9. ΔΩΡΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛ - ΛΑΤ
Ο γιατρός εξέτασε σχολαστικά τον Ζάμπαϊ σύμφωνα με τις οδηγίες του Οδαίναθου. Ωστόσο, δεν βρήκε τίποτα το ανησυχητικό. Ο πεθερός του Ras είχε ένα απλό κρύωμα, παρά το γεγονός ότι ήταν καλοκαίρι. Πιθανόν δεν φρόντιζε τον εαυτό του όσο έπρεπε και έγινε ευάλωτος. Τον συμβούλεψε λοιπόν να είναι πιο προσεκτικός, διότι δεν ήταν πια νέος και δεν είχε τις ίδιες αντοχές.
Αυτό έκανε τον Ζάμπαϊ να μελαγχολήσει. Του έλειπαν οι μέρες που θεωρούσε τον εαυτό του άτρωτο απέναντι σε κάθε κίνδυνο. Και τώρα ήταν έρμαιο παιδικών ασθενειών. Η ζωή είχε έναν περίεργο τρόπο να ανακυκλώνει καταστάσεις.
Αφού ολοκληρώθηκε η εξέταση, βγήκε στον μικρό κήπο για να αναπνεύσει καθαρό αέρα. Πίστευε ότι αυτό συνέβαλε στην αποτροπή έντονου βήχα.
Καθώς βάδιζε ανάμεσα στα άνθη, άκουσε ένα γρήγορο ποδοβολητό να τον πλησιάζει. Έντρομος γύρισε να δει από πού ερχόταν αυτή η αναστάτωση και αντίκρισε την Μύριαμ να τον πλησιάζει αναμαλλιασμένη και με τον χιτώνα της να μην έχει στρωθεί ευπρεπώς. Είχε ντυθεί όπως όπως για να κατέβει από το δωμάτιο της και να τον συναντήσει δίχως την παρουσία αδιάκριτων ματιών.
«Τι έπαθες παιδί μου;», αναφώνησε ο Ζάμπαϊ. «Συνέβη τίποτα στην Ζηνοβία;»
Ο μόνος λόγος για να βρίσκεται η σκλάβα σε αυτή την κατάσταση ήταν να θέλει να τον προειδοποιήσει έγκαιρα για την κόρη του. Η Μύριαμ όμως τον καθησύχασε πως η Σεπτίμια ήταν μια χαρά και ότι το αντικείμενο συζήτησης τους θα ήταν η Ρωμαία σκλάβα.
Του εξιστόρησε κάθε ύποπτη κίνηση της από όταν ήρθαν στο παλάτι. Μίλησε για την προσκόλληση της στον Οδαίναθο και την ψυχρή στάση της απέναντι στην Ζηνοβία, για την περίεργη έξοδο της από το παλάτι ένα από τα βράδια που έλειπαν από την Παλμύρα και την συνεχή παρακολούθηση της από εκεί και έπειτα. Του εξήγησε επίσης τον λόγο που δεν μίλησε στην κόρη του, καθώς ήταν πάντα απασχολημένη με σοβαρά ζητήματα και δεν ήθελε να της αποσπά την προσοχή με εικασίες και πως μετά από τόση αδράνεια εκ μέρους της Ιόλης, θεώρησε σωστό να ζητήσει βοήθεια από εκείνον, γιατί ίσως η πολεμική του εμπειρία να αποδεικνυόταν αποτελεσματική στην παρακολούθηση της.
