11. Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ

Ο Ουαβάλλαθος σταμάτησε να κλαίει. Ο σπαραγμός του τον κούρασε και στέγνωσε τον λαιμό του. Δέχτηκε λοιπόν με μεγάλη προθυμία το στήθος της παραμάνας του και αποκοιμήθηκε βυζαίνοντας. Οι γυναίκες ανακουφίστηκαν με την ηρεμία του παιδιού και βεβαιώθηκαν πως δεν είχε αρρωστήσει. Ήταν μια απλή ανησυχία της βραδιάς.

Η Μύριαμ έσκυψε να φιλήσει το μικρό της κυράς της και έφυγε από το δωμάτιο για να την ειδοποιήσει. Είχε χάσει το χρώμα της από τον φόβο και τα καλά νέα θα φώτιζαν το πρόσωπο της και το γέλιο της θα αντηχούσε στους τοίχους σβήνοντας πλήρως την ανάμνηση του παιδικού κλάματος. Σαν βγήκε όμως στον άδειο και ήσυχο διάδρομο, άκουσε ένα μακρινό παράπονο και επιτάχυνε το βήμα της. Με κάθε δρασκελιά το παράπονο έπαιρνε την μορφή θρήνου και δεν άργησε να αναγνωρίσει την φωνή της Ζηνοβίας. Τόσα χρόνια πλάι της, θα καταλάβαινε την φωνή της ακόμα και μέσα σε οχλοβοή.

«Κυρά», φώναξε και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες.

Φτάνοντας στο πλατύσκαλο, αντίκρισε την Ζηνοβία να σπαράζει έχοντας στην αγκαλιά της ένα κορμί. Όμως είχε γείρει μπροστά καλύπτοντας το πρόσωπο του και σε συνδυασμό με τον ελάχιστο φωτισμό, δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος ήταν.

«Κυρά τι έγινε;», αναφώνησε και γονάτισε απέναντι της.

Έσπρωξε τα μαύρα, κατσαρά της μαλλιά προς τα πίσω για να δει αίμα στα δάχτυλα και στα μάγουλα της. Προς στιγμή ανησύχησε πως είχε χτυπήσει. Αλλά όταν έκανε να αγγίξει το κορμί του άντρα, η Ζηνοβία παραλίγο να της χιμήξει.

«Μην τον αγγίζεις!»

Τότε είδε τον αφέντη της, τον Ζάμπαϊ και κατάλαβε ότι το αίμα ήταν δικό του. Είχε χτυπήσει στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και από το ασάλευτο στήθος του κατάλαβε ότι βρισκόταν στον δρόμο για τον Κάτω Κόσμο. Και τα μάτια της πλημμύρισαν με δάκρυα.

Όσο για την Ζηνοβία, δεν ήταν θυμωμένη με την Μύριαμ, αλλά με τους θεούς που της στέρησαν ένα ακόμα κομμάτι της παιδικής της ηλικίας. Ο πατέρας της ήταν από τα λίγα στηρίγματα της και ο μόνος ανθρώπους που δεν την έκρινε και δεν κάκιωνε μαζί της ακόμα κι όταν διαφωνούσαν. Και τώρα τον είχε χάσει. Πονούσε και ήταν εξοργισμένη με την σκληρή ζωή.

Η Μύριαμ ρουθούνισε για να μην ξεσπάσει με την σειρά της σε κλάματα κι έτρεξε να βρει τον Οδαίναθο ή κάποιον άντρα που θα έπαιρνε τον Ζάμπαϊ από τα χέρια της κόρης του.

Τα σανδάλια της χτύπησαν με δύναμη το πάτωμα του διαδρόμου και τα λόγια της έσπαγαν σε γρήγορες ανάσες μόλις έβγαιναν από τα χείλη της. Δεν επιβράδυνε όμως στιγμή και τελικά μπόρεσε να βρει τον Οδαίναθο μαζί με τον Μαιόνιο στα ανάκλιντρα τους, καθώς απολάμβαναν ένα κρασί πριν τον βραδινό ύπνο. Είχαν χαλαρώσει αρκετά, αλλά η κραυγή της Μύριαμ τους έκανε να τιναχτούν όρθιοι λες και είχαν ακούσει ιαχές πολέμου.

