Κεφάλαιο 9°

*Χρονια και ζαμανια*

Αν είσαι σαν και εμένα, ακόμα ανατινάζεσαι μαζί με τις κροτίδες του Πάσχα, κάθε φορά που πέφτουν κοντά σου. Ο ήχος τρυπάει τα αυτιά σου, και νοιώθεις κάθε φορά πως σου άφησε μια τρύπα στο στήθος. Εκείνη τη στιγμή, που μου ψιθύρισε 'σήκω και μάζεψε τα πράγματα σου, φεύγουμε' ένοιωσα ακριβώς το ίδιο. Ακόμα και αν η φωνή του ήταν βελούδινη, και ζεστή, σε αντίθεση με τις διαπεραστικές κροτίδες.

Σηκώνω το κορμό του σώματος μου, και τον κοιτάζω μπερδεμένη. Ήταν βραδύ, και δεν θα πω ψέματα πως φοβόμουν να τον ξανά εμπιστευτώ. Όμως θα μπορούσα να ξυπνήσω το επόμενο πρωί, γνωρίζοντας ότι έχασα ένα ρίσκο με αντάλλαγμα την ελευθέρια μου;

«Μα εσύ είπες..» του λέω.

«Ξέρω τι είπα, πάρε τα κλειδιά και ξεκλείδωσε τη πόρτα» ψάχνει τα σωστά ανάμεσα σε μια πεντάδα. Βρίσκει αυτό με την πιο μυτερή άκρη και μου το δίνει. Στην αρχη διστάζω, αλλά γνεύει ως προτροπή για να συνεχίσω, και καταλήγω να αρπάξω γρήγορα τα κλειδιά.

Σηκώνομαι αργα και προσεχτικά. Κάνω πέρα το πάπλωμα μου. Αρπάζω τη τσάντα μου από τη καρεκλά που ήταν ακουμπισμένη, και κοιτάζω τριγύρω. Δεν ακουγόταν τίποτα άλλο εκτός από τα βήματα του Ace. Πιθανόν να πήγε να ελέγξει αν κοιμούνται οι άλλοι.

Και τώρα ήταν το δύσκολο μέρος. Επίσης, αν είσαι σαν και εμένα, είσαι αρκετά άχρηστη μέχρι και να ανοίξεις μια πόρτα. Τα κλειδιά δεν είναι το φόρτε μου. Σκέφτηκα την φασαρία που θα κάνω τριγυρίζοντας το κλειδί από δω και από εκεί, αλλά προς έκπληξη μου, άνοιξα τη πόρτα με τη πρώτη.

Βγήκα έξω, ο αέρας με χτύπησε στο πρόσωπο, πήγα να κλείσω τη πόρτα πίσω μου, αλλά το χέρι του Ace με εμπόδισε. Βγήκε και εκείνος με τη σειρά του, ο αέρας τώρα χτύπησε το δικό του πρόσωπο. Κίνησε προς τα πίσω τα κατάμαυρα μαλλιά του. Το κρύο τον παρέσυρε να τρίψει τα χέρια του μεταξύ τους και να τα ζεστάνει με την ανάσα του.

Περπατάει πολύ βιαστικά, κάνοντας τεράστια βήματα που είναι διπλάσια από τα δικά μου, αναγκάζοντας με να τρέχω στη κυριολεξία από πίσω του. «Που πάμε;» του φωνάζω. Τα τακούνια μου δεν ήταν κατάλληλα για τρέξιμο και συνέχεια μπερδεύονταν σε πετραδάκια ή έπεφταν σε λακκούβες και βαθουλώματα του δρόμου.

Δεν μου απαντάει, διότι φτάνουμε δίπλα σε ένα μαύρο παρκαρισμένο αμάξι, που κάτι μου λέει πως είναι το δικό του..Το ξεκλειδώνει βιαστικά, και μπαίνει στη θέση του οδηγού. Κάθομαι και τον κοιτάω, προσπαθώντας να επεξεργαστώ τι γίνεται στο μυαλό μου. Μας πήρε το πολύ πέντε λεπτά. Δεν μπορεί να είναι τόσο εύκολο. Ξαφνικά κοπανάει τη κόρνα θυμωμένος για να μπω μέσα. Πετάγομαι και γυρίζω το κεφάλι μου για να ελέγξω αν κάποιος μας άκουσε. Ταυτόχρονα τρέχω και μπαίνω στη θέση του συνοδηγού. «Εντάξει εντάξει!» λέω.

