Κεφαλαιο 17°

Βάζω το κινητό στη τσέπη μου και παίρνω μια βαθιά εισπνοή. Ο Nick είναι μέσα στο ίδιο τρένο με εμένα, ίσως ένα η δυο βαγόνια πριν από το δικό μου. Τρέχω, πηγαίνοντας να αλλάξω βαγόνι, αλλά εκείνη τη στιγμή βλέπω εκείνον να μπαίνει μέσα στο δικό μου. Διάολε, ήμουν που ήμουν αγχωμένη, και παγιωμένη μέχρι το κόκαλο, πλέον, ένοιωθα ότι όπου να ‘ναι θα εκραγώ.

Εκείνος τρέχει προς το μέρος μου, αλλά προλαβαίνω και του κλείνω τη πόρτα. Συνεχίζω να τρέχω, μέχρι το επόμενο βαγόνι. Χωρίς σταματημό συνεχίζω μέχρι το επόμενο. Εκείνος πάντα βρίσκεται μισό βαγόνι πίσω μου. Τρέχαμε, προσπερνώντας το κόσμο, σε ένα κυνηγητό, που έμοιαζε παντοτινό.

Τότε νοιώθω τα χέρια του να τραβάνε βίαια το φόρεμα μου. Φωνάζω, και επιταχύνω, ξεφεύγοντας έτσι από τη λαβή του. Γρήγορα έφτασα όμως στο τελευταίο βαγόνι, που δεν μου άφηνε προοπτικές. Για καλή μου τύχη εκείνη τη στιγμή άνοιγαν οι πόρτες, για την πρώτη στάση του μετρό. Δεν μπορούσα να σταματήσω να τρέχω για να περάσω από οποιαδήποτε πόρτα, γιατί εκείνος θα με έπιανε. 

Όμως τότε άκουσα τον ήχο των πορτών που προειδοποιούσε το κλείσιμο τους.

Εκείνος προλαβαίνει και με αρπάζει ξανά αλλά αυτή φορά από το χέρι. Εγώ παλεύω για να φτάσω τα λίγα χιλιοστά που μου έχουν μείνει ακόμα μέχρι να βγω έξω από το τρένο.

Οι πόρτες αρχίζουν και κλείνουν, ενώ το χέρι του κρατάει το δικό μου τόσο δυνατά που νοιώθω πως θα μου το συνθλίψει. Τραβιέμαι απότομα, και πετάγομαι έξω ενώ ο Nick για κλάσματα δευτερολέπτου έμεινε πίσω, με τις πόρτες να κλείνουν ακριβώς μπροστά του.

Στάθηκα για λίγο , αλαφιασμένη δίπλα από τα γραμμές. Ήθελα να ξαπλώσω κάπου και να κοιμηθώ μέχρι να αλλάξει ο χρόνος αλλά έπρεπε να συνεχίζω να περπατάω, εφόσον ο ξανθός αδελφός του γαλανομάτη βρισκόταν μόνο μια στάση μακριά.

Κοίταξα τριγύρω μου, και το τρένο με είχε κατεβάσει στη 79 St. Οι γραμμές του μετρό εδώ, ήταν ενσωματωμένες με το έδαφος. Το χιόνι είχε μαζευτεί τριγύρω, και έκανε τις σόλες του παπουτσιού μου να γλιστράνε. Έπρεπε να τρέχω, αλλά ένοιωθα τόσο εξαντλημένη, το στομάχι μου τόσο άδειο, και τα οστά μου τόσο βαριά, που αδυνατούσα να κάνω τίποτα παραπάνω από το να σέρνω τα πόδια μου. Ο αέρας φύσαγε προς το μέρος μου και εγώ συνεχώς τύλιγα το παλτό μου ώστε να αγκαλιάζει το σώμα μου.

Ακολουθούσα τις γραμμές ελπίζοντας πως κάπου στο βάθος θα δω τον Ace, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ.

Τα λεπτά περνούσαν, και οι γραμμές φάνταζαν ατέλειωτες. Τότε κάποιος με τραβάει πίσω, και εκεί που περίμενα να δω τα γαλανά μάτια του, βλέπω τον Nick να με κρατάει γερά από τους καρπούς των χεριών μου.

«Όχι σε παρακαλώ!» τσιρίζω. Προσπαθώ να φέρω αντίσταση, και να απελευθερώσω τα χέρια μου, αλλά εκείνος έχει περισσότερη δύναμη από εμένα.

«Κάτσε ακίνητη!» με διατάζει.

