Κεφάλαιο 5
Κεφάλαιο 5
Στους περίπου δύο μήνες που ακολούθησαν τα μαθήματα ήταν μάλλον ασυνήθιστα. Καταρχάς σταμάτησα τα φροντιστήρια για τις πανελλήνιες. Γιατί; Ποτέ δεν κατάλαβα, μα δεν πειράζει. Ξεκουράστηκα λιγάκι. Βέβαια κατά καιρούς συνέβαινε κάτι άλλο. Έρχονταν στο σπίτι καθηγητές από το σχολείο και με διάβαζαν για σχεδόν όλα τα μαθήματα. Ήθελαν, λέει, να με βοηθήσουν να εντυπωσιάσω. Μέρα παρά μέρα δεχόμουν επισκέψεις. «Μα γιατί τα κάνουμε όλα αυτά;» ρώτησα μια μέρα την κυρία Παπαζιώγα των Αγγλικών.
«Είπαμε, για να τα πας καλύτερα στο καινούργιο σου σχολείο. Πρέπει να τους δείξεις πως είσαι ισάξιά τους».
«Ναι, αλλά γιατί; Αν δεν μου πείτε τον σκοπό πώς θα αποδώσω στο full των δυνατοτήτων μου;»
«Μια χαρά τα πας, μην ανησυχείς. Έλα τώρα συνέχισε την άσκηση». Πού να τολμούσε να μου πει!
Έτσι πέρασαν οι γιορτές. Οι γονείς μου μού έκαναν δώρο μια σπάνια κούκλα Barbie από το internet και με άφησαν να μείνω λίγες μέρες στις μικρές μου ξαδερφούλες. Παράλληλα, ετοίμασα τα πράγματά μου για το οικοτροφείο και έστειλα στην άγνωστη φίλη μου μια χειροποίητη χριστουγεννιάτικη κάρτα. Ήθελα να της γράψω όσα έγιναν, μα σίγουρα δεν θα με πίστευε.
Με το που τελείωσαν οι διακοπές κι επέστρεψα στο σχολείο, οι συμμαθητές μου μου έφαγαν τα αυτιά (μεταφορικά, φυσικά) και 'πάρε φωτογραφίες' και 'τράβηξε βίντεο' και 'βούτηξε καμιά πετσετούλα ή μαξιλαροθήκη να μας φέρεις', με τρέλαναν!
«Στάθη, σίγουρα δεν σε πείραξε που δεν θα πας εσύ στο κολλέγιο;»
«Μπα, που να τρέχω; Μόνο πού 'σαι; Φέρε καμιά καλή μπάλα να γουστάρουμε» Τι χαβαλές τύπος! Πάλι καλά που κόβει το μυαλό του, αλλιώς θα είχε μείνει. Α, πήραμε και βαθμούς! Ο μέσος όρος μου ήταν 19,5. Γουάου, μήπως το παράκαναν με την εμψύχωση;
Τέλος πάντων, έφτασε και η μέρα για να φύγω. Η μαμά μου έκλαιγε και μου έλεγε αυτά που συνήθως λένε οι μαμάδες: να μην φοβάμαι, να τηλεφωνώ όποτε μπορώ και ν' αλλάζω εσώρουχα κάθε μέρα. Κι ο μπαμπάς κάτι τέτοια έλεγε. Μέχρι και ο παππούς ήρθε από το χωριό να με χαιρετήσει. Μου είπε να μην τυφλωθώ από τα πλούτη που θα έβρισκα εκεί και τους ξεχάσω. Όσο για τον Λάκη, είχε μουγκαθεί εντελώς τελευταία. Φαινόταν λυπημένος που έφευγα γι' αυτό τον έβγαλα από το κλουβί. Αυτός μου γύρισε με μιας την ουρά του.
«Έτσι, ε;», έκανα. «Όπως θες Λάκη. Αν όμως όταν φύγω, φωνάζεις δεν θα φταίω εγώ!» Κι έφυγα με τον διευθυντή για να συναντήσω τον εκπρόσωπο στην είσοδο της πόλης.
Εκείνος μας περίμενε κλεισμένος στο αυτοκίνητό του, στη θέση του συνοδηγού. Ο διευθυντής με αγκάλιασε λέγοντάς μου να βάλω τα δυνατά μου. Τι να κάνω του το υποσχέθηκα και μπήκα βιαστικά στο αυτοκίνητο. Βλέπετε, ο κύριος εκπρόσωπος δεν άντεχε τις καθυστερήσεις. Τι κρύος άνθρωπος!
«Αλέ Νικολά», είπε και ξεκινήσαμε το ταξίδι μας για την Στερεά Ελλάδα. Από το πίσω τζάμι έβλεπα τον κύριο Γελαστόπουλο να με αποχαιρετάει κουνώντας τα χέρια του πέρα-δώθε. Μετά από αυτό αισθανόμουν συγκινημένη και κάπως λυπημένη που έφευγα. «Το κολλέγιο βρίσκεται λίγο έξω από την Αθήνα, σ' ένα άλσος. Λίγο πριν τις εφτά θα έχουμε φτάσει».
