1. ΕΝ ΑΡΧΗ ΤΟ ΧΑΟΣ
Παλμύρα, 258 μ.Χ.
Η Ζηνοβία στεκόταν στην μέση του παρθενικού της δωματίου, όσο οι σκλάβες της την ετοίμαζαν για την πρώτη της συνάντηση με τον μέλλοντα σύζυγο της. Δύο μέρες είχαν περάσει από όταν της ανακοίνωσε ο πατέρας της πως θα γινόταν η πρώτη κυρία της Παλμύρας και από τότε δεν είχε κλείσει μάτι από την αγωνία. Ένας κόμπος ταλάνιζε το στομάχι της και μια ανεξέλεγκτη προσμονή έκανε το σώμα της να καίει. Το νέο της καθήκον ήταν μεγάλο τόσο σε βαθμό υποχρέωσης, όσο και τιμής. Μα αυτή η χαρά πιθανόν να επισκιαζόταν, αν δεν είχε καλές σχέσεις με τον άντρα της.
Η νεαρότερη σκλάβα της παρατήρησε την σκυθρωπή έκφραση της σκεπτόμενης κυράς της και την ρώτησε αν είχε αγωνία. Η φωνή της ξύπνησε την Ζηνοβία από τον λήθαργο και με ένα χαμόγελο προς την αγαπημένη της φίλη παραδέχτηκε το άγχος της.
Η Ζηνοβία δεν είχε αδέρφια εν ζωή, οπότε η μόνη της συντροφιά ήταν οι σκλάβες της. Ο πατέρας της έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι, οπότε δεν είχε άλλη επιλογή από το να συναναστρέφεται μαζί τους. Δεν ήταν όμως γυναίκα που καταπιανόταν από ιεραρχίες και φερόταν στις σκλάβες της με καλοσύνη· ούτε μία φορά δεν δέχτηκε να μαστιγώσει κάποια ανυπάκουη. Αντίθετα καθόταν και τις συνέτιζε σαν μητέρα προς κόρη.
Η συγκεκριμένη σκλάβα λεγόταν Μύριαμ και ήταν χριστιανή. Η Ζηνοβία δεν προσπάθησε να την αλλαξοπιστήσει όταν βρέθηκε στην κατοχή της. Ήταν συμφιλιωμένη με όλες τις θρησκείες που υπήρχαν στην Παλμύρα, καθώς και τους λαούς της. Εφόσον μάλιστα αυτές οι λατρείες είχαν γεννηθεί στην Ανατολή, δεν έβρισκε τον λόγο να τις κατακρίνει, όπως έκανε κατά καιρούς ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας.
Με την Μύριαμ λοιπόν, η Ζηνοβία είχε την στενότερη σχέση και της εκμυστηρευόταν μάλιστα τις πιο ενδόμυχες σκέψεις της. Η παρόμοια ηλικία τους βοηθούσε στο να γεννηθεί μια τρυφερή φιλία ανάμεσα στις νεαρές γυναίκες, η οποία δεν θα έπαυε με την μετακόμιση της Ζηνοβίας στο παλάτι του Οδαινάθου. Η κυρά είχε υποσχεθεί πως εκείνη θα ερχόταν σίγουρα μαζί της να φροντίζει την ίδια κι αργότερα τα παιδιά της.
«Είμαι σίγουρη πως ο άρχοντας θα σε λατρέψει. Ποιος άντρας μπορεί να σου αντισταθεί;»
«Μα αυτός δεν είναι ένας απλός άντρας. Είναι ο κύρης της Παλμύρας, εκλεγμένος του αυτοκράτορα».
Τα μάτια της Ζηνοβίας σκοτείνιασαν στην αναφορά του Ρωμαίου ηγέτη. Για εκείνη ήταν ένας φιλόδοξος τύραννος, ανεξαρτήτως του ποιος έφερε τον τίτλο. Η θέση ήταν καταραμένη να διαφθείρει τους άντρες και να ζητούν τον ουρανό με τ' άστρα από όλη την οικουμένη.
Ο χτύπος της πόρτας έδιωξε την δυσφορία της Ζηνοβίας κι όταν ο Ζάμπαι προχώρησε μέσα κι αντίκρισε την μελαχρινή του κόρη στο μπλε της φόρεμα αναφώνησε ενθουσιασμένος.
«Είσαι πανέμορφη! Κάθε μέρα μου θυμίζεις όλο και περισσότερο την μητέρα σου».
