14. ΑΝΑΚΩΧΗ
Η μέρα για την αρχή της εκστρατείας είχε πλέον φτάσει. Οι στρατοί του αυτοκράτορα και των επάρχων της Ανατολής ήταν έτοιμοι να προελάσουν στα εδάφη της Περσικής Αυτοκρατορίας. Ένας σημαντικός αριθμός από αυτούς τους άντρες δεν θα επέστρεφε, οπότε το βράδυ πριν την απομάκρυνση των στρατών από την Παλμύρα οργανώθηκε μια μεγάλη γιορτή στο ανάκτορο του Οδαίναθου για να τιμηθούν οι αγωνιστές. Ήταν μια αποχαιρετιστήρια τελετή χωρίς επισημότητες, ώστε να ξεδώσουν οι στρατιώτες πριν ριχτούν στον αιματηρό αγώνα.
Ο Οδαίναθος δεν έμεινε μέχρι τέλους παρέα με τους υπόλοιπους άντρες, διότι ήθελε να αποχαιρετίσει την οικογένεια του.
Πρώτα, δείπνησε με τον Ηρωδιανό και του ζήτησε να προσέχει την μητριά του και να την υπακούει όσο καιρό έλειπε. Δεν ήθελε να την στεναχωρεί, γιατί κουραζόταν πολύ με τον Ουαβάλλαθο, εφόσον ήθελε να τον προσέχει μόνο εκείνη και η Σάρα. Εξακολουθούσε να δυσκολεύεται να εμπιστευτεί άτομα με το παιδί της, αλλά δεν μπορούσε κανείς να την κατηγορήσει.
Ο Ηρωδιανός υποσχέθηκε ότι θα ήταν υπόδειγμα γιου κατά την απουσία του και με την σειρά του ζήτησε από τον πατέρα του να γυρίσει πίσω. Δεν ήθελε να χάσει κι εκείνον. Του έλειπε πολύ η μητέρα του και τον είχε ανάγκη.
Κατά καιρούς, ο Οδαίναθος επέπληττε τον γιο του όταν εξέφραζε τέτοιες κουβέντες. Του έλεγε πως σύντομα θα ήταν ολόκληρος άντρας και σε τέσσερα χρόνια θα μπορούσε μέχρι και να παντρευτεί και να φτιάξει την δική του οικογένεια. Απόψε όμως δεν του πήγαινε η καρδιά να τον μαλώσει. Το ψυχρό χέρι του θανάτου μπορούσε να τον ραπίσει στην διάρκεια της εκστρατείας με αποτέλεσμα να μην τον ξαναδεί. Αφενός, δεν ήθελε η τελευταία του κουβέντα σε αυτόν να είναι μια επίπληξη κι αφετέρου φοβόταν κι ο ίδιος για όσα θα έχανε αν δεν επέστρεφε ζωντανός. Η απώλεια θα ήταν αμοιβαία, αλλά για κάποιους θα ήταν χειρότερη.
Εφόσον λοιπόν δεν μπορούσε να υποσχεθεί στον Ηρωδιανό ότι δεν θα πέθαινε, του ορκίστηκε ότι ακόμα και νεκρός θα παρέμενε κοντά του να τον συμβουλεύει σαν αναλάμβανε τα καθήκοντα Ras. Σε αυτή την σκέψη, τα σκούρα μάτια του παιδιού πλημμύρισαν με δάκρυα, αλλά δεν τους επέτρεψε να ξεχυθούν στα μάγουλα του. Ήταν μεγάλη τιμή να έχει επιλεχθεί για αυτή την θέση από τόσο νεαρή ηλικία και δεν ήθελε να φανεί αχάριστος. Ήταν όμως αρκετά τραγικό το να μπορεί να ανέβει μόνο με την πτώση του πατέρα του.
Μετά από το συγκινητικό γεύμα με τον Ηρωδιανό, ο Οδαίναθος κίνησε για την κάμαρα της Ζηνοβίας. Η γυναίκα του τον περίμενε παρέα με τον Ουαβάλλαθο, ο οποίος παρέμεινε ξύπνιος μέχρι να κουρνιάσει στην αγκαλιά του πατέρα του.
