Κεφάλαιο 12

Κεφάλαιο 12

Με το ξημέρωμα της επόμενης μέρας (δηλαδή του Σαββάτου) κανείς, μα κανείς δεν πήγε στο εστιατόριο για πρωινό. Για την ακρίβεια κανείς δεν σηκώθηκε πριν τις 12. Είχανε όλοι ξεθεωθεί από το χθεσινό πάρτι κι έτσι δεν μπόρεσαν να πάνε πουθενά. Για να καταλάβετε, κάθε Σάββατο πρωί έρχονταν κάτι κίτρινα λεωφορεία και έπαιρναν όσους είχαν σπίτι στην πρωτεύουσα και ήθελαν να περάσουν εκεί το Σαββατοκύριακο. Οι περισσότεροι, βέβαια, έφευγαν, μα που να σηκωθούν στις 9, τα ψοφίμια…..

Όταν τελικά σηκωθήκαμε δεν ήταν ώρα για πρωινό, αλλά για μεσημεριανό. Έτσι πήγα με την Ιωσηφίνα στο εστιατόριο για κανένα σαντουιτσάκι. «Ελπίζω να μην έχουν πάλι αυτά τα άνοστα τοστάκια που τρως και είναι σα να μην έφαγες».

«Τα γαλλικά τοστ λες; Δεν σου αρέσουν;»

«Μπα, γενικά δεν μου αρέσουν τα τοστ, αλλά ειδικά αυτά δεν είναι καθόλου χορταστικά».

«Δηλαδή, στο παλιό σου σχολείο τι έτρωγες;»

«Συνήθως τίποτα. Το κυλικείο είχε πάντα ουρές και δεν ήθελα να παίρνω φαΐ από το σπίτι. Όμως είχε πολλά ωραία σνακ: πατατάκια, κρουασάν, κρύα σάντουιτς, χυμούς και… κρέπα με γεύση μπανάνα. Τέλεια!»

«Με γεύση μπανάνα; Καλό! Πώς το σκέφτηκαν;»

«Το πρότεινε μια συμμαθήτριά μου όταν θέλανε να το κλείσουν. Την άκουσαν και βγήκαν κερδισμένοι».

«Γουάου! Πολύ θα ήθελα να δοκιμάσω!»

«Καλημέρα κορίτσια», μας χαιρέτησε η τραπεζοκόμος, καθώς είχαμε φτάσει πρώτες στην ουρά με τους δίσκους στα χέρια. «Τι να σας σερβίρω;»

«Μήπως έχετε κρέπες με γεύση μπανάνα;» ρώτησε η Ιωσηφίνα.

«Όχι, δεν έχουμε. Μόνο βάφλες και γαλλικά τοστ που περίσσεψαν όλα από το πρωϊ». Απογοητευμένες πήραμε μια βάφλα και ένα γαλλικό τοστ και δύο κούπες με το καθιερωμένο βρετανικό τσάι με γάλα, το οποίο ζεματούσε.

Καθίσαμε σ’ ένα τραπεζάκι και την ώρα που τρώγαμε μας πλησίασε η Jenny. «Hi, girls!» είπε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο και κάθισε μαζί μας. «Βγήκαν οι φωτογραφίες από το πάρτι και σκέφτηκα πως θα θέλατε κι εσείς».

«Τζάμπα;» αναρωτήθηκα εγώ.

«10 ευρώ η μία!» Ήταν πανάκριβες, αλλά η Jenny μας εξήγησε πως είχαν άριστη ποιότητα και στην ηλεκτρονική τους μορφή ήταν εικόνες HD. Έτσι η Ιωσηφίνα αγόρασε αρκετές κι εγώ μια: αυτή που σας είχα πει πως ήθελα. «Χτες ήσασταν και οι δύο θεές! Πώς σκεφτήκατε να ντυθείτε… αυτό που ντυθήκατε;»

«Από μια αφίσα της Ανθής, με τις Rock Angelz!” απάντησε η Ιωσηφίνα γεμάτη περηφάνια.

«Um, ποιες;»

«Rock Angelz, Bratz Rock Angelz. Οι κούκλες» διευκρίνισα εγώ όσο μπορούσα.

«Κούκλες; Όλη σας η εμφάνιση ήταν εμπνευσμένη από κούκλες;» απόρησε αυτή.

