16. ΚΟΚΚΙΝΗ ΕΔΕΣΣΑ
Η Μύριαμ βγήκε έξω από τα ανάκτορα φορώντας την κουκούλα της κάπας της. Ταυτόχρονα, κοίταζε γύρω της για να σιγουρευτεί ότι δεν είχε γίνει αντιληπτή. Ήταν πολύ βοηθητικό το μικρό της μέγεθος για περιπτώσεις που έπρεπε να περνάει απαρατήρητη. Είχε και τα μαύρα της ρούχα να συμβάλλουν στην απρόσκοπτη απομάκρυνση της.
Αφού δεν είδε κάποιο περίεργο βλέμμα φρουρού να την παρατηρεί, προχώρησε με γοργό βήμα προς την πόλη. Ωστόσο, η σελήνη δεν ήταν η μόνη που την κρυφοκοιτούσε. Μπορεί στο ίδιο επίπεδο με εκείνη να μην υπήρχε κανείς τέτοια ώρα, στους πάνω ορόφους όμως η κίνηση καλά κρατούσε. Κι από ένα παράθυρο η Ζηνοβία παρακολουθούσε με σκεπτικό ύφος την γυναίκα να απομακρύνεται.
Οι κοφτές της ανάσες καλύφθηκαν σύντομα από τα βαριά βήματα του Μαιόνιου που ερχόταν στο δωμάτιο της. Τον κατάλαβε από την έντονη μυρωδιά αλκοόλ που γέμισε τον χώρο. Εδώ και μήνες είχε αποκτήσει ένα πολύ κακό συνήθειο με ακόμα πιο άσχημες επιπτώσεις.
«Τώρα δεν θα με κοιτάς;», αναστέναξε ο Μαιόνιος.
Η Ζηνοβία γύρισε ελάχιστα προς το μέρος του για να τον δει να στηρίζεται στην παραστάδα της πόρτας. Οι μελανιές του προσώπου του είχαν σχεδόν εξαφανιστεί, αλλά ο ώμος του εξακολουθούσε να χρειάζεται στήριξη από έναν επίδεσμο. Ήταν τυχερός που δεν τον είχε βγάλει στον καβγά και ακόμα πιο τυχερός που η Ζηνοβία δεν ολοκλήρωσε το έργο των αντρών, μόλις τον είδε να τσακώνεται σε ένα πορνείο.
Εκείνη η μέρα ήταν αρκετά ντροπιαστική για τα ανάκτορα, οπότε και κανείς δεν είχε τολμήσει να τα εγκαταλείψει ξανά – ή τέλος πάντων σχεδόν κανείς. Για έναν λόγο που ο Μαιόνιος αρνούταν να εξομολογηθεί, είχε λογομαχήσει με μερικούς πελάτες του πορνείου και στο τέλος πιάστηκαν στα χέρια. Η Ζηνοβία πρόλαβε τα χειρότερα έχοντας όμως αφήσει στην μέση μια πολύ σημαντική συζήτηση με τον Γάιο. Όλοι είχαν καταλάβει ότι η αιτία αυτής της αναμέτρησης ήταν μια ιερόδουλη, αλλά οι βαθύτεροι λόγοι παρέμεναν άγνωστοι. Ήταν αρκετά ανόητο να προκύψει τέτοια διαφωνία για μια γυναίκα που μπορούσε να περάσει από τα χέρια όλων. Ο Μαιόνιος μάλλον ήταν αρκετά κακομαθημένος και αρνούταν να μοιραστεί μέχρι και μια πόρνη.
«Τι θέλεις;», τον ρώτησε η Ζηνοβία βαριεστημένα.
«Κάποια στιγμή θα πρέπει να μου μιλήσεις».
«Σου μιλάω».
«Ελάχιστα από κάθε άποψη».
«Απλώς είδα ότι δεν έχουμε και πολλά κοινά».
«Από πού το συμπέρανες αυτό;»
Αυτή την φορά γύρισε όλο της το σώμα προς το μέρος του με την κούραση της ημέρας να έχει αντικατασταθεί από θυμό.
