Κεφάλαιο 20
Κεφάλαιο 20
Βράδυ Παρασκευής. Στο οικοτροφείο φτιάχνουν βαλίτσες για Λονδίνο. Όλοι χαμογελούν καθώς σκέφτονται ότι σε λίγες ώρες θα πετούν μακριά για διακοπές. Σε κάθε δωμάτιο επικρατεί μια χαρούμενη αναστάτωση. Να 'μαι κι εγώ, μόνη κι έρημη να χάνομαι στις αναμνήσεις μου. Κάθε άλλο παρά χαρούμενη ένιωθα. Καταλάβαινα πως μέσα στους μήνες που ζούσα εκεί, είχα πάψει να γελάω. Στο Λύκειο μπορεί να μην είχα φίλους, μπορεί να αγχωνόμουν για τα μαθήματα, τα φροντιστήρια και τους βαθμούς, μα υπήρχε μια ατμόσφαιρα σχεδόν οικογενειακή και κάθε μέρα συνέβαινε κάτι αστείο, κάτι απρόβλεπτο και περιπετειώδες. Στο οικοτροφείο τίποτα δεν ήταν έτσι. Τίποτα αστείο και τίποτα κεφάτο. Αλλά, ας μην σας κουράζω με τις απόλυτα πεσιμιστικές σκέψεις που έκανα τότε. Το θέμα είναι πως νοσταλγούσα το Λύκειο. Νοσταλγούσα τις κρύες αίθουσες, τους θορυβώδεις διαδρόμους, τις σκονισμένες αυλές, ακόμη και τις τουαλέτες που ήταν τρύπες στο πάτωμα. «Τις τουαλέτες». Το βρήκα, σκέφτηκα, η τελευταία μου φάρσα σε αυτά τα κακομαθημένα πριν το ταξίδι τους θα είναι οξύ στις τουαλέτες. Ιδιοφυές; Μάλλον βλακοφυές, μα τέλος πάντων! Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα αγκαλιά με το βιβλίο της Γλώσσας για την Πρώτη Δημοτικού. Ήταν το αγαπημένο μου σχολικό βιβλίο και το είχα πάρει μαζί μου για να με παρηγορεί όταν δεν είχα διάθεση. Δεν το άνοιξα, αλλά και μόνο που το κρατούσα, με βοήθησε να κερδίσω λίγες ώρες ύπνου.
Το πρωί σηκώθηκα χαράματα και τράβηξα για το εργαστήριο χημείας και μετά ίσια για τις τουαλέτες των κοριτσιών. Ανοίγοντας, όμως, την πρώτη πόρτα, μια δυσάρεστη έκπληξη με περίμενε: ήταν η επόπτρια που μου είπε: «Αυτό δεν θα σου χρειαστεί πια. Έλα μαζί μου στο γραφείο Προέδρου!» Το περίμενα ότι κάποια στιγμή θα γινόταν αυτό, μα το ύφος αυτής της γυναίκας ήταν υπερβολικό. Πέρασα την πόρτα του γραφείου όπως θα περνούσε ένας κατηγορούμενος την πύλη του δικαστηρίου. Ο κύριος Λέων καθόταν στην τεράστια δερμάτινη καρέκλα του και χτυπούσε μια πένα κάτω από το φως της μικρής λάμπας επάνω στην έδρα του.
«Φαντάζομαι, ξέρεις γιατί είσαι εδώ» είπε κάπως ειρωνικά. «Όλο προβλήματα δημιουργείς τελευταία. Μας έχεις φέρει όλους σε τρομερά δύσκολη θέση!»
«Μην παριστάνετε τον φιλικό, κύριε. Ξέρω καλά τι απαίσιος άνθρωπος είστε».
«Οι μαθητές που τόλμησαν να μου μιλήσουν τόσο προσβλητικά, ξέρεις τι έχουν πάθει;»
«Όχι, μα όλοι αυτοί που λένε για εσάς πίσω από την πλάτη σας είναι μια χαρά, σωστά;»
«Αναιδέστατο κορίτσι! Θα έπρεπε να ντρέπεσαι!»