«Ναι, και το τραγούδι που είπαμε είναι δικό τους»

«Oh!» έκανε μιας και δεν την έπαιρνε να μας κοροϊδέψει. Τόσα λεφτά της είχαμε δώσει για τις φωτογραφίες που η Ιωσηφίνα δεν είχε σταματήσει να παρατηρεί. Κάποια στιγμή πέρασε από τα χέρια της μια φωτογραφία, με εκείνη και τον Richie να χορεύουν.

«Γλυκούλης είναι» σχολίασε η Jenny λες και τη ρώτησε κανένας.

«Ναι, είναι. Όμως εγώ δεν είμαι για τέτοια».

«Jossy! Γιατί το λες αυτό; Ο Richie είναι πολύ cool τύπος και ειλικρινά σου αξίζει ο καλύτερος. Γιατί να μην το προχωρήσεις μαζί του;»

«Jenny, νομίζω ότι σε φωνάζει αυτός εκεί!» διέκοψα εγώ για να τη διώξω. Όντως τη φώναξε το αγόρι της κι έτσι… «Την ξεφορτωθήκαμε! Τι ανακατώστρα!»

«Έχεις δίκιο, Ανθούλα. Είμαι βέβαιη ότι μόλις βρεθεί με τις φίλες της θα βγάλει λάσπη».

«Ναι, και σιγά μην της δώσεις αναφορά τι θα κάνεις με τον τύπο».

«Τίποτα, δεν νομίζω ότι ο Richie θα μπορούσε ποτέ να κοιτάξει εμένα, ενώ τον θέλουν όλες αυτές οι κούκλες».

«Σκασίλα σου! Εσύ είσαι πολύ καλύτερη από αυτές τις κακομαθημένες». Τελειώσαμε βιαστικά το τσάι μας και πήγαμε να σηκωθούμε από το τραπέζι, όταν μπήκε στο εστιατόριο η May με μια άλλη κοπέλα. Η κοπέλα αυτή είχε μακριά κοκκινωπά μαλλιά, γαλανά μάτια και φορούσε ένα ροζ φόρεμα τύπου Σανέλ και μαύρες γόβες. «Ποια είναι αυτή;» απόρησα αφού δεν την είχα δει άλλη φορά.

«Ωχ, όχι, η Ερασμία».

«Ερασμία, ε; Πώς και δεν το έχει κόψει σαν όλους;»

«Το έχει κόψει. Οι περισσότεροι τη φωνάζουν Έρη. Είναι η μεγάλη αδελφή της May!»

«Ώστε έχει και αδελφή η Χάιδω!» Κι εκείνη την στιγμή θυμήθηκα ένα συγκεκριμένο απόσπασμα του ημερολογίου που έλεγε: «Αγαπητό Ημερολόγιο, η Έρη μόλις έφυγε για το αεροδρόμιο. Η τυχερή θα πάει επιτέλους στο Παρίσι και θα κάνει το όνειρό της πραγματικότητα. Θα σπουδάσει και θα γίνει μια μεγάλη fashion designer! Πόσο θα ήθελα να την ακολουθήσω, αλλά πρέπει να περιμένω άλλα δύο χρόνια… fuck. Μεταξύ μας είναι εντελώς άσχετη από μόδα. Και όλοι χάρηκαν με την αποχώρησή της. Είναι εντελώς αβάσταχτη και τα θέλει όλα έτοιμα σαν μεγαλύτερη. Όταν όμως πάω κι εγώ Παρίσι, θα γίνω εγώ η αληθινή βασίλισσα της μόδας! Πόσο χαίρομαι που έχω προοπτικές για τη ζωή μου! Πόσο χαίρομαι που θα φύγω και δεν θα χρειαστεί να ξανανταντέψω την καθυστερημένη και πανηλίθια Dora που δυστυχώς έχω για μικρή αδελφή. Μιλάμε το κορίτσι είναι UFO! Παίρνει την τροφή του Σέργιου για να την κάνει μάσκα ομορφιάς και να τη βάλει στη μούρη της! Jesus!» Ναι, αυτά έλεγε η Miss Pappas για τις αδελφές της. Σαν να λέμε τις λάτρευε!

«Η αδελφή της είναι 19 στα 20.΄Εχει και άλλη μια γύρω στα 8» είπε η Ιωσηφίνα συνεχίζοντας τη συζήτησή μας.