«Είναι λες και ξέρει ότι φεύγεις και θέλει να σε αποχαιρετίσει», είχε σχολιάσει η Ζηνοβία.
Ο Οδαίναθος δεν πίστευε πως ένα νήπιο ήταν σε θέση να καταλάβει κάτι τέτοιο. Απλώς η Ζηνοβία δεν τον είχε κοιμίσει για να προλάβει να του πει αντίο. Ο στρατός θα έφευγε λίγο μετά την ανατολή, οπότε δεν θα πρόφτανε να τους δει ξύπνιους.
Ο Ουαβάλλαθος αποκοιμήθηκε τελικά στην αγκαλιά του πατέρα του, καθώς η μητέρα του χάιδευε μαλακά την ράχη του. Ανάμεσα στους δυο γονείς του και λαμβάνοντας όλη τους την αγάπη δεν μπορούσε παρά να αφεθεί.
Η Σάρα πήρε προσεκτικά τον κοιμούμενο άρχοντα και άφησε το ζευγάρι του μοναχό για να απολαύσει την τελευταία του βραδιά.
«Δεν είναι ακριβώς η τελευταία», είπε η Ζηνοβία. «Γιατί πολύ απλά δεν θα με αφήσεις».
Ο Οδαίναθος έβλεπε τον Ηρωδιανό στα μάτια της Ζηνοβίας. Έβλεπε ένα φοβισμένο ορφανό που αποζητούσε την βεβαιότητα με κάθε παρακάλι της. Είχε χάσει πρόσφατα και τον δεύτερο γονιό της και δεν της ήταν εύκολο να βιώσει μία ακόμα απώλεια. Γι' αυτό τον λόγο φρόντιζε να είναι αισιόδοξος μπροστά της και να μην αναφέρει την αρκετά μεγάλη πιθανότητα του θανάτου του. Απόψε όμως δεν μπορούσε να της δώσει ψεύτικες υποσχέσεις. Θα την άφηνε πίσω να προσέχει τα δυο του παιδιά κι έπρεπε να είναι δυνατή για χάρη τους.
«Πάω σε πόλεμο. Δεν θα επιδιώξω να πεθάνω, αλλά αν οι θεοί έχουν αποφασίσει να είναι αυτό το τέλος μου, δεν θα μπορέσω να ξεφύγω από το μοιραίο».
«Μ' αγαπάς Οδαίναθε;»
«Το ρωτάς;», πήρε το χέρι της και εναπόθεσε την παλάμη της στο στέρνο του. «Με κάθε χτύπο της καρδιάς μου».
«Τότε να γυρίσεις πίσω. Ό,τι και να γίνει, θέλω να γυρίσεις πίσω».
«Σεπτίμια», ξεφύσησε. «Πού πήγε η λέαινα;»
«Ακόμα και τα θηρία φοβούνται τον θάνατο. Ειδικά όταν περιστρέφεται γύρω από τους αγαπημένους τους».
Ο Οδαίναθος χάιδεψε το μάγουλο της και της απάντησε με ένα φιλί. Δεν ήθελε άλλα λόγια ή παρακάλια ώστε να δώσει υποσχέσεις που δεν ήταν στο χέρι του να τηρήσει. Θα έφευγε για μια εκστρατεία και το πιο πιθανό ήταν να κάνει μήνες να γυρίσει. Στην χειρότερη περίπτωση βέβαια αυτή ήταν η τελευταία του νύχτα με την Ζηνοβία. Εφόσον λοιπόν υπήρχε αυτός ο κίνδυνος, δεν θα την περνούσε με δάκρυα.
Βάθυνε το φιλί του και τα δάχτυλα του ταξίδεψαν στην πλάτη της με την ευλάβεια που ένας μουσικός θωπεύει τις χορδές της άρπας του. Η Ζηνοβία ανταπέδιδε με την ίδια λαχτάρα, ενώ η θερμοκρασία του σώματος της ανέβαινε. Το δεξί της χέρι προχώρησε στις πόρπες που κρατούσαν τον χιτώνα του Οδαίναθου και τις τράβηξε για να χυθεί το ρούχο στο πάτωμα. Εκείνος ακολούθησε το παράδειγμα της και απελευθέρωσε το κορμί της από τα περιττά φορτία.
