7. Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
Ο Οδαίναθος έμπαινε στην πόλη του καβάλα στο άλογο του και με ορθωμένο ανάστημα. Ήταν περήφανος για τα κατορθώματα του, το τελευταίο των οποίων ήταν να σπείρει την συνέχεια του στην κοιλιά της Ζηνοβίας. Για έναν ηγέτη, παιδί και μάλιστα αγόρι ισούταν με εξασφάλιση. Οι άντρες όμως ξεχνούσαν αρκετά εύκολα ότι τα δικαιώματα δεν σήμαιναν τίποτα μπροστά στην ανθρώπινη ματαιοδοξία.
Παραταύτα, ο άρχοντας της Παλμύρας, δεν έκανε άσχημες σκέψεις, καθώς περνούσε μέσα από το ενθουσιασμένο πλήθος. Σαν πληροφορήθηκαν οι κάτοικοι για την επιστροφή του αφέντη τους, παράτησαν όλες τις δουλειές τους και βγήκαν στους δρόμους για να προϋπαντήσουν εκείνον και την συντροφιά του.
Ο Ζάμπντας είχε το ίδιο πλατύ χαμόγελο στο χείλη του, αφού επέστρεφε επιτέλους στην πατρίδα του που πάντα ήξερε πώς να ζεστάνει την καρδιά του. Πότε πότε σήκωνε το χέρι του για να το ανεμίσει σε ευπαρουσίαστες κυρίες ή τους συντρόφους του στα τυχερά παιχνίδια των ταβερνών. Και επί τη ευκαιρία, ίσως περνούσε το βράδυ από τα γνώριμα καταγώγια για να τους μιλήσει για την περιοδεία στην Φοινίκη, με μικρή δόση υπερβολής βέβαια που θα τον καθιστούσε ακόμα πιο αξιοζήλευτο στα μάτια των κοινών ανθρώπων.
Όταν έφτασαν στο ανάκτορο, περίμεναν να αντικρίσουν χαρούμενα πρόσωπα και να τους υποδεχτεί έστω ο Ζάμπαϊ, αν όχι η Ζηνοβία. Ωστόσο, μόλις αντήχησε στον κήπο το χτύπημα των αλογίσιων πελμάτων πάνω στην πέτρα, μονάχα υπηρέτες έκαναν την εμφάνιση τους για να τους βοηθήσουν με τα ζωντανά.
«Η Σεπτίμια;», απαίτησε να μάθει ο Οδαίναθος με τον θυμό να καταβάλει τα σωθικά του.
Πίστευε πως το πείσμα της γυναίκας του είχε κρατήσει αρκετό καιρό κι όφειλε να ξεχάσει τις εξωφρενικές της ιδέες. Σύντομα θα γινόταν μητέρα και έπρεπε να είναι από τώρα σε θέση να αναγνωρίζει το καλό του παιδιού της. Και σύμφωνα με τον Οδαίναθο ο πλέον κατάλληλος να το αποφασίσει ήταν ο ίδιος. Όσον αφορά το συμφέρον του αγέννητου μωρού, ισοδυναμούσε με αυτό της Παλμύρας, όπου πάλι ο λόγος του Οδαίναθου ήταν νόμος.
Το να μην στέκει λοιπόν μπροστά του η Ζηνοβία, που έστω και τυπικά θα μπορούσε να δώσει το παρόν, τον δυσαρεστούσε σε σημείο να μην μπορεί να προφέρει το όνομα της. Ήδη μάλιστα προετοίμαζε τον εξάψαλμο της στον νου του, ώστε να μην ξόδευε πολύτιμο χρόνο όταν την αντίκριζε.
«Αφέντη», ξεκίνησε ένας σκλάβος φερμένος πέρα από τον Ώξο, με αμυγδαλωτά μάτια και λίγο πιο ανοιχτή επιδερμίδα από τον Οδαίναθο. «Πριν μέρες οι Πέρσες επιτέθηκαν στην πόλη μας».
«Το γνωρίζω», απάντησε κοφτά. «Όμως δεν μπορώ να καταλάβω πώς αυτό εμπόδισε την Σεπτίμια να υποδεχτεί τον άντρα της».
