελοι για πρώτη φορά. Οι αδερφοί μου, ο Γαβριήλ και ο Μιχαήλ, οι δυο πιο δυνατοί Αρχάγγελοι, ήρθαν εδώ σταλμένοι από τον Θεό, για να απαιτήσουν να σταματήσω τον Ασμοδαίο από αυτή την άθλια πράξη που έκανε εν αγνοία μου. Αυτός εδώ ο θρασύς δαίμονας τόλμησε να αψηφήσει τη διαταγή μου να μην πλησιάσει κανένας την κόρη του Θεού, αυτή που έστειλε στους θνητούς και τώρα κυοφορεί τον υποτιθέμενο Μεσσία τους. Αυτός εδώ που τώρα βλέπετε να κλαίει, πριν λίγο ερωτοτροπούσε μαζί της! Αυτόν λοιπόν που θέλησε να κοιμηθεί με την πιο επικίνδυνη γυναίκα στον κόσμο θα τιμωρήσω και θα φροντίσω να μην ξανακοιμηθεί ποτέ με γυναίκα!"
Έπειτα, ο Διάβολος έκανε νόημα στον Σατανά, τον δαίμονα της Οργής, να πλησιάσει.
"Γδύσε τον," τον διέταξε μεγαλόφωνα, για να ακουστεί.
Ο Σατανάς ένευσε και εκτέλεσε τη διαταγή γρήγορα. Σε ελάχιστο χρόνο ο Ασμοδαίος βρέθηκε εντελώς γυμνός μπροστά σε όλους τους δαίμονες. Δεν κατάλαβε όμως γιατί το έκανε αυτό ο Αφέντης του, μια που η γύμνια δεν ήταν ντροπή στην Κόλαση.
Ύστερα, ο Διάβολος τον πλησίασε και έβγαλε το αγαπημένο του μαχαίρι που είχε σχήμα φτερού.
"Μη γυρίσει κανείς τα μάτια," διέταξε. "Παρακολουθήστε όλοι τι παθαίνουν όσοι με αψηφούν."
Στην αρχή, για να φουντώσει την αγωνία, έκανε μερικές βόλτες με το μαχαίρι στο σώμα του και έφτασε στα γεννητικά του όργανα. Χωρίς κανένα πρόβλημα, τα έκλεισε στην παλάμη του και με πολύ αργούς ρυθμούς τα έκοψε. Αμέσως μετά, τα πέταξε στα κάρβουνα και κάηκαν, ενώ ο Ασμοδαίος ούρλιαζε από πόνους.
"Έτσι λοιπόν ορίζω ότι θα τιμωρούνται όσοι με παρακούν από εδώ και στο εξής," φώναξε ο Εωσφόρος, συνεπαρμένος από τα ουρλιαχτά του δαίμονα. Το πλήθος παρακολουθούσε τρομοκρατημένο. "Εγώ είμαι ο νόμος! Εγώ είμαι ο Άρχοντας σας! Αν δεν με υπακούτε, θα υποστείτε χειρότερα από αυτά που μόλις είδατε! Εγώ είμαι ο Νόμος σας και αυτό δε θα αλλάξει ποτέ!"
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το ίδιο βράδυ, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ εμφανίστηκε στον Ιωσήφ, ώστε να τον πείσει να αρραβωνιαστεί τη Μαριάμ το συντομότερο. Του εξήγησε το σχέδιο του Θεού και του επιβεβαίωσε ότι όσα του είχαν πει οι γονείς της ήταν αλήθεια. Ως ευσεβής πιστός, ο Ιωσήφ αποφάσισε να ακολουθήσει τον Αρχάγγελο και επέστρεψε στο πατρικό της Μαριάμ. Οι αρραβώνες τους έγιναν μετά από μία εβδομάδα. Σε έναν μήνα ήταν παντρεμένοι. Η Μαριάμ ξέχασε τον νεαρό Ισμαήλ και εκείνη τη νύχτα, μια που τα θεώρησε ως ένα όμορφο όνειρο.
Επιτέλους, το σχέδιο του Θεού είχε πάρει ξανά τον προκαθορισμένο του δρόμο. Όλα πήγαιναν κατ'ευχήν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Χαίρετε!
Ορίστε το πρώτο κεφάλαιο της νέας ιστορίας! Ας είναι καλοτάξιδη! Περιμένω γνώμες στα σχόλια!
Στο επόμενο κεφάλαιο θα εξερευνήσουμε το αμάρτημα του φθόνου...
P.S. Χίλια ευχαριστώ στην lucksless για το φανταστικό εξώφυλλο!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top