Ξάπλωσαν στο κρεβάτι γυμνοί και μεθυσμένοι από την παραζάλη της λαγνείας. Ο Οδαίναθος γλίστρησε μέσα στην Ζηνοβία κι ο αναστεναγμός της αντήχησε στο δωμάτιο.
«Σ' αγαπώ», ψιθύρισε στο αυτί της καθώς κινούταν μέσα της αργά και ρυθμικά.
Η Ζηνοβία έμπηξε τα νύχια της στο δέρμα του και τα πόδια της κλείδωσαν γύρω από την μέση του. Ανασηκωνόταν όποτε έπρεπε για να συγχρονιστεί μαζί του και όταν ένιωσε την ηδονή να πλησιάζει, πίεσε με τα άκρα της την λεκάνη του. Ο Οδαίναθος βόγκηξε δυνατά νιώθοντας τις συσπάσεις της γύρω του και με μία ακόμα ώθηση ολοκλήρωσε το ερωτικό παιχνίδι.
Κοιμήθηκαν γυμνοί κι αγκαλιασμένοι και στα όνειρα τους προσεύχονταν να σμίξουν ξανά τα κορμιά τους.
†
Ο Οδαίναθος ξύπνησε λίγο πριν την αυγή. Το εσωτερικό του ρολόι δεν τον άφησε να χαθεί τελείως στον ονειρικό κόσμο, ώστε να μην καθυστερήσει στην συνάντηση με τον στρατό.
Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι για να μην ξυπνήσει την Ζηνοβία, την φίλησε στο μάγουλο και έφυγε αθόρυβα για το δικό του δωμάτιο. Αφού ετοιμάστηκε, εγκατέλειψε κι αυτό και κατέβηκε στον προαύλιο χώρο του ανακτόρου για να συναντήσει τον Μαιόνιο ώστε να ανακεφαλαιώσουν τις υποχρεώσεις του για τελευταία φορά. Κατά την απουσία του Οδαίναθου, εκείνος θα ήταν ο αφέντης του ανακτόρου.
Ύστερα, καβάλησε το άλογο του και παρέα με τον Ζάμπντα ηγήθηκε του στρατεύματος του. Ο αυτοκράτορας προπορευόταν ήδη με το δικό του.
«Νομίζω ότι κάνεις λάθος», ακούστηκε ο Ζάμπντας αφού είχαν απομακρυνθεί αρκετά από το ανάκτορο.
«Είναι λίγο αργά να ακυρωθεί η εκστρατεία».
«Δεν εννοούσα αυτό. Μιλάω για τον Μαιόνιο και την φαεινή σου ιδέα να πάρει την θέση σου. Το ξέρεις ότι κατά βάθος εύχεται να μην γυρίσεις».
«Και να πεθάνω δεν θα κερδίσει πολλά. Έχω δυο γιους και ένα σωρό μάρτυρες που άκουσαν τον Βαλέριο να χρήζει τον Ηρωδιανό διάδοχο μου. Ό,τι και να γίνει, ο Μαιόνιος θα παραμείνει στο περιθώριο».
Ο Οδαίναθος δεν ήταν ανόητος ούτε αφελής. Οι οικογενειακοί δεσμοί δεν σήμαιναν τίποτα όταν ο χρυσός έλαμπε εκθαμβωτικός. Ο Μαιόνιος είχε πέσει θύμα αυτής της λάμψης και των φιλοδοξιών του. Στόχευε ψηλά και ο Οδαίναθος το είχε καταλάβει. Τέτοιες σκέψεις ακούγονταν πιο δυνατά κι από πολεμικές ιαχές. Εξάλλου, ως ηγέτης όφειλε να ξεχωρίζει τους πραγματικά αφοσιωμένους και τους μη, διαφορετικά θα είχε καθαιρεθεί.