«Μετά την μάχη η κυρά αιχμαλώτισε έναν Πέρση», συνέχισε ο σκλάβος την εξιστόρηση. «Χωρίς να ξέρω το πώς, εκείνος βρήκε ένα μαχαίρι και ένα πρωί που η κυρά βρισκόταν στο μπουντρούμι με...»
Ο σκλάβος δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρόταση του. Μόλις ο Οδαίναθος άκουσε την λέξη μαχαίρι στην πρόταση που αφορούσε την Ζηνοβία, εισέβαλε στο ανάκτορο σαν επιθετικός, χειμωνιάτικος βοριάς.
Ο Ζάμπντας πάλι, έμεινε πίσω για να ακούσει την συνέχεια.
†
Ο Οδαίναθος έτρεχε στους διαδρόμους προσπαθώντας να φτάσει στο δωμάτιο της Ζηνοβίας. Ένιωθε ότι κάθε βήμα του δεν τον έφερνε πιο κοντά, αλλά τον απομάκρυνε χιλιόμετρα μακριά. Ένιωθε ότι ο χρόνος επιβράδυνε για να βασανίσει την ταραγμένη του ψυχή. Ένιωθε να μην μπορεί να αναπνεύσει.
Κόσμος τον έβλεπε και του μίλαγε, μα οι αισθήσεις του είχαν νεκρωθεί. Ήταν αυστηρά προσηλωμένος στον στόχο του και δεν έβλεπε ή άκουγε τους θαμώνες του ανακτόρου.
Όταν κατάφερε να φτάσει στα διαμερίσματα, το σώμα του υπάκουσε στους φόβους του και έπαψε να κινείται με ταχύτητα αιλουροειδούς. Φανταζόταν την Ζηνοβία τραυματισμένη και το στομάχι του σφιγγόταν. Άραγε να είχε πάθει κάτι το παιδί τους; Μήπως είχε αποβάλλει από την επίθεση; Μήπως και η ίδια ήταν ένα βήμα πριν τον Κάτω Κόσμο;
Τι συμφορά τον βρήκε μα τον Μπαάλ! Όλη του η ευτυχία γκρεμίστηκε με τα λόγια ενός σκλάβου. Όμως δεν έφταιγε εκείνος. Η ευθύνη ήταν αποκλειστικά δική του. Όφειλε να μείνει στο πλευρό της οικογένειας του γνωρίζοντας τον κίνδυνο που διέτρεχε η Παλμύρα. Οι κραυγές απόγνωσης της Ζηνοβίας απέδειξαν με τον χειρότερο τρόπο ότι δεν ήταν ένα απλό ξέσπασμα έναντι όσων είχαν επεκτατικές βλέψεις. Και ο ίδιος πριν λίγο ήταν έτοιμος να την αποπάρει για τις έγκυρες προβλέψεις της, την ίδια ώρα που εκείνη πλήρωνε το τίμημα της αφέλειας του.
Πριν μπει στο δωμάτιο της, κοντοστάθηκε πίσω από την πόρτα μέχρι να βρει η ανάσα του τους φυσιολογικούς ρυθμούς της. Έπειτα, η παλάμη του ρίχτηκε σε αυτή ώστε να ανοίξει και να βρεθεί τελικά σε έναν άδειο χώρο.
Το κρεβάτι της Ζηνοβίας ήταν άθιχτο σαν να μην είχε κοιμηθεί κανείς εκεί το περασμένο βράδυ. Τα πάντα ήταν τακτοποιημένα και φώναζαν την απουσία της ιδιοκτήτριας, με αποτέλεσμα ο Οδαίναθος να οδηγηθεί σε ένα τραγικό συμπέρασμα.
Ήταν όμως δυνατόν να έβλεπε τον λαό του να βροντοφωνάζει χαρούμενος ενώ είχε προηγηθεί ένας θάνατος; Ή μήπως δεν το ήξεραν;
†
«Δυστυχώς η κυρά δεν θα δει άλλη ανατολή».
Τα λόγια του γιατρού επαναλαμβάνονταν στον νου του Οδαίναθου σαν μελωδικός θρήνος που σκοπό του είχε να φέρει χείμαρρο δακρύων στα μάτια του. Και το κατάφερνε με μεγάλη επιτυχία.