«Εσείς θα έπρεπε να ντρέπεστε που βοηθήσατε αυτόν τον Υπουργό να κλείσει όλα τα σχολεία για να βγάλετε χρήματα!»
«Ώστε, λοιπόν, τα γνωρίζεις όλα;»
«Μάλιστα. Και μάθετε πως θα συνεχίσω να κάνω ό,τι θέλω εγώ. Δεν θα σας αφήσω να καταδικάσετε έτσι τα δημόσια σχολεία!» Στο άκουσμα αυτών των λέξεων, ο Πρόεδρος δεν άντεξε άλλο και ξέσπασε σε γέλια. Γιατί όμως;
«Δηλαδή, όλα αυτά τα έκανες για να υπερασπιστείς τη δημόσια παιδεία;»
«Μάλιστα».
«Λάθος τρόπο βρήκες να την υπερασπιστείς, ανόητη. Εσύ είσαι αυτή που καταδίκασες όλους τους συμμαθητές και τους καθηγητές σου!» κατάφερε να πει χωρίς να σταματήσει να γελάει.
«Δεν... δεν καταλαβαίνω...»
«Θα καταλάβεις, θα καταλάβεις αμέσως» ανακοίνωσε αυτός με μια χαζή έκφραση νίκης στα μούτρα του κι έβαλε ένα DVD στον υπολογιστή του. Κατόπιν γύρισε την οθόνη στο μέρος μου. Μέσα σε 10 λεπτά είδα τον εαυτό μου να παλεύει με τη May στην τραπεζαρία, να στέλνει τη miss Reiss κατ' ευθείαν στη λιποθυμία, να κλέβει τα πράγματα των άλλων και γενικά να κάνει ανεπίτρεπτα πράγματα, τα οποία είχα καλοσχεδιάσει νομίζοντας ότι έκανα το σωστό. Το θέαμα ήταν ντροπιαστικό και μ' έκανε να κοκκινίσω σαν παντζάρι κάτω από την πούδρα glitter που είχα πασαλείψει στο πρόσωπό μου. «Όπως παρατήρησες, έβαλες τα χέρια σου κι έβγαλες τα μάτια σου. Αχ, τι θα πει το πανελλήνιο μόλις οι σκηνές αυτές βγουν στη δημοσιότητα απόψε το βράδυ;»
«Με παγιδεύσατε».
«Ναι, αλλά κι εσύ έδωσες τον χειρότερό σου εαυτό. Έδειξες σε όλο της το μεγαλείο την κατάντια των ομοίων σου. Μόνο όταν εγκαινιαστεί το νέο σύστημα μπορεί να σωθούν. Ένα σχολείο σαν το κολλέγιό μας θα τους κάνει ανθρώπους. Ό,τι δώσουν θα πάρουν».
«Μα, τι νομίζετε; Δεν έχουν όλοι χρήματα».
«Α, ναι μωρέ. Μου διέφυγε ότι είστε όλοι φτωχαδάκια. Ε, κάποιοι θα μείνουν αμόρφωτοι. Αυτά έχει η ζωή. Όμως, εσύ μην στενοχωριέσαι. Κανονικά πρέπει να σε πετάξω έξω, αλλά αφού με βοήθησες τόσο, θα σε αφήσω να τελειώσεις κανονικά τις σπουδές σου, τυχερούλα. Πήγαινε τώρα!» συμπλήρωσε στο τέλος και μου έδειξε την πόρτα.
~sCOOLgirl~
Βγήκα στον διάδρομο κι έτρεμα ολόκληρη. Αν είχα πίεση θα ήταν υψηλή. Νόμιζα πως θα μείνω στον τόπο. Ένας Θεός ξέρει πως κατάφερα να φτάσω στο δωμάτιο. Ανοίγοντας την πόρτα αντιλήφθηκα ότι δεν ήταν άδειο.
«Ιωσηφίνα! Βγήκες από το νοσοκομείο!» φώναξα ξαφνιασμένη και πήγα ν' αγκαλιάσω την Ιωσηφίνα, η οποία ήταν κάπως ψυχρή. «Τι καλά που επέστρεψες! Ανησύχησα πολύ!» Δεν έδωσε σημασία και με το δίκιο της. Δεν είχα πάει καθόλου να τη δω και στενοχωρήθηκε.