«Ναι, το ξέρω»

«Το ξέρεις;»

«Μη νομίζεις, έχω κι εγώ τις πηγές μου. Έλα, πάμε να φύγουμε. Ας μείνουμε μακριά απ’ όλο το Pappaδόσογο» Και ξεκινήσαμε να φύγουμε από το εστιατόριο. «Γειά σου Χάιδω!» χαιρέτησα και αποχαιρέτησα την πρώην συγκάτοικό μου και σχεδόν άκουσα την υποχθόνια τσιρίδα που έβγαλε μέσα από τα δόντια της. Η Ιωσηφίνα με συμβούλεψε νε μην την κοροϊδεύω τόσο και αφού ήξερα πόσο παράξενη ήταν η May, υποσχέθηκα να το σκεφτώ

~sCOOLgirl~

Έτσι πέρασαν οι ώρες με την Ιωσηφίνα κι εμένα να παίζουμε με τις κούκλες και να κοιτάζουμε τις φωτογραφίες. Το μεγάλο κακό συνέβη το απόγευμα, κατά τις πέντε, όταν η επόπτρια πέρασε βιαστικά από πόρτα σε πόρτα λέγοντας πως ο κύριος Πρόεδρος ήθελε να μας δει όλους στη βιβλιοθήκη. Μέσα σε ένα τέταρτο η ησυχία που πλανιόταν ανάμεσα στα τραπέζια και τα ράφια, αντικαταστάθηκε από μια αδιάκοπη βαβούρα. Ο βιβλιοθηκάριος τραβούσε τα μαλλιά του προκειμένου να συνέλθει από τον θόρυβο. Σαν όλους τους βιβλιοθηκάριους είχε κολλήσει παντού, μα παντού ταμπελάκια με διάφορες ενδείξεις όπως «Απαγορεύονται οι ομιλίες», «Μην κάνετε φασαρία», «Σεβαστείτε τον χώρο», «Κλείνετε σιγά την πόρτα» και το αλησμόνητο «Μην πατάτε με δύναμη το καζανάκι της τουαλέτας. Οι συμμαθητές σας μελετούν και ο θόρυβος θα τους αποσπάσει».

«Αγαπητοί μου μαθητές, τρόφιμοι του εκπαιδευτικού μας ιδρύματος» άρχισε ο κύριος Λέων. «Ασφαλώς γνωρίζετε πόσο μεγάλη τιμή είναι για εμένα και το προσωπικό, το γεγονός ότι φοιτάτε στο κολλέγιο αυτό. Όμως αυτό δεν πάει να πει ότι μπορείτε και να μας κοροϊδεύετε πίσω από την πλάτη μας», ανακοίνωσε χωρίς να γίνει κατανοητός από κανέναν. «Σήμερα, τα ξημερώματα, η αξιοσέβαστη miss Reiss με ενημέρωσε ότι κάνατε αίσχη ντυμένοι καρναβάλια στο υπόγειο. Πώς σας ήρθε να κάνετε κάτι τέτοιο χωρίς την έγκρισή μου;» Οι συμμαθητές μου πήγαν να δικαιολογηθούν, αλλά ήταν μάταιο. «Μπορεί οι γονείς σας να πληρώνουν για να επενδύσουν στην μόρφωσή σας, όμως πληρώνουν και για να σας προσέχουμε και να φροντίσουμε να γίνετε σωστοί άνθρωποι και τίμιοι πολίτες. Βεβαίως, υπάρχουν και μειονότητες που σας επηρεάζουν αρνητικά, αλλά και πάλι είστε αδικαιολόγητοι που κάνατε κάτι τέτοιο. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο θα περάσετε όλο το απόγευμα εδώ, στη βιβλιοθήκη και δεν θα βγείτε καθόλου από το σχολικό συγκρότημα για μια ολόκληρη εβδομάδα» ανακοίνωσε και προκάλεσε τη δυσανασχέτηση όλων.