Μπαίνω μέσα και αμέσως η ζεστασιά κατακλύζει το σώμα μου. Ξεκινά το αυτοκίνητο πηγαίνοντας προς τα πίσω, στρίβοντας, και ύστερα ακολουθώντας ευθεία τον δρόμο. Θεέ μου υπήρχε μια σπίθα που ορκίζομαι πως ήταν έτοιμη να γίνει αίτια ολοκαυτώματος μου. Υπήρχε μια ρωγμή στη λογική, μια νύχτα που μας σκέπαζε από απερισκεψία και ένα φεγγάρι που φώτιζε παραλογισμό. Ήμουν γοητευμένη από αυτή τη μανία, αυτό το δυνατό καρδιοχτύπι, και θεέ μου είμασταν στο δρόμο για το σπίτι.

«ΤΙ ΣΤΟΝ ΔΙΑΟΛΟ ACE?» ακούγεται ξαφνικά μια φωνή από πίσω μας. Κοιτάζω γρήγορα πίσω μου και βλέπω τον Nick στη μέση του δρόμου, να τον αφήνουμε πίσω όσο συνεχίζουμε τη διαδρομή μας. «Ω θεέ μου.» ψιθυρίζω. Ο Ace βρίζει ψιθυριστά, και αυξάνει ταχύτητα συγχρόνος.

Τσεκάρω αν ο τσαντισμένος οδηγός κοιτάει, και τότε χαμογελάω πονηρά καθώς σηκώνω το μεσαίο μου δάχτυλο στον Nick. Κουνώντας το έντονα μπας και το δει. Η μορφή του μικραίνει καθώς θερίζαμε τους δρόμους μπροστά μας. Ο Ace είναι σίγουρα τσαντισμένος, οπότε αποφασίσω να μην μιλήσω. Ρίχνω το σώμα μου πίσω στο κάθισμα και ξεφυσάω.

Είχαμε μπει πλέον στην πόλη. Η θάλασσα άρχισε να αναφαίνεται από μακριά. Τα χάδια του αέρα πάνω της ταξίδευα έως τα σπίτια. Η δροσιά, ο αργός τρόπος που τα κύματα κυλούσαν σαν να ήταν τροχός. Μερικά σπίτια είδη στολίσει για τις χριστουγεννιάτικες γιορτές. Σκεφτόμουν σαν να έχω να περάσω από τη Florida για χρόνια. Στήριξα το κεφάλι μου πάνω στο τζάμι και άστραψα τη ματιά μου πάνω του.

Άφησα λίγο αέρα να βγει από τα χείλια μου. «Γιατί το ρίσκαρες;» του είπα.

Οδηγούσε με το ένα του χέρι. Το μαύρο μανίκι του ήταν ανασηκωμένο έως τον αγκώνα, και χάζευα τα σχέδια από τα τατουάζ του χεριού του. Οι φλέβες αναφαίνονταν στο γεροδεμένο χέρι που κρατούσε το τιμόνι.

«Δεν ρίσκαρα τίποτα, σου είπα ότι θα σε γυρίσω σπίτι και θα σε γυρίσω» γυρίζει και μου λέει.

Γελάω πνιχτά καθώς γυρίζω αργα το κεφάλι μου προς το παράθυρο. Γυρνάω ξανά το βλέμμα μου σε εκείνον, και του λέω καθώς στηρίζομαι βαριεστημένα πάνω στο τζάμι. «Συγνώμη λάθος αμάξι. Νόμιζα πως μιλούσα στον τύπο που πριν λίγες μέρες ανατίναξε το... πάρτι του πανεπιστήμιο μου;» δεν ήθελα να φανεί σαν κακία, οπότε του είπα χαμογελώντας.

Σχημάτισε ένα αμυδρό χαμόγελο που φάνηκε να προσπάθησε να συγκρατήσει όσο κοιτούσε τον δρόμο.