«Μα τι φοράς;» ρώτησε και ήταν εύλογη απορία. Αντί για τη στολή φορούσα ένα μαύρο σορτσάκι με στρας και ένα κολλητό άσπρο μπλουζάκι με το λογότυπο 'BAD GIRL'.
«Είναι μεγάλη ιστορία και δεν έχει σημασία. Τώρα πρέπει να δράσουμε, να κάνουμε κάτι».
«Τι θες να πεις; Τι έγινε;» Έτσι καθίσαμε και της αφηγήθηκα τα περιστατικά του τελευταίου καιρού.
~sCOOLgirl~
«....χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Ίσως ο μπαμπάς σου μπορεί να σταματήσει τον Λέων. Αυτό το βίντεο δεν πρέπει να βγει στη δημοσιότητα. Αν βγει, η δημόσια παιδεία θα χαθεί για πάντα και θα φταίω εγώ!»
«Fleur, άκουσέ με. Καταλαβαίνω πως αισθάνεσαι, μα τι με νοιάζει εμένα για τη δημόσια παιδεία;»
«Δεν σε νοιάζει;»
«Όχι. Και κανονικά ούτε κι εσένα θα έπρεπε να σε νοιάζει».
«Ιωσηφίνα, τι είναι αυτά που λες;»
«Η αλήθεια. Κάποτε μου είχες πει πως δεν ήσουν αποδεκτή στο Λύκειό σου. Γιατί πρέπει να ενδιαφερθείς και να τρέξεις για τους συμμαθητές σου, που σε αποξένωσαν;»
«Μα, εσύ ξέρεις πόσο άδικο είναι αυτό. Δεν θες να κάνεις κάτι για να το σταματήσεις;» Η συμπεριφορά της φίλης μου, με εξέπληττε δυσάρεστα. Ήταν ολοφάνερο ότι δεν ήθελε να βοηθήσει. Το γεγονός ότι ήξερε από πριν το σχέδιο του Αντωνιάδη και δεν μου το αποκάλυψε, μου έκανε κακή εντύπωση. «Τουλάχιστον δώσε μου λίγα χρήματα για να κάνω κάτι από μόνη μου. Να πάω στην Κατερίνη και να βρω μια λύση με τους ανθρώπους του σχολείου μου. Σε παρακαλώ, χρειάζομαι επειγόντως χρήματα» Αυτή ήταν η απαγορευμένη χάρη. Η Ιωσηφίνα δεν ήταν στ' αλήθεια αδιάφορη, αλλά η δική μου απελπισμένη συμπεριφορά της θύμισε τα όσα της είχε πει ο Υπουργός. Ήθελε να τεστάρει την αντίδρασή μου και αρνήθηκε.
«Σου ξαναλέω πως δεν είναι σκόπιμο να τρέξεις για όλους αυτούς. Μπορείς να μείνεις εδώ, να τελειώσεις το σχολείο και μετά να σπουδάσουμε μαζί στο εξωτερικό. Όλα θα πάνε μια χαρά, θα δεις».
«Τι έχεις πάθει, Ιωσηφίνα; Γιατί άλλαξες έτσι;»
«Εσύ, γιατί άλλαξες έτσι; Μαθαίνω ότι έχεις βγει εκτός εαυτού και συμπεριφέρεσαι σαν κακομαθημένη. Έρχομαι εδώ και σε βρίσκω μεταμορφωμένη και εσύ το μόνο που έχεις στο μυαλό σου είναι αυτό το ηλίθιο σχέδιο που καταργεί τη δωρεάν εκπαίδευση. Και μου ζητάς και λεφτά για να το σταματήσεις, λες και θα τα καταφέρεις έτσι που τα έχεις κάνει. Ε, λοιπόν, δεν σου δίνω».
«Φέρεσαι εγωιστικά! Μια αληθινή φίλη θα καταλάβαινε!»