Ο Ζάμπαϊ άκουγε προσεκτικά δίχως να την διακόπτει. Από την μία συμμεριζόταν την ανησυχία της Μύριαμ, γιατί η Ιόλη υπήρξε ερωμένη του Οδαίναθου κι άρα θα θεωρούσε την Ζηνοβία αντίζηλο της. Ωστόσο, δεν έπαυε να είναι μια σκλάβα που ό,τι και να έκανε δεν θα ανέβαινε στην ιεραρχία. Άρα δεν μπορούσε παρά να θάψει τα συναισθήματα της και να μην προσπαθήσει να διεκδικήσει τον Οδαίναθο. Από την άλλη, υπήρχε και ένα βασικό χαρακτηριστικό της που την καθιστούσε καχύποπτη: Ήταν Ρωμαία. Μπορεί ο Ζάμπαϊ να υπάκουγε τον ανώτερο Παλμυριανό και να μην συμμεριζόταν πλήρως τις επαναστατικές σκέψεις της κόρης του, όμως δεν έπαυε να θεωρεί τους κατακτητές δόλιους και με μηδενική αίσθηση αφοσίωσης.
«Το γεγονός ότι τόσους μήνες δεν έχει συμβεί κάτι δεν επιβεβαιώνει τις φοβίες σου», σκέφτηκε δυνατά και η Μύριαμ συνοφρυώθηκε. «Ωστόσο, ξέρει ότι την παρακολουθείς, οπότε ίσως να είναι προσεκτική».
«Και χθες της έδωσα να καταλάβει ότι δεν θα ασχοληθώ άλλο μαζί της», συμπλήρωσε η Μύριαμ προσπαθώντας να πείσει τον αφέντη της για την εγκυρότητα των λόγων της.
Ο Ζάμπαϊ έφερε την κλειστή του μπουνιά στο ύψος των χειλιών του, καθώς συλλογιζόταν όλα τους τα δεδομένα. Και δυστυχώς δεν διέθεταν χειροπιαστές αποδείξεις για την ενοχή της. Αυτό όμως δεν θα έπρεπε να είναι αρκετό για τον Ζάμπαϊ, γιατί υπήρχε μια μικρή πιθανότητα κινδύνου σε βάρος του παιδιού του και του εγγονιού του. Γι' αυτό κι έπρεπε να σκαρφιστεί ένα σχέδιο που θα ξεδιάλυνε το τοπίο πριν έρθει στον κόσμο το μωρό.
†
Η Μύριαμ δεν βρισκόταν στα διαμερίσματα της Ζηνοβίας, επομένως η Ιόλη έπρεπε να την φροντίσει μόνη της. Και με την κυρά της να έχει βαρύνει από την εγκυμοσύνη, η προετοιμασία της ήταν δύσκολη και χρονοβόρα. Αυτό ενέτεινε την δυσαρέσκεια της Ιόλης, η οποία κοιτούσε το φούσκωμα της Ζηνοβίας με το στήθος της να πάλλεται από ζήλια. Ήθελε κι εκείνη να κυοφορήσει παιδί του Οδαίναθου κι ας ήταν νόθο. Δεν θα ήταν η πρώτη σκλάβα που έφερνε στον κόσμο ένα τέτοιο μωρό κι άρα το θεωρούσε άδικο να την υποβάλλει σε ένα σωρό πρακτικές αντισύλληψης. Και φυσικά ό,τι ήθελε εκείνη από τον Οδαίναθο, το έπαιρνε η Ζηνοβία απλόχερα, επειδή είχε την τύχη να γεννηθεί σε καλύτερη οικογένεια. Δεν την θεωρούσε όμως άξια του, καθώς δεν τον υπάκουγε σε κάθε του υπόδειξη, όπως όφειλε μια σωστή σύζυγος.
Όταν επιτέλους τελείωσε το μαρτύριο ετοιμασίας της, η Ζηνοβία κάθισε για να πάρει το πρωινό της και η Ιόλη στάθηκε όρθια παραπέρα με το κεφάλι σκυμμένο. Λίγο αργότερα, ήρθε και ο Οδαίναθος στο δωμάτιο και για μια στιγμή σήκωσε το αστραφτερό βλέμμα της για να καμαρώσει την ευθυτενή κορμοστασιά του. Ο θαυμασμός όμως μετατράπηκε σε απογοήτευση όταν πλησίασε την Ζηνοβία και της χάρισε ένα τρυφερό φιλί, οπότε και στράφηκε ξανά στο πάτωμα.
