17. Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ

Ο Βαλέριος ξέσπασε σε υστερικά γέλια ακούγοντας τα λόγια του απεσταλμένου. Εκείνος είχε έρθει για να ταπεινώσει τους Πέρσες, αλλά τελικά έγινε το ακριβώς αντίθετο. Ο Σαπούρ του φερόταν σαν τον γονιό που είχε τιμωρήσει αρκετά το παιδί του και τώρα ήταν η ώρα να το αφήσει στην ησυχία του. Αυτό βέβαια δεν θα γινόταν χωρίς ανταλλάγματα. Ο νικητής έπαιρνε πάντα τα περισσότερα και δυστυχώς δεν ήταν ο ίδιος.

«Να πεις στον βασιλιά σου ότι δεν διαπραγματεύομαι».

Η δυσαρέσκεια του στρατού ήταν φανερή, όπως και των στρατηγών. Τα νέα που έφερε ο αγγελιοφόρος τους επέτρεψαν να ελπίσουν, αλλά η χαρά έσβησε με την άρνηση του αυτοκράτορα.

«Δεν έχεις και πολλές επιλογές φίλε μου», είπε ο αγγελιοφόρος με ένα πλάγιο χαμόγελο. «Είναι θέμα χρόνου να χαθείτε όσοι απομείνατε από τον στρατό σας. Ο βασιλιάς μου επιδεικνύει μεγαλοψυχία με αυτή την κίνηση».

«Δεν είμαι επαίτης και δεν χρειάζομαι την λύπηση κανενός. Και σε καμία περίπτωση δεν είμαι φίλος σου».

Ο Οδαίναθος κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του και ζήτησε από τον αυτοκράτορα να του μιλήσει. Οι έπαρχοι που τους είχαν ακολουθήσει στην Έδεσσα, πλησίασαν με την σειρά τους θέλοντας να αλλάξουν γνώμη στον Βαλέριο.

«Έχει δίκιο», αποκρίθηκε ο Οδαίναθος χαμηλόφωνα. «Δεν έχουμε την δύναμη να ανατρέψουμε τις ισορροπίες».

«Θέλεις τελικά να κηρυχθείς προδότης;», γρύλισε ο Βαλέριος.

Αυτή τη φορά η απειλή του δεν λειτούργησε. Εφόσον ο αντίπαλος ήταν πρόθυμος να έρθουν σε συμφωνία, δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσουν την αιματοχυσία. Μπορούσε να δοθεί ένα τέλος στην μάχη κι ας μην ήταν υπέρ τους. Στο κάτω κάτω δεν γινόταν να κερδίζει συνέχεια η Ρώμη.

«Ήρθαμε εδώ για να διασφαλίσουμε τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας», συνέχισε ο Οδαίναθος απτόητος. «Και με αυτή την συνθηκολόγηση θα έχουμε πετύχει τον στόχο μας».

Αυτό που επίσης ήθελε να πει, αλλά σεβάστηκε τον αυτοκράτορα, ήταν πως δεν χρειαζόταν κάθε εκστρατεία να έχει επεκτατικό σκοπό. Ο Αύγουστος δεν μπορούσε να εξουσιάζει ολόκληρη την οικουμένη. Η Ζηνοβία είχε πολύ δίκιο που τον θεωρούσε λαίμαργο θηρίο. Το μόνο που ήθελε κι αυτός κι όλοι οι Ρωμαίοι ήταν να κερδίζουν, χωρίς να νοιάζονται ποιους θα πληγώσουν στην πορεία.

Ο Βαλέριος κοίταξε γύρω του κι είδε τους επάρχους να συμμερίζονται την άποψη του Οδαίναθου, στρατιώτες να τον παρακαλάνε με το βλέμμα τους να δεχτεί και τον αγγελιοφόρο να εκπέμπει την έπαρση που σίγουρα θα είχε κυριεύσει τον αφέντη του μια τέτοια στιγμή. Τα χέρια του ήταν δεμένα, είχε χάσει κάθε σύμμαχο κι αν δεν ήθελε να εκτελεστεί επί τόπου από τους κουρασμένους στρατιώτες του και να υποστεί damnatio memoriae, όφειλε για μια φορά στην ζωή του να υποκύψει.

