12. ΒΑΛΕΡΙΟΣ
Παλμύρα, 260 μ.Χ.
Μια βδομάδα τώρα, όλη η Συρία ήταν σε αναβρασμό. Ρωμαϊκά πλοία είχαν καταφτάσει στο λιμάνι της Σιδώνας και ανάμεσα στους επισκέπτες βρισκόταν και ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας.
Η άφιξη του ήταν προγραμματισμένη να γίνει αρκετούς μήνες νωρίτερα, όμως ο Οδαίναθος του ζήτησε να το αναβάλλει μέχρι η πόλη να είναι σε θέση να τον υποδεχτεί όπως του άρμοζε. Ο θάνατος του πεθερού του απαιτούσε μια πλουσιοπάροχη κηδεία και μέρος των εξόδων καλύφθηκε από την φορολογία. Το ίδιο θα ίσχυε και για τα έξοδα διαμονής του Βαλέριου και όλων όσων τον συνόδευαν. Κάθε έπαρχος της Ανατολής έπρεπε να συλλέξει ένα σημαντικό πόσο για χάρη των δυτικών επισκεπτών. Και δεν ήταν καθόλου λίγοι, αν αναλογιστεί κανείς πως είχε έρθει ολόκληρος στρατός.
Πολλοί ήταν αυτοί που θέλησαν να φιλοξενήσουν τον Αυτοκράτορα στην περιοχή τους, αλλά εκείνος είχε αποφασίσει εξ αρχής να μείνει στην Παλμύρα, την σημαντικότερη όαση της Συρίας που πλούτιζε την πρωτεύουσα του. Επιπλέον, ήθελε να γνωρίσει τα νέα μέλη της οικογένειας του Οδαίναθου και να συλλυπηθεί την σύζυγο του για τον χαμό της. Στην πραγματικότητα, ήθελε να δει επιτέλους από κοντά την περιβόητη Σεπτίμια, που είχε τολμήσει να εμφυσήσει στον υπήκοο του ιδέες προδοσίας.
Η μεγάλη και θορυβώδης πομπή έφτασε τελικά στην Παλμύρα λίγες μέρες αφότου αγκυροβόλησαν στην Ανατολή. Στην διαδρομή, ο Βαλέριος είδε με τα μάτια του πόσο ορθή ήταν η απόφαση του να δώσει και την Φοινίκη στον Οδαίναθο, αφού παρουσίαζε σημαντική ευημερία. Ο άλλοτε άπειρος στρατιώτης που όλοι πίστευαν ότι θα κατέστρεφε την Παλμύρα εξαιτίας της άγνοιας του στα της διοίκησης, είχε αποδειχτεί ένας νεότερος Μίδας.
Η Ζηνοβία παρακολουθούσε την άφιξη των Ρωμαίων από το παράθυρο του διαδρόμου των διαμερισμάτων της. Είχε τα χέρια της σταυρωμένα στο στήθος της και μόλις αντίκρισε τον Βαλέριο να χαζεύει την πατρίδα της σαν να ήταν από πάντα ρωμαϊκή κι όχι κλεμμένη με αίμα, έσφιξε το ύφασμα του μαύρου της χιτώνα.
Ακόμα πενθούσε τον αδικοχαμένο πατέρα της και παρά τις υποδείξεις του Οδαίναθου, δεν έβγαλε τα μαύρα για χάρη του Αυγούστου. Άλλωστε η ενδυμασία της είχε διπλή σημασία, αφού δεν χαιρόταν καθόλου με τον ερχομό του Βαλέριου. Θα προτιμούσε ο Αύγουστος να μείνει σε άλλη πόλη μέχρι να φύγουν για την Περσία και να μην ακούσει για εκείνον μέχρι να μάθει για την ευτυχή κατάληξη της αναμέτρησης· γιατί αν είχε σκοπό να ηττηθεί με τόσο στρατό που είχε κουβαλήσει, τότε καλύτερα να παραιτούταν από τον θρόνο.
Την προσοχή της τράβηξε ένας γνώριμος ήχος, ο οποίος κατάφερε να την κάνει να χαμογελάσει. Ο μικρός Ουαβάλλαθος την καλούσε με τον δικό του τρόπο, καθώς την πλησίαζε με την βοήθεια της νέας της σκλάβας. Εκείνη γύρισε και άνοιξε τα χέρια της για να τον αγκαλιάσει και έπειτα του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.