«Η διαταγή σου εκπληρώθηκε Σεπτίμια», της ανακοίνωσε και κάθισε απέναντι της για να γευματίσει με την σειρά του. «Ο γιατρός εξέτασε τον Ζάμπαϊ και τον βρήκε καλύτερα κι από εμάς».
«Και γιατί βήχει τόσο πολύ;»
«Μια αθώα αρρώστια επειδή δεν προσέχει. Τίποτα το ανησυχητικό».
Η Ζηνοβία δεν μπορούσε να μην ανησυχεί για τον πατέρα της. Όπως είχε πει και στον Οδαίναθο, ήταν ό,τι της είχε απομείνει από την παιδική της ηλικία, τα χρόνια της αθωότητας και ήθελε να τον κρατήσει λίγο παραπάνω.
«Πού είναι τώρα;», τον ρώτησε.
«Τον είδα στον κήπο με την Μύριαμ».
Τότε λύθηκε και το μυστήριο για την σκλάβα της.
Η Ιόλη όμως ταράχτηκε μαθαίνοντας για την Μύριαμ και τον Ζάμπαϊ. Θυμόταν την σκλάβα να αλλάζει ξαφνικά διάθεση και να προσποιείται ότι πίστευε στην αθωότητα της, αλλά σήμερα είχε φύγει από νωρίς νιώθοντας την ανάγκη να στραφεί στον πατέρα της Ζηνοβίας. Τόσα χρόνια κατάσκοπος ανώτερων ανδρών, το ένστικτο της είχε μάθει πότε έπρεπε να θορυβείται. Και τούτη η στιγμή ήταν μία από αυτές.
«Κυρά», αποκρίθηκε σφίγγοντας τις γροθιές της. «Μπορώ να πάω λίγο στην κουζίνα;»
Ο Οδαίναθος την κοίταξε σηκώνοντας επικριτικά το ένα του φρύδι.
«Η Σεπτίμια χρειάζεται κάποιον να την φροντίζει όλη την ώρα. Δεν έχεις να πας πουθενά».
«Υπόσχομαι να μην αργήσω».
Η λογομαχία μεταξύ τους συνέχισε για αρκετά λεπτά. Η Ζηνοβία όμως δεν πήρε θέση, παρόλο που η Ιόλη είχε μιλήσει πρώτα σε εκείνη. Όση ώρα σκεφτόταν τον πατέρα της, η ένταση πέρασε από την καρδιά της στην κοιλιά της και έπειτα προχώρησε πιο χαμηλά. Άρχισε να νιώθει σουβλιές, αλλά ήταν κάτι συνηθισμένο τον τελευταίο μήνα. Το να τρέχουν όμως υγρά στα πόδια της προερχόμενα από την ίδια, δεν είχε ξανασυμβεί. Κι από όσο ήξερε, η φορά που θα συνέβαινε κάτι τέτοιο θα ήταν καθοριστική για την ζωή της.
«Οδαίναθε», μουρμούρισε, αλλά εκείνος δεν την άκουσε. Συνέχισε να μαλώνει με την Ιόλη, γι' αυτό και αναγκάστηκε να του φωνάξει. «Οδαίναθε! Νομίζω ότι γεννάω».
†
Ο Ζάμπντας γέμισε το ποτήρι με το γλυκό κρασί και το προσέφερε στον Οδαίναθο. Εκείνος όμως έσπρωξε το χέρι του κι άρχισε να βαδίζει νευρικά μέσα στο δωμάτιο. Οι υπόλοιποι άντρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ένα πλάγιο χαμόγελο δέσποσε στα χείλη τους. Διασκέδαζαν με την ταραχή του Οδαίναθου, ο οποίος περίμενε από στιγμή σε στιγμή να εμφανιστεί μια σκλάβα και να του ανακοινώσει την πολυπόθητη, χαρμόσυνη είδηση. Εδώ και ώρα όμως, καμία γυναίκα δεν εγκατέλειπε το δωμάτιο της Ζηνοβίας και η αγωνία του έπνιγε τα σωθικά του.