«Ας είναι», ξεφύσησε.

Τα μάτια του Οδαίναθου έλαμψαν με την τόσο απλή κουβέντα του αυτοκράτορα. Επιτέλους, θα άφηνε κάτω το σπαθί και θα έκλεινε ξανά στην αγκαλιά του την αγαπημένη του οικογένεια.

«Πες στον βασιλιά σου ότι δέχομαι την συνθηκολόγηση».

Ο αγγελιοφόρος αρκέστηκε σε ένα νεύμα και καβαλίκεψε ξανά το άλογο του για να κατευθυνθεί στον Πέρση ηγεμόνα και να του μεταφέρει τα ευχάριστα νέα. Σαν χάθηκε, η ευφορία απλώθηκε στα πρόσωπα των αντρών και σύντομα η κατασκήνωση τους αντήχησε με τα γέλια τους.

Το ίδιο εύθυμος ήταν κι ο Οδαίναθος. Ωστόσο, το δικό του γέλιο δεν πρόλαβε να ακουστεί, καθώς ο βλοσυρός Βαλέριος τον πλησίασε και του ψιθύρισε απειλητικά λόγια.

«Για μένα είσαι ένας προδότης. Και οι προδότες τιμωρούνται».

Ο Ζάμπντας μπήκε στην σκηνή του Οδαίναθου κρατώντας μια κανάτα με κρασί. Την είχε σχεδόν αδειάσει, όπως αρκετές άλλες που βρέθηκαν στα χέρια του, οπότε και έφτασε τρεκλίζοντας μέχρι το ανάκλιντρο στο οποίο αναπαυόταν ο φίλος του. Στο μεταξύ, έριξε αρκετό από το γλυκόπιοτο νέκταρ κάτω, ενώ πιτσίλισε και τον Οδαίναθο. Εκείνος όμως ήταν αρκετά απασχολημένος να αναστενάζει, οπότε και δεν νοιάστηκε τόσο για τον κόκκινο λεκέ στον ήδη λερωμένο χιτώνα του.

«Δεν θα γιορτάσεις μαζί μας;», τον ρώτησε ο Ζάμπντας γεμίζοντας το υγρό του στόμα με το κρασί.

«Από ότι ακούω δεν λείπω και σε κανέναν».

«Ωχού μωρέ γκρίνια! Απορώ πώς σε αντέχει η Ζηνοβία».

Η αναφορά του ονόματος της ενέτεινε την δυσφορία του. Όλοι ήξεραν πόσο την αγαπούσε και προ πάντων ο αυτοκράτορας. Είχε καθυστερήσει την εκστρατεία για να είναι πλάι της στην περίοδο πένθους, κάτι που κανένας άλλος δεν θα έπραττε τόσο εύκολα για την γυναίκα του. Εκείνη όμως ήταν η μεγαλύτερη του παρηγοριά και το πιο επώδυνο βάσανο. Αν κανείς ήθελε να τον πληγώσει, θα ξεκινούσε από την ίδια κι έπειτα θα προχωρούσε στα παιδιά του.

Αφήνοντας έναν ακόμα αναστεναγμό να βγει από τα χείλη του, σηκώθηκε όρθιος κι άρπαξε την κανάτα από τον Ζάμπντα. Έπειτα, την πέταξε παραπέρα κι ο Ζάμπντας βόγκηξε ενοχλημένος.

«Δεν έχει τελειώσει η γιορτή».

«Για σένα τελείωσε», του απάντησε αρπάζοντας τους ώμους του και ταρακουνώντας τον. «Μπορείς να ιππεύσεις;»

Ήταν αρκετά χαζή ερώτηση, δεδομένου ότι πριν λίγο με το ζόρι περπατούσε. Ωστόσο, αν καβαλίκευε ένα άλογο εκείνο θα έκανε την περισσότερο δουλειά. Το θέμα ήταν αν ο Ζάμπντας κατάφερνε να μείνει στην ράχη του.