«Έφαγε;», ρώτησε τη Σάρα, μια εβραία σκλάβα την οποία αγόρασε ο Οδαίναθος ευθύς αμέσως μετά τον θάνατο του Ζάμπαϊ.
«Μάλιστα κυρά».
Ευχαριστημένη η Ζηνοβία έδωσε ένα ακόμα φιλί στο νήπιο και γύρισε ξανά στο παράθυρο. Με τον γιο της να ζεσταίνει το στέρνο της, η εικόνα του Αυτοκράτορα ήταν πιο εύπεπτη.
†
Οι φωνές των περαστικών τρύπησαν τα αυτιά του Γάιου, ο οποίος αναστέναξε παραπονιάρικα και κρύφτηκε κάτω από το μαξιλάρι. Η Ιόλη καθόταν σε μια ξύλινη καρέκλα και κοιτούσε τον κόσμο που βάδιζε γοργά. Ήξερε περί τίνος επρόκειτο αυτή η αναταραχή και περίμενε πότε ο υπναράς Γάιος θα το καταλάβαινε με την σειρά του.
Ένα παιδί φώναξε δυνατά τον πατέρα του και του υπέδειξε να βιαστεί. Αυτό ήταν και το οριστικό χτύπημα για τον Γάιο, ο οποίος τινάχτηκε βογκώντας, απογοητευμένος που δεν θα συνέχιζε τον ύπνο του.
«Πρέπει να σταματήσεις να ξενυχτάς», αποκρίθηκε η Ιόλη δίχως να απομακρύνει το βλέμμα της από το παράθυρο.
«Μαζί ξενυχτάμε», της απάντησε ο Γάιος και σηκώθηκε από το κρεβάτι αποκαλύπτοντας το γυμνό του σώμα. «Εσύ πώς καταφέρνεις να σηκώνεσαι τόσο νωρίς;»
Η Ιόλη του έριξε μια φευγαλέα ματιά για να παρατηρήσει τις γραντζουνιές στο δέρμα του. Εφόσον όλοι οι άντρες συνευρίσκονταν μαζί της για να ικανοποιήσουν μόνο τον εαυτό τους, δεν πείραζε να πάρει κι εκείνη λίγη χαρά με το να γίνεται βίαιη. Τουλάχιστον ο Γάιος αρεσκόταν σε αυτή της την πλευρά.
«Τόσα χρόνια στο ανάκτορο έμαθα να αντεπεξέρχομαι σε καθήκοντα χωρίς αρκετό ύπνο».
Ο Γάιος αρκέστηκε σε ένα μουγκρητό, καθώς έριχνε λίγο νερό σε ένα πήλινο σκεύος για να πλύνει το πρόσωπο του. Στην συνέχεια, φόρεσε τον χιτώνα του και πλησίασε το παράθυρο μήπως καταλάβαινε τον λόγο που όλοι ήταν τόσο θορυβώδεις.
«Ξεχνάς πως λίγες μέρες πριν ο Οδαίναθος έφυγε από την Παλμύρα για να συναντήσει τον αυτοκράτορα;»
Τα λόγια της Ιόλης ήταν αυτά που τον αφύπνισαν πραγματικά. Το σώμα του κυριεύτηκε από υπερένταση κι άρχισε να βηματίζει νευρικά μέσα στον χώρο.
«Πρέπει να πάω να τον βρω, να του μιλήσω επιτέλους! Τώρα δεν θα είναι σε θέση να με αγνοεί».
Περίμενε τον ερχομό του για έξι ολόκληρους μήνες και η απελπισία του είχε φτάσει σε αξιοθρήνητα επίπεδα. Πολλές φορές δάκρυζε από εκνευρισμό όταν συνειδητοποιούσε ότι ο Βαλέριος δεν θα έφτανε άμεσα στην Συρία. Αυτός ήταν κι ο βασικός λόγος που κράτησε την Ιόλη όλο αυτό τον καιρό, γιατί στο μεταξύ ο Βαλέριος συνέχιζε να τον αγνοεί. Οπότε αν η σκλάβα άνοιγε το στόμα της, σίγουρα θα έπεφτε μαζί της. Εξάλλου τα οφέλη της φιλοξενίας δεν ήταν λίγα. Εκείνος της προσέφερε προστασία κι εκείνη κάλυπτε κάθε του ανάγκη. Μόνο στην αρχή είχαν ορισμένες δυσκολίες, όταν οι άντρες του Οδαίναθου την αναζητούσαν σε ολόκληρη την Παλμύρα. Πολλές φορές μάλιστα εισέβαλαν σε σπίτια. Εκείνος όμως είχε μια κρυφή καταπακτή που όχι μόνο έκρυβε όποιον ήθελε να ξεφύγει, αλλά τον οδηγούσε σε ένα τούνελ. Τι πιο αποτελεσματικό για τον κατάσκοπο του Αυγούστου! Αλλά κατά πόσο ο Βαλέριος τον θεωρούσε ακόμα έμπιστο του;
«Σίγουρα κάποια στιγμή θα βγει στη αγορά», είπε η Ιόλη. «Και θα βρεις την ευκαιρία σου».