«Πώς κάνεις έτσι μωρέ;», αναφώνησε ο Ζάμπντας γελώντας. «Πρώτη φορά γίνεσαι πατέρας;»
«Η κάθε φορά έχει την δική της αγωνία», αποκρίθηκε ο Ζάμπαϊ που είχε εμπειρία στην δύσκολη αναμονή των τοκετών.
Ο Οδαίναθος ένιωσε να του κόβεται η ανάσα και το φως γύρω του να σβήνει, γι' αυτό και στηρίχτηκε στον τοίχο για να μην σωριαστεί. Είχε πολεμήσει σε ένα σωρό μάχες και διοικούσε για χρόνια μια ολόκληρη επαρχία, αλλά μπροστά στο θαύμα της ζωής τον κατέβαλε δέος και ανασφάλεια· γιατί μια νέα ζωή μπορούσε να επιφέρει τον θάνατο σε μια παλιά.
Ο Μαιόνιος ήπιε το δικό του κρασί και σηκώθηκε να ξαναγεμίσει το ποτήρι του, όσο η αντρική κομπανία κουβέντιαζε για άσχετα θέματα. Εκείνος δεν είχε όρεξη να συμμετάσχει σε κοινωνικοπολιτικές συζητήσεις, γι' αυτό και στράφηκε στον Οδαίναθο.
«Η Ζηνοβία είναι δυνατή. Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι για εκείνη».
Ο ξάδερφος του πήρε μια βαθιά ανάσα σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να καταπολεμήσει την ναυτία που του προκαλούσε η αγωνία και έπειτα έφερε τα σκούρα του μάτια στην ίδια ευθεία με αυτά του Μαιόνιου.
«Ξέρω πολύ καλά ποια είναι η γυναίκα μου».
Ο Μαιόνιος δεν προσβλήθηκε με τον επιθετικό τόνο του Οδαίναθου. Είχε συνηθίσει σε ξεσπάσματα του κάθε φορά που ένιωθε στριμωγμένος και προσπαθούσε να αποδείξει την ισχύ του. Τώρα λοιπόν που η Ζηνοβία έδινε την πιο σημαντική μάχη της και εκείνος δεν μπορούσε παρά να περιμένει να μάθει τι θα αποφάσιζαν οι θεοί για χάρη της, το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να γρυλίζει σαν λύκος.
«Δεν είχα καμία αμφιβολία γι' αυτό», απάντησε και ήπιε μια γουλιά από το ποτό του.
Ο Οδαίναθος πήρε μία ακόμα βαθιά ανάσα και σταμάτησε να στηρίζεται στον τοίχο.
«Γιατί δεν έρχεται κανείς; Δεν μπορεί έστω κι ένας να με ενημερώσει για το τι συμβαίνει;»
«Αν υπήρχε κάποιο πρόβλημα, θα το ήξερες».
«Θα το ήξερα;», διερωτήθηκε. «Ή μήπως θα το μάθαινε τελευταία στιγμή, επειδή φοβούνται να μου πουν κάτι δυσάρεστο;»
Ο Ζάμπαϊ καθόταν παραπέρα κι άκουγε την συζήτηση τους. Και ο ίδιος φοβόταν για την Ζηνοβία και το γεγονός ότι σε περίπτωση επιπλοκής, ίσως ενημερώνονταν ετεροχρονισμένα, ωστόσο δεν ήθελε να κάνει αρνητικές σκέψεις όσο το παιδί του σφάδαζε στο κρεβάτι της γέννας.
«Ας προσευχηθούμε», πρότεινε στον Οδαίναθο. «Κάποιος θεός θα μας ακούσει και θα φροντίσει την Σεπτίμια μας».