Ακούγοντας την ερώτηση του φίλου του, μειδίασε και χτύπησε μαλακά το μάγουλο του.

«Το περίμενα ότι θα ήθελες να τελειώσεις έτσι η γιορτή. Πώς την θέλεις την δική σου;»

«Δεν εννοώ γυναίκες Ζάμπντα! Εννοώ άλογο, ζώο».

«Πρώτη φορά μου ζητάνε κάτι τέτοιο».

«Σε ρωτάω αν μπορείς να ταξιδέψεις!»

«Πού να ταξιδέψω;»

Ο Οδαίναθος του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι με την ελπίδα ότι κάτι τέτοιο θα τον συνέφερε από το μεθύσι. Το μόνο που κατάφερε βέβαια ήταν να αλλάξει το χρώμα του πληγωμένου του μαγούλου.

«Έχεις τρελαθεί;», μουρμούρισε τρίβοντας το δέρμα του.

«Έτσι φαίνεται», απάντησε ο Οδαίναθος ξεφυσώντας. «Με συγχωρείς».

«Γιατί είσαι τόσο κακόκεφος; Η εκστρατεία τελείωσε».

«Ο πραγματικός πόλεμος αρχίζει τώρα».

Ο Ζάμπντας δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που αναστάτωνε τον Ras κι εκείνη την στιγμή δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμος να βασανίσει το μεθυσμένο του μυαλό για να τον βοηθήσει. Εξάλλου, την επόμενη στιγμή ένας στρατιώτης έτρεξε σε όλη την κατασκήνωση ανακοινώνοντας πως ο αυτοκράτορας είχε επιστρέψει από το παλάτι του Σαπούρ. Οι διαπραγματεύσεις είχαν τελειώσει κι όλοι θα γύριζαν σπίτι τους, με εξαίρεση έναν. Εκείνο το βράδυ, κάποιος θα έχανε την ελευθερία του.

Επιστρέφοντας στο παλάτι μετά την πρωινή τους έξοδο στην αγορά, ο Μαιόνιος καυχήθηκε για την άριστη συμπεριφορά του ελπίζοντας ότι θα κέρδιζε ξανά την εύνοια της Ζηνοβίας. Εκείνη όμως δεν είχε σκοπό να του δώσει τόσο εύκολα άφεση αμαρτιών, ειδικά όταν θεωρούσε ότι έπρεπε να επιβραβευτεί για το καθήκον του. Η σοβαρότητα ήταν υποχρέωση του, σαν συγγενής του άρχοντα της Παλμύρας.

Αυτός που δεν φάνηκε να χαίρεται με την σημερινή εξόρμηση ήταν ο Ηρωδιανός. Από όταν ξύπνησε έδειχνε ενοχλημένος με κάτι, ενώ η χλομάδα και οι κύκλοι γύρω από τα μάτια του μαρτυρούσαν τον ανάστατο ύπνο του. Η Ζηνοβία τον είχε ρωτήσει αν ήταν άρρωστος, αλλά εκείνος την διαβεβαίωσε πως η υγεία του ήταν καλά, οπότε και τους συνόδευσε στο φόρουμ. Ώρα με την ώρα όμως το πνεύμα του έδειχνε να ταξιδεύει μακριά από την αγορά, πιθανόν κι από την Παλμύρα, με αποτέλεσμα να καταπονείται και το σώμα του. Μόλις γύρισαν στο ανάκτορο, σχεδόν έτρεξε στο δωμάτιο του για να αναζητήσει την ησυχία που δεν είχε όλη μέρα.

Αφού η Ζηνοβία φρόντισε να ταΐσει τον γιο της και να τον κοιμίσει για να ξεκουραστεί από την βόλτα, κατευθύνθηκε στο δωμάτιο του Ηρωδιανού.