«Δεν συνηθίζω να βγαίνω στην πόλη για να συχνάσω σε καταγώγια».
«Αυτά τα καταγώγια, όπως τα αποκαλείς, είναι στέκι πολλών ευυπόληπτων αντρών. Πιστεύεις ότι ο Οδαίναθος δεν βρέθηκε ποτέ σε ένα από αυτά;»
Τα λόγια του προκάλεσαν πολλά τσιμπήματα ζήλιας, αλλά η Ζηνοβία προσπάθησε να τα καταπολεμήσει. Αν ο Οδαίναθος είχε τέτοιες κακές συνήθειες, είχαν σίγουρα σταματήσει μετά τον γάμο τους. Ποτέ δεν είχε φύγει από το παλάτι βράδυ.
«Και ο καβγάς; Για ποιον λόγο έπρεπε να μάθει όλη η Παλμύρα τις αδυναμίες των ευυπόληπτων αντρών;»
Ένα κομμάτι του εαυτού της ήξερε πως πάλι δεν θα έδινε εξηγήσεις για την ντροπιαστική συμπεριφορά του και δεν διαψεύστηκε. Ο Μαιόνιος αρκέστηκε σε ένα ξεφύσημα και μια καθόλου ειλικρινή απολογία.
«Δεν χρειάζομαι συγγνώμη. Χρειάζομαι απαντήσεις και προ πάντων μια όσο το δυνατόν πιο κόσμια συμπεριφορά όταν βρίσκεσαι στην αγορά. Έχουμε την υποχρέωση να δίνουμε το σωστό παράδειγμα στους πολίτες και το να μην υποκύπτουμε στα πάθη μας είναι το σημαντικότερο».
Ο Μαιόνιος ανασήκωσε καχύποπτα το φρύδι του.
«Ακούγεσαι σαν χριστιανή. Μήπως η σκλάβα σου σε αλλαξοπίστησε;»
«Παραμένω πιστή στον Βαάλ και τα αδέρφια του. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι ηθικό ή όχι».
Εκείνος σήκωσε τα χέρια του σαν να παραδινόταν.
«Θα ήθελες να ξαναπάμε αύριο στην αγορά; Υπόσχομαι να είμαι κόσμιος».
Η Ζηνοβία συλλογίστηκε την δελεαστική του ιδέα πριν απαντήσει αρνητικά. Δεν ήθελε να τον δουν μαζί της και να ταυτίσουν τις βρώμικες ασχολίες του με την ίδια. Έπρεπε όμως να βρει ένα διαφορετικό επιχείρημα, γιατί δεν θα τον έπειθε θυμίζοντας του πόσο παιδιάστικα είχε φερθεί. Έφερε λοιπόν στον νου της την τελευταία φορά που βγήκαν στην πόλη αναζητώντας ένα δεύτερο ψεγάδι. Εντούτοις, δεν κατάφερε και πολλά. Αντίθετα, θυμήθηκε όλους εκείνους τους λόγους που έπρεπε να βαδίσει πλάι στους πολίτες της, όσο ο άντρα της πολεμούσε για την Ανατολή και την ευημερία της.
«Εντάξει», είπε τελικά και τα χείλη του Μαιόνιου σχημάτισαν ένα αδύναμο χαμόγελο.
«Τι θα έλεγες για μετά το πρωινό;»
«Συμφωνώ. Προτείνω να πάρουμε και τα παιδιά για να γνωρίσουν τον λαό τους».
«Γιατί όχι;», αποκρίθηκε ο Μαιόνιος, που κατά βάθος δεν συμφωνούσε και πολύ, γιατί ο Ηρωδιανός θα λάμβανε την περισσότερη επευφημία.
Αφού καληνυχτίστηκαν, η Ζηνοβία φόρεσε την νυχτικιά της, αλλά δεν ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Πήγε να καθίσει δίπλα στην κούνια του Ουαβάλλαθου περιμένοντας την επιστροφή της Μύριαμ.