†
Η Ζηνοβία πίστευε πως η γέννα θα ήταν πολύ πιο εύκολη από το αιματηρό φαινόμενο που παρουσίαζαν οι περισσότεροι. Ήξερε πως ήταν επικίνδυνο και ότι θα πονούσε αρκετά για να βγάλει από μέσα της έναν άνθρωπο, αλλά το αρχικό στάδιο του τοκετού δεν φάνταζε μαρτύριο. Οι πόνοι έρχονταν και έφευγαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, το οποίο της επέτρεπε να ηρεμήσει από τους σφάχτες που έκαναν το σώμα της να αναριγεί. Όσο όμως περνούσε η ώρα, τα διαλείμματα μίκραιναν, σε αντίθεση με τον πόνο που γινόταν ολοένα και πιο αβάσταχτος.
Η επίτοκος πάσχιζε να διατηρήσει ένα επίπεδο και να μην αφήσει τα ουρλιαχτά της να φτάσουν στα πέρατα της Συρίας. Αυτό όμως δεν ήταν πάντα εφικτό και μαζί με τους αναστεναγμούς της ξέφευγαν κλαψιάρικα βογκητά.
«Φώναξε κυρά», την παρότρυνε η Μύριαμ, καθώς σκούπιζε τον ιδρώτα από το μέτωπο της. «Δεν είναι ντροπή».
Μέσα στο δωμάτιο υπήρχαν οι καλύτερες μαίες της Παλμύρας κι η Ζηνοβία ήθελε να επιδείξει το θάρρος της και σε αυτή την δοκιμασία. Η Μύριαμ διάβασε την επιθυμία της κυράς της πίσω από τις ρυτίδες του μετώπου της όταν δάγκωνε τα χείλη της για να συγκρατήσει τις κραυγές της.
«Δεν αντέχω άλλο», έκρωξε μετά από ένα δυνατό σπρώξιμο. «Αισθάνομαι ότι με κόβουν στα δύο».
Η Μύριαμ πίεσε συμπονετικά τα χείλη της. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο για να απαλύνει τον πόνο της και δεν της ήταν εύκολο να την βλέπει να υποφέρει.
«Κουράγιο κυρά. Σε λίγες ώρες θα έχεις στα χέρια σου το κοριτσάκι σου».
Η Ζηνοβία γέλασε κάπου ανάμεσα στο κλάμα της.
«Είσαι τόσο σίγουρη ότι θα είναι κόρη;»
«Να πέσω από τις σκάλες, αν βγω ψεύτρα».
Μια ακόμα σύσπαση εμπόδισε την Ζηνοβία να απαντήσει και οι φωνές της αντήχησαν σε όλο το δωμάτιο. Πλέον δεν μπορούσε να συγκρατεί τον εαυτό της, γιατί τα διαλείμματα ανάμεσα στους πόνους είχαν σταματήσει.
Η Μύριαμ σηκώθηκε από το κρεβάτι για να πλύνει την κομπρέσα και έριξε μια ματιά ανάμεσα στα πόδια της, εκεί που μια μαία είχε βάλει το χέρι της για να ελέγξει πού βρισκόταν το παιδί. Το αιματηρό θέαμα έκανε το στομάχι της να ανακατευτεί και σχεδόν έτρεξε στο τραπέζι με το καθαρό νερό.
Εκεί στεκόταν η Ιόλη που παρατηρούσε την διαδικασία σχεδόν με απάθεια. Το μόνο που την ενοχλούσε ήταν οι στριγκλιές της Ζηνοβίας. Θεωρούσε πως αν ήταν στην θέση της, δεν θα γκρίνιαζε τόσο πολύ.
«Χρειαζόμαστε καθαρά σεντόνια», της είπε η Μύριαμ κοφτά.
Η Ιόλη δεν σάλεψε. Συνέχιζε να κοιτάζει την πονεμένη Ζηνοβία με τον νου της να ταξιδεύει σε άπιαστα όνειρα.