«Κύριε Πρόεδρε, μήπως να το ξανασκεφτείτε; Θα μου κάνουν τη βιβλιοθήκη άνω-κάτω!» παραπονέθηκε ο βιβλιοθηκάριος, αλλά ο Πρόεδρος έκανε σαν να μην τον άκουσε και έφυγε. Ο βιβλιοθηκάριος αισθάνθηκε σαν φύλακας ζωολογικού κήπου και αφού δεν είχε μαστίγιο, πήρε ένα βιβλίο και κάθισε αμίλητος στο γραφείο του. Τα παιδιά ξεκίνησαν και πάλι βαβούρα, μα αυτός τους έκανε: «Σςςςς! Ο κύριος Πρόεδρος το κάνει αυτό για το καλό σας. Πάρτε τώρα κάτι να διαβάσετε. Δεν υπάρχει καλύτερη συντροφιά από ένα ωραίο αγγλόγλωσσο βιβλίο!» Βεβαίως, εκείνη τη συγκεκριμένη δύσκολη στιγμή κανένας δεν είχε όρεξη για «ωραία αγγλόγλωσσα βιβλία». Όλοι άρχισαν να φωνάζουν διαμαρτυρόμενοι και ανίκανος να τους σταματήσει ο βιβλιοθηκάριος τραβούσε πάλι τα μαλλιά του.

«Μα, πώς έμαθαν για το πάρτι;» έλεγε και ξανάλεγε η Ιωσηφίνα καθισμένη απέναντί μου σε ένα τραπέζι.

«Κάποιος από όσους ήταν χτες στο υπόγειο πρέπει να το μαρτύρησε».

«Ποιος; Αφού όλοι περνούσαν πολύ καλά».

«Όχι όλοι» απάντησα καθώς θυμήθηκα πώς είχε φύγει η May που παρεμπιπτόντως δεν ήταν στη βιβλιοθήκη. Ήμουν σίγουρη ότι αυτή το είχε κάνει για να μ’ εκδικηθεί. Θα της έδινα να καταλάβει όταν την έβρισκα, προς το παρόν όμως, έπρεπε να βρω έναν «ήσυχο» τρόπο να περάσω την ώρα μου. «Αυτός ο Λέων πάντως είναι υπερβολικά αυστηρός. Που να ήξερε και τ’ άλλα που συμβαίνουν εδώ. Θα γινόταν πραγματικό λιοντάρι».

«Τα περισσότερα τα ξέρει ή τα υποψιάζεται, μα δεν τον ενδιαφέρουν. Πιστεύει ότι αφού πληρώνουμε, μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Τώρα πρέπει να τον επηρέασε η miss Reiss».

«Μια χαρά είστε εσείς, Ιωσηφίνα. Σίγουρα δεν θα κάνετε ποτέ καταλήψεις».

«Καταλήψεις;»

«Δεν έχεις ακουστά Jossy; Είναι που κλείνονται στα σχολεία τους και μένουν άπλυτοι για εβδομάδες. Καίνε τους σκουπιδοτενεκέδες, καταστρέφουν τους σχολικούς εξοπλισμούς και στο τέλος πάνε στο νοσοκομείο από υπερβολική δόση ναρκωτικών» παρενέβη η Penny.

«Δεν είναι αλήθεια αυτό!» πετάχτηκα θυμωμένη. «Δηλαδή… μπορεί και να είναι, σε μερικά μέρη, αλλά στο Λύκειό μου δεν κάναμε ποτέ τέτοιες ανοησίες»

«Και για ποιους λόγους κάνετε καταλήψεις;»

«Για καλύτερες εκπαιδευτικές συνθήκες, περισσότερα μαθητικά δικαιώματα και κυρίως για να χάνουμε μάθημα. Οι καταλήψεις έχουν γίνει κάτι σαν παράδοση τα τελευταία χρόνια. Κάθε Οκτώβρη τουλάχιστον μια εβδομάδα».

«Σαν να λέμε είναι χάσιμο χρόνου».

«Ακριβώς αυτό είναι! Μόνο για καλοπέραση γίνεται και μόλις τελειώσει τρέχουμε να προλάβουμε την ύλη. Όμως εμένα μου αρέσει λιγάκι, γιατί ξεκουράζομαι και μερικές φορές έχει μεγάλη πλάκα να βλέπεις τι σκαρφίζονται τα παιδιά».