†
Όταν η Μύριαμ έφτασε στον προορισμό της, έλεγξε ξανά την περίμετρο όπως είχε κάνει σε όλη την διαδρομή. Ο σβέρκος της είχε αρχίσει να πονάει από τις πολλές, απότομες κινήσεις. Ωστόσο, έπρεπε να σιγουρευτεί ότι δεν την είχε ακολουθήσει κανείς από το παλάτι ή κάποιο κακοποιό στοιχείο που σεργιάνιζε στα σκοτεινά σοκάκια αναζητώντας το θύμα του.
Όταν σιγουρεύτηκε ότι ήταν μονάχη, χτύπησε την πόρτα και ο Γάιος δεν άργησε να της ανοίξει.
«Άργησες», αποκρίθηκε καθώς εκείνη έμπαινε μέσα και κατέβαζε την κουκούλα της. «Ανησύχησα μήπως σε κατάλαβαν».
«Όχι. Απλώς ο μικρός άργησε να κοιμηθεί».
Ο Γάιος πήρε την κάπα της και την άφησε προσεκτικά σε μια καρέκλα για να μην λερωθεί. Το οποιοδήποτε στοιχείο πάνω σε ύφασμα της Μύριαμ θα οδηγούσε και τους δυο σε βαρύτατες ποινές.
«Πεινάς; Έχω φρέσκο χοιρινό».
«Είμαι εντάξει», του χαμογέλασε. «Έλα να καθίσουμε».
Ξεκουράστηκαν δίπλα δίπλα σε ένα ξεφτισμένο ανάκλιντρο που είχε ο Γάιος στην κατοχή του εδώ και χρόνια. Όσο περνούσε ο καιρός, οι φθορές δεν ήταν ορατές μόνο στο κουρασμένο πρόσωπο του, αλλά και στα έπιπλα του. Αυτό βέβαια βοηθούσε ώστε να πείθει για φτωχός.
«Πώς ήταν η μέρα σου;», την ρώτησε.
Αυτό ήταν το τελετουργικό τους από όταν άρχισε να έρχεται σπίτι του. Είχε προκύψει από την πρώτη της επίσκεψη, όταν θέλησε να βρει έναν τρόπο να καταπολεμήσει την αμηχανία μεταξύ τους. Έτσι, κάθε φορά που περνούσε το κατώφλι του, η κουβέντα τους ξεκινούσε μια ένα φαινομενικά άκακο θέμα για να καταλήξει φυσικά στην Ζηνοβία.
«Σήμερα δεν μιλήσαμε πολύ, ευτυχώς. Ασχολήθηκε περισσότερο με τα παιδιά».
«Είναι ακόμα θυμωμένη με τον Μαιόνιο;»
«Έτσι φαίνεται».
«Και φυσικά εκείνον δεν τον βλάπτει, γιατί δεν είναι σκλάβος της».
Η Μύριαμ χαμογέλασε μελαγχολικά κι ο Γάιος ένιωσε την ανάγκη να την χαϊδέψει. Μια τέτοια κίνηση όμως θα ήταν απρεπής, οπότε απλώς έσπρωξε μια τούφα από το πρόσωπο της, ώστε να αγγίξει έστω για λίγο το δέρμα της. Η αίσθηση τον έκανε να αναριγήσει, ενώ η Μύριαμ ξεροκατάπιε.
«Πάντως του είμαι ευγνώμων», αποκρίθηκε ο Γάιος κάνοντας την Μύριαμ να απορήσει. «Του Μαιόνιου», της εξήγησε. «Αν δεν είχε προκαλέσει εκείνον τον καβγά, δεν θα ομόρφαινες ξανά το σπίτι μου με την παρουσία σου».
Η Μύριαμ έφερε στον νου της εκείνη την ημέρα. Οι φρουροί της Ζηνοβίας την είχαν ενημερώσει πως ο Μαιόνιος είχε σοβαρά μπλεξίματα σε ένα πορνείο. Εκείνη ξεχύθηκε στους δρόμους της Παλμύρας σαν απειλητική αμμοθύελλα και πριν προλάβει η Μύριαμ να την ακολουθήσει, ο Γάιος άρπαξε τον ώμο της και της είπε πως το σπίτι του ήταν πάντα ανοιχτό για εκείνη. Θα της προσέφερε καταφύγιο και θα σκούπιζε τα δάκρυα που την έκανε να χύσει η κυρά της.
