Κεφάλαιο 7°
* Το ονομα του Ace προφερεται Έις, οχι ας ,ους,πους η ξργω τι. Αυτα.*
Είμασταν δίπλα δίπλα και βαδίζαμε τριγύρω από το σπίτι. Τα φωτοβολταϊκά των δρόμων είχαν ανάψει, ο νυχτερινός ουρανός ήταν απαλλαγμένος από κάθε νέφος. Τα αστέρια έμοιαζαν με χιλιάδες άσπρες πιτσιλιές.
«Εκτελούμαι διαταγές. Αυτό όλο. Αυτό είμαστε. Αυτοκινούμενα χειριστήρια. Έπρεπε να βάλουμε φωτιά σε εκείνο το μπαρ που τύχαινε να γιορτάζεται εκείνη τη ημέρα.» μου λέει. Βάζει τα χέρια στις τσέπες του. Δεν ρώτησα γιατί, πως, και τα κλασσικά. Οι πολλές ερωτήσεις φέρνουν περισσότερες απαντήσεις. Και δεν είμαι σίγουρη ότι το θέλω αυτό. Τουλάχιστον όχι τώρα. Πρώτου ρωτήσεις κάτι, σιγουρέψου πως αντέχεις την απάντηση
«Γιατί φερόσουν τόσο παράξενα στην αρχη» του λέω.
Αναστέναξε. Τον έπιασα να γλύφει βιαστικά τα χείλια του, και να κλοτσάει ένα πετραδάκι στο έδαφος.
«Όταν πρόσεξα το σώμα σου αναίσθητο, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να σε σηκώσω, και να πείσω τους άλλους να σε βοηθήσουμε. Κάνεις δεν με άκουγε, δεν ξέρω πόσο είχα πανικοβληθεί, αλλά χρειαζόσουνα βοήθεια. Όλοι είπαν πως είναι παράξενο να φέρομαι έτσι για μια άγνωστη, δεν ήθελα να αρχίσουν να σκέφτονται πως ξέρουμε ο ένας τον άλλον ή οτιδήποτε τέτοιο. Κάθε φορά που εκείνοι ήταν παρόντες, προσπαθούσα και το ενδιαφέρον μου να είναι.» ανταποκρίνεται. Ήταν παράξενος ο τρόπος που η φωνή του γαλήνευε τόσο απλά κάθε είδος ανησυχίας μου. Είναι που δεν ακουγόταν τίποτα παράπονα από τον αέρα, την μακρινή πόλη, και εμάς.
«Δεν ξέρω τι να πω..ευχαριστώ. Σου χρωστάω..ειλικρινά. Αλλά αλήθεια, μεταξύ μεταξύ μας, γιατί; Είμαι μια άγνωστη, όπως είπες πριν.»
Ξαφνικά, σταματάει να περπατάει. Και εγω μαζί του. Δεν είχε νόημα να συνέχιζα μόνη μου έτσι κ’ αλλιώς.
«Μπήκες μέσα για να σώσεις τους φίλους σου και δεν βγήκες ακόμα και όταν η φωτιά σχεδόν σε είχε τυλίξει, όχι μέχρι να τους βρεις. Προσπάθησες είδη να αποδράσεις από εμάς δυο φορές. Δεν έκατσες σε μια γωνιά, να φοβάσαι μέχρι και τη σκιά σου, ακόμα και όταν δεν ήξερες καν αν είναι η δικιά σου. Αυτό σε καθιστά το πιο γενναίο κορίτσι που έχω γνωρίσει.»
Και ξαφνικά, όλα παγώνουν. Ένοιωσα μια παράξενη γεύση στο στόμα μου, και πιθανόν να ήταν τα λόγια μου σάπισαν στον χαλινό της γλώσσας μου. Είχα τόσα πολλά να του πω, και ξαφνικά τώρα νοιώθω μόνο ένα κενό. Με κοιτάζει, τον κοιτάζω, και μοιάζουμε με δυο ανθρώπους που ετοιμάζονται να φιληθούν. Όσο με κοιτάζει με αυτό το ενδιαφέρον, με κάνει να πεθαίνω για να μάθω τα σενάρια στο μυαλό του. Όταν συνειδητοποιώ πως τον κοιτάζω ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, γελάω ντροπαλά και πισωπατώ.