Η Ιωσηφίνα φάνηκε να θέλει να μάθει κι άλλα για τις καταλήψεις και γενικότερα για τη ζωή στο δημόσιο σχολείο. Γι’ αυτό αποφάσισα να αφηγηθώ σ’ εκείνη (και σε όποιον άλλο ήθελε ν’ ακούσει) την κατάληψη του περασμένου Οκτώβρη, που ήταν στ’ αλήθεια παράξενη και αστεία. Ακολουθεί η αφήγηση:

~sCOOLgirl~

Ήταν Δευτέρα πρωί και όπως κάθε μέρα η μαμά μου ήρθε να με ξυπνήσει και να μου φέρει το πρωινό μου. Εγώ, με το ζόρι έφαγα λιγάκι, επειδή ήμουν αγχωμένη για ένα τεστ που ήταν να γράψουμε στα Λατινικά. Ντύθηκα γρήγορα-γρήγορα, πήρα την τσάντα μου στην πλάτη και ξεκίνησα για το σχολείο. Όταν έφτασα στην είσοδο καλημέρισα τον φρουρό που πάντα στεκόταν εκεί και έτρεξα στο δεύτερο προαύλιο όπου κάναμε προσευχή. Όσο περίμενα να χτυπήσει το κουδούνι άκουσα κάτι παιδιά από το τμήμα μου να λένε για την κατάληψη. Χάρηκα πολύ, αφού έτσι θα γλίτωνα το τεστ και τους ρώτησα αν ήταν αλήθεια. «Εσύ θα συμμετέχεις;» με ρώτησε ο Χρηστάρας.

«Ε, άμα θα είναι και όλοι οι άλλοι…»

«Γειά σου, ρε Ανθούλα, αλάνι!» έκανε αυτός και με χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Τότε ακριβώς χτύπησε το κουδούνι, όμως, αντί να έρθει ο κύριος Διευθυντής στο μικρόφωνο, ήρθαν δύο-τρεις καθηγητές και μας έστειλαν κατ’ ευθείαν στις τάξεις για μάθημα. Είχαν υποψιαστεί ότι θα κάναμε κατάληψη κι έτσι προσπάθησαν να μας αποσπάσουν. Πήγα λοιπόν στην τάξη μου και σε λίγο μπήκε ο κύριος Ευκαρπίδης να μας κάνει μαθηματικά. «Τι κατάσταση είναι αυτή, κύριε;» ρώτησε ο Χρηστάρας όσο πιο μάγκικα μπορούσε. «Είναι δυνατόν, σας ρωτάω, είναι δυνατόν να μπαίνουμε για μάθημα χωρίς να κάνουμε προσευχή; Η προσευχή είναι ιερό πράμα, κύριε».

«Ναι… Άσε με βρε Χρηστάκη, που σε πήρε ο πόνος για την προσευχή. Εσύ, πέρυσι, δεν έλεγες να καταργηθούν τα θρησκευτικά;»

«Ε, άλλο πέρυσι. Πέρυσι ήταν πάντα τελευταίες ώρες και δεν μπορούσα να αναπαυτώ με τον κύριο Μπάσντρα να φωνάζει μέσα στ’ αυτιά μου. Φέτος, όμως, αισθάνομαι πολύ θρήσκος και μάλιστα θα κατέβω στο γραφείο να κάνω παράπονα!»

«Να είσαι καλά παιδί μου! Μ’ έκανες και γέλασα πρωϊνιάτικα!»

«Γιατί κύριε; Αστεία είναι αυτά κύριε; Εδώ μιλάμε σοβαρά κύριε!» πετάχτηκε ο Κώστας.

«Κι εγώ σοβαρά μιλάω. Ξεχάστε τα αυτά που έχετε κατά νου! Είδατε πώς έκανε ο κύριος Αντωνιάδης. Αν ξαναερχόταν και έβλεπε το σχολείο υπό κατάληψη θα το έκλεινε!»

«Σιγά, αυτός ήρθε μόνο για να πάρει την Ανθή».

«Σιγά που θα με πάρει! Δεν πάω μαζί του ούτε μέχρι το περίπτερο!» αποκρίθηκα εγώ και όλοι έβαλαν τα γέλια. Ύστερα συνεχίσαμε το μάθημα και όταν χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα αντί ν’ αλλάξουμε αίθουσες για την κατεύθυνση κατεβήκαμε ξανά στο προαύλιο και τελικά πείσαμε τον κύριο Γελαστόπουλο να κάνουμε προσευχή.