Η κουβέντα του δεν ήταν παρόρμηση της στιγμής, ούτε λόγια του αέρα. Τα εννοούσε και με το παραπάνω. Το ίδιο βράδυ λοιπόν η Μύριαμ βρέθηκε ξανά στο κατώφλι του. Δεν είχε σκοπό να μείνει μαζί του, ήθελε μονάχα να της κρατήσει συντροφιά. Από τότε ερχόταν όποτε μπορούσε, αν κι ο Γάιος την περίμενε κάθε βράδυ. Θα ήθελε κιόλας να μπορούσε να κοιμηθεί κοντά του, χωρίς βέβαια να έχει πονηρό σκοπό. Της είχε ορκιστεί ότι θα την σεβόταν και πράγματι, σε καμία της επίσκεψη δεν είχε επιδείξει άτακτη συμπεριφορά.
«Έλα κι αύριο», την παρακάλεσε όταν ήρθε η ώρα να επιστρέψει στο παλάτι.
«Δεν μπορώ να φεύγω δυο συνεχόμενα βράδια. Αν με χρειαστεί η κυρά και λείπω;»
«Έχει την Εβραία. Εσένα απλώς σε χρησιμοποιεί από καπρίτσιο. Έλα, σε παρακαλώ, ακόμα και πιο αργά. Μπορώ να σε περιμένω μέχρι το ξημέρωμα».
Η εσωτερική διαμάχη της Μύριαμ φάνηκε στο έντονο συνοφρύωμα της κι ο Γάιος προσφέρθηκε να έρθει ο ίδιος στο παλάτι και να την συνοδεύσει μέχρι εδώ.
«Όχι! Είσαι τρελός; Υπάρχει κίνδυνος να σε δουν».
Ήθελε να της πει ότι δεν τον ένοιαζε, ότι δεν έκανε κάτι κακό, ότι είχε κι αυτός το δικαίωμα να ζήσει χωρίς να νοιάζεται για τα πάθη ηγετών. Ωστόσο, ένα τέτοιο ξέσπασμα θα ήταν εγωιστικό. Η οποιαδήποτε απερισκεψία του θα μπορούσε να επιφέρει σοβαρές κυρώσεις στην Μύριαμ.
«Τέλος πάντων. Εγώ θα σε περιμένω».
Εκείνος πήρε την κάπα της και την πέρασε γύρω από τους ώμους της, ενώ σήκωσε την κουκούλα της. Η Μύριαμ στεκόταν σαστισμένη, καθώς δεν είχε συνηθίσει να την υπηρετούν. Αυτό ήταν καθαρά δικό της καθήκον.
«Να προσέχεις», της ψιθύρισε με το βλέμμα του βυθισμένο στο δικό της.
Εκείνη αρκέστηκε σε ένα νεύμα και πήρε τον δρόμο για το παλάτι.
†
Η Μύριαμ βάδιζε στις μύτες των ποδιών της κρατώντας στα χέρια της τα σανδάλια της. Μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας, η επαφή των δερμάτινων παπουτσιών της με το ξύλινο δάπεδο θα φάνταζαν σαν κραυγές λύκων στο σεληνόφως. Παρόλα αυτά, η παρουσία της δεν πέρασε απαρατήρητη από την Ζηνοβία κι άνοιξε την πόρτα του δωματίου της λίγο πριν φτάσει η Μύριαμ στο δικό της. Αν η Σεπτίμια μπορούσε να ακούσει στον ύπνο της την αλλαγή στην ανάσα του γιου της, μπορούσε να εντοπίσει κινήσεις στον διάδρομο έχοντας όλες τις αισθήσεις της σε εγρήγορση.
«Σε ξύπνησα κυρά;», αναφώνησε η Μύριαμ, κάπως σαστισμένη με την απότομη παρουσία της Ζηνοβίας.
Εκείνη της έκανε νόημα να έρθει στο δωμάτιο της κι η Μύριαμ προχώρησε στην κάμαρα της φροντίζοντας να είναι ακόμα πιο ήσυχη για να μην ενοχλήσει τον Ουαβάλλαθο.