«Γιατί..το έκανες;» τον ρωτάω.

«Έλα τώρα, ποιος δεν θέλει να βάλει φωτιά το σχολείο;» μου λέει.

«Όχι, γιατί με βοηθάς;» του διευκρινίζω. Αν και είμαι αρκετά σίγουρη, πως δεν χρειαζόταν πραγματικά διευκρινίσει..

«Βοήθα. Ποια στροφή παίρνω;» αλλάζει θέμα.

«Τη δεξιά» του απαντάω επίτηδες την λάθος.

«Τι;» σαστιστεί, ξαφνιασμένος που του είπα λάθος τον δρόμο. Εκείνος παρόλα αυτά, παίρνει τη αριστερή, την σωστή. Στρίβουμε σε ένα λίγο στενότερο δρόμο.

«Μου φαίνεται ή πήρες λάθος στροφή;» τον χλευάζω λίγο ακόμα.

«Σου φαίνεται Bright, σου φαίνεται.» μου λέει ξεψυχισμένα.
Γελάω, σταυρώνοντας τα χέρια μου. «Και..είσαι πολύ σίγουρος για κάποιον που θέλει βοήθεια»

Η όλη φάση, ήταν κάπως: Βοήθαμε Alice, ποια στροφή να πάρω;! Του λέω. Και μου απαντάει σκάσε Alice που θα μου πεις και ποια στροφή να πάρω! Μου επιβεβαίωσε πως κάτι κρύβει. Και πως προσπαθεί συνεχώς να αλλάζει θέμα, πράγμα παράξενο διότι είναι απίθανο να ξανά συναντηθούν οι δρόμοι μας. Είναι η τελευταία φορά που κάθομαι στο αυτοκίνητο του, η τελευταία φορά που με ακούει, που με ανέχεται και που σχολιάζει τα κόκκινα -για εκείνον- μαλλιά μου. Πόσες πιθανότητες υπάρχουν να ξανά συναντηθούν μια φοιτήτρια και ένας εγκληματίας με παρεμπιπτόντως πολύ..ωραία μάτια;

«Τι θα πεις στους δικούς σου όταν σε πάω στη σχολή σου;» με ρωτάει.

«Την αλήθεια» του λέω. Ξέρω, ακούγεται παράλογο. Αλλά, πόσες φορές αντικαθιστούμε τις κλωστές με ψέματα και το μπάλωμα με την αλήθεια; Πόσες από αυτές η κλώστη σπάει πριν καν ολοκληρώσει τον σκοπό της;

«Ήμουν σε ένα εκκενωμένο σπίτι μαζί με τα 4 αγόρια που βάλανε φωτιά στο πάρτι και βάλανε σε κίνδυνο τις ζωές σας, με αλυσόδεσαν και μετά μου έδειξαν ποιο είναι το αφεντικό. Ήταν μια μοναδική εμπειρία!» μιμείται τη κοριτσίστικη φωνή μου και γελάω με τη προσπάθεια του.

«Πες το άλλη μια φορά και σε ξανά γυρνάω έτσι όπως είσαι» σοβαρεύεται.

«Δεν σκόπευα να το διηγηθώ ακριβώς έτσι Ace» του λέω. «Κάτι θα σκεφτώ» ξεφυσάω.

«Τι θα κάνεις με τον Nick;» αντιστρέφω τους ρόλους και αυτή τη φορά εγω είμαι αυτή που αλλάζει θέμα.

Ανασηκώνει τους ώμους του αδιάφορα. «Ξέρεις τι λένε. Όταν τους κρατάς από τα αρχίδια, οι καρδίες και τα μυαλά τους θα ακολουθήσουν.» λέει.

«Πολύ.. ποιητικό» απαντώ με ένα γελάκι στο τέλος.

Ο γαλανομάτης δεν παίρνει τα μάτια του από τον δρόμο. Μιας που αναγνωρίζω τους δρόμους, ξέρω πως το University Of Northern Florida δεν απέχει παραπάνω από 2 λεπτά ακόμα διαδρομή. Βγάζει ένα πακέτο γεμάτο θανατηφόρα τσιγάρα, και κρεμάει ένα στα χείλια του. Το ανάβει ενώ ταυτόχρονα ανοίγει το παράθυρο. Ο καπνός σχηματίζει ένα έντονο νέφος που ελευθερώνετε από το μικρό άνοιγμα του παραθυριού.