Έτσι η Μαρία, το κορίτσι του κατηχητικού που έλεγε πάντα το «Χριστέ το Φως το αληθινό» στάθηκε μπροστά στο μικρόφωνο, όμως προτού το πει είπε: «Ας ευλογήσει ο Θεός την κατάληψή μας!» και όλοι άρχισαν να πανηγυρίζουν δυνατά. Αυτό ήταν το σινιάλο μας για να ξεκινήσουμε. Ο κύριος Διευθυντής (ή αλλιώς Μούχλας) και οι καθηγητές κατάλαβαν ότι δεν είχε νόημα να προσπαθήσουν να μας σταματήσουν και απλώς έκατσαν να κοιτάζουν καθώς οι πόρτες και οι αυλόπορτες κλειδώθηκαν με αλυσίδες και λουκέτα. Ο φρουρός κοιτούσε κι αυτός μαζί τους με γουρλωμένα τα μάτια. Σύντομα ολόκληρο το σχολείο είχε μπει στο επαναστατικό κλίμα.

«Να βάλω το πανό;» φώναζε ο Κώστας ανεβασμένος στο στέγαστρο της εισόδου όπου βρίσκονταν οι σημαίες.

«Τι;» απαντούσε ο Στάθης που δεν μπορούσε να ακούσει από τις φωνές των άλλων.

«Το ΠΑΝΟ!!!»

«Ε, το πανό τι;»

«Να το βάλω;»

«Πού;»

«Θα σου ‘λεγα τώρα»

«Ε;»

«Εδώ, εδώ πάνω να το κρεμάσω;»

«Ε, βέβαια! Τι; Έτσι χωρίς λόγο κάνεις τον πίθηκο;» Ο Κώστας άνοιξε τότε το πανό για να το κρεμάσει μαζί με τις σημαίες, μα ο Στάθης πάλι τον διέκοψε.

«Ρε, ###, ανάποδα είναι!»

«Καλά ρε ###. Πώς κάνεις έτσι;  Ορίστε τώρα είναι από την καλή»

«Καλά, τι είν’ αυτό;» απόρησε ο σημαιοφόρος. Το πανό έγραφε «ΙΠΠΟ ΚΑΤΑΛΥΨΗ». «Τι γράφεις εκεί ρε ###;»

Ο Κώστας τον κοίταξε παραξενεμένος. «Τι; Δεν τα βλέπεις, ρε ###; Γκαβός είσαι;»

«Δεν εννοώ αυτό»

«Τι λες εκεί κάτω ρε; Δε σ’ ακούω!»

Ο Χρηστάρας που δεν άντεχε το σπασμένο τηλέφωνο αποφάσισε να παρέμβει. Σφύριξε δυνατά, και είπε σε όλους: «Ρε εσείς! Βγάλτε λίγο το σκασμό! Ο αρχηγός προσπαθεί να εκφραστεί. Σεβασμό δεν έχετε;» κι έτσι αφού επικράτησε σιωπή ο Στάθης εξήγησε.

«Ρε κουδουνισμένο, αυτό το ΙΠΠΟ που έχεις γράψει εκεί είναι το άλογο!»

«Ποιο άλογο; Το ζωντανό;»

«Όχι, το ψόφιο!»

«Α, αν είναι το ψόφιο δεν πειράζει»

«Σωστά, σε λίγο κι εσύ ψόφιος θα είσαι και θα κάνετε παρέα»

«Τι είπες, ρε ###»

«Δεν είπα, τώρα θα πω. Άχρηστε, ανίκανε! Που ούτε η κατάληψη δεν ξέρεις πώς γράφεται. Φταίω εγώ που σ’ εμπιστεύτηκα!»

«Αν θες, έλα να το διορθώσεις»

«Αμ, θα έρθω και τότε θα δεις τι θα πάθεις»

«Σώπα, ρε άντρα ηρωικέ» κορόιδεψε ο Κώστας, μα πριν προλάβει να τελειώσει τα λόγια του αντίκρισε τον Στάθη ανεβασμένο στους ώμους του Μέμου (του πιο ψηλού αγοριού της τάξης) να του τραβάει το πόδι. Γρήγορα τον είχε κρεμάσει από το ένα χέρι στο στέγαστρο και τον τραβούσε κάτω από τα μπατζάκια. Ευτυχώς, ο Κώστας κρατιόταν καλά και δεν έπεφτε, όμως στο τέλος έπεσε το παντελόνι του και όλοι είδαν το αθλητικό μποξεράκι που φορούσε.