Βάδιζε στους διαδρόμους με τα άκρα του να κρέμονται και την όραση του να έχει θολώσει από τα κρυστάλλινα συναισθήματα που ξεχύνονταν στα μάγουλα του. Είχε χάσει την γυναίκα του και η απώλεια δεν ήταν ασήμαντη, επειδή δεν έζησαν τον μεγάλο έρωτα που εξυμνούσαν οι ποιητές της ερήμου. Ήταν για καιρό η συνοδοιπόρος του στην ζωή, αυτή που του χάρισε έναν υγιέστατο γιο και μια τρυφερή παρηγοριά τις νύχτες που η ανασφάλεια δεν επέτρεπε στο σώμα του να ενδώσει σε ηδονικούς πειρασμούς.
Όλα αυτά χάθηκαν σε μια νύχτα. Χρειαζόταν τόσος κόπος και αίμα για να έρθει μια νέα ζωή στον κόσμο! Κι όμως ο θάνατος δεν συγκινούταν και την έκλεβε μέσα σε μια στιγμή· μια τόση δα στιγμή που ισοδυναμούσε με τον χρόνο που χρειαζόταν για να γεμίσει κανείς τα πνευμόνια του με οξυγόνο. Τόσο ακριβώς χρειαζόταν και για ένα καθοριστικό και επώδυνο πέρασμα.
«Οδαίναθε!»
Η φωνή του Ζάμπντα τον έβγαλε από τον λήθαργο σκέψεων και κοίταξε τριγύρω για να δει πού τον είχαν βγάλει τα βήματα του.
Ήταν ακόμα έξω από το δωμάτιο της Ζηνοβίας. Δεν είχε πάει πουθενά. Το περπάτημα ήταν μονάχα οι ζωντανές του αναμνήσεις, όπως και η γνωμάτευση του γιατρού. Και οι αναμνήσεις προέκυψαν από τον δυσάρεστο συνειρμό που προκάλεσε το κενό στο κρεβάτι της γυναίκας του.
«Δεν είναι εδώ», αποκρίθηκε ψιθυρίζοντας.
«Το ξέρω. Έλα μαζί μου».
Ο Οδαίναθος τον ακολούθησε σαν υπνωτισμένος. Τα πόδια του κινούνταν στον ρυθμό που υποδείκνυε το βάδισμα του Ζάμπντα. Ήταν απόλυτα σίγουρος ότι πήγαιναν να βρουν το πτώμα της Ζηνοβίας, οπότε και δεν έκανε τον κόπο να σηκώσει το βλέμμα του από το πάτωμα. Το αποτέλεσμα ήταν να μην δει προς τα πού πήγαιναν.
Όταν ο Ζάμπντας σταμάτησε να περπατάει, ο Οδαίναθος τον μιμήθηκε και σήκωσε τελικά το βλέμμα του. Τότε είδε τον Ζάμπαϊ να βγαίνει από το δωμάτιο του Μαιόνιου.
Ο πεθερός του αναφώνησε έκπληκτος στην θέαση τους και τους καλωσόρισε εγκάρδια.
«Ούτε που καταλάβαμε ότι ήρθατε. Στην διάρκεια της απουσίας σας έγιναν τόσα πολλά...»
«Ενημερωθήκαμε», απάντησε ο Ζάμπντας. «Η Ζηνοβία;»
«Μέσα».
Η κουβέντα του Ζάμπαϊ αφύπνισε τον Οδαίναθο, ο οποίος τινάχτηκε προς τα πίσω. Στην συνέχεια, άρχισε να τρέχει πάλι νευρικά μέχρι να περάσει το κατώφλι του δωματίου και να αντικρίσει την Ζηνοβία σώα και αβλαβή.
«Οδαίναθε...», ψέλλισε ξέπνοα βλέποντας τον.
Εκείνος δεν είπε τίποτα. Ούτε καν στράφηκε στον ξάδερφο του, που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με τον στέρνο του τυλιγμένο με επιδέσμους. Απλώς την έκλεισε στην αγκαλιά του για να αισθανθεί την γρήγορη ανάσα της και να μυρίσει το άρωμα της.