«Ουάου...και εγώ που νόμιζα ότι ήσουν έστω λίγο διαφορετικός.» του λέω. Ίσως δεν έπρεπε να ασχοληθώ. Δεν μου έπεφτε λόγος το ξέρω. Εντάξει, είναι κάτι σαν εγκληματίας, που είχε την ευγένια να με γυρίσει σπίτι και να μου φερθεί καλά. Δεν αμφισβητώ πως είμαι τυχερή. Αλλά δυστυχώς, ο χαρακτήρας μου, δεν μου επιτρέπει να μην θίξω κάτι που με ενοχλεί άφατα πολύ, ή κάτι που να μην είναι σωστό. Ότι έχω να πω, το λέω.

Με κοιτάζει ερωτηματικά. Το μπλε χρώμα των ματιών του με παρατηρούν σαν να είμαι γλυπτό τους. Και παρόλο που μου ήταν δύσκολο να συνεχίζω να είμαι θυμωμένη όσο με κοιτούσε έτσι εγω συνεχίζω να το κάνω.

«Καπνίζεις, κάνεις.. κακό στον εαυτό σου χωρίς λόγο.» εξηγώ. Στραβοκαταπίνω διακριτικά.

«Με θες χωρίς τσιγάρο Bright;» ρωτάει απότομα.

«Χωρίς τσιγάρο λοιπόν» συνεχίζει και το πετάει τόσο αδιάφορα έξω από το παράθυρο. Πράγμα που με παραξένεψε, αλλά σίγουρα δεν με χάλασε κόλας. Δεν με κοίταξε καν αυτή τη φορά. Κοιτούσε προσηλωμένος τον δρόμο. Δεν φαινόταν θυμωμένος, θιγμένος ή οτιδήποτε. Φαινόταν μάλλον αποφασισμένος.

«Απρόοπτο» σχολιάζω μορφάζοντας με ξάφνιασμά.

«Δεν έχεις καπνίσει ποτέ σου κοκκινομάλλα;» μου απευθύνεται.

«Μια φορά..νομίζω. Αλλά ήμουν πολύ μικρή. Ένας φίλος μου, μου είχε δώσει, και δοκίμασα από περιέργεια. Όπως και να 'χει το βρήκα χαλιά» απαντάω χωρίς να ευρύνω περισσότερο το θέμα.

Ξαφνικά το αυτοκίνητο σταματάει, και όταν κοιτάζω έξω από το παράθυρο, βλέπω τη θέα του πανεπιστήμιου να απλώνετε μπροστά μου. Ένα αισθητό και καλοσχηματισμένο χαμόγελο ζωγραφίζεται πάνω στο πρόσωπο μου. «Ποτέ μου δεν περίμενα πως θα χαρώ τόσο επειδή βλέπω αυτή τη εικόνα.» λέω καθώς βγαίνω από το αμάξι. Ήταν αργά το βράδυ οπότε δεν υπήρχε κάποιος έξω, και το προάυλιο του πανεπιστημίου έμοιαζε νεκρωμένο.

«Μάλλον ποτέ μη λες ποτέ» συνεχίζω, χωρίς να πάρω τα μάτια μου πάνω από το σχολείο.

Ορκίζομαι εκείνη τη στιγμή ένοιωθα την ανακούφιση και κάθε συνώνυμο της να με κατάκλυζε σαν πανωφόρι μέσα στον παγερό χειμώνα.

«Που είναι τα πυροτεχνήματα μου;» λέω σχετικά δυνατά, ανοίγοντάς διάπλατα τα χέρια μου. Ο Ace χαμογελάει λοξά, και τότε γυρίζω προς το μέρος του.

«Σε ευχαριστώ, υποθέτω» του χαμογελάω.

«Μάλλον..δεν θα τα ξαναπούμε» συνεχίζω.