«Α, δηλαδή τώρα δεν είμαι φίλη σου, μόνο και μόνο γιατί δεν τρέχει η τσέπη μου. Σαν χρηματοδότη με βλέπεις» έκανε μια μικρή παύση και όταν ξαναγύρισε να με κοιτάξει ήταν δακρυσμένη. «Αφού, έτσι με βλέπεις, δεν είμαστε πια φίλες». Δεν το εννοούσε και δεν ήταν καθόλου πειστική. Παρ' όλα αυτά εγώ συμφώνησα και μάζεψα τα πράγματά μου για να φύγω από το δωμάτιό της. Της άφησα όλα τα ρούχα και τα πράγματα που είχα αγοράσει μαζί της. Αποχώρησα φορώντας τις παλιές μου μαύρες φόρμες και κρατώντας τη βαλίτσα που είχα από το σπίτι μου. Η Ιωσηφίνα επέμενε να κρατήσω και τα αποκριάτικα που μου έκανε δώρο γι' αυτό και τελικά τα πήρα στα χέρια μου βγαίνοντας και πάλι στο διάδρομο κατά τις 4 το απόγευμα. Περπατούσα με βαρύ βήμα, όταν πέρασε μια ομάδα κοριτσιών που κάναμε παρέα. Με προσπέρασαν αμίλητες και μπαίνοντας στο ασανσέρ, άρχισαν να ψιθυρίζουν.
Τις άκουσα να λένε: «Αλήθεια είναι, την απέβαλε but την κράτησε για επιστάτρια. Ο Γρηγόρης χρειάζεται λίγη βοήθεια. Πλάκα που θα έχει όταν έρθουμε από την Αγγλία».
«Wow! Καλά να πάθει που μας έκανε όλα αυτά. Και προσέξατε πόσο χάλια ντύνεται;»
«Yeah, she's a total freak!»
«Ποια νόμιζε πως ήταν η χωριάτισσα; Να μας το παίζει καλύτερη απ' όλες!»
«Η χειρότερη είναι! Φαινόταν από την αρχή ότι δεν είναι μια από εμάς!» Προκειμένου να τις αποφύγω κατέβηκα από τις σκάλες μέχρι το ισόγειο και μου φάνηκε αιώνες. Κάθισα έξω, σ' ένα σιντριβάνι κι έβλεπα τα παιδιά να βγαίνουν από το πρώτο κτίριο με τις αποσκευές τους. Περίμενα με ανυπομονησία να ξεκουμπιστούν όλοι. Δεν ήθελα κανένας να με δει. Το κεφάλι μου ήταν γεμάτο με κακές σκέψεις και τίποτε άλλο. Το σιντριβάνι που καθόμουν ήταν το ίδιο που πριν από αρκετό καιρό είχα χρησιμοποιήσει για να διδάξω παραδοσιακούς χορούς και τώρα, τι;
Όλα ήταν όπως τον πρώτο καιρό που είχα έρθει στο κολλέγιο. Κανείς δεν με χώνευε. Ίσως ποτέ δεν με συμπάθησαν στ' αλήθεια. Κι όμως είχα ξεγελαστεί και νόμιζα πως ήμουν μέλος αυτής της μικρής κοινωνίας. Εδώ που τα λέμε, έφταιγα, διότι ακόμη κι αν με θέλανε τους έκανα να με μισήσουν με τους απαράδεκτους τρόπους μου. Είχα βγει εντελώς εκτός εαυτού και αυτό παρέσυρε πολλά στο πέρασμά του. Έχασα την καλύτερή μου φίλη, έχασα τον εαυτό μου και εξ' αιτίας μου θα έκλεινε το σχολείο μου και χιλιάδες άλλα σχολεία. Οι καθηγητές μου βασίστηκαν σ' εμένα και τους απογοήτευσα. Ήμουν τόσο ηλίθια τελικά!