«Άντε πνίξου!» γυρίζω τον φτύνω στο πρόσωπο, εκείνος για μια στιγμή απομακρύνεται, και εγώ βαδίζω προς τα πίσω, με αποτέλεσμα να σκοντάψω πάνω στις γραμμές. Αυτός έρχεται από πάνω μου και προσπαθεί να με ακινητοποιήσει. Προσπαθώ μάταια να αντισταθώ, γιατί όσο και αν κουνούσα τα χέρια και τα πόδια μου εκείνος ήξερε το άθλημα καλύτερα από εμένα.
Ξαφνικά γουρλώνω τα μάτια μου.

«Το τρένο» λέω.

«Το ΤΡΈΝΟ!» ουρλιάζω, αλλά εκείνος δεν μου δίνει σημασία.

«Θα μας σκοτώσεις και τους δυο!» λέω ταραγμένη μέσα από τις αδιάκοπες αναπνοές μου. Εκείνος συνεχίζει να σφίγγει τα χέρια μου. Το τρένο πλησίαζε, και η εικόνα του μεγάλωνε όσο η απόσταση μίκραινε. Αυτός επιτέλους γυρίζει και κοιτάζει το τρένο που έρχεται κατά πάνω μας.

«Έχεις δίκιο, δυο κηδείες σε μια μέρα, χάνουν την αξία τους.» λέει και εκείνος πετάγεται έξω από τις γραμμές. «Μια όμως, είναι πάντα σταθερή αξία» και συνεχίζει να κρατάει γερά το σώμα μου ώστε να μην φύγω. Με κρατάει πάνω στις γραμμές και το τρένο έχει σχεδόν φτάσει.

Ο Ace δεν ήταν πουθενά, αν ήταν θα τον έβλεπα τουλάχιστον από μακριά. Εγώ δεν μπορούσα να κουνηθώ, ήμουν πραγματικά απελπισμένη. Πως είχαν φτάσει τα πράγματα εδώ;

Το ένα του χέρι με κρατούσε από τα μαλλιά που βρίσκονταν πίσω στο σβέρκο μου, κάνοντας το κεφάλι μου να έχει γύρει προς τα πάνω. Πλέον δεν μπορούσα να δω το τρένο να με πλησιάζει, αλλά ένοιωθα τις γραμμές στα πόδια μου να ταρακουνιούνται όλο και περισσότερο ενώ μπορούσα να ακούσω το τρένο να έρχεται. Το άλλο του χέρι με κρατούσε σφιχτά από τη μέση. Ένοιωθα τις τρίχες από τα μαλλιά μου να ξεριζώνονται, και ο φόβος να με καταπίνει.

Όμως θυμάμαι τη λεπίδα σιδέρου που είχα παρατήσει στη τσέπη μου προηγουμένως. Έτσι όπως τα χέρια μου ήταν κοντά στο παλτό μου, προσπαθώ να βρω τη τσέπη μου. Αφού καταλάβω που βρίσκεται, βγάζω αργά τη λεπίδα και, μην έχοντας άλλη επιλογή, τη χώνω με ορμή στο χέρι του.

Εκείνος βγάζει μια κραυγή πόνου, και με αφήνει. Πετάγομαι έξω από τις ράγες. Σε λίγα δευτερόλεπτα το τρένο περνάει από μπροστά μας.
Ο Nick πέφτει κάτω με τα αίματα να στάζουν από τα χέρια του. Το αιματηρό χρώμα έχει χρωματίσει όλο το έδαφος τριγύρω του.

Προσπαθεί να βγάλει το κομμάτι σίδερού από πάνω του. «Ηλίθια!» φωνάζει. «Δεν θα το έκανα! θα σε τράβαγα ανόητη!»

Φοβισμένη από όλο το σκηνικό απομακρύνομαι δειλά. Οι τύψεις άρχισαν να με σκιάζουν. Το αίμα τον είχε περικυκλώσει, το μισό σίδερο είχε χωθεί μέσα στο χέρι του, εκείνος να υποφέρει γονατισμένος στο έδαφος. Μουγκρητά πόνου να ακούγονται συνεχώς και να βρίζει μουρμουρίζοντας. Τα μάτια του τα έκλεινε σφιχτά , και ο πόνος έμοιαζε αβάσταχτος.

Όμως προσπάθησε να με σκοτώσει, χωρίς έλεος, εκείνον δεν τον ενδιάφερε αν εγώ θα έχανα τη ζωή μου. Αν το ηλίθιο τρένο με έκανε δεύτερη σιδηροδρομική γραμμή.

«Λες ψέματα. Ήσουν αποφασισμένος» λέω.

«Δεν μπορώ να σε σκοτώσω γαμώτο!» λέει μέσα από τα δόντια του.

Δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Γιατί να μην μπορούσε να με σκοτώσει; Αλλά γιατί να πει ψέματα; Ξανά πίσωπατάω, μέχρι που κουτουλάω σε κάποιον. Γυρίζω κατευθείαν, αλλά αυτή τη φορά, βλέπω τον Ace.