Ωστόσο, η όποια φιλοδοξία του Μαιόνιου θα παρέμενε ανεκπλήρωτη. Ο Οδαίναθος ήταν σίγουρος γι' αυτό έχοντας πίστη σε όσα μέλη της ανατολικής κυβερνήσεως έμειναν πίσω – σαφώς οι γηραιότεροι. Δεν θα επέτρεπαν σε έναν άπειρο να αναλάβει ένα τόσο σημαντικό καθήκον, αφού μέσα σε όλα ήταν ανενεργός στο πολιτικό παιχνίδι, χάρις φυσικά τον Οδαίναθο. Φρόντιζε να τον κρατάει μακριά, ώστε να μην φτιάξει την αυλή που χρειαζόταν για μια πράξη προδοσίας και έτσι τον είχε αποκλείσει. Με τον καιρό ο Μαιόνιος συνήθισε αυτή την απομόνωση και τα – αν μη τι άλλο – γνωστά αντιρωμαϊκά συναισθήματα του δεν θα του επέτρεπαν να το αλλάξει αυτό. Ακόμα και τώρα που για ένα διάστημα θα τον αντικαθιστούσε, ήξερε πως η Ζηνοβία δεν θα τον άφηνε να ενεργεί μόνος του. Όταν έλειπε στην Φοίνικη, εκείνη είχε παίξει τον σημαντικότερο ρόλο στην υπεράσπιση της Παλμύρας κι ας πήραν άντρες τα εύσημα. Αυτή την φορά δεν θα ενεργούσε διαφορετικά, γιατί έπρεπε να φυλάει πρώτα από όλα το παιδί τους.
«Δεν τον νοιάζει να σε αντικαταστήσει μόνο στην Παλμύρα», είπε ο Ζάμπντας.
«Πού αλλού;»
«Στην ζωή της Ζηνοβίας. Μη μου πεις ότι δεν έχεις καταλάβει ότι το ενδιαφέρον του για εκείνη έχει ξεπεράσει τα όρια του επιτρεπτού».
Ο Οδαίναθος κάγχασε περισσότερο από αμηχανία και λιγότερο επειδή δεν πίστεψε τον Ζάμπντα.
«Αποκλείεται να ποθεί την γυναίκα μου».
Ήθελε να ακούσει αρνητική απάντηση από ανάγκη. Τώρα ήταν εκείνος το παιδί που αποζητούσε επιβεβαίωση.
«Μόνο ένας τυφλός δεν θα καταλάβαινε πως δεν την κοιτάζει σαν σύζυγο του ξαδέρφου του. Οι φιλοδοξίες του δεν περιορίζονται μονάχα στην καρέκλα σου, αλλά και στο κρεβάτι σου. Κι αν σε αντικαταστήσει στο ένα, δεν θα είναι δύσκολο να σε αντικαταστήσει και το άλλο. Αν παντρευτεί την μητέρα του γιου σου και συμβεί το παραμικρό στον Ηρωδιανό, θα γίνει Ras o Ουαβάλλαθος. Και ποιος θα τον ελέγχει καλύτερα από τον ίδιο του τον πατέρα;»
«Πάψε», γρύλισε ο Οδαίναθος. «Σου γεννήθηκε μια ψευδαίσθηση και την μεταδίδεις σαν κουτσομπόλα χωριάτισσα. Μέσα σε όλα πέθανες κι εμένα και τον γιο μου».
Ο Οδαίναθος διέταξε το άλογο του να προχωρήσει πιο γρήγορα ώστε να απομακρυνθεί από τον Ζάμπντα. Τα λόγια του τον είχαν ταράξει και χρειαζόταν λίγη ηρεμία για να τα σκεφτεί πιο ψύχραιμα και κυρίως για να δει πόσο αληθινά ήταν.
†
Όταν η Ζηνοβία ξύπνησε, ο Οδαίναθος δεν ήταν δίπλα της. Από τα σεντόνια αναδυόταν ακόμα το άρωμα του, αλλά σύντομα θα ξεθώριαζε και θα περνούσε καιρός μέχρι να εισπνεύσει ξανά την μυρωδιά του. Αλλά θα το έκανε, δεν θα χήρευε σε αυτό τον πόλεμο. Θα προσευχόταν κάθε μέρα στους θεούς και θα έκανε προσφορές και θυσίες ώστε να γυρίσει ο άντρας της σώος και αβλαβής. Τόσος ήταν ο φόβος να μην χάσει και εκείνον που έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται πως δεν είχε σημασία η έκβαση του πολέμου. Ας γυρνούσε σπίτι έστω και ηττημένος, αρκεί να γυρνούσε.