Τον βρήκε ξαπλωμένο στο κρεβάτι του να παίζει νευρικά με ένα κόσμημα και το βλέμμα του να έχει καρφωθεί στην οροφή. Ακόμα κι όταν άκουσε κάποιον να εισέρχεται στον προσωπικό του χώρο δεν έκανε τον κόπο να στραφεί αλλού.

«Σου λέει κάτι ενδιαφέρον;», τον ρώτησε η Ζηνοβία και πήγε να καθίσει δίπλα του.

«Δεν υπάρχει τίποτα το ενδιαφέρον από όταν έφυγε ο πατέρας».

Η Ζηνοβία προσπάθησε να μην προσβληθεί. Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να κρατάει τον Ηρωδιανό απασχολημένο, ώστε να μην μελαγχολεί με την απουσία του πατέρα του. Σίγουρα δεν θα ήταν απόλυτα επιτυχής, αλλά δεν ήταν και τελείως αδιάφορη όπως ο θείος του. Προφανώς όσο περνούσε ο καιρός κι ο Οδαίναθος δεν εμφανιζόταν στην Παλμύρα, ο γιος του έχανε την ελπίδα του.

«Θα γυρίσει σύντομα και τότε θα είναι καλύτερα τα πράγματα».

Ο Ηρωδιανός ανασήκωσε το ένα του φρύδι.

«Σου το είπε ο ίδιος; Έστειλε κάποιο γράμμα;»

«Όχι. Αλλά το νιώθω».

Εκείνος επέστρεψε την προσοχή του στο κόσμημα και η Ζηνοβία τον ρώτησε τι ήταν αυτό που κρατούσε. Την άφησε τότε να το πάρει στα δικά της χέρια και να θαυμάσει την μαύρη πέτρα γύρω από το σκοινί. Δεν ήταν το πολύτιμο περιδέραιο που θα περίμενε κανείς να βρίσκεται στην κατοχή του νεαρού άρχοντα. Υπήρχε όμως κάτι πολύ όμορφο στην άψογα σκαλισμένη πέτρα και το ελάχιστο κεχριμπαρί που δέσποζε μέσα της. Αν μη τι άλλο μαγνήτιζε τα βλέμματα.

«Μου το είχε δώσει η μητέρα μου λίγο πριν πεθάνει», της εξήγησε και η Ζηνοβία κατάλαβε ότι η αξία της πέτρας ήταν υψηλή ως προς το συναισθηματικό κομμάτι. «Μου είχε πει πως το είχε βρει ο πατέρας της όταν γυρνούσε από μια μάχη. Ο στρατός ήταν σίγουρος πως θα έχαναν, αλλά τελικά κατάφεραν να υπερισχύσουν. Ήθελε λοιπόν να κάνει ένα δώρο στην μικρή του κόρη, αλλά μέσα στην άδεια έρημο το μόνο που βρήκε ήταν αυτή η πέτρα».

«Τότε θα ήταν και για την ίδια τόσο αγαπητό όσο για σένα».

Ο Ηρωδιανός κατένευσε και ανασηκώθηκε.

«Μου το έδωσε όταν πήγε κι ο πατέρας μου σε μάχη. Μου είπε πως είχε την μαγική ικανότητα να προστατεύει άντρες από τον πόλεμο. Έτσι, προσευχήθηκα κι ο πατέρας γύρισε ζωντανός. Τώρα ξέρω ότι είναι απλά ένα ψέμα».

«Γιατί το λες αυτό;»

«Γιατί είναι απλά μια πέτρα».

«Μια πέτρα που όμως ζητάει την πίστη σου, ακριβώς όπως ο πατέρας σου. Κι όταν πιστεύεις σε κάτι με όλη σου την καρδιά, τότε ανταμείβεσαι».

Η Ζηνοβία του έδωσε πίσω το κρεμαστάρι κι ο Ηρωδιανός το έκρυψε στις παλάμες του.