«Έπαθε τίποτα ο Ουαβάλλαθος;», ρώτησε ο Οδαίναθος με την καρδιά του να έχει χάσει δέκα χτύπους.

«Ο Σεπτίμιος Ζάμπαϊ», είπε η σκλάβα αποκαρδιωμένη. «Πολύ φοβάμαι ότι... είναι νεκρός».

Μία τέτοια εξέλιξη ήταν κάτι παραπάνω από απροσδόκητη, αφού ο γιατρός τους είχε βεβαιώσει ότι ο Ζάμπαϊ δεν είχε τίποτα σοβαρό. Πώς ήταν δυνατόν να ξεψυχήσει μέσα σε μια νύχτα δίχως κάποια ένδειξη; Πόσο βίαια διεκδίκησαν την ψυχή του οι θεοί χωρίς να τους δώσουν λίγη ώρα να τον αποχαιρετίσουν όπως έπρεπε· όπως θα το ήθελε η Ζηνοβία;

Η σκέψη της έδωσε φτερά στα πόδια του Οδαίναθου και ζήτησε από την Μύριαμ να τον οδηγήσει σε εκείνη. Ήταν σίγουρος πως το είχε μάθει ήδη και έπρεπε να πάει κοντά της για να την παρηγορήσει σε μια τόσο δύσκολη στιγμή. Θυμόταν τον εαυτό του όταν έχασε τους γονείς του από αρρώστιες και ένιωσε ευάλωτος και πλήρως εκτεθειμένος στον άκαρδο κόσμο χωρίς την καθοδήγηση τους. Και τα δάκρυα απόγνωσης πότιζαν τα σεντόνια πάνω στα οποία είχαν ξεψυχήσει.

Εντούτοις, η Ζηνοβία δεν έκλαιγε τον πατέρα της στο κρεβάτι του ή έστω στην ζεστασιά ενός δωματίου. Η εικόνα της γυναίκας του να σπαράζει απαρηγόρητη με έναν αιμόφυρτο Ζάμπαϊ στην κρύα γωνία του διαδρόμου ξεπέρασε κάθε φαντασία και ακόμα κι ο Μαιόνιος -που ήταν πάντα πιο εγκρατείς στις αντιδράσεις του- βούρκωσε στο θλιβερό θέαμα.

«Ζηνοβία», ψέλλισε ο Οδαίναθος καταβεβλημένος. «Τι συνέβη;»

Η Σεπτίμια συνέχιζε να κλαίει και δεν έδωσε σε κανέναν σημασία. Κατάφεραν να κερδίσουν την προσοχή της μόνο όταν την χώρισαν από τον Ζάμπαϊ, γιατί η Ζηνοβία τους φώναζε να μείνουν μακριά της, ενώ χτυπούσε με μανία τον άντρα της για να σταματήσει να την σέρνει μακριά. Εκείνος όμως δάγκωσε το κάτω χείλος του και υπέμεινε το ράπισμα της για να την προστατέψει από τον πόνο. Όσο έμενε προσκολλημένη στον Ζάμπαϊ, το πνεύμα της θα έφευγε μαζί του και θα αποτρελαινόταν.

Η Ζηνοβία είχε αποκοιμηθεί χάρις τα βότανα που της έδωσαν. Ο Οδαίναθος και η Μύριαμ έδωσαν την μεγαλύτερη μάχη της ζωής τους για να ρίξουν το ρόφημα στο στόμα της, καθώς η Σεπτίμια, σωστό αγρίμι, αρνούταν να το πιει. Τελικά, μετά από πολύ πίεση, φωνές και μερικές σταγόνες που χύθηκαν στα σεντόνια του Ras, η Ζηνοβία κατάπιε το ηρεμιστικό τσάι και μισή ώρα αργότερα είχε παραδοθεί σε έναν ονειρικό κόσμο, όπου σίγουρα θα πρωταγωνιστούσε ο πατέρας της.