Το πρωινό της ήταν ήρεμο, αφού έτσι κι αλλιώς το παλάτι δεν είχε την συνηθισμένη κίνηση. Έλειπαν ορισμένοι θαμώνες, αλλά και οι φιλοξενούμενοι. Για τους τελευταίους ήταν ευγνώμων γιατί οι Ρωμαίοι ήταν σκέτος πονοκέφαλος. Κατανάλωναν αρκετό κρασί, ενώ επιδίδονταν συνεχώς σε σαρκικές επαφές. Με το ζόρι κατάφερε να προστατέψει τις υπηρέτριες από τους διψασμένους Ρωμαίους και αναγκάστηκε να δεχτεί πόρνες στο σπίτι της ώστε να βρουν εκεί ικανοποίηση. Τώρα όμως ήταν μακριά και δεν είχε κανένα πρόβλημα αν δεν τους έβλεπε ξανά.
Ελεύθερη να κάνει βόλτες στους ανθισμένους κήπους του ανακτόρου, πέρασε αρκετή ώρα με τον γιο της και τον Ηρωδιανό. Έβρισκε παρηγοριά στα αγόρια που τόσο έμοιαζαν στον πατέρα τους.
Κάποια στιγμή, είδε τον Μαιόνιο να βγαίνει στον εξωτερικό διάδρομο φορώντας την κάπα του. Αυτό σήμαινε πως είχε σκοπό να φύγει από το ανάκτορο και η περιέργεια της την ώθησε να τον φωνάξει ώστε να μάθει τον προορισμό του.
«Θα ήθελα να κάνω μια βόλτα στην αγορά για να παρατηρήσω τους πολίτες. Τώρα είμαι υπεύθυνος γι' αυτούς και θέλω να σιγουρευτώ ότι δεν τους λείπει τίποτα».
«Ο Οδαίναθος φροντίζει για αυτό».
Ο Μαιόνιος προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά η έκφραση του μαρτύρησε την ειρωνεία του.
«Θα το εξακριβώσω μόνος μου».
«Πρώτη φορά βγαίνεις στην αγορά, έτσι;», αποκρίθηκε η Ζηνοβία. «Δεν σε έχω δει ποτέ».
«Δεν συνηθίζω να τριγυρνάω εκεί, αφού δεν έχω κάποια δουλειά. Φαντάζομαι ότι πιο συχνά την επισκέπτεται ο Ζάμπντας κάνοντας στάσεις σε πολύ συγκεκριμένους οίκους».
«Τουλάχιστον δεν φέρνει τις πόρνες του στο παλάτι».
«Ή απλά δεν το έχουμε δει. Μου επιτρέπεις να πηγαίνω».
«Περίμενε», τον σταμάτησε. «Θέλω να σου μιλήσω για κάτι σημαντικό».
Το ένστικτο της Ζηνοβίας της φώναζε να μην τον εμπιστεύεται εύκολα, αλλά σε ό,τι αφορούσε τους Ρωμαίους μπορούσε να το καταλαγιάσει. Ούτε εκείνος τους συμπαθούσε ιδιαίτερα, ενώ με κάθε ευκαιρία αναθεμάτιζε τον Αύγουστο. Αν του δινόταν η ευκαιρία να φανερώσει στον λαό την ανηθικότητα του, σίγουρα θα την άρπαζε δίχως δεύτερη σκέψη.
«Πρόκειται για εκείνον τον άντρα που σκότωσε την Ιόλη. Δεν ήταν πολύ βολικό το ότι το έκανε λίγο μετά την άφιξη του αυτοκράτορα στην Παλμύρα;»
«Δεν ξέρω», απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Έτσι κι αλλιώς η σκλάβα αναζητούταν καιρό. Ήταν θέμα χρόνου να βρεθεί».
«Και βρέθηκε από έναν Ρωμαίο που είμαι απόλυτα σίγουρη ότι τον ήξερε ο Αυτοκράτορας. Πώς αλλιώς συναντήθηκαν μέσα σε μια πόλη που ο Βαλέριος δεν γνωρίζει; Επιπλέον, υπήρχε οικειότητα ανάμεσα τους».
«Ζηνοβία καταλαβαίνω ότι θέλεις να πάρεις εκδίκηση για τον πατέρα σου κι ο θάνατος της Ιόλης σου χάλασε τα σχέδια, αλλά δεν μπορείς να βλέπεις εχθρούς εκεί που δεν υπάρχουν. Μην υποκύπτεις στην αδυναμία της φύσης σου».