«Σου μιλάω», την σκούντηξε η Μύριαμ για να την επαναφέρει στην πραγματικότητα. «Χρειαζόμαστε καθαρά σεντόνια», επανέλαβε και της έδειξε τα ματωμένα κουρέλια που έπρεπε να αντικαταστήσει. «Και γρήγορα!»
Η Ρωμαία σκλάβα στριφογύρισε ενοχλημένη τα μάτια της και αφού πήρε τα βρώμικα υφάσματα, έφυγε από τα διαμερίσματα.
Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω της και βγήκε στον διάδρομο, άκουσε τον Οδαίναθο να την καλεί. Η καρδιά της σκίρτησε ακούγοντας την φωνή του κι όταν τον είδε να την πλησιάζει με ανήσυχο βλέμμα, βούλιαξε γιατί η ταραχή του αφορούσε την Ζηνοβία.
Ο Οδαίναθος στράφηκε στα ματωμένα υφάσματα και ένιωσε έναν κόμπο να πνίγει τον λαιμό του. Τόσο αίμα έβλεπε μόνο στα πεδία μάχης. Η πρώτη του σκέψη ήταν να μπει μέσα και να κρατήσει την γυναίκα του αγκαλιά, αλλά ήξερε πως δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε όσους δεν θα βοηθούσαν στον τοκετό.
«Τι γίνεται εκεί μέσα;», την ρώτησε σχεδόν ψιθυριστά παίρνοντας τα μάτια του από τα σκισμένα σεντόνια.
«Δεν ξέρω. Εγώ απλώς μεταφέρω υφάσματα».
Ο Οδαίναθος έκλεισε τα μάτια του και ένευσε συγκαταβατικά.
«Όταν τελειώσεις στείλε μου την Μύριαμ».
Αφού έδωσε την διαταγή του, άρχισε να απομακρύνεται αφήνοντας πίσω μια εξοργισμένη Ιόλη.
«Αυτή η αναθεματισμένη και η σκλάβα της», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της σφίγγοντας τα υφάσματα. «Πάντα εσείς μπροστά μου. Αρκετά!»
†
Ο Οδαίναθος είχε βγει στον κήπο και χάζευε τον ουρανό την ώρα του σούρουπου. Τόσες ώρες δεν είχε σταματήσει να προσεύχεται για την γυναίκα του κι ακόμα κι όταν στεκόταν όρθιος και τα χείλη του ήταν ακίνητα, μέσα του ξεφώνιζε προσευχές και παρακάλια σε κάθε θεότητα.
Η Μύριαμ έβγαινε συχνά από το δωμάτιο για να ενημερώσει τον ίδιο και τον Ζάμπαϊ σχετικά με την πορεία του τοκετού κατανοώντας την αγωνία τους. Πάντα τους έλεγε ότι όλα προχωρούσαν φυσιολογικά, αλλά όσο δεν άκουγαν το κλάμα του μωρού, η καρδιά τους δεν έβρισκε γαλήνη. Όσο οι φίλοι του λοιπόν μεθοκοπούσαν με αφορμή την γέννα, εκείνος διάλεξε την ησυχία του εξωτερικού χώρου, όπου σύντομα διακόπηκε με τον ερχομό του Ηρωδιανού.
«Ακόμα δεν γεννήθηκε ο αδερφός μου;», ρώτησε ξεφυσώντας. «Από το πρωί τον περιμένω», δήλωσε και ρίχτηκε στο έδαφος.
Ο Οδαίναθος χαμογέλασε αδύναμα και γονάτισε δίπλα στον ανυπόμονο γιο του.
«Τα μωρά αργούν να έρθουν. Αλλά θα έχεις την υπόλοιπη ζωή σου να τον χορτάσεις».