«Πρέπει να την βρω έτσι κι αλλιώς γιατί τον χρειάζομαι».
«Τον χρειαζόμαστε», τον διόρθωσε η Ιόλη, αλλά ο Γάιος ούτε που την άκουσε. Σκεφτόταν όλα όσα ήθελε να ζητήσει από τον Αύγουστο και το κυριότερο ήταν η μετάθεση του σε άλλη επαρχία. Πλέον, δεν ένιωθε ασφαλής στην Παλμύρα. Το ένστικτο του τον πρόσταζε να απομακρυνθεί και σαν βαθιά θρησκευόμενος, που πίστευε στα σημάδια και τα προαισθήματα δεν θα το αγνοούσε.
†
Ο Οδαίναθος ξεναγούσε τον Βαλέριο στο ανάκτορο του, μαζί με τον Ηρωδιανό. Πίσω ακολουθούσαν ο Ζάμπντας και ο Μαιόνιος -φανερά δυσαρεστημένος με την παρουσία του Αυγούστου- καθώς και μια μικρή φρουρά του αυτοκράτορα. Εκείνος παρατηρούσε την κάθε λεπτομέρεια προσποιούμενος ότι θαύμαζε την αρχιτεκτονική. Στην πραγματικότητα, σκάρωνε αυξήσεις στην φορολογία της Ανατολής, μια που η ευμάρεια της ήταν προφανής.
Όταν ολοκληρώθηκε η ξενάγηση, ο Οδαίναθος διέταξε τους υπηρέτες του να οδηγήσουν τον Βαλέριο στα διαμερίσματα του. Εκείνος όμως αρνήθηκε να αποσυρθεί, αν δεν έβλεπε πρώτα την σύζυγο του, την γυναίκα που συνέβαλε στην άμυνα της Παλμύρας απουσία του στρατού.
Ο Οδαίναθος σκέφτηκε να αρνηθεί, γιατί φοβόταν ότι η Ζηνοβία θα ήταν αγενής στον αυτοκράτορα. Οι αντιδράσεις της προτού φύγει για το λιμάνι προμήνυαν ότι δεν θα ήταν πρότυπο οικοδέσποινας, οπότε καλό ήταν να διατηρηθούν αποστάσεις. Δεν θα ήταν εφικτό σε όλη την παραμονή του Βαλέριου, αλλά θα προσπαθούσε να μειώσει τις πιθανότητες.
Μόλις έκανε να ανοίξει το στόμα του και να πει πως η γυναίκα του ήταν αδιάθετη, οι παρόντες Παλμυριανοί γύρισαν προς τα δεξιά των κήπων και έγειραν τους κορμούς τους προς τα μπρος ως ένδειξη σεβασμού για την κυρά τους.
Ο Οδαίναθος γύρισε να κοιτάξει την γυναίκα του που πλησίαζε συνοδευόμενη από την σκλάβα της, η οποία κρατούσε τον Ουαβάλλαθο, και κράτησε την ανάσα του. Το πρόσωπο της Ζηνοβίας δεν εξέπεμπε κάποιο συναίσθημα και αυτό του προκαλούσε νευρικότητα. Ο Βαλέριος όμως δεν ένιωσε αμηχανία. Αντίθετα, μειδίασε στην εικόνα της μελαχρινής καλλονής με τον μακρύ λαιμό. Ο χαμηλός της κότσος του επέτρεπε να τον περιεργαστεί και του θύμισε κύκνο.
Η φαινομενικά ουδέτερη Ζηνοβία πλησίασε με αργό και σίγουρο βήμα τον αυτοκράτορα και υποκλίθηκε μπροστά του τηρώντας όλα τα εθιμοτυπικά. Αυτό εξέπληξε ευχάριστα τον Οδαίναθο, ο οποίος μπόρεσε να αναπνεύσει ξανά.