«Χθες βράδυ είχα ένα πολύ άσχημο όνειρο. Είδα τον πατέρα να βυθίζεται στην άμμο. Κι η άμμος ήταν κόκκινη σαν το αίμα. Ζηνοβία, θα πεθάνει ο πατέρας μου;»

Εκείνη είχε σαστίσει ακούγοντας το όνειρο εξ αρχής. Όταν μάλιστα ακολούθησε η ερώτηση του παιδιού, που στην πραγματικότητα ήταν μια έκκληση να καταπολεμήσει τους φόβους του, ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι της και τα άκρα της να μουδιάζουν. Πλέον φοβόταν κι εκείνη. Το όνειρο του Ηρωδιανού θα μπορούσε να είναι ένα μήνυμα από τους θεούς που ήθελαν να τους ειδοποιήσουν για ένα τραγικό συμβάν. Θα μπορούσε όμως να είναι κι η ταραχή ενός γιου που ήθελε πίσω τον πατέρα του. Αυτό έπρεπε να πιστέψει η Ζηνοβία ώστε να ανταμειφθεί με την επιστροφή του άντρα της.

«Ο Οδαίναθος είναι ο πιο γενναίος πολεμιστής και δεν θα αφήσει κανέναν εχθρό να τον νικήσει. Θα γυρίσει σε εμάς πολύ γρήγορα».

«Αν πεθάνει, θα γίνω εγώ Ras;»

«Θα γίνεις Ras όταν έρθει η ώρα. Προς το παρόν μπορείς να χαρείς τα νιάτα σου και την αναμελιά τους».

Ο Ηρωδιανός αρκέστηκε σε ένα νεύμα. Ήταν καλύτερο να σκέφτεται τις ελάχιστες ευθύνες του λίγο πριν μπει στην εφηβεία, παρά την διοίκηση μιας επαρχίας.

Η Ζηνοβία του χαμογέλασε αδύναμα και τον ενημέρωσε πως θα διέταζε δυο σκλάβους να του φέρουν λίγο φαγητό. Στην αγορά δεν είχε φάει σχεδόν καθόλου. Εξάλλου, όλοι ήταν λίγο πιο αισιόδοξοι με γεμάτο στομάχι.

Στην συνέχεια, σηκώθηκε για να φύγει. Ο Ηρωδιανός όμως την σταμάτησε πριν διαβεί το κατώφλι.

«Σου υπόσχομαι πως μετά από μένα θα γίνει Ras ο Ουαβάλλαθος».

Εκείνη του χαμογέλασε κι ας ήξερε πως κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατό. Ο Ηρωδιανός θα έκανε την δική του οικογένεια και ο αδερφός του θα παραγκωνιζόταν περισσότερο από τα παιδιά του. Ωστόσο, εκτίμησε την παιδική πρόθεση του κι ας επρόκειτο για ένα όνειρο που δεν θα πραγματοποιούταν ποτέ.

Κάποια στιγμή οι στρατιώτες κουράστηκαν να γιορτάζουν. Την επόμενη μέρα θα έπρεπε να μαζέψουν την κατασκήνωση τους και να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής, οπότε δεν γινόταν να μεθοκοπάνε μέχρι το ξημέρωμα, διαφορετικά θα κατέρρεαν στην διάρκεια του ταξιδιού. Και το ταξίδι μέσα στην ζεστή, συριακή έρημο δεν ήταν εύκολη υπόθεση.

Υπάκουσαν λοιπόν στην λογική και τις ικεσίες των ταλαιπωρημένων τους κορμιών και ρίχτηκαν στα στρώματα τους για έναν απολαυστικό ύπνο. Ούτε ένας δεν έμεινε ξύπνιος να φυλάει το στρατόπεδο, αφού είχαν συνάψει ειρήνη και δεν πίστευαν ότι κινδύνευαν. Έκαναν όμως ένα μεγάλο λάθος.

Ο Ζάμπντας σηκώθηκε από το ανάκλιντρο του για να βγει έξω από την σκηνή. Δεν ήθελε καθόλου να σταθεί στα πόδια του και να κάνει το παραμικρό βήμα. Το στομάχι του διαμαρτυρόταν μόνο με μια ανάσα, ενώ το κεφάλι του φάνταζε πιο βαρύ κι από την πανοπλία του. Έπρεπε όμως να αφήσει στην άκρη τον γλυκό ύπνο για να ανακουφίσει την κύστη του, καθώς με τόσο αλκοόλ είχε γεμίσει παραπάνω από όσο θα άντεχε.