«Στην αδυναμία της φύσης μου;», επανέλαβε προσβεβλημένη. «Της γυναικείας φύσης μου;»
Ο Μαιόνιος την πλησίασε και έφερε τα δάχτυλα του στο πιγούνι της. Η Ζηνοβία μούδιασε με αυτή την κίνηση, κυρίως από νευρικότητα.
«Μην γίνεσαι εμμονική. Τέτοια συμπεριφορά δεν αρμόζει σε μια αρχόντισσα».
Της χάρισε ένα πλάγιο χαμόγελο και έπειτα απομακρύνθηκε αφήνοντας την να βράζει από θυμό.
Ο Μαιόνιος είχε συνεπαρθεί με τα νέα του καθήκοντα κι όλα τα άλλα του φαίνονταν κοινά και αδιάφορα. Εκείνος ήταν τώρα Ras στην θέση του Ras και δεν μπορούσε να ασχολείται με τόσο ασήμαντα θέματα. Πίστευε πως η Ζηνοβία φαντασιωνόταν σχέδια συνωμοσίας, γιατί σαν γυναίκα δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί λογικά. Οι περισσότεροι άντρες της εποχής κατέκριναν τον συναισθηματισμό των γυναικών και τον θεωρούσαν αδυναμία. Το να μπορεί κανείς όμως να φανερώσει ό,τι ξεγύμνωνε την ψυχή του απαιτούσε αρκετό κουράγιο.
Για αρκετή ώρα η Ζηνοβία δεν ντράπηκε να ξεγυμνώσει την ψυχή της δείχνοντας την οργή της. Αν είχε την βοήθεια του Μαιόνιου θα μπορούσε να ερευνήσει την σχέση του Γάιου και του Αυγούστου. Μόνη της δεν θα κατάφερνε και πολλά, γιατί δυο άτομα μπορούσαν να κρίνουν καλύτερα την κατάσταση και ειδικά αυτά που δεν παραμυθιάζονταν από τις υποσχέσεις του Βαλέριου. Χρειαζόταν λοιπόν έναν συνοδοιπόρο στο δύσβατο μονοπάτι προς την αλήθεια, αλλά τώρα ήταν μόνη της.
Κι όμως!
Η συνειδητοποίηση ρίχτηκε στο μυαλό της σαν αστραπή που φωτίζει την πλάση στην διάρκεια μιας θεομηνίας. Υπήρχε στο ανάκτορο ένα άτομο που συμμεριζόταν τις απόψεις της και μάλιστα γνώριζε για τα τερτίπια της Ιόλης πριν καν τα μάθει η ίδια. Δεν ήταν η ιδανική περίπτωση δεδομένης της θέσης αυτού του ατόμου στην ιεραρχία, αλλά ήταν η μοναδική της λύση. Επιπλέον, βαθιά μέσα της δεν την ενδιέφερε τόσο η δύναμη του άλλου ατόμου, αλλά η επιθυμία να το δει ξανά.
Επέστρεψε στο εσωτερικό του παλατιού με την οργή να έχει δώσει την θέση της στην έξαψη της μαχητικότητας. Το σχέδιο της δεν θα πήγαινε στράφι, απλώς θα ακολουθούσε διαφορετική πορεία. Για αρχή, θα ακολουθούσε τον δρόμο για τα μαγειρεία.
Κατέβηκε στο υπόγειο του ανακτόρου και οι υπηρέτες σάστισαν βλέποντας την κυρά τους σε αυτό τον χώρο. Σαφώς και δεν έκαναν κάποιο απρεπές σχόλιο κι αρκέστηκαν σε υποκλίσεις και ευχές για την επιστροφή του αφέντη τους.
«Πού είναι η Μύριαμ;», ρώτησε τον νεαρό βοηθό του μάγειρα.
Το δωδεκάχρονο αγόρι οδήγησε την Ζηνοβία στο βάθος του μαγειρείου, εκεί που κοιμόντουσαν οι σκλάβοι. Ανάμεσα τους ήταν και η Μύριαμ.
