08 | I Forget Where We Were by Ben Howard
Όσο πιο κοντά στο Δικαστικό Μέγαρο, τόσο πιο δυνατά ακουγόταν η μουσική που έπαιζε από το Εμπορικό Πολυκατάστημα. Περίπου εννιά λεπτά απόσταση με τα πόδια. Αλλά εσύ δεν είχες σκοπό να την πας εκεί. Στο μυαλό σου, όσο πιο μακριά από το εμπορικό, τόσο πιο όμορφη φαινόταν η γέφυρα του Jacksonville το βράδυ.
Για κάποιο λόγο, έπαιζε το τραγούδι Dadness is my Boyfriend της Lykke Li, ένα τραγούδι με στοιχεία της δεκαετίας του 60' και στίχους μιας καταθλιπτικής τραγουδοποιού.
Δεν αναρωτιέμαι γιατί το ξέρεις το άσμα.
Το Δικαστικό Μέγαρο με τα χρόνια γινόταν όλο και λιγότερο εντυπωσιακό, καθώς το κτήριο ήταν ακριβής αντιγραφή αρχαίου ΑθηναΪκού κτίσματος. Η Nova έσφιξε τη ζακέτα πάνω της, όταν φύσηξε ξανά. Συγχαρητήρια, θα γυρίσει σπίτι με πνευμονία. Σιγά μη τη ξαναδείς.
«Θες τη ζακέτα μου;» ρώτησες. «Δεν κρυώνω και τόσο.»
Έχεις χαλασμένο θερμοστάτη. Όλοι σου το έλεγαν από τότε που ήσουν μικρός.
«Όχι ευχαριστώ.« απάντησε ευγενικά, κρατώντας μια μικρή απόσταση. «Πού πηγαίνουμε;»
«Στην γέφυρα.»
Όταν στρίψατε προς την Pearl St κατάλαβες πως θα σας έπαιρνε λιγότερο από εννιά λεπτά για να φτάσετε εκεί που ήθελες. Μερικά βήματα αργότερα, ο σιδηροδρομικός σταθμός ήταν σχεδόν δίπλα σας. «Περίεργο. Δεν έχω έρθει ποτέ από εδώ.»
Γύρισες και τη κοίταξες ξαφνιασμένος. «Είναι από τα πιο δημοφιλή μέρη του Jacksonville.»
Η Nova κοίταξε γύρω της. «Τότε γιατί είμαστε μόνο εμείς εδώ;»
Είχε δίκιο. Δεν υπήρχε ψυχή εκεί έξω. Πέρα από έναν τρελό να περπατάει δίπλα από μια λιγότερο τρελή. Ω ναι, εσείς οι δύο.
«Ίσως τελικά δεν είναι και τόσο δημοφιλές.»
Η είσοδος του Parking πλέον ήταν αρκετά μακριά, και από το εμπορικό ακουγόταν καινούριο τραγούδι. Αυτό δεν το ήξερες. Έσμιξες τα φρύδια σου για να καταλάβεις πιο είναι. Σίγουρα το είχες ακούσει, αλλά πού;
«I Forget Where We Were.» είπε.
«Χμ;»
Χαμογέλασε. «Το τραγούδι. Από τον Ben Howard. Το 2014 βγήκε.»
Σωστά. Το άκουσες στον χορό της αποφοίτησης.
Ήταν και εκείνη εκεί. Φορούσε ένα μπλε φόρεμα που τόνιζε τα μάτια της. Είχε πάει μαζί με τον Noah Clivers. Έφυγε μόνη, μισή ώρα αργότερα. Πέντε λεπτά μετά από εκείνη, είχες επίσης εξαφανιστεί. Είχες πάει στον χορό μόνο για να την δεις. Άξιζε.
«Είναι αρκετά ωραίο υποθέτω.»
Μπράβο. Μόλις έκανες αυτό το βράδυ ακόμη πιο περίεργο και βαρετό. Και τι να κάνεις; Ξεκίνα μια συζήτηση που θα διαρκέσει. Τι είχες σκοπό να της πεις όταν πετούσες πετραδάκια στο παράθυρό της; Για ένα τραγούδι ξεχασμένο; Ή μήπως για το πόσο μη δημοφιλές είναι το πιο δημοφιλές μέρος της πόλης;
Λοιπόν, άνοιξε το στόμα σου Evan!
«Nova,» πρόσεχε τι θα πεις, «θες να σου πω μια περίεργη ιστορία;»
Εκείνη σε κοίταξε με το ένα φρύδι σηκωμένο. «Εμ, εντάξει.»
Και της είπες. Της μίλησες για την ζωή μιας κοπέλας από μια άλλη πόλη που το αγόρι της είχε δολοφονηθεί. Της είπες για το πώς μια φίλη της τον είχε σκοτώσει γιατί ήταν ερωτευμένη μαζί της. Της είπες για το πώς αυτή η φίλη πήγε και σκότωσε και τη θετή μητέρα της κοπέλας, γιατί τη θεωρούσε κακό άνθρωπο, και για το πώς πήγε να το φορτώσει στο καινούριο αγόρι της κοπέλας. Η ιστορία τελείωσε με χαρούμενο τέλος; όλοι οι βασικοί χαρακτήρες έζησαν.