«Τόσες ιστορίες έφτασαν στην άλλη άκρη για την δεύτερη σύζυγο του Ras, μα όλες λησμόνησαν να υπογραμμίσουν την εξωπραγματική ομορφιά της», αποκρίθηκε ο Βαλέριος, που δεν είχε σταματήσει να την περιεργάζεται.
«Ίσως γιατί υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα από την ομορφιά», απάντησε η Ζηνοβία με ένα προσποιητό χαμόγελο.
«Εύκολο να το λες όταν κοιτάς το είδωλο σου και φοβάσαι ότι θα γίνεις ένας ακόμα Νάρκισσος».
«Η σύζυγος μου είναι ταπεινή και δεν παινεύεται εύκολα για τα χαρίσματα της», είπε ο Οδαίναθος, θεωρώντας ότι η Ζηνοβία άξιζε ένα κομπλιμέντο για την συμπεριφορά της.
Ο Βαλέριος αρκέστηκε σε ένα νεύμα και έγειρε ελαφρώς στα πλάγια για να δει καλύτερα το νήπιο.
«Κι αυτός πρέπει να είναι ο γιος σας».
Η Ζηνοβία γύρισε προς το μωρό της και χαμογέλασε τρυφερά, καθώς χάιδευε τα χνούδια που είχε για μαλλιά.
«Ο Ουαβάλλαθος, το μέλλον της Παλμύρας».
«Το μακρινό», συμπλήρωσε ο Βαλέριος και στράφηκε στον Ηρωδιανό. «Γιατί προτεραιότητα έχει ο πρωτότοκος».
Όλοι ένιωσαν περήφανοι για χάρη του αγοριού. Ήταν μεγάλη υπόθεση να τον αναγγέλλει εμμέσως ο αυτοκράτορας διάδοχο του Οδαίναθου. Η Ζηνοβία όμως δεν συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό τους. Ο Ουαβάλλαθος παραγκωνιζόταν γιατί ήταν δεύτερος και ο Βαλέριος είχε φροντίσει να υπογραμμίσει αυτό το μειονέκτημα, όχι τυχαία. Το ύφος του την ώρα που ξεστόμιζε αυτά τα λόγια και το βλέμμα του που δεν εγκατέλειπε την Ζηνοβία μαρτυρούσαν ότι την προειδοποιούσε. Πριν από τον δικό της γιο, που θα μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα στην Ρώμη, πορευόταν ο ετεροθαλής αδερφός του που είχε μεγαλώσει με τις αξίες του πατέρα του. Κι αυτές ήταν ευνοϊκές στον δυτικό κατακτητή.
«Το ταξίδι μου άνοιξε την όρεξη», άλλαξε θέμα. «Θα μου έκαναν την τιμή οι κύρηδες της Παλμύρας να γευματίσουν μαζί μου;», ρώτησε απευθυνόμενος στον Οδαίναθο και την Ζηνοβία.
Ο Ras απάντησε καταφατικά περνώντας το χέρι του γύρω από την μέση της γυναίκας του κι όταν όλοι άρχισαν να απομακρύνονται, έσκυψε να της δώσει ένα φιλί στο μάγουλο.
«Σε ευχαριστώ», της ψιθύρισε.
«Δεν χρειάζεται. Ό,τι κάνω το κάνω για την Παλμύρα».
«Εγώ όμως είμαι ο άρχοντας της κι όταν ευδοκιμεί αυτή, είμαι κι εγώ καλά».
Αφού της έδωσε ένα ακόμα φιλί -αυτή την φορά στο στόμα και μεγαλύτερης διάρκειας- ακολούθησε το πλήθος στο εσωτερικό του παλατιού. Η Ζηνοβία τον παρακολουθούσε καθώς απομακρυνόταν κι ο βαθύς αναστεναγμός που έκρυβε μέσα της, βρήκε επιτέλους την έξοδο μέσα από τα χείλη της. Την έθλιβε να βλέπει την αφέντη της Παλμύρας και την ίδια την Παλμύρα να σκύβουν το κεφάλι στον Βαλέριο. Και για αρκετό διάστημα όφειλε να το κάνει και η ίδια, μέχρι να εξαλειφθεί ο κίνδυνος των Περσών. Το κατά πόσο θα μπορούσε στην συνέχεια να πείσει τον Οδαίναθο να κάνει το ίδιο και στους Ρωμαίους, δεν το ήξερε. Όπως και να είχε, κάθε φορά που πήγαινε σε κάποιον ναό προσευχόταν για την ανεξαρτησία της πατρίδας της, ακόμα κι όταν εκείνη δεν θα ζούσε να το δει. Αρκεί να υπήρχε η ελπίδα ότι αυτά τα εδάφη θα άνηκαν ξανά στους γηγενείς.