Η Ζηνοβία δεν άργησε να συνέλθει από την σαστιμάρα της. Μόλις έγειρε στο στέρνο του Οδαίναθου, το σώμα της κυριεύτηκε από θέρμη που ούτε καλοκαιρινός καύσωνας δεν της είχε προκαλέσει. Τα χέρια της ανέβηκαν διστακτικά μέχρι την ράχη του και ξεκουράστηκαν πάνω στον χιτώνα του. Μετά από καιρό, αισθάνθηκε μια μικρή ανακούφιση και μπόρεσε να εκπνεύσει δυνατά για να το καταλάβουν όλοι.
«Καλώς όρισες ξάδερφε», μίλησε ο Μαιόνιος που είχε προσβληθεί με την μηδενική προσοχή.
Ο Οδαίναθος στράφηκε τελικά σε εκείνον συνεχίζοντας να κρατάει την Ζηνοβία από την μέση.
«Καλώς σας βρήκα. Τι σου συνέβη;»
«Ένας Πέρσης».
«Μας επιτέθηκαν», πήρε τον λόγο η Ζηνοβία. «Ήρθαν να μας πολιορκήσουν, αλλά τους νικήσαμε. Κρατήσαμε έναν αιχμάλωτο με την ελπίδα ότι θα μας δώσει κάποιες πληροφορίες για τα σχέδια του βασιλιά του. Παρά τα βασανιστήρια, δεν καταφέραμε να μάθουμε απολύτως τίποτα. Απλώς τον πεισμώσαμε. Ένα πρωί, κάποιος σκλάβος έριξε κατά λάθος ένα μαχαίρι στο μπουντρούμι του και πρόλαβε να το πάρει πριν το βρουν φρουροί. Το ίδιο πρωί ο Ηρωδιανός τρύπωσε στο μπουντρούμι για να μάθει την αιτία που δεν περνούσα χρόνο μαζί του. Για καλή του τύχη, ο Μαιόνιος κι εγώ ήμασταν κοντά και τον ακούσαμε να φωνάζει στον αιχμάλωτο. Μόλις μπήκαμε μέσα, ο Πέρσης σήκωσε το μαχαίρι έτοιμος να επιτεθεί στο παιδί. Ο Μαιόνιος τον είδε πριν από μένα και μπήκε μπροστά μας για να μας προστατέψει. Ευτυχώς δεν τραυματίστηκε σοβαρά. Αλλά χρειάζεται ακόμα ξεκούραση».
Ο Οδαίναθος άκουγε την εξιστόρηση της Ζηνοβίας κοιτάζοντας το κενό. Έκανε τα λόγια της εικόνα και κουνούσε το κεφάλι του όσο αφομοίωνε τις πληροφορίες. Δεν πίστευε ποτέ πως η απουσία του θα ήταν ικανή να προξενήσει τόση αναστάτωση. Μόλις εκείνος κι ο στρατός του βρέθηκαν χιλιόμετρα μακριά από την Παλμύρα, επίδοξοι άντρες περικύκλωσαν τα τείχη της για να την βεβηλώσουν. Όρμησαν σαν γύπες πάνω σε κάτι που έμοιαζε ετοιμοθάνατο, μα η πατρίδα του διεκδίκησε την ζωή με μεγάλη επιτυχία.
«Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω ξάδερφε. Έσωσες την οικογένεια μου. Την γυναίκα μου και», το ελεύθερο χέρι του ανέβηκε στην κοιλιά της Ζηνοβίας που ακόμα δεν είχε στρογγυλέψει. «Τα παιδιά μου».
†
Αφού ο Οδαίναθος σφιχταγκάλιασε και τον Ηρωδιανό και σιγουρεύτηκε ότι ήταν σωματικά και ψυχικά καλά, κατέβηκε με τον Ζάμπντα και τον Ζάμπαϊ στα μπουντρούμια για να δει τον αιχμάλωτο. Ο Πέρσης βέβαια δεν ήταν ζωντανός. Μετά τον τραυματισμό του Μαιόνιου, η Ζηνοβία διέταξε να μην του πάνε φαγητό, όχι μόνο για να μην οπλιστεί ξανά, αλλά και για να τον τιμωρήσει. Εκείνος βαριά τραυματισμένος και υποσιτισμένος πέθανε τις επόμενες μέρες από υψηλό πυρετό.