Προχώρησε σε έναν φοίνικα κι έκανε την δουλειά του με μάτια κλειστά. Αν μπορούσε να σωριαστεί επί τόπου και να συνεχίσει τα όνειρα του, θα το έκανε αλλά δεν του ήταν ευχάριστο να πλαγιάζει με τα ούρα του. Οπότε και παρέμεινε ξύπνιος ώστε να καταφέρει να γυρίσει στην σκηνή του. Σύντομα όμως συνειδητοποίησε πως το ότι κατάφερε να παραμείνει στον κόσμο των ξύπνιων ήταν θείο δώρο, καθώς καλπασμοί αλόγων έσπασαν την ησυχία της νύχτας.

Οι απρόσκλητοι επισκέπτες ήταν Πέρσες, όπως μαρτυρούσε η φορεσιά τους και τα σύμβολα στις πανοπλίες τους. Και από τα σπαθιά που κρατούσαν κατάλαβε ότι δεν είχαν έρθει για να επιβεβαιώσουν την συμφωνία ή να γιορτάσουν παρέα για αυτή.

Αμέσως έβγαλε μια κραυγή για να προειδοποιήσει τους συντρόφους του, ενώ τα βήματα του σύρθηκαν προς την σκηνή του Οδαίναθου. Σύντομα οι φωνές του καλύφθηκαν από τις οργισμένες κραυγές των Περσών και τα ουρλιαχτά έκπληξης του ρωμαϊκού στρατού. Κάποιοι σφάζονταν πριν καν προλάβουν να σηκωθούν κι άλλοι ξεσκόνιζαν τα ξίφη τους πριν βρεθούν λαβωμένοι στο έδαφος.

Ο Οδαίναθος είχε ξυπνήσει με τις πρώτες κραυγές και προσπαθούσε να φορέσει την πανοπλία του για να ριχτεί στην ξαφνική μάχη.

«Τι γίνεται εκεί έξω;», ρώτησε τον Ζάμπντα όταν βρέθηκε στην σκηνή του.

«Μας επιτίθενται οι Πέρσες».

«Μα υποτίθεται πως έγινε συμφωνία».

«Μάλλον ήταν ψέματα. Πάμε να φύγουμε. Δεν μπορούμε να παλέψουμε».

Ο Ζάμπντας είχε δει πόσοι είχαν έρθει να αποτελειώσουν τον στρατό τους και ο αριθμός δεν ήταν καθόλου εύκολα διαχειρίσιμος. Οπότε και δεν έμεινε μονάχα στις συμβουλές, αλλά έπιασε το χέρι του φίλου του και τον έσυρε έξω.

Δεν τον άφησε καν να προσπαθήσει να παλέψει με τους αντιπάλους. Τον οδηγούσε προς τα άλογα τους για να δραπετεύσουν έγκαιρα από αυτή την επίθεση. Ήταν ξεκάθαρο πως οι Πέρσες δεν είχαν σκοπό να αφήσουν επιζήσαντες. Κάποιοι μάλιστα ακολούθησαν το παράδειγμα τους, αγνοώντας τις κραυγές του αυτοκράτορα.

«Ο Βαλέριος», μουρμούρισε ο Οδαίναθος και γύρισε να δει τον Αύγουστο στα χέρια των Περσών.

Ο Ζάμπντας έσφιξε το κράτημα του για να μην του ξεφύγει. Εξάλλου, οι Πέρσες θα είχαν σκοτώσει ήδη τον Βαλέριο αν το ήθελαν, αλλά προφανώς θα αρκούνταν στην αιχμαλωσία του. Πιθανόν να έκαναν ένα ακριβό παζάρι με τον γιο του και έπειτα θα τον άφηναν ελεύθερο. Για εκείνους όμως δεν νοιάζονταν. Αν δεν είχαν πρόβλημα να σκοτώσουν την Ζηνοβία και τους λοιπούς Παλμυριανούς στην διάρκεια της απουσίας τους, σίγουρα δεν θα δίσταζαν να τους σφάξουν τώρα που τους είχαν παγιδευμένους.