Ο συγκινημένος Ζάμπαι χαμήλωσε το βλέμμα του στο κουτί που κρατούσε και όταν το άνοιξε φανερώθηκε ένα χρυσό κόσμημα με ρουμπίνια να κρέμονται στην μέση. Με ένα του νεύμα, η Μύριαμ το πήρε από το κουτί και το εναπόθεσε γύρω από το κούτελο της Ζηνοβίας. Τα τρία ρουμπίνια στόλισαν το μέτωπο της κοπέλας κάνοντας όμορφη αντίθεση με τον βαθύ μπλε χιτώνα της.
«Είσαι έτοιμη να γνωρίσεις τον αρραβωνιαστικό σου;»
Εκείνη κατένευσε και πέρασε το χέρι της γύρω από τον ώμο του πατέρα της για να πορευτούν μαζί στο αρχοντικό της Παλμύρας, το μελλοντικό της σπίτι.
†
Ο Οδαίναθος βάδιζε προς την είσοδο του παλατιού του με βλέμμα βλοσυρό. Το πρόσωπο του εξέπεμπε σοβαρότητα και πυγμή όταν εμφανιζόταν δημοσία, ώστε να τον αντιμετωπίζουν αναλόγως. Δεν ήταν από τους άντρες που παρασυρόταν από την εξουσία και φερόταν σαν παιδί που όλοι ήταν υποχρεωμένοι να του κάνουν τα χατίρια. Ήταν ενήλικας για πολλά χρόνια και απαιτούσε από όλους να του φέρονται αναλόγως.
Στο κατώφλι του ανατολίτικου ανακτόρου τον περίμεναν ήδη ο γιος του από τον πρώτο γάμο, ο δεκάχρονος Ηρωδιανός, ο ξάδερφος του, Μαιόνιος και ο στενός του φίλος και συνεργάτης Ζάμπντας, στον οποίο είχε δώσει δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη, επομένως αποκαλούταν Σεπτίμιος Ζάμπντας. Μόλις τον αντίκρισαν έγειραν τους κορμούς τους προς τα μπρος φέρνοντας τα χέρια τους στο στήθος τους και με ένα του νεύμα ίσιωσαν ξανά τις πλάτες τους.
«Δεν ήρθαν ακόμα;», αποκρίθηκε κάτι που ήταν φανερό έτσι κι αλλιώς. Ωστόσο, η προσμονή να αντικρίσει την ξακουστή κόρη του Ζάμπαι, τον οδηγούσε σε κοινότυπες ερωτήσεις.
«Θα έρθουν όπου να' ναι», απάντησε ο Ζάμπντας. «Ξέρεις πως ο Ζάμπαι δεν καθυστερεί ποτέ».
Ο Οδαίναθος ένευσε συγκαταβατικά και στράφηκε στον γιο του, ο οποίος κρατούσε στα χέρια του ένα μπουκέτο από γιασεμί.
«Για την μέλλουσα μητριά μου», του εξήγησε ο Ηρωδιανός.
Ο πατέρας του ευθύμησε μέσα του με την δεκτικότητα του παιδιού προς το νέο γυναικείο μέλος του σπιτικού του και τον επιβράβευσε γι' αυτή του την στάση.
Περίπου πέντε λεπτά μετά τον ερχομό του Οδαινάθου στην είσοδο, ξεπρόβαλε στον ορίζοντα η εικόνα του Ζάμπαι, ο οποίος συνόδευε μια μελαχρινή οπτασία.
Ο άρχοντας της Παλμύρας ένιωσε ένα πρωτόγνωρο σκίρτημα στο στήθος του στην εικόνα της αρραβωνιαστικιάς του. Η Ζηνοβία είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας Σύριας καλλονής, με μαύρα σαν το έρεβος μαλλιά, καστανό δέρμα, μάτια που σε βύθιζαν σε μια άβυσσο λαγνείας και χείλη μισάνοιχτα που σε προκαλούσαν σε ερωτικά τερτίπια. Τα ρούχα της αναδεικνύονταν από το καλλίγραμμο κορμί της και όχι το αντίθετο. Αυτή η γυναίκα δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τις χλωμές δυτικές που έβαζαν τόνους κοκκινάδων στα μάγουλα τους κι άλλαζαν συνεχώς περούκες για κάθε περίσταση.