Αυτά έλεγα από μέσα μου, όταν ξαφνικά πέρασε πετώντας ο Λάκης. Με το που τον είδα ήθελα να τον πιάσω στα χέρια μου. Αυτός, ούτε που να το διανοηθεί. Πέταξε μακριά μου με μεγάλη νευρικότητα. «Γύρνα πίσω ρε Λάκη! Μην με παρατάς κι εσύ!» του φώναζα κι έκανε πως δεν μ' άκουγε. Στο τέλος, τα κατάφερα, τον έπιασα κι αυτός άρχισε να κουνάει τα πόδια του μανιωδώς για να ξεφύγει. Αν μπορούσε να μιλήσει θα μου έλεγε αυτό που ένιωθε: ότι είναι δυστυχισμένος. Άργησα, μα το κατάλαβα. «Έχεις δίκιο. Είσαι ένα ζωντανό πλάσμα που δεν μπορεί να ζει φυλακισμένο. Σ' αγαπώ και θέλω να είσαι χαρούμενος. Πήγαινε στους φίλους σου» τον αποχαιρέτησα και τον άφησα να πετάξει ελεύθερος κοντά στ' άλλα πουλάκια. Τι νόημα έχει να τα έχεις όλα, αν δεν έχεις ελευθερία; Στενοχωρήθηκα, όμως αγαπούσα τον Λάκη κι έτσι μόνο του το έδειξα ειλικρινά.
Καθώς απομακρυνόταν, άκουσα βήματα πίσω μου. Ευτυχώς ήταν ο Γρηγόρης «Τι κάνεις μόνη εδώ έξω με τόσο μουντό καιρό;»
«Αποχαιρετώ έναν καλό φίλο και τη ζωή μου, όπως την ήξερα».
«Πω πω, είχα ακούσει ότι τα κορίτσια είναι μελοδραματικά, όταν έχουν τις μαύρες τους».
«Σωστά, πιο μαύρες δε γίνεται. Γρηγόρη τα έκανα θάλασσα! Έχασα τα πάντα!»
«Ότι τα έκανες, τα έκανες, αλλά δεν χάθηκαν όλα. Πάντα υπάρχει ελπίδα».
«Πού είναι; Δεν τη βλέπω»
«Καλά, μπορεί να μην είναι και τόσο εμφανής. Μπορεί να θέλει εμείς να την κυνηγήσουμε για να μας έρθει».
«Δεν έχω πια κουράγιο να κυνηγήσω. Άλλωστε, τι θ' αλλάξει; Είναι τελειωμένη υπόθεση. Η Ιωσηφίνα θεωρεί ότι δεν πρέπει να κάνω τίποτα γι' αυτούς τους ανθρώπους που ποτέ δεν με νοιάστηκαν».
«Και συμφωνείς;» Σκέφτηκα πολύ προτού απαντήσω.
«Ίσως θα έπρεπε, μα όχι. Ποτέ δεν δέθηκα μαζί τους, με απέρριψαν, με κορόιδεψαν, όμως είμαι μια από αυτούς. Ακόμη κι αν έφυγα έχω υποχρέωση να τους βοηθήσω. Μπορεί να φαίνεται λάθος, αλλά αυτό είναι το σωστό. Ναι, το σκέφτηκα να μείνω εδώ, μα αν το έκανα δεν θα ήμουν πια εγώ, θα ήμουν μια ξένη».
«Tο ήξερα, Fleur».
«Μην με ξαναπείς έτσι. Δεν υπάρχει πια η Fleur. Η Ανθούλα επέστρεψε».
«Ωραία. Ανθούλα. Αφού αυτό πιστεύεις, ακολούθησέ με, μέσα. Έχω ένα σχέδιο».
«Σ' ευχαριστώ» απάντησα κι έκανα όπως μου είπε.
~sCOOLgirl~
Μπαίνοντας μέσα συναντήσαμε τον Uri με τους φίλους του. ένας από αυτούς του είπε κάτι στο αυτί κι εκείνος φάνηκε να το βρήκε ξεκαρδιστικό.
«Hey, Fleurίνα! Όπως ακούγεται έπεσες πολύ χαμηλά, σωστά;»
«Τι; Δεν θα μας πεις πάλι φλώρους; Σου έφυγε η μαγκιά; Όπως έγιναν τα πράγματα εμείς διατάζουμε εδώ. Άντε να σφουγγαρίσεις κανένα πάτωμα, Μεγαλειοτάτη! Χα!»