«Εμάς δεν θα μας λυπηθούν. Ο αυτοκράτορας θα είναι μια χαρά».

Δεν έμοιαζε και πολύ καλά καθώς αναθεμάτιζε τους Πέρσες και αγωνιζόταν να ξεφύγει. Εντούτοις, ο Οδαίναθος δεν συγκινούταν με το δράμα του όπως θα άρμοζε. Θυμήθηκε την απειλή του νωρίτερα και συνειδητοποίησε πως αν πέθαινε, θα ήταν ασφαλής. Ήταν πολύ άσχημο να σκέφτεται με τέτοιο τρόπο, ωστόσο ο πόλεμος ήταν ένας αγώνας επιβίωσης σε βάρος του άλλου. Και ο Βαλέριος του είχε δείξει πως τελικά δεν βρίσκονταν στο ίδιο στρατόπεδο.

Εν τέλει υπάκουσε στις υποδείξεις του Ζάμπντα και ανέβηκαν στα άλογα τους για να δραπετεύσουν μαζί με τους λίγους τυχερούς.

Ο Ουαβάλλαθος είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της Σάρας, χάρις το γλυκό νανούρισμα της. Ήταν γαλήνιος τυλιγμένος στα σεντόνια του και σίγουρα θα ονειρευόταν έναν κόσμο με ειρήνη και φωτεινά χρώματα. Ωστόσο, δεν ίσχυε το ίδιο για την Ζηνοβία.

Η μητέρα του μωρού καθόταν εδώ και ώρα μπροστά από το παράθυρο κοιτάζοντας τον άδειο περίβολο. Η Σάρα λυπόταν να την βλέπει να μελαγχολεί και δοκίμασε να της πιάσει την κουβέντα. Μα η κυρά της της έδινε μονολεκτικές απαντήσεις δείχνοντας πως δεν είχε όρεξη για πολλά πολλά. Τελικά, άφησε το μωρό στην κούνια του και πήγε στο δωμάτιο της για να αποκοιμηθεί.

Η Σεπτίμια έμεινε μπροστά από το παράθυρο μέχρι το ξημέρωμα. Δεν σάλεψε από την θέση της μέχρι ο ήλιος να υψωθεί αρκετά και να σημάνει τον ερχομό της νέας μέρας. Είχε μαρμαρώσει σε αυτή την θέση για πάνω από δώδεκα ώρες, αλλά της φαινόταν πως ήταν εκεί μονάχα για μερικά λεπτά. Ούτε το ουράνιο σώμα δεν στάθηκε ικανό να της υποδείξει ότι είχε χαραμίσει μια νύχτα να κοιτάζει έναν άδειο χώρο.

Όταν η Σάρα επέστρεψε για να εκτελέσει τα καθήκοντα της αναφώνησε βλέποντας την στην ίδια θέση και με τα ίδια ρούχα.

«Κυρά δεν κοιμήθηκες;»

Στην αρχή, η Ζηνοβία δεν την κατάλαβε. Έπρεπε να πάει κοντά της και να την αγγίξει για να συνειδητοποιήσει ότι η Εβραία σκλάβα βρισκόταν στο δωμάτιο.

«Ξενύχτισες κυρά;»

Η Ζηνοβία ξεφύσησε κλείνοντας τα μάτια της για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου.

«Λείπει πολύ καιρό», μουρμούρισε. «Δεν έχω νέα του. Δεν μου έχει στείλει ούτε ένα γράμμα».

Η Σάρα κατάλαβε αμέσως για ποιον μιλούσε. Η κυρά της είχε πεθυμήσει τον σύζυγο της κι αγωνιούσε για την υγεία του.