Ο Οδαίναθος την κοιτούσε συνοφρυωμένος, καθώς έπλενε τα χέρια της για να τα καθαρίσει από το αίμα. Θα μπορούσε να το αναλάβει και η Μύριαμ, αλλά ήθελε να την φροντίσει με κάθε τρόπο. Ξέπλενε τον θάνατο από πάνω της, μήπως και το βάρος στο στήθος της ήταν ελαφρύτερο μόλις ξυπνούσε.

Ολοκληρώνοντας με την σωματική κάθαρση, έσκυψε να της δώσει ένα φιλί στο μάγουλο και βγήκε στον διάδρομο, όπου τον περίμενε η Μύριαμ κατόπιν διαταγής του.

«Πες μου τι στα κομμάτια συνέβη!», είπε φαινομενικά ήρεμος, αλλά με την φωνή του γεμάτη ένταση.

«Δεν ξέρω αφέντη. Όλα ξεκίνησαν με τον μικρό Ουαβάλλαθο. Έκλαιγε πολύ και φοβηθήκαμε μήπως αρρώστησε. Πρώτος, έφυγε ο Σεπτίμιος Ζάμπαϊ από το δωμάτιο για να διατάξει τον ερχομό του γιατρού. Όμως άργησε και πήγε η κυρά να τον αναζητήσει. Στο μεταξύ, το παιδί ηρέμησε και θέλησα να καθησυχάσω την Σεπτίμια. Κι όταν την βρήκα, είχε στην αγκαλιά της τον νεκρό πατέρα της».

Τόση ώρα η Μύριαμ συγκρατούσε τον εαυτό της για χάρη της Ζηνοβίας. Τώρα όμως που ξαναζούσε την ταραχώδη νύχτα δεν μπόρεσε να κρατήσει κι άλλο την θλίψη της.

«Συγχώρα με αφέντη», αποκρίθηκε κλαψιάρικα. «Ξέρω πως δεν σε βοηθάω έτσι».

«Καταλαβαίνω», είπε ξεφυσώντας. «Έζησες μια ολόκληρη ζωή μαζί του και πονάς».

Εκείνη ένευσε θετικά και σκούπισε τα μάγουλα της.

«Το πρόβλημα όμως είναι ότι ο μόνος που ξέρει τι συνέβη είναι η Ζηνοβία», συνέχισε ο Οδαίναθος. «Και δεν νομίζω να μας διαφωτίσει σύντομα. Τι συμφορά ήταν αυτή, μα τον Βαάλ!»

Η Μύριαμ πίεσε τα χείλη της και χαμήλωσε το βλέμμα της. Προσπαθούσε να σκεφτεί λογικές εξηγήσεις γι' αυτή την τραγωδία, ώστε να δώσουν μόνοι τους απάντηση και να μην βασανίσουν περισσότερο την Ζηνοβία. Τίποτα όμως δεν επαρκούσε για να ρίξει φως σε μια τόσο σκοτεινή στιγμή.

«Πρέπει να τον καθαρίσουμε. Δεν θέλω να ξυπνήσει η γυναίκα μου και να τον δει ξανά ματωμένο».

«Θα το φροντίσω αμέσως αφέντη».

«Όχι, εσύ», την ακινητοποίησε πριν προλάβει να χαθεί. «Πενθείς κι εσύ. Δεν θα σε υποβάλλω σε αυτή την δοκιμασία. Θα τον καθαρίσει η σκλάβα που του χάρισα, αλλά δεν πρόλαβε να τον υπηρετήσει. Θα το κάνει η Ιόλη».

Η Μύριαμ συνειδητοποίησε πως δεν την είχε δει από το πρωί. Και τώρα, με τόση αναστάτωση, δεν είχε εμφανιστεί, παρακινούμενη έστω από απλή περιέργεια. Κάτι μέσα της άρχισε να πάλλεται σαν να ήθελε να την σκίσει και να βγει έξω φανερώνοντας σκληρές αλήθειες. Αλλά έμεινε για λίγο σιωπηλή, μέχρι να δει την σκλάβα και να καταλαγιάσουν οι φοβίες της.