«Τι της είπες;» φώναξε θυμωμένος ο Γρηγόρης. «Αν τολμήσεις να της ξαναμιλήσεις έτσι θα βάλω την ηλεκτρική να σε φάει ολόκληρο. Στρίβε!» Η σκηνή δεν συνεχίστηκε. Αυτοί συνέχισαν τον δρόμο τους κι εμείς τον δικό μας.
~sCOOLgirl~
Ταυτόχρονα, αρκετούς ορόφους πιο πάνω ακούστηκε μια κραυγή φρίκης και πανικού. Ήταν η Georgia που μόλις είχε ακούσει κάτι τρομερά εξευτελιστικό από την Penny. Σε λίγο έμπηξε τις φωνές και η Demi. Τα κορίτσια έτρεξαν αλαφιασμένες για να πετύχουν τη May με το γατί της ακριβώς μπροστά στην πόρτα της Ιωσηφίνας. «Είσαι μια ύπουλη και διπρόσωπη!» ούρλιαξε η Georgia. «Εσύ δημοσίευσες στο site του σχολείου τη σελίδα από το ημερολόγιό μου που λέει ότι έχω κάνει πλαστική στη μύτη! Όλοι γελάνε μαζί μου!»
«Και από το δικό μου ανέβασες αυτή που λέει ότι τα είχα παράλληλα με τον Paul και τον Uri!»
«Για μένα ανέβασες τη χειρότερη. Αυτή που λέει ότι αγόρασα μόνη μου τα κοσμήματα που διέδιδα ότι μου κάνανε δώρο θαυμαστές! Είσαι... απαίσια May!»
«Μη βιάζεσαι! Σας έκανα ό,τι μου κάνατε τόσον καιρό και σας χρειαζόταν να καεί η γούνα σας!»
«Εσύ μας λήστεψες!»
«Yes, but σας επέστρεψα αυτά που πήρα. Αυτό, όμως πονάει πιο πολύ και μόνο αυτή τη στιγμή καταλαβαίνετε σε τι κατάσταση με φέρατε. Φίλες-φίδια!»
«Νιαου!» παρενέβη και ο Σέργιος παίρνοντας το μέρος της κυρίας του. Αυτές οι τρεις κατάλαβαν όντως τι είχαν κάνει και παρ' όλο που η May ήταν εκείνη που πάντα τις προκαλούσε με τον ψωνισμένο χαρακτήρα της, ήθελαν να τη συγχωρήσουν.
«Κολλητές ξανά;»
«Κολλητές για πάντα!» ανακοίνωσε χαρούμενη η miss Pappas. «And now, κούκλες πηγαίνετε στο πούλμαν και θα έρθω να σας βρω σε one minute. Θα χρειαστείτε κάθε λεπτό ξεκούρασης, γιατί μετά τις διακοπές θα σας ψοφήσω στην προπόνηση! Chop-chop!» έδωσε εντολή η αρχηγός της παρέας και χτύπησε την πόρτα της Ιωσηφίνας.
«Ποιος είναι;» ακούστηκε μια λυπημένη φωνή.
«Hey, Jossy! Είμαι η May, μπορώ να μπω;»
«Πέρασε! Τι θέλεις;»
«Βασικά... ήρθα να σου ευχηθώ περαστικά και... να σου ζητήσω συγγνώμη. Έφταιγα κι εγώ γι' αυτό που έπαθες και... καταλαβαίνεις».
«Ναι... Σε συγχωρώ».
«Great! H Fleur είναι τυχερή που είσαι φίλη της. Πάντα καταλαβαίνεις και βοηθάς τους άλλους. Αλλά και η Fleur είναι τελικά πολύ έξυπνη. Χάρη σε μια δική της ιδέα τα ξαναβρήκα με τα κορίτσια. Cool, huh?»
«Ναι, πολύ cool!»
«May, έλα!»
«Οh, η αδελφή μου με φωνάζει. Later!» Με αυτόν τον τρόπο η Ιωσηφίνα έμεινε πάλι μόνη να μελαγχολεί στο δωμάτιό της. Δεν σκόπευε να πάει με τους άλλους και έκατσε απλώς ακίνητη, αμίλητη και αγέλαστη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top