«Είναι αργά», αποκρίθηκε η Ζηνοβία βάζοντας νερό σε ένα σκεύος και στην συνέχεια το προσέφερε στην σκλάβα της. «Δεν θέλω να μένεις έξω μέχρι αργά».
«Μην ανησυχείς κυρά. Δεν κυκλοφορεί κανείς τέτοια ώρα».
«Κυκλοφορούν αυτοί ακριβώς που δεν θέλω να συναντήσεις».
Η Μύριαμ άδειασε το ποτήρι με το νερό. Είχε να ξεδιψάσει από το σπίτι του Γάιου και η γοργή επιστροφή στο παλάτι είχε πυροδοτήσει ξανά αυτή την ανάγκη.
Στην συνέχεια, αφηγήθηκε στην κυρά της όλη την συζήτηση με τον Γάιο, ακριβώς όπως έκανε κάθε βράδυ που τον επισκεπτόταν. Δεν υπήρχε περίπτωση να ενεργεί κρυφά από την Ζηνοβία και μάλιστα μαζί με τον άντρα που πιθανόν ευθυνόταν για τον θάνατο του Ζάμπαϊ. Οι νυχτερινές της εξορμήσεις δεν ήταν μυστικό από την κυρά της και το ίδιο ίσχυε για τις συζητήσεις της με τον Γάιο. Αυτός που αγνοούσε το θέατρο ήταν εκείνος.
Ήλπιζαν κι οι δυο πως έτσι θα κατάφερναν να συλλέξουν πολύτιμες πληροφορίες, αλλά ο Γάιος δεν εκμυστηρευόταν εύκολα τις απόκρυφες σκέψεις του. Η Μύριαμ τον είχε ρωτήσει πολλάκις για την ζωή του πριν έρθει στην Παλμύρα, αλλά εκείνος έδινε ασαφείς απαντήσεις καταλήγοντας πάντα στο ότι δεν θα ήθελε να μάθει τι είδους άντρας ήταν. Εκείνη τον καθησύχαζε λέγοντας του ότι τίποτα δεν θα άλλαζε την γνώμη της και φρόντιζε να του πλέκει ένα ψεύτικο εγκώμιο για να τον πείσει. Το αποτέλεσμα όμως δεν ήταν το επιθυμητό. Παρόλα αυτά, ήταν αισιόδοξη ότι με τον καιρό θα ένιωθε την απαραίτητη άνεση ώστε να ξεστομίσει όσα περίμενε να ακούσει.
Η Ζηνοβία την παρακολουθούσε κάθε φορά με απόλυτη προσοχή και το συνοφρύωμα της να μεγαλώνει. Η Μύριαμ πίστευε ότι αποθαρρυνόταν, οπότε και της υποσχέθηκε πως σύντομα θα εξασφάλιζε τις πληροφορίες που είχε ορκιστεί να αποκομίσει.
«Δεν είναι αυτό που με προβληματίζει», απάντησε η Ζηνοβία. «Μέρα με την μέρα συνειδητοποιώ ότι σε εκθέτω σε κίνδυνο. Πρώτον, βγαίνεις ασυνόδευτη μέσα στην άγρια νύχτα και επισκέπτεσαι έναν άντρα. Δεύτερον, μπορεί να προσποιείται κι εκείνος και να θέλει κατά βάθος να σου κάνει κακό».
«Δεν ισχύει κάτι τέτοιο κυρά. Νομίζω πως... πως με συμπαθεί».
Η Ζηνοβία ξεφύσησε και έμπλεξε τα δάχτυλα της στα λυτά μαλλιά της.
«Εγώ πάλι νομίζω ότι έχει αρχίσει να σε ερωτεύεται. Αυτό τον κάνει ακόμα πιο επικίνδυνο».
Η Μύριαμ είχε επίσης υποψιαστεί τα συναισθήματα του Γάιου, αλλά δεν τα έβρισκε τόσο δυσάρεστα. Αντίθετα, ήταν ό,τι χρειαζόντουσαν για να αφήσει στην άκρη την όποια συστολή.