Μόλις η χριστιανή σκλάβα αντίκρισε την κυρά της, παράτησε το ιμάτιο που έραβε και σηκώθηκε όρθια μόνο και μόνο για να σκύψει σε μια βαθιά υπόκλιση. Η Ζηνοβία έκανε νόημα στο παιδί να απομακρυνθεί και έπειτα υπέδειξε στην Μύριαμ να σηκωθεί και να πλησιάσει.
Η Μύριαμ είχε σαστίσει με την επίσκεψη της Ζηνοβίας. Φυσικά και χαιρόταν που την έβλεπε ξανά, αλλά ένα κομμάτι του εαυτού της φοβόταν πως δεν είχε έρθει για καλό. Υπήρχε κάτι στο πλάγιο χαμόγελο της και την λάμψη των ματιών της που την προϊδέαζε αρνητικά. Ίσως είχε έρθει για να την διώξει. Τώρα που έλειπε ο Οδαίναθος δεν την εμπόδιζε κανείς να την πετάξει στον δρόμο.
«Γεια σου Μύριαμ», αποκρίθηκε η Ζηνοβία. «Θα μπορούσα να σε απασχολήσω για λίγο;»
«Φυσικά κυρά», απάντησε ξέπνοη. «Όσο θέλεις».
Η Ζηνοβία ένευσε και άρχισε να απομακρύνεται από την κουζίνα. Εκείνη την πήρε στο κατόπι φροντίζοντας να κρατάει ασφαλείς αποστάσεις. Ωστόσο, η Ζηνοβία δεν ήθελε να την ακολουθεί σαν σκυλί, οπότε και την περίμενε μέχρι τελικά να συμπορεύονται.
Ανέβηκαν μέχρι τους κήπους, όπου ο Ηρωδιανός έπαιζε με τον Ουαβάλλαθο και η Σάρα τους παρακολουθούσε χαμογελώντας. Όταν τα βλέμματα των σκλάβων συναντήθηκαν, τα συναισθήματα ήταν ανάμικτα. Αφενός η Σάρα χαιρόταν που τις έβλεπε μαζί, αλλά ανησυχούσε μήπως ο κήπος αντηχούσε από τις ξέφρενες φωνές της Ζηνοβίας. Μήπως είχε μάθει ότι άφηνε την Μύριαμ να βλέπει τον Ουαβάλλαθο;
Η Μύριαμ από πλευράς της αισθάνθηκε μια αγαλλίαση βλέποντας τα παιδιά. Ο Ηρωδιανός μάλιστα την χαιρέτισε. Ο Ουαβάλλαθος παραξενεύτηκε όταν ο αδερφός του στράφηκε αλλού και γύρισε να δει τι του είχε τραβήξει την προσοχή. Μόλις είδε τα γλυκά, ανοιχτά μάτια της Μύριαμ γέλασε ενθουσιασμένος. Αυτό όμως δεν χαροποίησε την σκλάβα, γιατί φοβήθηκε ότι ο μικρός την είχε μαρτυρήσει άθελα του. Το ίδιο σκέφτηκε και η Σάρα και πήγε να γονατίσει πλάι στα παιδιά για να τους αποσπάσει την προσοχή.
«Ο Ουαβάλλαθος φαίνεται να σε αναγνωρίζει», παρατήρησε η Ζηνοβία με τρομακτική ψυχραιμία. «Αρκετά παράξενο, αν αναλογιστεί κανείς ότι την τελευταία φορά που τον είδες ήταν νεογέννητο».
«Γέλασε επειδή είδε την μάνα του, κυρά», είπε η Μύριαμ ελπίζοντας να ακουστεί πειστική.
«Δεν κοιτούσε εμένα», απάντησε η Ζηνοβία και γύρισε ώστε να είναι αντικριστά. Η ανάσα της Μύριαμ εγκλωβίστηκε στον λαιμό της. «Πιστεύεις ότι είμαι τόσο ανεπαρκής μάνα ώστε να μην ξέρω ποιος πλησιάζει τον γιο μου;»
«Ό – όχι κυρά. Είσαι υπέροχη μητέρα».
«Τον επισκέπτεσαι και αυτή», εννοώντας την Σάρα. «Σε αφήνει παρά τις υποδείξεις μου».