Ο Ηρωδιανός σήκωσε το βλέμμα του στον σκούρο πια ουρανό και χάζεψε την ημισέληνο που είχε αντικαταστήσει τον ήλιο. Ο Οδαίναθος ακολούθησε την πορεία των ματιών του και χάζεψε με την σειρά του το ασημένιο στολίδι.
«Ξέρεις ποιας θεάς είναι σύμβολο η ημισέληνος;»
Ο γιος του κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Της Αλ - Λατ. Ο πατέρας της Ζηνοβίας προσεύχεται συχνά σε εκείνη. Το ίδιο έκανε κι ο δικός μου, ο παππούς σου. Είναι η θεά της ευημερίας, της ειρήνης μα και του πολέμου. Ο Ζάμπαϊ της ζητάει από το πρωί να ευλογήσει τον εγγονό του. Θέλεις να κάνουμε το ίδιο;»
Ο Ηρωδιανός δεν είχε κι άλλη επιλογή. Ήταν η μόνη του ευκαιρία να περάσει λίγο χρόνο με τον πατέρα του, ο οποίος όλη μέρα ήταν απασχολημένος να διασχίζει τους διαδρόμους και να ξεφυσάει απεγνωσμένος. Τώρα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την ταλαιπωρία του και να προσευχηθεί μαζί του σε μια θεά που δεν γνώριζε, αλλά ήταν αναγκασμένος να εναποθέσει όλες του τις ελπίδες.
Λίγη ώρα αργότερα, ακούστηκε από το εσωτερικό του παλατιού ένα συνονθύλευμα κραυγών και μπερδεμένων λέξεων. Ούτε ο Ηρωδιανός, ούτε ο Οδαίναθος ήταν σε θέση να καταλάβουν την φύση της έντασης, οπότε και μπήκαν μέσα για να δουν τελικά την κλαμένη Μύριαμ, τα ρούχα της οποίας ήταν γεμάτα αίμα. Μπροστά της έστεκε ο Ζάμπαϊ με εξίσου υγρά μάτια και τα τρεμάμενη χείλη του προϊδέαζαν τον Οδαίναθο για κάτι πολύ άσχημο.
Ο Ζάμπαϊ γύρισε προς τον γαμπρό του, ο οποίος έσφιγγε τους ώμους του Ηρωδιανού χρησιμοποιώντας τον σαν στήριγμα. Ήταν έτοιμος να σωριαστεί, γιατί η αλλόκοτη εικόνα τους άφησε την φαντασία του να οργιάσει. Άρχισε λοιπόν να τον πλησιάζει με το πρόσωπο του να αλλάζει διάθεση και να δείχνει πιο χαρωπό.
«Αγόρι, Οδαίναθε. Απέκτησες δεύτερο γιο».
Εκείνος ξεφύσησε ανακουφισμένος και ρώτησε την Μύριαμ τραυλίζοντας αν η Ζηνοβία ήταν εντάξει· γιατί με τόσο αίμα που είχε δει σε ρούχα και κουρέλια, τον κυρίευσε η απελπισία.
«Είναι κουρασμένη», του απάντησε η Μύριαμ και ένα αμυδρό χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του. «Αλλά θα είναι εντάξει».
Τα νέα ταξίδεψαν γρήγορα στο παλάτι και τα ποτήρια των επισκεπτών υψώθηκαν για μια ακόμα φορά για να τιμήσουν το αρχοντόπουλο. Ο Οδαίναθος θα τους συντρόφευε σύντομα, πρώτα όμως ήθελε να αντικρίσει το νέο μέλος της οικογένειας του.
Αφού οι παρευρισκόμενες στην γέννα φρόντισαν το μωρό και την λεχώνα, κατευθύνθηκε στο δωμάτιο της μαζί με τον Ζάμπαϊ.