«Ευχαριστώ», απάντησα και από τότε δεν ξανάκουσα ομιλίες. Η μόνη φωνή ήταν αυτή του GPS που έδινε εντολές για τον σοφέρ στα γαλλικά. Σύντομα, αναπτύξαμε μεγάλη ταχύτητα (μπορεί και 200χλμ/ω) και ούσα στο πίσω κάθισμα μ' έπιασε ναυτία. Στην προσπάθειά μου να αποφύγω το δυσάρεστο, πήρα το discman κι έβαλα ν' ακούσω τη μουσική της ταινίας «MyScene: Σταρ του Χόλυγουντ». Έπειτα έβγαλα τα γυαλιά μου κι έκλεισα τα μάτια μου αγνοώντας την υπέροχη διαδρομή. Όλως περιέργως δεν σταματήσαμε πουθενά για διόδια.
~sCOOLgirl~
Ύστερα από μερικές ώρες που άνοιξα τα μάτια μου παρατήρησα γύρω μας ψηλά πεύκα. Μάλλον φτάσαμε στο άλσος, σκέφτηκα. Τότε υψώθηκε μπροστά μου ένα συγκρότημα από τρία μεγάλα κτίρια, με καλοβαμμένους κόκκινους τοίχους. Παρόλο που είχε σκοτεινιάσει, φαίνονταν πεντακάθαρα λόγω των προβολέων που τα φώτιζαν. Το αυτοκίνητο πήγε και πάρκαρε κάτω από ένα κιόσκι, δίπλα σε άλλα πανάκριβα αυτοκίνητα. Ο Αντωνιάδης ήρθε και μου άνοιξε την πόρτας σαν gentleman την ώρα που ο σοφέρ έβγαλε τη βαλίτσα μου από το port baggage.
Μπήκαμε στο πρώτο κτίριο και βρεθήκαμε σε μία μεγάλη φωτεινή αίθουσα. Από το ταβάνι κρεμόταν ένας βαρύς μπρούτζινος πολυέλαιος και μια πινακίδα που έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα "Reception Hall". Στους τοίχους δέσποζαν πίνακες διάσημων ζωγράφων κι ένα υπόμνημα του συγκροτήματος. Με την είσοδό μας μια κομψή κυρία με ταγέρ μας πλησίασε.
«Κύριε Αντωνιάδη, είστε όπως πάντα συνεπέστατος. Εφτά πάρα τέταρτο, μένω έκπληκτη!»
«Δεσποινίς, υπερβάλλετε», έκανε αυτός κολακευμένος και της είπε πως ήταν πολύ όμορφη.
«Από εδώ η Ανθή Λαζοπούλου. Θα είναι μαζί σας για τους επόμενους τέσσερις μήνες».
«Oh, hello my dear. Καλώς όρισες στο British Master College!»
«Καλώς σας βρήκα!» απάντησα εγώ και πήγα να της δώσω το χέρι μου. Αυτή παραξενεύτηκε, μα έδωσε και το δικό της.
«Φαντάζομαι πως είσαι κουρασμένη από το ταξίδι my dear, γι' αυτό θα σε οδηγήσω αμέσως στο δωμάτιό σου. Κύριε Αντωνιάδη, εσείς μπορείτε να περάσετε στην τραπεζαρία. Ο Headmaster σας περιμένει για τσάι». Ήξερα καλά αγγλικά και κατάλαβα τι σήμαινε το "Headmaster" αλλά, τόσο δύσκολο της ήταν να πει «Διευθυντής»;
Με πήρε μαζί της και κατευθυνθήκαμε στο μεγάλο γυάλινο ασανσέρ για να φτάσουμε στον έκτο όροφο,. Μόλις βγήκαμε από εκεί, μου ζήτησε να περιμένω και πήγε να πάρει το κλειδί μου από ένα ράφι. Εγώ χάζευα τριγύρω μου τις πόρτες με τα ονόματα των μαθητριών, δύο σε κάθε πόρτα. Τότε πέρασαν από δίπλα μου δύο κοπέλες που έμοιαζαν κυριολεκτικά με μοντέλα. Ήταν ντυμένες με την τελευταία λέξη της μόδας και εντελώς αψεγάδιαστες. Εκείνη την στιγμή αισθάνθηκα σαν καημένο. Φορούσα ένα παλιό ζευγάρι μαύρες φόρμες και αθλητικά παπούτσια για να είμαι άνετη στο ταξίδι. Αυτές πάντως ούτε που με κοίταξαν. Ήταν απορροφημένες με την κουβεντούλα τους.