Ο Στάθης βάλθηκε να διορθώσει το πανό και αφού τα κατάφερε, όλα έμειναν φυσιολογικά για λίγο. Όλοι αποφάσισαν, αφού δεν έπρεπε να φύγουν, να κάτσουν κάπου. Όποτε είχαμε κατάληψη καθόμασταν στα σκαλιά και τις βρύσες. Οι πιο τολμηροί έπαιρναν έναν αναπτήρα και ένα πακέτο τσιγάρα και αφού τα τύλιγαν με διάφορα παλιόχαρτα έπαιζαν «Το δωράκι πάει περίπατο». Άλλοι έπαιρναν βίντεο και φωτογραφίες για να θυμούνται τη μέρα και άλλοι φτιάχνανε λίστες με όσα χρειαζόμασταν (στρώματα, γκαζάκια, και τέτοια) «Τώρα κανονικά δεν πρέπει να βάλουμε και μια φωτιά;» ρώτησε ένα αγόρι.

«Τι λες ρε πυρομανή; Να καούμε θες;» αναρωτήθηκε ο καλύτερός του φίλος.

«Όχι, να κάνουμε μια αξιοπρεπή κατάληψη. Και σωστή κατάληψη δεν γίνεται χωρίς φωτιά».

«Καλά, λέει, ρε, το παιδί» είπε ο Βαγγέλης και πέταξε κάτω τα χαρτομάντηλά του. Έτσι, κι άλλα παιδιά άρχισαν να πετούν χαρτάκια, κουτάκια και σελίδες από βιβλία και τετράδια μέχρι που έγινε μια μεγαλούτσικη στοίβα, η οποία κατέληξε σε μια ωραία και απόλυτα ελεγχόμενη φωτίτσα. «Ααααα!!!! Η τσάντα μου!» τσίριξε ο Βαγγέλης καθώς η τσάντα του κατρακύλησε δίπλα στην απόλυτα ελεγχόμενη φωτίτσα. Ευτυχώς, πρόλαβε και την άρπαξε πριν γίνει ψητή. Μεταξύ τρόμου και έκπληξης όλοι γέλασαν. Εκείνη τη στιγμή κατέφθασε ο Κώστας που είχε γυρίσει φορτωμένος με προμήθειες.

«Πήρα κρύα σάντουιτς κρουασανάκια με μαρμελάδα, καφέ σε σκόνη και ένα κουτί σοκολατάκια».

Ο Χρηστάρας που του είχε δώσει λεφτά για τα ψώνια τον κοίταξε άγρια. «Έγραφε η λίστα σοκολατάκια;»

«Όχι, αλλά είναι πολύ καλά. Μον Αμούρ!»

«Μον Αμούρ;» έκανε αυτός και άρχισε να τον κοπανάει στο κεφάλι με το κουτί από τα σοκολατάκια Μον Αμούρ.

«Βοήθεια! Βοήθεια! Με χτυπάει!» φώναζε ο Κώστας

«Ποιος σε χτυπάει, ρε;» τον ρώτησε ο Στάθης αγριοκοιτάζοντάς τον και αυτός.

Ο Κώστας κοιτούσε μια τον έναν και μια τον άλλο. «Το ….παπούτσι με χτυπάει»

«Α»

Η ώρα είχε πάει 12 κι εγώ ήθελα πια να πάω σπίτι να ξεκουραστώ. Αυτό δεν ήταν και τόσο εύκολο με τις πόρτες κλειδωμένες και δύο μαντράχαλους σε κάθε μια να φυλάνε καραούλι. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να φύγω κρυφά. Ξαφνικά άκουσα την Αριστέα να φωνάζει «Κορίτσια, ελάτε στο εργαστήριο! Θα δούμε τον Τιτανικό στο DVD!» Πολλές ρομαντικές ψυχές έσπευσαν να την ακολουθήσουν, μα από πίσω ήρθε και ο Στάθης. «Τι θέλεις εσύ; Είπα μόνο κορίτσια!»