«Είναι αληθινή αυτή η ιστορία;» σε ρώτησε όταν φτάσατε επιτέλους κοντά στο εμπορικό. Την οδήγησες σε ένα κιόσκι και καθίσατε εκεί.
Έγνεψες θετικά. «Ναι. Μου την είπε ο ξάδελφός μου, ο Ed, από το Seattle.»
Η Nova έτριψε τα μπράτσα της. Κρύωνε ακόμη περισσότερο κοντά στο νερό. «Τι τρόμος για την οικογένεια της κοπέλας.»
«Πρέπει να είναι αρκετά δυνατή για να έχει ακόμη τα μυαλά της.» Όπως εσύ, σκέφτηκες.
Η Nova χαμογέλασε και γύρισε το κεφάλι της προς τη γέφυρα. Ήταν στολισμένη με μικρά φωτάκια και σε συνδυασμό με τα φώτα της πόλης, έμοιαζε μαγική. Το γαλάζιο μέταλλο φαινόταν λευκό τώρα το βράδυ και τα αυτοκίνητα το έκανα να φωτίζεται ακόμη περισσότερο. Η Nova έμοιαζε μαγεμένη από το θέαμα, και εσύ έμοιαζες μαγεμένος από το θέαμα εκείνης.
Άραγε τι να σκέφτεται τώρα; Το πόσο ηλίθια ήταν η απόφασή της να περπατήσει τόσο δρόμο για το τίποτα;
Ή για τα πάντα;
Σε αυτή τη σκέψη, μίλησε. «Θες να ακούσεις μια περίεργη ιστορία, Evan;»
«Ναι.» ψιθύρισες.
Τα μάτια της άφησαν το θέαμα της γέφυρας και γύρισαν στα δικά σου. «Τον σκότωσα.»
Τον-
Τι;
»Έτσι ξέφυγα. Τον σκότωσα με το ίδιο όπλο που θα σκότωνε εμένα.» συνέχισε με σιγανή φωνή.
Αυτή η ομολογία φάνηκε να της φωτίζει τα μάτια. Γιατί; Επειδή πλέον δεν είχε τίποτα να σου κρύψει. Πλέον την έβλεπες καθαρά. Όλη την Nova που αγάπησες και τώρα αγαπάς πολύ περισσότερο.
Μόλις σου είπε τον χειρότερό της εφιάλτη.
Είσαι έτοιμος να της πεις τον δικό σου;
«Δεν έχεις να πεις κάτι;» σε ρώτησε ψιθυριστά, καθώς φοβόταν την αντίδρασή σου.
Να η ευκαιρία σου.
«Η Anna δεν μπόρεσε να τον σκοτώσει.»
Βγάλ' το από μέσα σου Evan.
«Η Anna;» σε ρώτησε.
«Η αδελφή μου.» ομολόγησες. «Ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερη από εμένα και ο πιο κοντινός άνθρωπος που είχα ποτέ.»
Η Nova ήρθε πιο κοντά σου. «Μπορώ να ρωτήσω τι έγινε;»
Μπορεί Evan.
«Όταν ήταν δεκαοχτώ την απήγαγαν όταν γυρνούσε στο σπίτι. Δεν ξέρω τι και πώς έγινε. Θυμάμαι πως την ψάχναμε για τέσσερις μέρες. Την τέταρτη μέρα ένας από τους ενόχους ήρθε με το νεκρό σώμα της στην αστυνομία κι ομολόγησε. Τους έπιασαν και τους δύο. Πατέρα και γιο.» απάντησες. Δάγκωσες τα χείλη σου για να μη κυλήσουν τα δάκρυα. «Ο γιος ήταν αυτός που την έφερε. Είπε πως ο πατέρας του τον έβαλε να την παράγει εξ αρχής. Ο πατέρας ομολόγησε τα πάντα.»
Και μετά τι έγινε;
«Ο γιος ήταν περίπου στην ίδια ηλικία με την Anna.» δάγκωσες τα χείλη σου για να μη κυλήσουν τα δάκρυα. «Αυτοκτόνησε τη πρώτη μέρα της φυλάκισής του.»
Η Nova σου έσφιξε το χέρι.
«Δεν μπόρεσε να τον σκοτώσει. Ίσως επειδή τον γνώριζε. Ήταν συμμαθητές.»
Και εκεί, στο ίδιο μέρος που θέλησες να αφαιρέσεις κάποτε τη ζωή σου, η Nova σου ψιθύρισε.
«Είμαι σίγουρη πως ήταν εκεί όταν τον σκότωσα.»
Χαμογέλασες.
«Και είμαι σίγουρη πως πάλεψε.»
Την άφησες να σκουπίσει το δάκρυ σου.
«Είμαι σίγουρη πως λάμπει φωτεινά για εσένα.»
Την άφησες να σε αγκαλιάσει.
«Το πιο φωτεινό αστέρι στο Σκότος του Σύμπαντος.»
Πόσο αληθινά τα λόγια της, Evan.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top