Μόλις τους πλησίασαν, χαιρέτισαν επίσημα τον Οδαίναθο με μια ελαφριά υπόκλιση και τους υπόλοιπους με ευχές για την ευλογία του θεού Μπαάλ.
«Αυτή είναι λοιπόν η κόρη σου», μίλησε πρώτος ο Ζάμπντας. «Τόσο καιρό μας μιλάς για εκείνη χωρίς να την φέρνεις στο ανάκτορο κι είχαμε αρχίσει να πιστεύουμε ότι ήταν ένας μύθος».
«Η Ζηνοβία μου προτιμάει να συναναστρέφεται με τον λαό της Παλμύρας. Είναι ταπεινός άνθρωπος».
Το πρώτο στοιχείο του χαρακτήρα της προϊδέασε θετικά τον Οδαίναθο. Μπορεί η όψη της να ήταν μαγευτική, αλλά δεν εγγυούταν μια αγαθή ψυχή. Εντούτοις, η μέλλουσα γυναίκα του φαινόταν πράγματι σεμνή, καθώς μέχρι στιγμής είχε το βλέμμα της χαμηλωμένο παρουσία τόσων αντρών.
Τότε ο μικρός Ηρωδιανός βρήκε την ευκαιρία και πήγε κοντά της προσφέροντας της τα λουλούδια που είχε περιμαζέψει για χάρη της. Η Ζηνοβία χαμογέλασε συγκινημένη με την υποδοχή του θετού της γιου και ο Οδαίναθος έσφιξε αντανακλαστικά την μια του γροθιά. Όταν χαμογελούσε ήταν ακόμα πιο όμορφη.
«Είναι πανέμορφα. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ», αποκρίθηκε και έσκυψε να του δώσει ένα φιλί στο μάγουλο. «Υπόσχομαι να σου ανταποδίδω κάθε μέρα την καλοσύνη που μου έδειξες σήμερα».
Ο Ηρωδιανός κοκκίνισε συνεσταλμένα με το φιλί της Ζηνοβίας και έπειτα πήγε να σταθεί δίπλα στον πατέρα του. Αυτή του η κίνηση ώθησε τα βλέμματα των μελλόνυμφων να ενωθούν.
Η Ζηνοβία παρατήρησε τον Οδαίναθο και θαύμασε τα αραβικά χαρακτηριστικά του. Στο μυαλό της ο μόλις μια δεκαετία μεγαλύτερος της έπαρχος της Παλμύρας φάνταζε σαν τους Ρωμαίους ηγεμόνες, αλλά η όψη του ήταν πέρα για πέρα ανατολίτικη· σκούρα μαλλιά και αμυγδαλωτά μάτια, ηλιοκαμένο δέρμα, ευθυτενής κορμοστασιά και αυστηρό παρουσιαστικό.
«Καλωσόρισες», έσπασε την σιωπή τείνοντας το χέρι του στην Ζηνοβία.
Εκείνη άφησε τα δάχτυλα της να γλιστρήσουν μέσα στην παλάμη του καθώς τα βλέμματα τους βυθίζονταν στις έρημους των ματιών τους. Ο Οδαίναθος με την σειρά του έσφιξε μαλακά το χέρι της και την ώθησε να τον πλησιάσει.
«Μου επιτρέπεις να σου δώσω ένα φιλί στο μάγουλο».
Η Ζηνοβία ένευσε και ο Οδαίναθος άφησε το αποτύπωμα του στο ζεστό της δέρμα.
«Να σου γνωρίσω μερικούς από τους ανθρώπους που θα βλέπεις συχνά στο παλάτι. Από εδώ ο Σεπτίμιος Ζάμπντας. Όπως έχεις καταλάβει ήδη είναι πολυλογάς, αλλά έξοχος στρατιωτικός».
«Μην προκαταβάλεις την κυρά», παραπονέθηκε ο Ζάμπντας. «Απλώς είμαι πιο ευχάριστος από τον αρραβωνιαστικός σου».
Η Ζηνοβία γέλασε πνιχτά και έπειτα στράφηκε στο επόμενο μέλος της συντροφιάς τους.
«Αυτός είναι ο Μαιόνιος», συνέχισε ο Οδαίναθος. «Είναι ξάδερφος μου».
Πράγματι, η ομοιότητα ήταν φανερή.
«Καλώς όρισες κυρά».