«Αφού συμφωνήσαμε να μην μπούμε καθόλου στο κτίριο. Γιατί το χαλάς;»

«Μόνοι σας το συμφωνήσατε, εσύ και οι άλλοι δυο της Τριανδρίας, ο Θεός να την κάνει! Εμείς όμως δεν μπορούμε να ξεροσταλιάζουμε έξω όλη μέρα!»

«Άι, μωρή! Πάνε μια βόλτα στο σούπερ-μάρκετ να χαζέψεις τις χλωρίνες. Πάνε στο νετ-κεφέ να δεις πόσοι σου την πέφτουν στο Facebook. Έστω πάνε στη μπουγάτσα να σαβουρώσεις καμιά κρέμα. Είναι ανάγκη να πας στο εργαστήριο με τις άλλες κλώσες και να το κάνετε σαν τα μούτρα σας;»

«Τυχερό θα είναι, γιατί τα μούτρα μας είναι πολύ χλιδάτα».

«Ρε άντε από ‘κεί, τσαχλοκούδουνο!» Όσο γινόταν αυτός ο καβγάς πρόσεξα τον Βαγγέλη και τον Δημήτρη να κατευθύνονται προς το Γυμνάσιο και τους ακολούθησα, σίγουρη ότι φεύγουν. Κοντεύαμε στην έξοδο όταν ξαφνικά γύρισαν και με ρώτησαν γιατί τους ακολουθούσα.

«Αφού φεύγετε, φεύγω κι εγώ»

«Δεν φεύγουμε. Ο Μήτσος θέλει να κάνει την ανάγκη του»

«Κατάλαβα, συγγνώμη» Τζίφος το σχέδιό μου, μα και πάλι μπορούσα να φύγω από την έξοδο χωρίς να με πάρουν χαμπάρι.

Μόλις έφυγαν για το Λύκειο πήγα να το σκάσω, αλλά ένας ψηλός κύριος με πλησίασε και είπε: «Εσύ παιδί μου, για που το έβαλες; Δεν άκουσες το κουδούνι; Ώρα για γυμναστική!»

«Μα» πήγα να πω, όμως αυτός με τράβηξε στις γραμμές και μ’ έβαλε να στοιχηθώ με τα γυμνασιούλια. Έτσι μικρή που φαίνομαι με πέρασε κι εμένα για γυμνασιοκόριτσο και αναγκάστηκα να κάνω όλο το τρέξιμο και τις ασκήσεις για ζέσταμα. Και όσο έτρεχα και λαχάνιαζα άκουγα τους συμμαθητές μου να φωνάζουν: «Πορεία! Πορεία! Πορεία! Πορεία!» Καταλάβατε; Αυτοί θα περπατούσαν κι εμένα θα μου έβγαινε η γλώσσα έξω! Τέλος πάντων, κάποια στιγμή η παρεξήγηση λύθηκε και μπόρεσα να γυρίσω σπίτι μου. Όσο για την κατάληψη; Διήρκησε μια εβδομάδα και όλα πήγαν μια χαρά, με το θέμα της ξεκούρασης, τουλάχιστον.

~sCOOLgirl~

Κάπως έτσι ολοκλήρωσα την ιστορία μου και όταν κοίταξα το ρολόι η ώρα είχε πάει 8:30. Όσο μιλούσα, όλα μα όλα τα παιδιά που βρίσκονταν στη βιβλιοθήκη (ακόμα και η Άννα) με παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον και γελούσαν με τα αστεία μου. «Παιδιά, πέρασε η ώρα. Μπορείτε να πηγαίνετε» ανακοίνωσε ο βιβλιοθηκάριος και άνοιξε την πόρτα διάπλατα για να μας ξεφορτωθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Καθώς βγαίναμε στον διάδρομο πολλοί με πλησίασαν λέγοντας:

«Πολύ ωραία η ιστορία σου! Πολύ αστεία»

«Ναι, πραγματικά μας έσωσες από την πλήξη!»

«Αν είναι έτσι το σχολείο σου μάλλον δεν είναι τόσο χάλια τελικά»

«Ελπίζω να έχεις και άλλα τέτοια να μας πεις, ναι;»

«Ναι, όποτε θέλετε!» τους απάντησα εγώ και για πρώτη φορά αισθάνθηκα ότι με συμπαθούσαν και ίσως αυτό να μην ήταν και τόσο άσχημο Σαββατιάτικο απόγευμα για κανέναν.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top