«Του γεννιούνται πάθη για το πρόσωπο σου Μύριαμ. Για πόσο καιρό θα τα καταπολεμεί; Είδες, μέχρι κι ο Μαιόνιος δεν μπόρεσε να παρακούσει τις εντολές του σώματος του. Οι άντρες είναι έρμαια του ζωώδες ενστίκτου».
«Δεν θα μου κάνει κακό. Το υπόσχεται συνέχεια και βλέπω στο πρόσωπο του ότι το εννοεί».
«Εγώ όμως δεν τον πιστεύω. Δεν θέλω να ξαναπάς».
«Κυρά», αναφώνησε η Μύριαμ. «Τώρα τον έχουμε στο χέρι. Μπορώ να τον κάνω να μιλήσει πριν καν γυρίσει ο Ras».
Η Ζηνοβία κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Ήταν λάθος μου να σε χρησιμοποιήσω έτσι. Πλέον δεν διαφέρω από τον αυτοκράτορα. Δεν χρειάζεται να ξεπουληθείς για να καταλάβω ότι είσαι αφοσιωμένη και σε καμία περίπτωση δεν θέλω να νομίζεις ότι μόνο αν μου εξασφαλίσεις απαντήσεις, θα έχεις αξία για μένα».
Η Μύριαμ χαμογέλασε στην κυρά της κι έκλεισε τα χέρια της στα δικά της.
«Το ξέρω πολύ καλά. Και δεν έχεις καμία σχέση με τον αυτοκράτορα, γιατί δεν χρησιμοποιείς κανέναν. Με ρώτησες αν θέλω να πάω στον Γάιο και είπα ναι. Δεν με πίεσες για τίποτα. Είναι παράτολμο αυτό που κάνουμε, το καταλαβαίνω. Αλλά πρέπει να ρισκάρουμε, αν θέλουμε να τιμήσουμε τον αφέντη Ζάμπαϊ όπως πρέπει».
Η Ζηνοβία ξεφύσησε δυνατά.
«Τι θα γίνει αν τον ερωτευτείς κι εσύ;»
Η Μύριαμ κάγχασε.
«Είναι ένας Ρωμαίος ψεύτης. Μόνο απέχθεια νιώθω για τον άντρα που μηχανορραφούσε σε βάρος σου κυρά. Κάθε φορά μιλάει με τα χειρότερα λόγια για σένα. Πώς θα τον δεχτεί η καρδιά μου;»
«Με σένα όμως είναι τρυφερός και είναι αναμενόμενο να σε συγκινήσει».
«Οι Ρωμαίοι δεν μου προκαλούν καμία συγκίνηση. Μην ανησυχείς για μένα. Ξέρω να προστατεύω τον εαυτό μου».
«Είσαι από τα πιο γενναία άτομα που έχω γνωρίσει».
«Είχα το καλύτερο πρότυπο», της απάντησε και σηκώθηκε όρθια. «Τώρα ας κοιμηθούμε για να συνεχίσουμε αύριο τον δικό μας πόλεμο. Κι είμαι σίγουρη ότι και εμείς και ο αφέντης θα βγούμε νικητές».
†
Με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου οι στρατιώτες ρίχτηκαν σε μία ακόμα μάχη. Τα εδάφη της Έδεσσας είχαν βαφτεί με το αίμα εκατοντάδων ανδρών και κανείς δεν είχε την διάθεση να μπει ένα τέλος σε αυτή την τραγωδία. Γιοι δεν θα δέχονταν ξανά το τρυφερό χάδι της μάνας τους, αδέρφια δεν θα απολάμβαναν μια απογευματινή βόλτα με τις αδερφές τους, σύζυγοι δεν θα γεύονταν τα χείλη των γυναικών τους και πατεράδες δεν θα έβλεπαν τα παιδιά τους να ανοίγουν τα δικά τους σπίτια. Όνειρα και φιλοδοξίες είχαν σβήσει μαζί τους για τον πόλεμο δυο αντρών.