Προτού πάρει κι η ίδια τον δρόμο για το ανάκλιντρο στο οποίο θα γευμάτιζε, γύρισε στην Σάρα και της ζήτησε να φροντίσει να γευματίσει κι ο Ουαβάλλαθος. Σαφώς κι αυτό θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα έκανε η σκλάβα μόλις γυρνούσε στο δωμάτιο της κυράς της. Ωστόσο, άφησε την ανήσυχη μητέρα να της θυμίσει το καθήκον της για να έχει μια έγνοια λιγότερη. Έπειτα, η Ζηνοβία έπιασε τα μικροσκοπικά χεράκια του Ουαβάλλαθου και τον χάζεψε με υγρά μάτια.
«Για μένα θα είσαι πάντα πρώτος».
†
Η Σάρα έφτασε στο δωμάτιο της Ζηνοβίας και εναπόθεσε τον Ουαβάλλαθο στο κρεβάτι. Όσο εκείνη θα ετοίμαζε το φαγητό του, το μωρό θα μπορούσε να χαλαρώσει κι ίσως έτσι να μην της έφερνε πολλές αντιρρήσεις. Ήταν αρκετά αντιδραστικός σε πολλά ζητήματα και ο Οδαίναθος έλεγε πάντα χαριτολογώντας πως είχε μοιάσει στην μητέρα του ως προς αυτό.
Ένας χτύπος στην πόρτα τον έκανε να ανασηκωθεί ελαφρά και έκρωξε παραπονιάρικα. Η Σάρα τον άγγιξε μαλακά στην κοιλίτσα του και του ψιθύρισε πως δεν υπήρχε λόγος να ταράζεται.
«Ποιος είναι;», αποκρίθηκε χωρίς να απομακρύνεται από το παιδί. Τώρα που το παλάτι ήταν γεμάτο ξένους ένιωθε ότι έπρεπε να είναι συνεχώς μαζί του, σαν φρουρός.
Η πόρτα άνοιξε σιγά σιγά και ξεπρόβαλε η νευρική Μύριαμ. Το βλέμμα της σάρωσε τον χώρο για να σιγουρευτεί ότι η Ζηνοβία δεν ήταν παρούσα και παρόλα αυτά ρώτησε την Σάρα αν μπορούσε να περάσει. Εκείνη ξεφύσησε ελαφρά και της ένευσε θετικά.
«Μην μείνεις πολύ όμως», της είπε καθώς σηκωνόταν, ενώ η Μύριαμ έπαιρνε στην αγκαλιά της τον Ουαβάλλαθο. «Δεν ξέρω πόσο θα αντέξει να είναι στο ίδιο δωμάτιο με τον αυτοκράτορα».
Η Μύριαμ αρκέστηκε σε ένα νεύμα κι έπειτα πήρε μια βαθιά εισπνοή, λίγο πιο πάνω από τον λαιμό του παιδιού.
«Μυρίζει σαν την μητέρα του».
Η Σάρα ένιωσε οίκτο με τις απεγνωσμένες προσπάθειες της Μύριαμ να αναπνεύσει ξανά την μυρωδιά της Ζηνοβίας. Κάθε φορά που πλησίαζε κρυφά τον Ουαβάλλαθο, το βλέμμα και οι κινήσεις της μαρτυρούσαν την θλίψη της για την ρήξη μεταξύ της ίδιας και της πρώην αφέντρας της.
Ποτέ δεν έμαθε τον ακριβή λόγο που η Ζηνοβία μίσησε την μοναδική, πραγματική φίλη της, αφού καμία από τις δυο δεν ήθελε να το αναλύσει. Η Ζηνοβία της είχε πει απλώς ότι έπαψε να την εμπιστεύεται, ενώ η Μύριαμ κατηγορούσε τον εαυτό της για τον πόνο της Ζηνοβίας. Τα λόγια ήταν ασαφή, αλλά δεν επέμεινε να μάθει μια αλήθεια που ήταν προφανές ότι πονούσε και τις δυο. Απλώς άφηνε την Μύριαμ να βλέπει το νήπιο μετά από μια νύχτα που την έφερε ο Οδαίναθος κλαμένη, γιατί της είχε λείψει. Ήταν ένα μυστικό μεταξύ αυτών των τριών κι ενός παιδιού που ευτυχώς δεν μπορούσε να τους μαρτυρήσει.