Εκείνη ένευσε βαθιά ανταποδίδοντας σε μία ακόμα ζεστή συμπεριφορά.
«Τώρα θα μου επιτρέψετε να μείνω μόνος με την μέλλουσα σύζυγο μου».
Ο Ζάμπαι έδωσε την άδεια του, ώστε το ζευγάρι να περπατήσει στους κήπους και να γνωριστούν καλύτερα. Ήταν αισιόδοξος πως η κόρη του θα κέρδιζε αμέσως τον αυστηρό έπαρχο χάρις την γοητεία της, αλλά και την μόρφωση της, την οποία είχε φροντίσει ο ίδιος με την σύζυγο του.
†
Οι αρραβωνιασμένοι βάδιζαν μέσα στην πλούσια βλάστηση του κήπου με τον ζεστό, καλοκαιρινό αέρα να ανεμίζει τους χιτώνες τους. Η συζήτηση μεταξύ τους ξεκίνησε από τον Οδαίναθο, ο οποίος ζήτησε να μάθει λίγα πράγματα για την ζωή της Ζηνοβίας. Εκείνη μίλησε με εγκράτεια για τα παιδικά της χρόνια αποφεύγοντας λεπτομέρειες που πιθανόν να τον κούραζαν. Όταν έφτασε στους θανάτους των αδερφών της σε νεαρή ηλικία από ασθένειες κι έπειτα της μητέρας της μετά από αποβολή, η έκφραση της έγινε πιο μελαγχολική, αλλά δεν επιδόθηκε σε μελοδραματισμούς. Η συγκίνηση της αποδόθηκε με εγκράτεια, γεγονός που εκτίμησε ο Οδαίναθος.
Στην συνέχεια, η Ζηνοβία τόλμησε να τον ρωτήσει για το αν είχε ξεπεράσει το χαμό της γυναίκας του. Εκείνος απάντησε θετικά, αν και το συνοφρύωμα του έδωσε την δική του ερμηνεία. Η Ζηνοβία από μεριάς της υποσχέθηκε πως δεν θα προσπαθούσε να την αντικαταστήσει και πως αν ένιωθε ποτέ την ανάγκη να μιλήσει για εκείνη, ήταν πρόθυμη να τον ακούσει.
«Φαίνεται πως έχεις καλή καρδιά», σχολίασε ο Οδαίναθος. «Δεν υπάρχει ίχνος σκληρότητας στα λόγια σου».
«Είμαι σκληρή εκεί που πρέπει. Δεν νομίζω πως υπάρχει λόγος να φερθώ άκαρδα σε κάποιον που δεν το αξίζει».
Ο Οδαίναθος σταμάτησε να βαδίζει ακινητοποιώντας έτσι και την Ζηνοβία.
«Είσαι χριστιανή;», ρώτησε ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι.
«Τι κι αν είμαι;», αντιγύρισε την ερώτηση κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος του. «Θα με στείλεις στην Ρώμη να με φάνε τα λιοντάρια;»
Ο Οδαίναθος σάστισε με την ξαφνική αυτοπεποίθηση της. Τώρα δεν θύμιζε σε τίποτα την συνεσταλμένη κοπέλα που γνώρισε πριν λίγη ώρα.
Εκείνη κατάλαβε την αμηχανία του και γέλασε για να δείξει πως απλώς τον πείραζε.
«Δεν αστειευόσουν όταν είπες ότι είσαι σκληρή εκεί που πρέπει», μουρμούρισε ο Οδαίναθος.
«Δεν είμαι χριστιανή», απάντησε η Ζηνοβία στην αρχική του ερώτηση. «Δεν νομίζω ότι η πίστη επηρεάζει την καλοσύνη κάποιου».
Συνέχισαν την πορεία τους με τον Οδαίναθο να της ρίχνει πλάγιες ματιές περιμένοντας μια ακόμα αλλόκοτη συμπεριφορά της. Για να μην τον αιφνιδιάσει όμως ξανά και φανεί ευάλωτος, αποφάσισε να την ρωτήσει ευθέως αν ήταν πάντα τόσο κυκλοθυμική.
«Συγγνώμη που σε έφερα σε δύσκολη θέση. Απλώς είμαι προστατευτική με ό,τι αφορά την Ανατολή μας και καταδιώκεται από την Δύση».
Ο Οδαίναθος κατάλαβε από την πικρία της ότι δεν ήταν θέμα κυκλοθυμίας, αλλά αντιπάθειας απέναντι στην Ρώμη.