Μία ώρα αργότερα, οι φρουροί επέστρεψαν στον Οδαίναθο και του ανακοίνωσαν πως η Ρωμαία σκλάβα δεν ήταν ούτε στο ανάκτορο, ούτε γύρω από το οικόπεδο. Και τότε κατάλαβε πως έπρεπε να ανοίξει το στόμα της και να φανερώσει αυτές τις αλήθειες, πριν παρασύρουν και την ίδια στην άβυσσο της λήθης.

Μια λεπτή φιγούρα κινούταν γρήγορα σαν σκιά μέσα στην κοιμισμένη Παλμύρα. Η σελήνη παρακολουθούσε μια δραπέτισσα να αναζητά καταφύγιο για να γλιτώσει τις επιπτώσεις της αποτρόπαιης πράξης της.

Μόλις η Ιόλη κατάλαβε ότι ο Ζάμπαϊ είχε πάρει την τελευταία του πνοή στην αιματηρή του κατάβαση, κατευθύνθηκε στην πόρτα του ανακτόρου που οδηγούσε στην πίσω έξοδο. Τέτοια ώρα, οι φρουροί δεν σκέφτονταν να την ελέγξουν, γιατί πίστευαν ότι οι γυναίκες κοιμόντουσαν με την δύση του ηλίου. Πού να ήξεραν ότι σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο έκλειναν τελευταίες τα μάτια τους και τα άνοιγαν πρώτες! Όπως και να είχε, η έξοδος της ήταν εύκολη, όπως και η πορεία της μέσα στην πόλη. Αν άκουγε βήματα κάποιου γλεντζέ που πήγαινε σε καπηλειό ή στρατιώτη που φρουρούσε την γειτονιά, κρυβόταν στις σκιές και γλίτωνε την ανάκριση ή κάθε είδους σωματική επίθεση.

Τα βήματα της την οδήγησαν στο μόνο μέρος που πίστευε ότι μπορούσε να αποτελέσει κρησφύγετο. Είχε βρεθεί μόνο μια φορά στο συγκεκριμένο σπίτι, όταν ήρθε από την Ρώμη για να μετακομίσει στο ανάκτορο του Οδαίναθου. Είχαν περάσει χρόνια, αλλά θυμόταν την διαδρομή σαν να ήταν χθες. Αυτή η διαδρομή σήμανε την μεγαλύτερη μετάβαση της ζωής της και τώρα έκανε δέκα βήματα πίσω, επειδή δεν μπόρεσε να ελέγξει τον εαυτό της. Το τίμημα θα ήταν μεγάλο και αυτή την φορά δεν θα υπήρχε επιστροφή.

Έφτασε στο κατώφλι του Γάιου και χτύπησε την πόρτα με όση δύναμη της είχε απομείνει μετά από τόσο τρέξιμο. Μετά από περίπου τρία λεπτά, εμφανίστηκε ο μισόγυμνος Ρωμαίος, ενώ από πίσω του ξεπρόβαλε μια γυμνή Παλμυριανή. Από το έντονο μακιγιάζ της η Ιόλη κατάλαβε ότι ήταν πόρνη.

«Τι θέλεις εσύ εδώ;», γρύλισε ο Γάιος.

Η Ιόλη εισέβαλε μέσα και έκλεισε την πόρτα.

«Διώξ' την. Πρέπει να σου πω κάτι πολύ σοβαρό».

«Αυτή που θα φύγει είσαι εσύ».

Ο Γάιος άρπαξε το χέρι της και προσπάθησε να την βγάλει έξω. Η Ιόλη όμως ούρλιαξε πως σκότωσε τον Ζάμπαϊ, κάτι που του προκάλεσε το απαραίτητο μούδιασμα για να τον ακινητοποιήσει.

«Πήγαινε μέσα», είπε στην πόρνη ξεφυσώντας κι εκείνη υπάκουσε δίχως παράπονο, γιατί η ανακοίνωση της Ιόλης την είχε τρομάξει.