Η εικόνα της Ζηνοβίας με τα λυτά, μακριά μαλλιά της και το άσπρο νυχτικό να κρατάει στα χέρια της ένα πολύ μικρό πλασματάκι τους συγκίνησε σε βαθμό που ήταν αδύνατον να καταπολεμήσουν ένα ακόμα κύμα δακρύων. Ο μεν Ζάμπαϊ έβλεπε την κόρη του, το δικό του μωρό να έχει γίνει μητέρα και να αγκαλιάζει την συνέχεια της οικογένειας τους και ο Οδαίναθος έβλεπε την όμορφη -παρά την ταλαιπωρία- γυναίκα του να μοιάζει πιο γαλήνια από ποτέ. Και ο λόγος ήταν το δώρο της προς εκείνον, το οποίο είχε αναθρέψει μέσα της όλους αυτούς τους μήνες με αγάπη και υπομονή. Ένα δώρο από εκείνη και την θεά που βοήθησε να γεννηθεί υπό την επίβλεψη της ημισελήνου.
Ο Οδαίναθος πλησίασε το κρεβάτι και χαμήλωσε το βλέμμα του στον γιο του. Η Ζηνοβία έκανε στην άκρη το σεντόνι, με το οποίο το είχαν σκεπάσει, για να φανούν τα γεννητικά όργανα του παιδιού. Στην συνέχεια, ο Οδαίναθος άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το μάγουλο της Ζηνοβίας, μια κίνηση που εξόργισε την Ιόλη. Αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να χαμηλώσει το βλέμμα της. Και δυστυχώς εκείνη την στιγμή, ήταν όλοι στραμμένοι στον νέο Παλμυριανό και δεν την είδαν να κουνάει τα χείλη της, καθώς καταριόταν την Ζηνοβία και το μωρό.
«Είναι υπέροχος», είπε ο Οδαίναθος και γέλασε ελαφρά. «Σε ευχαριστώ».
Η Ζηνοβία του χαμογέλασε και έτεινε το μωρό προς το μέρος του. Εκείνος τον κράτησε προσεκτικά και έσκυψε να φιλήσει το μικρό του κούτελο.
Η Μύριαμ χάζευε την κυρά της που είχε γείρει στο μαξιλάρι της και χάζευε τους άντρες της ζωής της. Μετά από πολλές ώρες οδύνης ήταν επιτέλους ήρεμη και χαμογελαστή. Ούτε που την ένοιαζε η λανθασμένη της πρόβλεψη για το φύλο του παιδιού και τα λόγια της που αφορούσαν έναν σοβαρό τραυματισμό σε περίπτωση που το μωρό δεν ήταν κορίτσι. Δεν πίστεψε πως κάποια οντότητα είχε ακούσει την υβριστική κουβέντα της, γιατί θα ήταν όλες στραμμένες στην Σεπτίμια.
«Πώς θέλεις να τον πούμε;», ρώτησε η Ζηνοβία τον άντρα της.
Ο Οδαίναθος δεν πήρε το βλέμμα του από τον γιο του
Συνέχισε να περιεργάζεται το εύθραυστο πλάσμα και να ονειροπολεί για όσα θα κατάφερνε μαζί με τον αδερφό του σαν γίνονταν άντρες. Ένας ακόμα προστάτης της Παλμύρας λοιπόν χρειαζόταν ένα όνομα που να ενέπνεε σιγουριά στους υπηκόους του, ο οποίος είχε την εύνοια των ουρανών.
«Ουάχμπ' Αλλάτ», αποκρίθηκε στην μητρική του γλώσσα.
«Ουαβάλλαθος», ψιθύρισε η Ζηνοβία και στράφηκε στον πατέρα της. «Δώρο από την Αλ - Λατ».
Σημείωμα συγγραφέα:
Να μας ζήσει βρε *σνιφ*.
Το όνομα όπως είδατε είναι Wahb Allāt και φυσικά αφορά την αραβική μορφή του. Στα λατινικά είναι Vaballathus, αλλά δεν έχω βρει ελληνική μορφή. Οπότε την έφτιαξα μόνη μου, για να ξέρετε. Sorry about that.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top