«Πρώτη φορά βλέπω σκλάβο να λατρεύει τον αφέντη του. Συνήθως τους ανεχόμαστε ή τους μισούμε».
«Έχω δει πολλά θετικά παραδείγματα», αντιτάθηκε η Μύριαμ. «Αλλά για μένα η Ζηνοβία ήταν πολλά παραπάνω από αφέντρα. Ήταν σαν αδερφή μου».
«Τότε είμαι σίγουρη ότι τα πράγματα θα φτιάξουν μεταξύ σας. Δεν ξεγράφεις τόσο εύκολα την αδερφή σου».
Η Μύριαμ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, ενώ ο Ουαβάλλαθος άρχισε να παίζει με μια τούφα της.
«Το σφάλμα μου ήταν ασυγχώρητο. Ήθελε να με διώξει, αλλά με λυπήθηκε ο άρχοντας και με κράτησε κρυφά».
«Ξέρει ότι είσαι ακόμα εδώ».
«Το φαντάζομαι. Δεν μπορείς να την ξεγελάσεις εύκολα».
«Και παρόλα αυτά είσαι ακόμα εδώ», επέμεινε η Σάρα, γιατί η Μύριαμ είχε εστιάσει στο λάθος θέμα.
«Απλώς το ανέχεται όσο μένω μακριά της. Σίγουρα θα έχει δώσει οδηγίες να μην πλησιάσω τα διαμερίσματα της».
«Νομίζω ότι υπάρχει κάτι βαθύτερο από ανοχή. Αν σε είχε μισήσει, όπως νομίζεις, θα φρόντιζε να φύγεις πράγματι από το ανάκτορο. Όμως κάτι την εμποδίζει από το να σε απομακρύνει. Κι αυτό είναι η αγάπη της για σένα».
Η Μύριαμ χαμογέλασε μελαγχολικά.
«Αλήθεια το πιστεύεις;»
Η Σάρα χαμογέλασε περισσότερο και της ένευσε θετικά.
«Είμαι σίγουρη».
«Σε ευχαριστώ που με αφήνεις να βλέπω τον μικρό».
«Μην με ευχαριστείς. Κατά βάθος θέλω βοήθεια με τον κύρη, γιατί είναι αρκετά δύσκολος».
Η Μύριαμ γέλασε πνιχτά και ανασήκωσε τον μικρό στα χέρια της.
«Είσαι πράγματι δύσκολος; Γιατί κάνεις νάζια;»
«Σίγουρα θα αλλάξει μεγαλώνοντας, γιατί θα καταλάβει ότι δεν θα έχει πάντα κάποιον να τον φροντίζει».
†
Το γεύμα με τον αυτοκράτορα κυλούσε ευχάριστα, με το κρασί να ρέει άφθονο και την μουσική να γεμίζει τον αέρα μαζί με τις ομιλίες των παρευρισκόμενων. Η Ζηνοβία τσίμπησε λίγα φρούτα και έπειτα απομονώθηκε σε μια γωνία με την συντροφιά λίγου κρασιού. Παρατηρούσε σαν γεράκι τους Ρωμαίους και την άνεση τους στον ξένο τόπο. Τον είχαν οικειοποιηθεί αρκετά γρήγορα κι ο Βαλέριος δεν νοιαζόταν να επιβάλλει την τάξη στην συνοδεία του που μεθοκοπούσε και κοίταζε με ξελιγωμένο βλέμμα την γυναικεία ορχήστρα. Είχε απορροφηθεί στην συζήτηση που έκανε με τον Οδαίναθο και τον Ζάμπντα, πιθανόν για την επερχόμενη εκστρατεία στην Περσία. Και το γεγονός ότι εκείνος μιλούσε περισσότερη ώρα από τους Παλμυριανούς την εξόργιζε και έσφιγγε το ποτήρι της για να μην τους επιπλήξει.
«Μεγάλη η τιμή για τους αφέντες της Παλμύρας να φιλοξενούν τον αυτοκράτορα», ακούστηκε ο Μαιόνιος που ήρθε και στάθηκε δίπλα της, με τα μάτια του επίσης σταματημένα στην κατεύθυνση του ξαδέρφου του. «Και φυσικά δεν τον αφήνετε παραπονεμένο!»