«Ο πόλεμος είναι δύσκολος. Αν είναι αφοσιωμένος σε αυτόν, σημαίνει ότι κάνει τα πάντα για να κερδίσει».

«Εμένα μου αρκεί να γυρίσει πίσω ζωντανός».

«Είμαι βέβαιη ότι αυτό θα γίνει».

«Μπορείς να μου κάνεις μια χάρη;»

«Ό,τι θέλεις κυρά».

«Ξέρω ότι δεν πιστεύουμε στον ίδιο θεό, αλλά μήπως θα μπορούσες να προσευχηθείς κι εσύ για τον Οδαίναθο; Ίσως αν έχει την εύνοια πολλών θεών να είναι πιο ασφαλής».

Η Σάρα της χαμογέλασε τρυφερά.

«Δεν χρειαζόταν να μου το πεις κυρά. Το κάνω ήδη και εγώ και η Μύριαμ».

Σύντομα ήρθε στο δωμάτιο και αυτή η σκλάβα και βοήθησαν την Ζηνοβία να φροντίσει τον εαυτό της για να χαλαρώσει, αλλά και τον Ουαβάλλαθο. Έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να την κρατούν απασχολημένη ώστε να μην στενοχωριέται για την απουσία του Οδαίναθου.

Όσο για εκείνον, η χαλάρωση και η περιποίηση ήταν πολυτέλειες που δεν μπορούσε να χαρεί. Διψούσε, πείναγε και ζεσταινόταν μα δεν μπορούσε να σταματήσει. Εκείνος και οι είκοσι στρατιώτες που κατάφεραν να ξεφύγουν, μαζί με τους επάρχους, ίππευαν ή βάδιζαν στην ξηρή έρημο όσο πιο γρήγορα τους επέτρεπαν η ζέστη και η ταλαιπωρία. Ανησυχούσαν μήπως οι Πέρσες τους είχαν πάρει στο κατόπι και μια στάση μπορεί να απέβαινε μοιραία. Ωστόσο, αν οι ξεκούραστοι Πέρσες τους είχαν όντως ακολουθήσει το πιο πιθανό ήταν να τους είχαν φτάσει ήδη. Παρόλα αυτά, δεν ήθελαν να πάρουν ένα τόσο μεγάλο ρίσκο, αφού τελικά αποδείχτηκαν ανάξιοι εμπιστοσύνης.

«Τώρα τι κάνουμε;», ψέλλισε ο Ζάμπντας, τα χείλη του οποίου είχαν ξεραθεί από τον καυτό ήλιο.

«Γυρίζουμε σπίτι», του απάντησε ο Οδαίναθος με την ίδια απουσία ζωντάνιας.

«Και μετά;»

«Μετά... Κάνουμε τα πάντα για να κερδίσουμε την εύνοια του νέου αυτοκράτορα».

Ο Ζάμπντας τον κοίταξε σαστισμένος.

«Δεν νομίζω να σκοτώσουν τον Βαλέριο».

Ο Οδαίναθος το ευχόταν, αλλά κι εκείνος δεν πίστευε ότι ο Σαπούρ θα έκανε κάτι τόσο παρακινδυνευμένο. Ήδη είχε πάρει ένα ρίσκο με το να μην τηρήσει την συμφωνία που ο ίδιος πρότεινε. Το να δολοφονήσει τον αυτοκράτορα θα έδινε στην Ρώμη έναν λόγο να εκδικηθεί και κάποια στιγμή θα έπαυε κι αυτός να είναι ανίκητος.

«Όπως και να έχει χρειαζόμαστε τον Γαλλιηνό. Αν ο Σαπούρ προχωρήσει σε αντίποινα, θα είμαστε οι πρώτοι που θα χτυπήσει».

«Δεν διαφωνώ. Αλλά προς το παρόν θα είναι απασχολημένος με το νέο του παιχνίδι».

Όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί ο Οδαίναθος, ο Πέρσης βασιλιάς πιθανόν μόλις είχε σώσει την οικογένεια του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top