«Και πώς ήταν η Νέα Υόρκη;»
«Κούκλα, σαν εσένα, darling! Το Παρίσι;»
«Θεϊκό, σαν εσένα! Γύρισες άλλος άνθρωπος!» έλεγαν και ξέσπασαν σε γέλια. Καθώς απομακρύνονταν τις άκουσα να λένε:
«Πότε θα έρθει η Jossy;»
«Δεν γνωρίζω, είναι άδικο να καλοπερνάει συνέχεια! Ποιος ξέρει πού πήγε φέτος;»
«Ορίστε το κλειδί σου darling!» μου είπε ξαφνικά η κυρία και μου έδωσε ένα μικροσκοπικό κλειδάκι. «Αύριο θα πάρεις και για το ντουλαπάκι σου. Θα αποκτήσεις πρόσβαση σε όλες μας τις υπηρεσίες» και διασχίσαμε τον μακρύ διάδρομο. Σε κάποια στιγμή παρατήρησα πως μια πόρτα είχε μόνο ένα όνομα.
«J. Xenos, αυτή η κοπέλα δεν έχει συγκάτοικο;»
«Well, αυτή η κοπέλα είναι πάμπλουτη και οι γονείς της τής εξασφάλισαν ένα μόνιμα δικό της δωμάτιο». J, ίσως να είναι αυτή η Jossy, σκέφτηκα. Με αυτά και με αυτά φτάσαμε στο δωμάτιό μου. Όταν είδα το «Α. Lazopoulos» έξω από την πόρτα, ένιωσα σπουδαία. Δίπλα έγραφε «M. Pappas». Ήταν το όνομα της συγκατοίκου μου που δεν είχε έρθει ακόμη.
Η κυρία με άφησε στο δωμάτιο και έφυγε λέγοντας: «Το πρωϊνό ξύπνημα είναι στις εφτά και το πρωϊνό σερβίρεται στις οκτώ. Αλλά αύριο εσύ θα έρθεις μαζί μου για να σε ξεναγήσω, okay;» Έτσι λοιπόν έμεινα μόνη και παρατήρησα το δωμάτιο.
Ήταν μεγάλο. Οι τοίχοι είχαν φούξια χρώμα. Μπροστά μου υπήρχαν δύο μονά κρεβάτια με λιλά σκεπάσματα. Στ' αριστερά υπήρχε ένα μικρό σαλονάκι και μια μπαλκονόπορτα. Στα δεξιά βρισκόταν μια ξύλινη ντουλάπα, δύο μικρά γραφεία με μίνι βιβλιοθήκες καθώς και η πόρτα για το αυτόνομο μπάνιο που είχε μπλε αποχρώσεις.
Πάνω από το αριστερό κρεβάτι ήταν κρεμασμένες φωτογραφίες της συγκατοίκου μου. Φαινόταν λαμπερή, σαν σταρ του σινεμά. Είχε μακριά και ίσια κόκκινα μαλλιά και γαλανά μάτια. Έδειχνε ψηλή και αδύνατη. Αναρωτιόμουν τι χαρακτήρας θα ήταν η M. Pappas, αλλά είχα σημαντικότερα πράγματα να κάνω. Ετοιμάστηκα ν' ανοίξω τη βαλίτσα μου, μα με περίμενε μια έκπληξη...
«Λάκη!; Πώς ήρθες εδώ!;» Το μικρό μου εξυπνοπούλι που δεν ήθελε να με χαιρετήσει, είχε τρυπώσει στη βαλίτσα και είχε περάσει άφαγο και άπιωτο πέντε ώρες, για να είναι μαζί μου. «Πήγαινε σπίτι!... Θεέ μου τι λέω; Πώς θα πας μ' αυτό που πήγες κι έκανες; Εντάξει, θα μείνεις, αλλά θα είσαι ήσυχος και θα κρύβεσαι όταν είναι άλλοι μπροστά. Δεν θέλω μπελάδες, καλά;» Ο Λάκης έκανε έναν θόρυβο σαν να έλεγε «καλά».
Χωρίς να χάσω καιρό, τον έβαλα σε μια γλάστρα και του έδωσα να φάει και να πιεί για να συνέλθει λιγάκι από την ταλαιπωρία. Έπειτα φρόντισα για τη δική μου εγκατάσταση. Τοποθέτησα εδώ κι εκεί τα πράγματά μου, έβαλα την καινούρια μου (και αγαπημένη μου) κούκλα στο κομοδίνο και κρέμασα πάνω από το κρεβάτι μου την αφίσα με τις Rock Angelz. Φόρεσα τις καινούριες μου πυτζάμες και όπως ήμουν κουρασμένη, ξάπλωσα και σχεδόν αμέσως αποκοιμήθηκα. Το ίδιο και ο Λάκης. Είχα χαρεί πολύ που τον είχα μαζί μου. Από αύριο θα ξεκινούσε η περιπέτεια.
Η συλλεκτική Barbie που πήρε η Ανθή για τα Χριστούγεννα (είναι σημαντική παρακάτω):
Η αφίσα των Bratz Rock Angelz:
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top