«Πώς μπόρεσες να κάνεις κάτι τόσο απερίσκεπτο;»

«Με ανάγκασαν!»

«Σε ανάγκασαν να τον σκοτώσεις; Ποιος; Ο γαμπρός του, η κόρη του ή το μωρό;»

Η Ιόλη του μίλησε για την ζωή της όλους αυτούς τους μήνες, την ανασφάλεια της με την Μύριαμ και τον Ζάμπαϊ, καθώς και την αδιαφορία του Οδαίναθου που είχε ως αποκορύφωμα την παράδοση της στον πεθερό του. Φυσικά φρόντιζε να παραπονιέται συνεχώς για την απουσία του και το ότι δεν απάντησε σε κανένα της κάλεσμα. Όφειλε να βρει αυτός τρόπο να την προσεγγίσει βλέποντας πως εκείνη δεν μπορούσε να φύγει από το παλάτι.

Ο Γάιος άκουγε δίχως να την διακόπτει, με βλέμμα βλοσυρό και μια νευρικότητα στα άκρα του, γιατί τον είχε διακόψει σε μια πολύ σημαντική στιγμή. Βέβαια, η σκλάβα είχε πολλά ενδιαφέροντα πράγματα να του πει και λίγο λίγο ξεχνούσε την ζεστασιά της Σύριας.

Όταν ολοκληρώθηκε η αφήγηση, ο Γάιος άφησε έναν δυνατό αναστεναγμό να φυσήξει στο πρόσωπο της Ιόλης και προχώρησε στο τραπέζι για να σερβίρει στον εαυτό του λίγο κρασί.

«Ξέρω πως η χρησιμότητα των γυναικών περιορίζεται στο κρεβάτι και δεν περίμενα να με διαψεύσεις. Γι' αυτό και σου έδωσα σαφείς οδηγίες να κρατήσεις τον Οδαίναθο στα σκέλια σου. Η εγκυμοσύνη της Ζηνοβίας ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί για να αυξηθεί η επιρροή της πάνω του. Βέβαια είχες μπροστά σου εννέα ολόκληρους μήνες να κρατήσεις κάτι και για σένα. Αλλά προφανώς η Παλμυριανή έχει πιο ενδιαφέρον από σένα», ένα πονηρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του. «Δεν θα έπρεπε να μου κάνει εντύπωση βέβαια», συμπλήρωσε κοιτάζοντας τον δρόμο που ακολούθησε η βραδινή του συντροφιά.

«Τι θα απογίνω;»

«Γιατί θα έπρεπε να με νοιάζει;»

«Σοβαρά ρωτάς;», αναφώνησε εκείνη. «Αν πέσω εγώ, θα σε ρίξω μαζί μου».

Ο Γάιος έσφιξε το ποτήρι στα χέρια του και της έριξε ένα επιθετικό βλέμμα.

«Με απειλείς; Μετά από όσα έκανες και την καχυποψία ολόκληρου ανακτόρου εναντίον σου νομίζεις ότι μια κραυγή απελπισίας θα γίνει πιστευτή από τον Οδαίναθο όση αλήθεια κι αν κρύβει;»

«Είσαι ένα φάντασμα μέσα στην πόλη. Κανείς δεν ξέρει το όνομα σου ή τι πραγματικά κάνεις εδώ. Δεν θα είναι δύσκολο για τον Οδαίναθο να δει την αλήθεια στα λόγια μου».

Ο Γάιος κάγχασε.

«Σιχαμένη σκύλα. Ήξερα από την αρχή ότι θα ήσουν πρόβλημα. Έπρεπε να πω στον αυτοκράτορα να βρει άλλη κατάσκοπο».

«Τώρα είναι αργά. Ο Αύγουστος είναι απασχολημένος με την προετοιμασία της εκστρατείας, οπότε δεν μπορείς να στραφείς σε εκείνον. Τώρα είμαι μόνο εσύ κι εγώ».