Η πολυήμερη αναμέτρηση είχε αναδείξει ουσιαστικά τον νικητή, αλλά ο αντίπαλος αρνούταν να παραδώσει τα όπλα. Πάσχιζε για την μεγάλη ανατροπή που θα δικαίωνε τον αγώνα του και δεν θα τον ντρόπιαζε μπροστά στους άντρες του. Ωστόσο, δεν του είχαν μείνει πολλοί κι οι ελάχιστοι επιζώντες είχαν αρχίσει να κουράζονται και να αποδέχονται την ήττα τους.
Νωρίς το μεσημέρι, όταν μια ακόμα ομάδα στρατιωτών πνιγόταν στο αίμα της, η μάχη διακόπηκε και η κάθε παράταξη αποσύρθηκε στο στρατηγείο της.
«Πρέπει να υποχωρήσουμε», ακούστηκε η κουρασμένη φωνή του Οδαίναθου.
Τα μάτια του Βαλέριου άστραψαν σαν να πέταξαν μπροστά τους εκατοντάδες πυγολαμπίδες.
«Δεν ήρθα μέχρι την Συρία για να φύγω νικημένος».
Το αίμα και η βρωμιά της μάχης είχε πλέον ξεραθεί στα σώματα όλων. Τα δέρματα τους είχαν χάσει την φυσική τους απόχρωση και πλέον έδειχναν πιο λερωμένοι κι από γουρούνια. Και τι δεν θα έδιναν όλοι για ένα καυτό λουτρό και μια νύχτα ξεκούρασης!
«Ή θα φύγουμε ζωντανοί ή θα μας παραδώσουν στις οικογένειες μας με τα σάβανα. Η ήττα έχει έρθει έτσι κι αλλιώς. Ας σώσουμε τουλάχιστον ό,τι μας απέμεινε».
Το άγριο βλέμμα του Βαλέριου προχώρησε στον νεότερο έπαρχο που είχε ξεστομίσει τέτοια κουβέντα και αισθάνθηκε την παρόρμηση να τον χτυπήσει. Ο δεξής του ώμος ωστόσο, είχε τραυματιστεί από το σπαθί ενός Πέρση και αδυνατούσε να αντιδράσει έτσι όπως ήθελε για να ξεσπάσει.
«Αν είχα έρθει με τις γυναίκες σας, θα άκουγα λιγότερη γκρίνια».
Οι αντιρρήσεις συνέχισαν να έρχονται και από τους στρατιώτες που δεν είχαν διάθεση να γνωρίσουν κι εκείνοι τον θάνατο. Σαφώς κι όταν πήγαιναν σε έναν πόλεμο υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να μην επιστρέψουν σπίτια τους, αλλά ήταν προτιμότερο να έχουν θυσιαστεί για μια νίκη από το να χαθούν μάταια σε μια καταδικασμένη μάχη.
«Σιωπή», ούρλιαξε ο Βαλέριος κι όλοι τον υπάκουσαν. «Ο επόμενος που θα τολμήσει να ζητήσει να υποχωρήσουμε θα εκτελεστεί για προδοσία. Έγινα κατανοητός;»
Η απειλή ήταν βαριά και θα βάραινε την φήμη των οικογενειών τους, οπότε κανείς δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση. Ήλπιζαν μόνο, όταν ο αυτοκράτορας ξεκουραζόταν και χαλάρωνε από την ένταση της μάχης, να αντιμετώπιζε πιο ψύχραιμα την κατάσταση.
Ο Οδαίναθος επέστρεψε στην σκηνή του με τον Ζάμπντα να ακολουθεί. Ήταν κι οι δυο εξουθενωμένοι από την εκστρατεία και εξοργισμένοι με την ματαιοδοξία του Βαλέριου.
«Αν διανοηθούμε να πάρουμε μέρος σε μια ακόμα μάχη, είμαστε καταδικασμένοι».