Παραταύτα, ο Οδαίναθος και ο Ζάμπντας ήθελαν να δουν τον άντρα που προκάλεσε ατελείωτες ζημιές ερχόμενος στην Παλμύρα, έστω και νεκρό. Και η εικόνα του ακρωτηριασμένου σχεδόν Πέρση έφερε ένα δυνατό κύμα σαστιμάρας.
«Η Ζηνοβία το έκανε αυτό;», αναφώνησε ο Οδαίναθος.
«Οι φρουροί με βάση πάντα τις διαταγές της», του απάντησε ο Ζάμπαϊ.
«Σωστή λέαινα», σχολίασε ο Ζάμπντας μειδιάζοντας.
Όταν βρίσκονταν στην Φοινίκη και ο Οδαίναθος ξαγρυπνούσε ανήσυχος για εκείνη, ο Ζάμπντας του θύμισε πόσο σκληρή μπορούσε να γίνει όταν ένιωθε ότι απειλείται. Είχε μάλιστα υπογραμμίσει ότι δεν θα έδειχνε κανένα έλεος στον εχθρό της σαν γνήσια λιονταρίνα και ο κατακρεουργημένος αντίπαλος της Παλμύρας επιβεβαίωσε τα λόγια του.
«Τι θέλεις να κάνουμε μαζί του;», ρώτησε ο Ζάμπαϊ αναφερόμενος στον νεκρό.
«Θα τον στείλουμε στον βασιλιά του», απάντησε χωρίς να σηκώνει τα μάτια του από το πτώμα. «Σαν προειδοποίηση για το τι θα πάθει ο ίδιος αν τολμήσει να ξαναστείλει στρατό».
Ολοκληρώνοντας με την υπόδειξη και την επεξεργασία των πληγών, απομακρύνθηκε από το μπουντρούμι και κατευθύνθηκε στα διαμερίσματα της γυναίκας του.
Λίγο πριν πάρει την στροφή για την κάμαρα της, μια φιγούρα πετάχτηκε μπροστά του και γαντζώθηκε στην αγκαλιά του. Ο Οδαίναθος ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του και χρειάστηκε να σκύψει και να δει τις ξανθές, αχτένιστες μπούκλες της Ιόλης για να αναγνωρίσει το πρόσωπο που κρεμάστηκε πάνω του.
«Τι κάνεις;», αναφώνησε και την έσπρωξε.
Εκείνη όμως δεν πτοήθηκε. Του χαμογέλασε και εξομολογήθηκε πόσο πολύ της είχε λείψει.
«Παρεκτρέπεσαι σκλάβα! Δεν σου έχω δώσει το δικαίωμα να φέρεσαι με τόση απρέπεια».
«Είναι κακό που πεθύμησα τον αφέντη μου;»
«Είναι κακό που το δείχνεις και μάλιστα έξω από το δωμάτιο της γυναίκας μου. Ξεχνάς πολύ εύκολα την θέση σου Ιόλη. Μην με αναγκάσεις να στην θυμίσω στέλνοντας σε πίσω στην Ρώμη».
Το βλέμμα της σκοτείνιασε με την απειλή του και την όλη παγερή στάση του. Ποτέ του δεν ήταν τρυφερός, μα από την στιγμή που μπήκε στην ζωή τους η Ζηνοβία, έπαψε να δείχνει και ενδιαφέρον. Στο παρελθόν, της χάριζε ένα ερωτικό μειδίαμα, ακόμα και παρουσία άλλων. Τώρα, δεν δεχόταν ούτε να τον αγγίζει ακόμα κι όταν ήταν μόνοι τους. Μπορεί πριν φύγει για Φοινίκη να γεύτηκε ξανά τα χείλη του και να τον ένιωσε να πολιορκεί το κορμί της, αλλά ήταν φανερό ότι την χρησιμοποιούσε σαν υποκατάστατο της Ζηνοβίας. Όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, η Ζηνοβία είχε κυριεύσει την καρδιά του. Κι αυτό δυσκόλευε την ζωή και το έργο της.