Ο Γάιος σώπασε για να ζυγίσει την κατάσταση και πράγματι δεν ήταν τόσο ασφαλής όσο θα ήθελε να πιστεύει. Ο Βαλέριος είχε εναποθέσει όλη του την προσοχή στην απερχόμενη πολεμική αναμέτρηση και είχε πάψει να του στέλνει και χρήματα. Λίγο ακόμα και θα αναγκαζόταν να βγει να δουλέψει. Μόνο που δεν ήξερε να κάνει τίποτα. Αν είχε όμως ένα ζευγάρι χέρια που είχαν μάθει στην βιοπάλη, θα εξασφάλιζε τα προς τα ζην, μέχρι να έρθει ο Αύγουστος στην Συρία. Κι αφού τον προσέγγιζε, θα του θύμιζε τις υπηρεσίες του κι έτσι θα συνεχιζόταν η μισθοδοσία του. Για τώρα όμως, έπρεπε να δείξει στην αυθάδη Ιόλη πως συμβιβαζόταν με μοναδικό σκοπό την επιβίωση του.

Αφού πήρε την απόφαση του, προχώρησε στην κάμαρα του, όπου τον περίμενε η πόρνη. Η Ιόλη έμεινε στον κεντρικό χώρο του σπιτιού και μόρφασε αηδιασμένη πιστεύοντας ότι θα συνεχιζόταν η συνουσία τους με εκείνη παρούσα. Η κραυγή οδύνης της πόρνης όμως έστειλε ρίγη στην ράχη της και το σώμα της άρχισε να τρέμει, όταν ο Γάιος επέστρεψε κρατώντας το ματωμένο εγχειρίδιο του.

«Δεν θέλω μάρτυρες», είπε ασθμαίνοντας. «Κι επειδή είχα πληρώσει για αυτό που δεν μπόρεσα να τελειώσω», σήκωσε το μαχαίρι με την αιχμηρή απόληξη του στραμμένη στην Ιόλη. «Χρειάζομαι αποζημίωση».

«Εγώ γιατί το μαθαίνω τώρα;», ούρλιαξε ο Οδαίναθος χτυπώντας το χέρι του στον τοίχο.

Η Μύριαμ χαμήλωσε το βλέμμα της και δάγκωσε νευρικά το κάτω χείλος της.

«Είχες υποψίες για μια σκλάβα μου και δεν ήρθες κατευθείαν σε μένα; Έχεις ιδέα τι προκάλεσε όλο αυτό;»

Εκείνη ένευσε γρήγορα παλεύοντας με τον χείμαρρο που είχε συσσωρευτεί στα μάτια της. Είχε καταλάβει ότι ευθυνόταν κι η ίδια για τον θάνατο του κύρη της και για τον θρήνο της Ζηνοβίας.

«Ήταν λάθος μου. Πίστευα ότι ήμουν άξια να προστατέψω την κυρά μου. Όταν είδα ότι χρειαζόμουν βοήθεια, στράφηκα στον πατέρα της. Δεν το λέω για να δικαιολογηθώ. Ξέρω πως κι εγώ σκότωσα τον Σεπτίμιο Ζάμπαϊ. Αλλά ποιος θα πονούσε περισσότερο την κυρά από τον ίδιο της τον πατέρα;»

«Κι εγώ;», την ρώτησε ανεβάζοντας ακόμα περισσότερο τον τόνο της φωνής του. «Εγώ δεν είμαι σε θέση να το κάνω;»

«Φυσικά αφέντη».

Ο Οδαίναθος ήξερε πως ένας από τους ενδοιασμούς της Μύριαμ να του μιλήσει ήταν το γεγονός ότι η Ιόλη υπήρξε για σημαντικό διάστημα παλλακίδα του. Οπότε και θύμωνε και με τον εαυτό του για το ότι κανείς από τους δυο δεν πρόλαβε να αποτρέψει τον φόνο του Ζάμπαϊ.

Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα για να μην της φωνάξει περισσότερο, αφού πλέον ήταν σε θέση να καταλάβει τι ένιωθε, ζήτησε από τον στρατιώτη που ήταν παρόν να ενημερώσει όλους τους άντρες που είχε στην υπηρεσία του να ψάξουν την σκλάβα σε ολόκληρη την Παλμύρα. Εκείνος απάντησε ότι θα το φρόντιζε αμέσως και υποκλίθηκε πριν εγκαταλείψει το δωμάτιο.

«Φύγε κι εσύ. Πήγαινε στον γιο μας. Νομίζω ότι για ένα διάστημα θα είσαι αποκλειστικά υπεύθυνη για εκείνον».

Η Μύριαμ ένευσε γρήγορα και άφησε τον Οδαίναθο να σωριαστεί στην καρέκλα για να αφομοιώσει μέσα στην ησυχία όλα όσα έγιναν σε ένα βράδυ. Παράλληλα, επαναλάμβανε στο μυαλό του τα λόγια της Μύριαμ και συνειδητοποιούσε πόσα σημάδια είχε αγνοήσει, τα οποία απέβησαν μοιραία για τον πεθερό του. Και παραλίγο να ισχύσει το ίδιο για την γυναίκα και το παιδί του. Η Ιόλη ζήλευε την Ζηνοβία από την στιγμή που αυτοί οι δυο αρραβωνιάστηκαν και σίγουρα θα ευχόταν το κακό της όλο αυτό το διάστημα. Πιθανόν να το είχε επιδιώξει κιόλας. Ίσως εκείνη να ήταν η αιτία που πριν ένα χρόνο ο Πέρσης αιχμάλωτος είχε επιτεθεί στην Ζηνοβία. Ήταν πολύ περίεργο το πώς βρέθηκε το μαχαίρι στην κατοχή του και μία σκλάβα που έφερνε το φαγητό του θα μπορούσε να το έχει αφήσει επίτηδες.

Για χρόνια έθρεφε στον κόρφο του ένα φίδι και τώρα άρχισε να εκτοξεύει το δηλητήριο της.

Τα προστατευτικά αισθήματα απέναντι στην Ζηνοβία όλο και μεγάλωναν -ειδικά εξαιτίας της ανάμνησης της να σπαράζει σαν μικρό παιδί- γι' αυτό και άφησε τους αναστεναγμούς για άλλη φορά και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο του. Όταν όμως άνοιξε την πόρτα, είδε ένα άδειο κρεβάτι και το στήθος του σφίχτηκε από την αγωνία.

Η Ζηνοβία είχε ξυπνήσει και διέσχιζε τους σκοτεινούς διαδρόμους κατατονική από το υπνωτικό και με βαριά καρδιά που θα μπορούσε να την ρίξει κι εκείνη από τις σκάλες. Και το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν ένας δεύτερος θάνατος.

Άρχισε λοιπόν να την αναζητάει κι αφού ο διάδρομος του ορόφου ήταν τελείως άδειος, σκέφτηκε να την ψάξει σε δωμάτια. Και θα ξεκινούσε με την κάμαρα που παραχωρούσαν στον Ζάμπαϊ όταν διανυκτέρευε στο ανάκτορο.

Πράγματι, η Ζηνοβία είχε σύρει τα βήματα της μέχρι εκείνο το δωμάτιο και είχε γονατίσει μπροστά από το κρεβάτι που κειτόταν το άψυχο κουφάρι του πατέρα της. Δεν είχαν προλάβει να τον καθαρίσουν και να τον αλλάξουν, οπότε ήταν ακόμα ματωμένος και με λερωμένα ρούχα. Είχε πάνω του κάθε ψήγμα του φόνου, για τον οποίο τελικά δεν ήταν υπεύθυνος μόνο ένας.

Την πλησίασε με αργά βήματα και κάθισε δίπλα της. Χάζεψε την θλιμμένη, αλλά ήρεμη έκφραση της και την παραδομένη στάση του κορμιού της και ένιωσε την ανάγκη να την αγκαλιάσει. Αλλά φάνταζε τόσο εύθραυστη που φοβόταν πως μια κίνηση θα την έσπαγε σε εκατοντάδες κομμάτια.