Αυτό το ήξερε ήδη ο Οδαίναθος, αλλά όταν το άκουσε κι από τον Ζάμπντα η απελπισία έπνιξε τα σωθικά του. Έφερε τότε στον νου του τον νεογέννητο Ηρωδιανό, την Ζηνοβία με την φουσκωτή κοιλίτσα της να του χαμογελάει και τον Ουαβάλλαθο να αποκοιμιέται στην αγκαλιά του. Η οικογένεια του κατάφερνε πάντα να τον γαληνεύει ή να του δίνει θάρρος σε μια μάχη, αλλά τώρα η ανάμνηση της μεγάλωνε την οδύνη, καθώς συνειδητοποιούσε πόσα θα έχανε πεθαίνοντας.
«Η Ζηνοβία με έβαλε να της υποσχεθώ ότι θα γυρίσω ζωντανός», ψιθύρισε κι ο Ζάμπντας πίεσε τα χείλη του μεταξύ τους.
«Προσεύχομαι στον Βαάλ και τον Αγκλιμπόλ να γίνει όπως το πρόσταξε η κυρά».
Δεν θα γίνει, σκέφτηκε αλλά δεν τόλμησε να το ξεστομίσει. Αν το έλεγε δυνατά, πιθανόν οι θεοί να το εκλάμβαναν σαν επιθυμία και να το πραγματοποιούσαν. Ακόμα κι οι θεοί έκαναν λάθη και φυσικά απέβαιναν μοιραία για τους θνητούς.
«Δεν ξέρω για την δική της προσταγή, αλλά σίγουρα θέλω να πραγματοποιηθεί η δική μου».
«Και ποια είναι αυτή;», ρώτησε ο Ζάμπντας.
Ο Οδαίναθος σήκωσε το βλέμμα του ώστε να αντικρίζει τον πιστό φίλο και συμπολεμιστή.
«Όταν δεις ότι η μάχη οδεύει στο τέλος της, φύγε και μην κοιτάξεις πίσω σου. Μην τολμήσεις να χάσεις πολύτιμο χρόνο για να με σώσεις. Αν πάλι δεν είμαι έτσι κι αλλιώς ζωντανός, μην κάνεις τον κόπο να πάρεις το σώμα μου. Φύγε πριν γίνεις λάφυρο των Περσών».
Ο Ζάμπντας τον άκουγε με το πρόσωπο του να έχει παραμορφωθεί από μια έκφραση αποστροφής. Δεν ήταν δυνατόν να του ζητούσε να τον εγκαταλείψει, όταν είχε πάρει όρκο να τον προστατεύει μέχρι το δικό του τέλος κι όχι του Ras. Τόσο πολύ είχε τρομάξει με το αποτέλεσμα της εκστρατείας, με αποτέλεσμα να λησμονήσει έναν τόσο σημαντικό όρκο;
«Και γιατί να το κάνω αυτό;»
«Εγώ είμαι το χθες. Το αύριο της Συρίας βρίσκεται στην Παλμύρα κι η θέση σου είναι δίπλα του. Δίπλα στους γιους μου και την Ζηνοβία».
«Δεν θα πάω πουθενά χωρίς εσένα;»
«Δεν άκουσες τι σου είπα;», αποκρίθηκε ο Οδαίναθος υψώνοντας τον τόνο της φωνής του. «Δεν θα νοιαστείς για μένα. Εγώ είμαι ήδη ξεγραμμένος. Σε θέλω δίπλα στην οικογένεια μου. Είναι διαταγή!»
Ο Ζάμπντας ήταν έτοιμος να απαντήσει όταν ακούστηκε απέξω ο καλπασμός αλόγου και οι στρατιώτες να φωνάζουν ότι πλησίαζε ένας Πέρσης. Όλοι εγκατέλειψαν γοργά τις σκηνές τους για να δουν πράγματι έναν και μόνο αντίπαλο να εισέρχεται στο στρατόπεδο τους.
Ο απεσταλμένος κατέβηκε από το άλογο του όταν είχε πλησιάσει αρκετά και τότε είδαν πως κρατούσε ένα γράμμα.
«Τι θέλεις εδώ;», ακούστηκε η απειλητική φωνή του αυτοκράτορα.
«Φέρνω νέα από τον αφέντη μου», του απάντησε με σπαστά λατινικά. «Ο βασιλιάς Σαπούρ επιθυμεί να συνθηκολογήσει για να λήξουν οι εχθροπραξίες».
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top