«Τι θέλεις να κάναμε ακριβώς; Να τον πετούσαμε έξω;»
«Για να είμαι ειλικρινής, από σένα το περίμενα».
Το σπινθηροβόλο βλέμμα της ρίχτηκε πάνω του πιο απειλητικό κι από βέλος που θα μπορούσε να έχει εκτοξευθεί από εχθρό.
«Αν νομίζετε ότι είμαι κανένα χαζό κορίτσι που δεν μπορεί να ελέγξει τις παρορμήσεις της, κάνετε πολύ μεγάλο λάθος. Η Παλμύρα για μένα είναι ό,τι κι ο Ουαβάλλαθος κι αν η προστασία της απαιτεί να ανεχτώ τον αυτοκράτορα, αυτό θα γίνει».
Ο Μαιόνιος μισοχαμογέλασε χωρίς ευφορία.
«Και ο Οδαίναθος τι είναι στην όλη ιστορία;»
Η Ζηνοβία κούνησε το κεφάλι της μπερδεμένη. Για ποιον λόγο την ρώτησε κάτι τέτοιο; Δεν είχε δώσει δικαίωμα να αμφισβητηθεί η αγάπη της για τον άντρα της. Όμως τώρα ήταν μητέρα και προτεραιότητα είχε ο γιος της. Και φυσικά Παλμυριανή ήταν από την γέννηση της, οπότε μπορούσε να συγκριθεί η αγάπη της για την πατρίδα της με την αγάπη της για τον Ουαβάλλαθο.
«Έχεις το συνήθειο να ξεπερνάς τα όρια», ήταν η απάντηση της.
«Το ίδιο ισχύει και για τον καλεσμένο μας. Ουσιαστικά υποβάθμισε τον γιο σου».
Η Σεπτίμια πήρε μια βαθιά ανάσα θυμούμενη την αμήχανη στιγμή που ανέφερε ο Μαιόνιος και ξέπλυνε τον θυμό της με μια γουλιά κρασιού.
«Ο Ηρωδιανός είναι ο πρώτος γιος», αποκρίθηκε μέσα από τα δόντια της. «Αυτό είναι μια αλήθεια που οφείλουμε να αποδεχτούμε».
Σαφώς κι αυτή η αλήθεια την ενοχλούσε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να αλλάξει. Ο μόνος τρόπος να πάρει τα πρωτεία ο Ουαβάλλαθος ήταν να χαθεί ο Ηρωδιανός. Και ποτέ δεν θα τολμούσε να τον πειράξει.
Απασχολημένοι καθώς ήταν να ανταλλάσσουν θυμωμένες ματιές, δεν κατάλαβαν τον Βαλέριο που τους πλησίασε. Μόνο όταν τον άκουσαν να ζητάει από τον Μαιόνιο άδεια να μιλήσει μόνος του με την Ζηνοβία, συνειδητοποίησαν την παρουσία του. Μετά από μια βεβιασμένη υπόκλιση λοιπόν, ο Μαιόνιος απομακρύνθηκε από το δίδυμο που τράβηξε την προσοχή πολλών.
«Βλέπω πως πενθείς ακόμα τον πατέρα σου», σχολίασε ο Βαλέριος υποδεικνύοντας τον μαύρο της χιτώνα.
«Και θα το κάνω μέχρι να τον συναντήσω στον Κάτω Κόσμο».
«Χμ. Δεν ξέρω αν θέλω να σκέφτεται ο γιος μου με τον ίδιο τρόπο».
«Κανείς γονιός δεν επιθυμεί να ονειρεύεται το παιδί του τον θάνατο».
«Έχεις δίκιο», συμφώνησε κατευνάζοντας. «Αλήθεια, από τι πέθανε ο πατέρας σου; Ο Οδαίναθος αμέλησε να μου πει λεπτομέρειες».
Η καρδιά της έχασε έναν χτύπο, καθώς η ερώτηση του ζωντάνεψε την ανάμνηση εκείνης της νύχτας. Έβλεπε ξανά τον αιμόφυρτο πατέρα της κι άκουγε την Μύριαμ να προφέρει το όνομα της Ιόλης όταν παρουσίαζε την μοναδική ύποπτη για τον φόνο.