«Νόμιζα πως όλο αυτό ήταν ένας εφιάλτης», ακούστηκε η σιγανή, βραχνή φωνή της. «Άνοιξα τα μάτια μου και περίμενα να τον δω δίπλα μου να με καθησυχάζει, όπως έκανε όταν ξυπνούσα εξαιτίας ενός κακού ονείρου. Δεν γίνεται να είναι αλήθεια όλο αυτό».

«Λυπάμαι τόσο πολύ! Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω και να το προλάβω».

Η Ζηνοβία έσφιξε το χέρι του πατέρα της, το οποίο κρατούσε με την ελπίδα να αισθανθεί ζεστασιά. Μα η ψύχρα και το ξεραμένο αίμα στον σβέρκο του της θύμιζαν με τον χειρότερο τρόπο ότι ήταν ορφανή.

«Πώς έγινε αυτό; Τόσα χρόνια ανεβαίνει αυτές τις σκάλες, πριν καν έρθω εγώ εδώ. Πώς έχασε την ισορροπία του;»

Ο Οδαίναθος αμφιταλαντεύτηκε για το αν έπρεπε να της πει την αλήθεια τώρα ή να περιμένει λίγες ώρες μέχρι να περάσει η πρώτη σύγχυση. Σε καμία περίπτωση δεν θα κρατούσε κρυφή την ανάμιξη της Ιόλης κι ας υπήρχε κίνδυνος να τον κατηγορήσει που δεν την είχε διώξει νωρίτερα έχοντας καταλάβει την ζήλια της. Το ψέμα θα προκαλούσε χειρότερες εντάσεις όταν αποκαλυπτόταν, γιατί σε αυτή την ζωή τίποτα δεν έμενε κρυφό.

«Δυστυχώς δεν ελέγχουμε εμείς την μοίρα», απάντησε διπλωματικά.

«Αλλά πρέπει να την δεχτούμε».

Εκείνος ένευσε θετικά, παρόλο που δεν τον έβλεπε. Όλη της η προσοχή ήταν στραμμένη στο στέρνο του Ζάμπαϊ. Μια ελπίδα που ποτέ δεν θα έπαιρνε ζωή, όπως κι εκείνος.

«Έλα πίσω στο δωμάτιο μου. Δεν σου κάνει καλό να είσαι εδώ».

«Ο πατέρας μου ήταν πάντα δίπλα μου. Δεν μπορώ να τον εγκαταλείψω».

«Ζηνοβία, ο Ζάμπαϊ είναι...»

Το προειδοποιητικό της βλέμμα τον απέτρεψε από το να ολοκληρώσει την κουβέντα του.

«Με συγχωρείς», ψιθύρισε.

Εκείνη αρκέστηκε σε ένα νεύμα και στράφηκε ξανά στον χλομό Ζάμπαϊ.

«Την βρήκατε;»

Η ερώτηση της τον έκανε να τιναχτεί.

«Ποια;»

«Την φόνισσα», απάντησε με ένταση. «Την βρωμερή Ρωμαία που τον έριξε από τις σκάλες».

«Πώς το ξέρεις; Το είδες;»

«Άκουσα την Μύριαμ να στο λέει».

Το ηρεμιστικό ρόφημα την είχε κρατήσει σε καταστολή μόνο μία ώρα. Ήταν τόση η ένταση μέσα της που δεν μπόρεσε να βρει περισσότερη γαλήνη.

«Ζηνοβία εγώ θα...»

«Δεν θέλω να ακούσω καμία δικαιολογία. Θέλω μόνο να βρεθεί αυτή η βρώμα!»

«Το υπόσχομαι. Θα γυρίσω όλη την Παλμύρα ανάποδα για να την φέρω στα πόδια σου και να λογοδοτήσει».

«Κάποιος πρέπει να το κάνει».

«Τι θέλεις να πεις;»

Η Ζηνοβία δεν του απάντησε αμέσως. Απλώς πήρε μια βαθιά ανάσα και του ζήτησε να φύγει· αφού πρώτα απαίτησε να διώξει την Μύριαμ από το ανάκτορο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top