«Η Δύση είναι όμως η κυρά μας και οφείλουμε υποταγή».
Η Ζηνοβία δεν μίλησε. Μονάχα πήρε μια βαθιά ανάσα και εξέπνευσε δυνατά λες κι έτσι θα έδιωχνε το βάρος του κατακτητή.
«Διακρίνω έντονο μίσος σε βάρος του αυτοκράτορα».
«Είμαι πιστή σε σένα. Θα πρέπει να σου είναι αρκετό».
«Εγώ όμως είμαι πιστός στον αυτοκράτορα».
Η Ζηνοβία επέλεξε για μία ακόμα φορά την σιωπή, καθώς η αναφορά του Αυγούστου της προξενούσε σμήνος αρνητικών συναισθημάτων, κάτι που ο Οδαίναθος κατάλαβε και θέλησε να αλλάξει θέμα. Δεν ήταν σωστό να χαλάσουν την στιγμή με ό,τι τους δυσαρεστούσε.
«Με συγχωρείς για την επιμονή μου. Καλύτερα να αποφύγουμε τον αυτοκράτορα. Τι μπορώ να κάνω για να χαμογελάσεις ξανά;»
Το ενδιαφέρον του την βοήθησε να χαμογελάσει ελαφρά, ενώ η καρδιά της βούλιαξε με την τρυφερότητα του.
«Και μόνο που ρώτησες είναι αρκετό άρχοντα μου».
Ο Οδαίναθος σταμάτησε ξανά κι αυτή την φορά την έπιασε από τον ώμο για να την ακινητοποιήσει και να την στρέψει στο μέρος του.
«Σύντομα θα γίνουμε αντρόγυνο. Δεν θέλω επισημότητες μεταξύ μας ούτε καν δημόσια. Για σένα είμαι ο Οδαίναθος».
Ένιωσε τα μάγουλα της να καίνε, όπως και το σημείο που την έσφιγγαν τα μακριά του δάχτυλα. Ανήμπορη να σταυρώσει λέξη ένευσε συγκαταβατικά.
Εκείνος αισθάνθηκε ένα είδος ερωτικής έξαρσης με τις αθώες αντιδράσεις της. Ξεχνώντας πως ακόμα δεν ήταν παντρεμένοι, μηδένισε την απόσταση μεταξύ τους και έγειρε μπρος έτοιμος να την φιλήσει. Η ανάσα της Ζηνοβίας επιτάχυνε και ένιωσε τα ακροδάχτυλα της να μουδιάζουν. Δεν είχε γευτεί ποτέ τα χείλη ενός άλλου ανθρώπου και η αγωνία συναγωνιζόταν τον διακαή πόθο να ενδώσει σε αυτό το φιλί.
«Οδαίναθε!»
Η κραυγή του Ζάμπντα τους διέκοψε λίγο πριν το δάγκωμα του απαγορευμένου καρπού και απομακρύνθηκαν, όταν τον άκουσαν να τους πλησιάζει τρέχοντας.
«Τι έγινε και ξεφωνίζεις;», τον ρώτησε ο Οδαίναθος προσπαθώντας να κερδίσει την αυτοκυριαρχία του.
«Μόλις έφτασε ένας τραυματισμένος έμπορος. Πέρσες επιτέθηκαν στα καραβάνια που έρχονταν στην Παλμύρα από ανατολικά».
«Πάλι οι Σασσανίδες», γρύλισε ο Οδαίναθος και στράφηκε στην Ζηνοβία. «Θα πάω να δω την ζημιά που προξένησαν. Μην φύγεις μέχρι να επιστρέψω».
«Μπορεί οι ληστές να είναι ακόμα εκεί. Είναι επικίνδυνο!»
Πριν καν ολοκληρώσει την κουβέντα της, ο Οδαίναθος έτρεχε μακριά της. Ο Ζάμπντας της χάρισε ένα συμπονετικό βλέμμα πριν ακολουθήσει τον αφέντη του αφήνοντας πίσω μια αναστατωμένη Ζηνοβία.
†
Ο Οδαίναθος καβάλησε το άλογο του και με την συνοδεία του ξαδέρφου του, του φίλου του και δύο ακόμα στρατιωτών ίππευσαν έξω από την πόλη με όση ταχύτητα άντεχαν τα ζωντανά κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο.