«Δεν πρόκειται να επαναληφθεί», μουρμούρισε.
«Το καλό που σου θέλω», της απάντησε κι έκανε να προχωρήσει.
«Να έρθω το βράδυ στο δωμάτιο σου;»
Εκείνος γύρισε προς το μέρος της πριν συνεχίσει την πορεία του και την ενημέρωσε ότι απόψε θα κοιμόταν με την γυναίκα του.
Η Ιόλη έσφιξε την γροθιά της και αναθεμάτισε την Ζηνοβία χαμηλόφωνα.
«Προς τι τόση σύγχυση;», ακούστηκε η Μύριαμ καθώς περνούσε από τον διάδρομο και οι κατάρες της Ιόλης περιέλαβαν και την χριστιανή σκλάβα. «Μήπως σε ενοχλεί το γεγονός ότι τα τελευταία βράδια δεν... ποτίζεις τα λουλούδια;»
Η Ιόλη μισόκλεισε τα μάτια της καθιστώντας σαφή την ενόχληση της με την ειρωνική Μύριαμ που έστεκε τώρα μπροστά της με ανακριτικό ύφος.
«Δεν έχεις να κάνεις τίποτα καλύτερο από το να ασχολείσαι μαζί μου;»
Τις τελευταίες μέρες η Μύριαμ παρακολουθούσε κάθε της κίνηση περιμένοντας την στιγμή που θα μάθαινε το μυστικό της, το οποίο ήταν σίγουρη ότι υπήρχε. Η Ιόλη όμως ήταν προσεκτική νιώθοντας συνεχώς το άγρυπνο βλέμμα του γύπα - Μύριαμ και μέχρι στιγμής η συνοδοιπόρος της στην σκλαβιά δεν είχε στα χέρια της παρά μία καχυποψία.
«Όπως ξέρεις οι ασχολίες μου είναι ελάχιστες. Ή θα φροντίζω την κυρά μας ή θα περιφέρομαι άσκοπα στο ανάκτορο».
«Εφόσον εγώ δεν συμπεριλαμβάνομαι στις ελάχιστες ασχολίες σου, σταμάτα να είσαι μονίμως ένα βήμα πίσω μου».
«Ω δεν είμαι ποτέ πίσω σου. Είμαι μπροστά σου. Εκεί ακριβώς θα με βρεις αν τολμήσεις να βλάψεις την κυρά μου με οποιονδήποτε τρόπο».
†
Όταν ο Οδαίναθος μπήκε στο δωμάτιο, βρήκε την Ζηνοβία να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού της και να χαζεύει το κενό. Χωρίς να θέλει να ταράξει την ατμόσφαιρα, την πλησίασε με αργά βήματα και πήρε θέση δίπλα της.
Έμειναν έτσι για αρκετή ώρα χωρίς να ανταλλάσσουν κουβέντα. Απλώς αγνάντευαν έξω από το παράθυρο χωρίς να κοιτάζουν κάτι συγκεκριμένο. Μέχρι που η Ζηνοβία ένιωσε να πνίγεται από τις λέξεις που είχαν συσσωρευτεί στα χείλη της κι αποφάσισε να ξαλαφρώσει σπάζοντας την σιωπή.
«Συγγνώμη που δεν σου είπα για το μωρό πριν φύγεις. Ήταν ανόητο να στο κρύψω».
Ο Οδαίναθος πήρε μια βαθιά ανάσα προτού αρχίσει να ξελαφρώνει το δικό του φορτίο. Έπειτα της μίλησε για όλα όσα πέρασαν από το μυαλό του την στιγμή που έφτασε στο παλάτι και δεν την είδε. Της εξομολογήθηκε τον θυμό του, την αγανάκτηση του. Μέχρι που ο σκλάβος ξεστόμισε την τρομακτική αλήθεια, αλλά εκείνος δεν έμεινε να την ακούσει ολόκληρη. Έτρεξε στο δωμάτιο της φοβούμενος ότι θα έβλεπε αίματα ή ένα άψυχο ομοίωμα της. Και τότε όλα φάνταζαν μάταια χωρίς εκείνη. Τότε είδε ό,τι για μήνες αρνούταν να αντικρίσει. Τότε κατάλαβε ότι όλα όσα θεωρούσε δεδομένα μπορούσαν να χαθούν χωρίς καν να δει προηγουμένως ένα σημάδι.