«Δεν φταίει η Σάρα κυρά. Το κάνω κρυφά από αυτή. Εκείνη δεν φταίει σε τίποτα».
Η Ζηνοβία μειδίασε ξανά με τον πονηρό τρόπο που το έκανε και στα μαγειρεία.
«Δεν έχεις αλλάξει καθόλου», σχολίασε. «Παραμένεις η ίδια αγαθή Μύριαμ. Προστατεύεις την Σάρα κι ας μην την ξέρεις καλά».
Ήταν κι οι δυο ανελεύθερες και ήξερε πόσο δύσκολη ήταν η ζωή της. Συμπονούσε την Σάρα κι ας μην την γνώριζε καλά ώστε να σηκώσει όλο το βάρος της ευθύνης μόνη της.
«Σε χρειάζομαι», είπε η Ζηνοβία σοβαρεύοντας. «Θέλω να λήξουν οι εχθροπραξίες μεταξύ μας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε έχω συγχωρέσει».
Τα μάτια της Μύριαμ έλαμψαν. Ανακούφιση και χαρά κυρίευσαν την ψυχή της και τα χείλη της σχημάτισαν ένα αδύναμο χαμόγελο. Δεν την πείραζε που δεν είχε άφεση αμαρτιών. Της αρκούσε να γυρίσει ξανά στο πλευρό της Ζηνοβίας που την είχε σαν αδερφή.
«Ό,τι θέλεις κυρά! Σου υπόσχομαι πως αυτή την φορά θα σε υπηρετήσω σωστά».
«Τέρμα τα ψέματα και η ανειλικρίνεια. Δεν είμαι μωρό και δεν χρειάζομαι την προστασία σου».
Η Μύριαμ ένευσε γρήγορα.
«Σάρα», φώναξε η Ζηνοβία.
Η Εβραία σκλάβα σηκώθηκε και πλησίασε την Σεπτίμια με έναν κόμπο να αναστατώνει το στομάχι της. Σίγουρα ήξερε για τις επισκέψεις της Μύριαμ στο δωμάτιο, γι' αυτό και τις έφερε και τις δυο στον κήπο.
«Σάρα», ξεκίνησε η Ζηνοβία όταν είχε και την δεύτερη σκλάβα μπροστά της. «Αφήνεις την Μύριαμ κοντά στον Ουαβάλλαθο παρά την απαγόρευση μου;»
Η Μύριαμ έσμιξε απορημένη τα φρύδια της, ενώ η Σάρα ξεφύσησε δυνατά. Ήξερε ότι θα συνέβαινε αυτό. Ήταν προετοιμασμένη. Ας τελείωνε το μαρτύριο μια ώρα αρχύτερα.
«Δεν του κάνει κακό κυρά. Ποτέ δεν θα άφηνα το μωρό με κάποιον που δεν εμπιστεύομαι. Εξάλλου είμαι πάντα μαζί τους».
Δεν της πήγαινε η καρδιά να πει ψέματα. Αν ήταν να διωχθούν από το παλάτι, ας γινόταν με ειλικρίνεια. Η Ζηνοβία ήξερε την αλήθεια και θα ήταν ταπεινωτικό να προσπαθήσει να την αποπλανήσει.
Περίμενε πως θα ακολουθούσαν φωνές, αλλά το χαμόγελο της κυράς της δεν την επιβεβαίωσε.
«Ο Μαιόνιος πήγε σήμερα στην αγορά να δει αν λείπει κάτι από τον λαό του. Δεν ασχολείται με την έλλειψη ηθικής στο ανάκτορο μας. Τουλάχιστον δεν είναι μηδενική. Υπάρχετε εσείς και δεν θα μπορούσα να ζητήσω καλύτερους συμμάχους».
Ήταν σειρά της Σάρας να απορήσει.
«Δεν έχεις θυμώσει κυρά;»
«Όταν το κατάλαβα μπορώ να πω ότι ήμουν έξαλλη. Ωστόσο, σε είχα ανάγκη για τον Ουαβάλλαθο. Και τώρα έχω ανάγκη και τις δυο σας για την ψυχή του πατέρα μου και την τιμή της Παλμύρας, η οποία βάλλεται από τα βρώμικα παιχνίδια των Ρωμαίων».
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top