Με προσπερνάει, και πλησιάζει τον χτυπημένο αδελφό του.«Αρκετά. Οι οδηγίες ήταν να την δώσουμε στον Frank, ΖΩΝΤΑΝΉ!»

Ο Nick ανοίγει τα μάτια του, και σηκώνει το βλέμμα του πάνω στον γαλανομάτη. Κρατάει το χέρι του, χωρίς εκείνο να έχει σταματήσει να αιμορραγεί. «Ήθελα απλά να τη τρομοκρατήσω. Να της δείξω ποιος κάνει κουμάντο..» εξηγεί και στο τέλος παίρνει μια έκφραση πόνου, σαν να τον μαχαίρωσε κάποιον στη κοιλιά.

Ο Ace γονατίζει κοντά του. «Άκου τη συμφωνία  αδελφέ, δεν λες τίποτα για σήμερα στον Frank. Και εγώ κάνω το ίδιο.» λέει, και ύστερα αρπάζει το σίδερο που έχει κολλήσει πάνω στο χέρι του, και το τραβάει απότομα. Το πετάει λίγο πιο πέρα ενώ ο Nick βγάζει και άλλο ένα βαρύ επιφώνημα πόνου. Παρόλο που έξω έκανε παγωνιά, εκείνος σκίζει ένα κομμάτι ύφασμα από το μανίκι του και δένει σφιχτά το χέρι του για να σταματήσει η αιμορραγία.

«Πάμε να φύγουμε» μου λέει ο Ace.

Υπακούω, και αρχίζουμε να περπατάμε δίπλα από τις ράγες του τρένου, αφήνοντας τον Nick πίσω μας. Χρειαζόμουν να ηρεμήσω για λίγο. Δίπλα μας, υπήρχε ένα ποτάμι που κυλούσε μέσα στο φρεσκολιωμένο πάγο του. Ο γάργαρος ήχος που έκανε μέσα στη σιγαλιά που μας σκέπαζε, σε συνδυασμό με το ήχο που έκανε το τρένο πάνω στις ράγες μερικές φορές, ήταν κάτι πάρα πάνω από τον ορισμό της γαλήνης. Ο ουρανός γέμιζε με πλούσια χρώματα, γιατί η ανατολή είχε φτάσει, και το φως του ήλιου εμφανιζότανε δειλά πίσω από τα βουνά. Το χιόνι είχε σταματήσει να πέφτει. Ένοιωθα προστασία όσο ήμουν δίπλα στον Ace, και ήταν παράξενο, διότι πριν λίγες ώρες φοβόμουν που στεκόμουν δίπλα του.

«Θέλω εξηγήσεις.» λεω αποφασισμένη.

«Εγώ θέλω να μην μιλήσεις σε κανέναν για αυτό.» απαντάει.

«Δεν μπορώ να μην πω στη μητέρα μου.» εναντιώνομαι.

«Κάντω, και την επόμενη ημέρα τη βρίσκεις νεκρή» μου λέει.

«Τι;» φωνάζω και γυρίζω αμέσως το κεφάλι μου προς το μέρος του.

«Όποιος ξέρει, κινδυνεύει» ανεβοκατεβάζει τους ώμους του. 

«Ο Frank για κάποιο λόγο έχει πάθει ένα έντονο κόλλημα μαζί σου. Θέλει να σε πάμε σε αυτόν. Ο Nick, ο Derek και ο Axel εκτελούν απλά διαταγές.»

Ίσως να ήταν που πριν λίγο ο θάνατος μου χτύπησε τη πόρτα, ίσως να ήταν που ακόμα να συνέλθουν οι αναπνοές μου από αυτό το τρομαχτικό κυνηγητό, ίσως να ήταν που μετάνιωσα το κάθε λεπτό που έφυγα από το σπίτι μου. Χάλασα το δείπνο της μητέρας μου, έχασα τα Χριστούγεννα, και όλα αυτά για να βάλω τη ζωή μου σε κίνδυνο.

«Γαμώτο, δεν το ζω αυτό.» εγκλωβίζω το κεφάλι μου μέσα στα χέρια μου. Με όλα αυτά, τα μάτια μου είχαν υγρανθεί, αλλά σκούπισα γρήγορα τα δάκρυα πριν καν στάξουν.

Μερικές φορές βλέποντας ταινίες, σκεφτόμαστε πόσο ωραία θα ήταν να ζούμε και εμείς μια περιπέτεια, τώρα όμως καταλαβαίνω ότι όταν τη ζεις, σκέφτεσαι αν είσαι πράγματι ο πρωταγωνιστής η ο άτυχος φίλος του που χάθηκε στα πρώτα λεπτά. Χωρίς ποτέ να ξεχνάς, ότι μερικές φορές και οι πρωταγωνιστές πεθαίνουν.