Φτάνοντας στο σημείο δράσης, αντίκρισαν το χάος. Πτώματα, ξεχυμένη πραμάτεια, κατακρεουργημένα καραβάνια, τραυματισμένα άλογα και ιππείς ήταν σκορπισμένα στο έδαφος με τις κραυγές των ζωντανών και των αντρών να σπάνε την σιωπή.
Ο Οδαίναθος και οι άντρες του κατέβηκαν από τα άλογα τους και πλησίασαν τους τραυματισμένος για να τους συνδράμουν.
«Τι έγινε εδώ πέρα;», ψέλλισε ο έπαρχος απηυδισμένος.
Η Ρώμη είχε λησμονήσει τον περσικό κίνδυνο και εδώ και χρόνια δεν προσπαθούσε να διασφαλίσει τα ανατολικά της σύνορα. Το αποτέλεσμα ήταν να βάλλεται η επικράτεια του Οδαινάθου από Πέρσες απεσταλμένους του Σασσανίδη βασιλιά, του μεγαλύτερου εχθρού της Ρώμης. Πλέον είχε γίνει και δικός του, γιατί οι λεηλασίες του προξενούσαν σοβαρές υλικές ζημιές, ενώ έπλητταν και το γόητρο του ως προστάτη της επαρχίας.
«Σκοτώστε τα άλογα», διέταξε τους άντρες του. «Έχουν σπάσει τα πόδια τους», διαπίστωσε ελέγχοντας τα άκρα τους.
Ο Ζάμπντας και ο Μαιόνιος ανέλαβαν να βγάλουν τα άλογα από την μιζέρια τους, ενώ οι υπόλοιποι τρεις προσπάθησαν να ανασηκώσουν τους έξι τραυματισμένους για να τους μεταφέρουν στις ράχες των δικών τους αλόγων.
Τότε ένα εγχειρίδιο πετάχτηκε από το πουθενά και τραυμάτισε τον έναν στρατιώτη. Στην συνέχεια, ξέφρενες φωνές κάλυψαν τους αναστεναγμούς των τραυματισμένων, την στιγμή που επτά Πέρσες αναπηδούσαν μπροστά από τα βράχια στα οποία είχαν κρυφτεί.
Οι Παλμυριανοί έπιασαν αμέσως τα σπαθιά που είχαν ζωσμένα πάνω τους και ρίχτηκαν στην μάχη. Ο Οδαίναθος πάλεψε με δυο μαζί και με την ταχύτητα που είχε αποκομίσει από την εκπαίδευση του στην έρημο, χόρεψε σαν την άμμο και τους έβγαλε αμέσως από την μέση. Παράλληλα, ο στρατιώτης έκοβε τον λαιμό του Πέρση που προσπάθησε να τον μαχαιρώσει πισώπλατα, αλλά προδόθηκε από τα βαριά του βήματα. Οι υπόλοιποι τρεις μάχονταν με τον Ζάμπντα και τον Μαιόνιο, όσο ο τέταρτος μάζευε πολύτιμους λίθους από τα σπασμένα μπαούλα των καραβανιών.
Ελεύθεροι πια, ο Οδαίναθος και ο στρατιώτης του έσπευσαν να βοηθήσουν τους συντρόφους τους σκοτώνοντας τους τρεις Πέρσες. Ο τελευταίος βλέποντας ότι δεν είχε καμία ελπίδα εναντίον των αντιπάλων του, άρχισε να τρέχει με τις χούφτες του γεμάτες.
Η τραγική ειρωνεία όμως ήταν μεγάλη, γιατί όπως ο ίδιος είχε πετάξει το μαχαίρι στον έναν στρατιώτη, έτσι και τώρα ένα βέλος έκανε την εμφάνιση του από το πουθενά διαπερνώντας τον ώμο του.
Όλοι τότε γύρισαν σαστισμένοι προς την μεριά που είχε έρθει το βέλος νομίζοντας πως υπήρχε και όγδοος Πέρσης, ο οποίος πιθανόν αστόχησε. Εντούτοις, η έκπληξη ήταν ακόμα μεγαλύτερη όταν στα μάτια τους καθρεπτίστηκε η μορφή της έφιππης Ζηνοβίας με το τόξο στο χέρι. Σαν Αμαζόνα είχε περάσει τα προστατευτικά τείχη της Παλμύρας για να καταδιώξει τον εχθρό.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top