Έμεινε να στηρίζεται πάνω στο τιμόνι του αυτοκίνητου του. Τα φωτά του αυτοκίνητου, και αυτά του σχολείου, φώτιζαν και τους δυο μας. Πράγμα καλό. Θα ήθελα να τον βλέπω όταν τον αποχαιρετώ. Αλλιώς τι σημασία έχει η έννοια ότι τον 'βλέπω' για τελευταία φορά;

Οι γωνίες του προσώπου του γαλανομάτη ήταν πιο έντονες, τα μάτια του με κοιτούσαν σαν να θέλανε να παίξουν. Το λοξό χαμόγελο του, στόλισε το στυλάκι του.

«Είναι η τελευταία φορά που με βλέπεις» με επαληθεύει.
«Για τώρα» προσθέτει.

Γελάω. «Καληνύχτα Ace που βλέπω τελευταία φορά για τώρα» του λέω. Εκείνος σηκώνει τη παλάμη του και για να μου δείξει να περιμένω για λίγο. Έτσι και κάνω.

Εκείνος, βγάζει ξανά το μαγνητόφωνο από τη τσέπη του. Το πλησιάζει στα χείλια του.
«Άφησα τη κοκκινομάλλα σπίτι της, της έδωσα αυτό που ήθελε, και της είπα καληνύχτα. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που την είδα.» μαγνητοφωνεί τον εαυτό του.
«Ή έτσι νόμιζα» προσθέτει αυτή τη φράση στο τέλος. Πράγμα που με μπέρδεψε. «Καληνύχτα κοκκινομάλλα» μου λέει μετά.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα, και πριν προλάβω να την εκπνεύσω ανοίγω ξανά τα χείλια μου. «Θα σχολίαζα το φρικιαστικό τρόπο που καταγράφεις ότι κάνεις, αλλά νομίζω είμαι τόσο κουρασμένη, που ακούω από εδώ το κρεβάτι μου να φωνάζει το όνομα μου» ήταν το τελευταίο πράγμα που του είπα, πριν προσπεράσω το πεζούλι που χώριζε το δρόμο από τη σχολή.

Πλέον ένοιωθα ξανά φοιτήτρια, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Θέλω να πω' χρειάστηκε μόνο ένα σαββατοκύριακο με τον Ace Hansen για να αλλάξω τρόπο σκέψης. Ίσως χρειαζόμαστε όλοι κάποιον που να ανταλλάσσουμε τρόπους σκέψεις. Όχι να ταυτιζόμαστε μαζί τους.
Όταν όμως έριξα μια κλεφτή ματιά στον Ace, εκείνος βρισκόταν ακόμα εκεί. Με ανοιχτό το παράθυρο, το χέρι στηριζόμενο πάνω στο τζάμι, να καπνίζει ένα καινούργιο τσιγάρο. Ένα παρόμοιο νέφος καπνού τον τύλιγε, και τα γαλανά μάτια του, το κοιτούσαν πελαγωμένα.
Κάποιοι άνθρωποι δεν αλλάζουν..

¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥
Ενταξει ενταξει το ξερω εχω αργησει υπερβολικα πολυ. Δεν υπαρχει δικαιολογια, απλα δεν ενοιωθα πως γουσταρα να γραψω.

Btw ΓΕΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ΣΑΣ
ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ ΠΩΣ ΕΙΣΤΕ❤

Ηταν μεγαλο κεφφ παντωςς

Θα περασει και αυτη η εβδομαδα και μετα θα ανεβαζω ΤΟ ΠΟΛΥ μετα απο 4 μερες. Διοτι επιτελους τελειωνει η φαση των διαγωνισματων. Αλλα τα κεφς θα νε μικροτερα.

Anyway ξερω πως δεν εχετε απομεινει πολλες αναγνωστριες μπατ ευχαριστω εσας που κανετε υπομονη. Γες. Γιου. Να ξες θα σε θυμαμαι αργοτερα:)❤

Πειτε μου εντυπωσεις κτλπ💙
Σχολιαστε & ψηφιστε αν σας κανει κεφι

-Αννα ft χριστουγεννιατικο mood🎄🎆 * 27 ΜΕΡΕΣ ΑΚΟΜΑ*

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top