«Και εσύ;»  τον ρωτάω ξαφνικά.

«Εγώ τι;»

«Γιατί δεν τις..εκτελείς;» του λέω. Ήταν όμορφα πριν την άφιξη του Nick. Κάθε δρόμος της Νέας Υόρκης έμοιαζε με δεύτερο σπίτι μου, όσο ο Ace βρισκόταν δίπλα μου.

«Κοκκινομάλλα, αν τύχει και μάθεις ποτέ την απάντηση, θα ναι επειδή εσύ το ανακάλυψες» μου απαντάει.

Ξεφυσάω. «Με κάνεις να θέλω να πεθάνω από τη περιέργεια Ace Hansen»

Μου ρίχνει μια κλεφτική ματιά. «Υπάρχουν ακόμα οι γραμμές στο τρένο άμα θες» με πειράζει.

Τότε σταματάω να περπατώ. Γυρίζω και σκύβω πλησιάζοντας στο ποτάμι δίπλα μας. Βουλιάζω τα χέρια μου μέσα στο νερό, και τη στιγμή που γυρνάει το πρόσωπο του για να με κοιτάξει, το πετάω πάνω του.

Αρχίζω και γελάω δυνατά, όσο εκείνος μένει ακίνητος με μισόκλειστα τα μάτια, και τα νερά να στάζουν από το πρόσωπο του. Φτύνει λίγό νερό και ξανά μένει ακίνητος με τα νερά να στάζουν αργά από πάνω του. Γελάω εγκάρδια, πιάνοντας τη κοιλιά μου. 

Τότε πριν καν το καταλάβω,  εκείνος ανταποδίδει και ρίχνει νερό στο δικό μου πρόσωπο. Εγώ πνίγομαι για μια στιγμή βήχω και γελάω ταυτόχρονα . Το νερό ήταν υπερβολικά κρύο.

Εκείνος γελάει επίσης με τα χάλια μας. Είμαστε και οι δυο μουσκίδια λες και καμία δολοφονική ομάδα δεν μας κυνηγούσε.

Ήθελα να ξημερώνει η μέρα πιο συχνά με αυτό το τρόπο. Το νερό έσταζε από τα κατάμαυρα μαλλιά του, και τόνιζε ακόμα περισσότερο το σκούρο μπλε χρώμα των αψεγάδιαστων ματιών του, και τα ζυγωματικά του προσώπου του. Το πρωινό φως, τον έκανε ακόμα πιο φωτεινό, και ίσως πιο όμορφο. Εκείνη τη στιγμή αναρωτιόμουν αν έκανε και εμένα.

Σταματάω να γελάω ενώ εκείνος έχει ήδη σταματήσει, και κάθεται απλά με ένα αμυδρό χαμόγελο στο πρόσωπο του και με χαζεύει.

«Πιστεύεις ότι η ζωή είναι μικρή;» με ρωτάει ξαφνικά.

Γελάω πνιχτά όσο σκύβω για να σκουπίζω τα γόνατα μου. «Η ζωή δεν είναι μικρή. Απλά δεν χωράει σε στενόμυαλες νοοτροπίες» του απαντώ.

«Τι;» ανεβάζω το βλέμμα μου.
Εκείνος με κοιτάζει απροσδιόριστα. Δεν ξέρω αν με θαύμαζε, αν είχε φρικάρει, αν η εναλλακτική σχετικά με τις γραμμές του τρένου ξαφνικά του φαινόταν μια πολύ καλή ιδέα, πάντως με κοιτούσε. Είχα συνηθίσει τους ανθρώπους να μην καταλαβαίνουν τον τρόπο σκέψης μου.

«Είπα κάτι λάθος;» γελάω.

«Όχι.» λέει. «Συγχώρεσέ με Alice Bright ειμαι ερωτευμένος με τον τρόπο που σκέφτεσαι.»

》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
ΚΑΑΑΑΛΗΣΠΕΡΑ

Ανεβασα την επομενη ακριβως ημερα?💡* Προοδευωωω*

Η δραση λιγο too much αλλα εμενα μαρεσουν αυτα οποτε θα με ανεχτειτε💦

ℹΠιστευετε οτι ο Nick οντως θα τη σκοτωνε  η ελεγε την αληθεια;

ℹAce με Alice σιππαρετε;

Ξερω οτι μπορει να χετε πολλες αποριες αλλα η ιστορια ειναι δραση/ρομαντικη και μυστηρίου οποτε αυτο ειναι το δε χολ ποιντ

Spoiler: Μπλεξιματα και αλλο ενα ολοκληρο κεφ με τον γαλανοματη. (Οχι δρασης.)😏

Ολα στην ωρα τουςς💫

-Αννα που νυσταζει απο τωρα💤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top