Η Ζηνοβία τον άκουγε βουρκωμένη. Τον τελευταίο καιρό αντιδρούσε υπερβολικά σε κάθε περίσταση. Ίσως οι συγκυρίες την είχαν εξάντληση και αδυνατούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Ίσως πάλι να έφταιγε και η εγκυμοσύνη για την ευαισθησία της, όπως υποστήριζαν ώριμες ηλικιακά σκλάβες. Το σίγουρο πάντως ήταν πως ο λόγος του Οδαίναθου έσφυζε από συναισθήματα και μόνο ένας άκαρδος δεν θα συγκινούταν.
«Ήμουν θυμωμένη μαζί σου», παραδέχτηκε μόλις ο Οδαίναθος ολοκλήρωσε την ομολογία του. «Σε θεωρούσα δειλό για την στάση που κρατούσες. Ακόμα και τώρα διαφωνώ έντονα με το ότι δεν ήθελες να αντιμετωπίσουμε τον Σαπούρ έγκαιρα. Όμως εκείνο το πρωί στο μπουντρούμι δεν μπορούσα να μην βάλω εσένα στην θέση του Μαιόνιου. Και τότε δεν ήμουν θυμωμένη. Θα έπρεπε, αλλά δεν μπορούσα. Σε σκεφτόμουν πληγωμένο και η καρδιά μου σταματούσε. Γιατί να μην είμαι θυμωμένη ενώ εσύ μας εγκατέλειψες;»
Πλέον τα δάκρυα της έρεαν στα μάγουλα της, ακριβώς όπως τα λόγια της έβγαιναν αβίαστα από τα χείλη της. Είχε τόσα πράγματα να εκφράσει που αδυνατούσε να τα βάλει σε μια σειρά. Ανησυχούσε μήπως δεν έβγαζε νόημα, αλλά ο Οδαίναθος κατάλαβε πολύ καλά τι ήθελε να του πει, ακόμα κι αν δεν το πρόφερε με μια λέξη.
«Σ' αγαπώ», της είπε σκουπίζοντας τα δάκρυα της. «Όπως κι εσύ», χαμογέλασε και η Ζηνοβία κατένευσε. «Φοβήθηκες. Φοβήθηκες με αυτό που έγινε και με ήθελες δίπλα σου. Κι εγώ ήθελα να είμαι στο πλευρό σου όσο δεν μπορείς να φανταστείς».
Εκείνη γέλασε πνιχτά.
«Πόσο τραγικό! Θυμόμαστε να είμαστε ειλικρινείς με τα συναισθήματα μας μόνο όταν νιώθουμε ότι θα χάσουμε ο ένας τον άλλον».
Ο Οδαίναθος συμμερίστηκε την ευφορία της, έστω και σε αυτή την έκφανση της και γέλασε ελαφρά με την σειρά του.
«Ας υποσχεθούμε να τα δείχνουμε πιο συχνά από εδώ και πέρα».
«Το υπόσχομαι».
Εκείνος χαμογέλασε και έκλεισε το χέρι της μέσα στο δικό του.
«Κι εγώ το υπόσχομαι. Όπως επίσης υπόσχομαι να μην ξανασυμβεί οτιδήποτε έγινε κατά την απουσία μου. Για την ακρίβεια θα το απαιτήσω. Θα το διεκδικήσω με όπλα. Θα ζητήσω στρατιωτική βοήθεια από τον αυτοκράτορα για να επιτεθώ στην περσική αυτοκρατορία. Μα ακόμα κι αν δεν μου την δώσει, εγώ θα πάρω τον δικό μου στρατό και θα φτάσω στα τείχη της Κτησιφώντας, ως αντίποινα. Και θα φροντίσω να μην ηττηθώ όπως εκείνοι. Υπόσχομαι σε σένα, τον Μπαάλ και το αγέννητο παιδί μας πως κάθε εχθρός της Παλμύρας θα γονατίσει στα πόδια μου παρακαλώντας για το έλεος μου».
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top