«Έπεσε από τις σκάλες», του απάντησε μετά από αρκετές, μικρές ανάσες που καταπολέμησαν τα δάκρυα.
«Αυτό είναι λυπηρό», παραδέχτηκε ο Βαλέριος.
«Το πιο λυπηρό είναι ότι δεν ήταν ατύχημα. Η Ρωμαία σκλάβα που είχατε στείλει σαν δώρο για τον πρώτο γάμο του Οδαίναθου φαίνεται να κρύβεται πίσω από την πτώση του».
Ο Βαλέριος αναφώνησε, αλλά η Ζηνοβία δεν πείστηκε για την εγκυρότητα της σαστιμάρας του.
«Ζητώ συγγνώμη εκ μέρος της. Την τιμωρήσατε όπως έπρεπε;»
«Το έσκασε εκείνο το βράδυ και εκ τότε χάθηκε κάθε ίχνος της».
«Ίσως είναι καλύτερα έτσι».
Η Ζηνοβία μειδίασε πονηρά στην ακέραιη έκφραση του Αυγούστου.
«Αρκετά παράξενο, δεν νομίζετε; Μια σκλάβα που ήρθε από την Ρώμη κατάφερε να γλιτώσει από καταδίκη για τον φόνο ενός Σύριου».
«Δεν πιστεύω να σκέφτεσαι ότι συμμετείχα σε όλο αυτό;»
«Αλίμονο αυτοκράτορα! Δεν ξεστόμισα κάτι τέτοιο».
Ο Βαλέριος ξεφύσησε δυνατά και το ακέραιο προσωπείο κατέρρευσε από την αδυναμία του να κρύψει την ενόχληση του.
«Ξέρω πολύ καλά ότι μισείς τους Ρωμαίους», αποκρίθηκε χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνή του. «Οι φήμες για την εμπάθεια σου οργιάζουν».
«Εννοείς κατάσκοποι», τον διέκοψε.
«Θα σε συμβούλευα να σταματήσεις», συνέχισε αγνοώντας το σχόλιο της. «Οτιδήποτε προσπαθήσεις να κάνεις εναντίον μας, θα βλάψει πρώτα από όλα τον άντρα σου. Εκείνος είναι έπαρχος κι άρα αυτός που θα πρέπει να λογοδοτήσει για σφάλματα και προδοσίες. Κι αν συμβεί κάτι τέτοιο θα είναι ο επόμενος που θα θάψεις».
«Με απειλείς;», γρύλισε η Ζηνοβία.
«Σου υπενθυμίζω πώς λειτουργεί η αυτοκρατορία. Αυτοί οι κανόνες ισχύουν εδώ και χρόνια και δεν θα τους αλλάξουμε για τα καπρίτσια μιας Ανατολίτισσας. Η τελευταία που προσπάθησε να δαμάσει την Ρώμη οδηγήθηκε στην αυτοκτονία».
Η Ζηνοβία κάγχασε.
«Εννοείς την Κλεοπάτρα; Κι είσαι τόσο περήφανος γι' αυτό;»
«Βλέπω είσαι διαβασμένη. Εν μέρει είναι καλό, γιατί με γλιτώνεις από φλυαρία. Όσο για το αν είμαι περήφανος η απάντηση είναι ναι. Τα επιτεύγματα της Ρώμης είναι μεγαλειώδη και δεν βρίσκω τον λόγο να ντρέπομαι για τις θυσίες που έγιναν για χάρη τους».
«Μόνο που τις θυσίες τις κάνουν πάντα άλλοι».
«Όποιος έχει, δίνει. Μην είστε άπληστοι. Η Παλμύρα είναι πλούσια».
«Κι επειδή ζηλεύετε, την κλέψατε από τους νόμιμους κατόχους της».
«Αυτή είναι η πρώτη και η τελευταία προειδοποίηση», αποκρίθηκε ο Βαλέριος αμελώντας εσκεμμένα για μία ακόμα φορά να απαντήσει. «Αν νοιάζεσαι έστω και λίγο για τον άντρα σου, γλίτωσε τον από την εκτέλεση. Άλλωστε όταν καταρρεύσει ο κορμός ενός δέντρου, παρασέρνονται στον πάτο και οι καρποί του».
Η απειλή, ή προειδοποίηση όπως ήθελε να την λέει, αφορούσε πλέον και τον γιο της. Πλέον δεν επρόκειτο μόνο για έχθρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αλλά για ζήτημα ζωής και θανάτου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top