«Και ας πούμε πως.., μου θυμίζεις κάποια» λέει για να σπάσει τη σιωπή. «Αα..» αναφωνώ και μετά απλά κουνάω λίγο το κεφάλι μου.
«Ξέρω ότι ανησυχείς για το πότε θα επιστρέψεις σπίτι. Δεν χρειάζεται, αύριο θα βρίσκεσαι πίσω στους φίλους σου» μου λέει.
Ήταν υπέροχο, ένα μεγάλο βάρος είχε φύγει από πάνω μου. Φοβόμουν ότι μπορεί να αργούσαν να με αφήσουν να φύγω, ή και να μην το κάνανε ποτέ. Από την άλλη, δεν σπεύδω να γυρίσω σπίτι τρομοκρατημένη, έχοντας να λέω πως μόλις γλίτωσα από μια φριχτή απαγωγή. Αυτό δεν είναι απαγωγή, είναι γνωριμία.
Σχηματίζω ένα μεγάλο χαμόγελο πάνω μου. «Είσαι σίγουρος;» τον ρωτώ γιατί γνώριζα πως δεν εξαρτιόταν μόνο από αυτόν.
«Δεν θα σε έφερνα εδώ αν δεν ήμουν.» απαντά. Το χείλος του σχηματίζει ένα μικρό, και αμυδρό χαμόγελο στην άκρη.
Το χαμόγελο μου δεν πλάτυνε, ή μίκρυνε, έγινε απλά λαμπρότερο. Έτσι απλά συνεχίσαμε να περπατάμε. Μερικές φορές σκεφτόμουν ότι πάρα ήμουν ηλίθια πού εμπιστεύομαι κάποιον που μόλις γνώρισα. Αλλά μπορούσα να κάνω κ αλλιώς; Γιατί το κεφάλι μου απέκλειε ένα άσχημο τέλος.
«Είναι πιο ωραίες οι συζητήσεις το βραδύ» είπα. Πράγματι, προτιμούσα τις βόλτες το βραδύ.
Να είσαι με παρέα, να γελάς, να περπατάς απλά στους δρόμους χωρίς να έχεις κάποιο συγκεκριμένο προορισμό στο μυαλό σου. Δεν σε βασανίζει ο ήλιος, η κάψα, η ζεστή, η νύχτα είναι ένα σκέτο μυστήριο. Κάνει τους ανθρώπους να φαίνονται πιο όμορφοι από ότι είναι.
Χαμογελάει λοξά. «Αν και υπάρχουν πιο ωραία πράγματα που μπορεί να κάνει ένας άντρας και μια γυναικά το βράδυ ..συμφωνώ» λέει.
Γελάω και τον σπρώχνω στον ώμο. Δεν με πείραζε να μου λένε ώρες ώρες σεξουαλικά αστεία ή ανώμαλες σκέψεις. Δεν ήμουν από τα κορίτσια που θα τσίριζα αηδιασμένη, ή θα παρεξηγούμουν, ή θα ξενέρωνα. Δεν θα το πέρνα τόσο σοβαρά.
«Γιατί έκανες έτσι πριν; Εννοώ κάθε φορά που κάποιος βλέπει τα σημάδια μου, προσπαθεί να το παίξει άνετος για να μην με φέρει σε δύσκολη θέση» ήταν μια ερώτηση από την αρχη με βασάνιζε. Δεν την είπα, δεν αισθανόμουν αρκετά..ανοιχτή εκείνη τη στιγμή. Δεν ήθελα να το κάνω θέμα.
«Και σε ενοχλεί, γιατί έχεις βαρεθεί να το αντιμετωπίζει κάποιος σαν κάτι τραγικό που χρειάζεται λύπηση.» απαντάει με τον δικό του τρόπο.
Γουρλώνω τα μάτια μου. «Ακριβώς! Ναι!» φωνάζω. Ανοίγω τα χέρια μου ως ένδειξη αγανάκτησης. Ήταν ο πρώτος, που το είχε πει. Ένοιωθα ευγνώμων που κάποιος επιτέλους με είχε διαβάσει χωρίς καν να του δώσω τις λέξεις.
«Ντρέπεσαι γιαυτά, κρίμα» λέει ύστερα. Ώπα τι ήθελε να πει με αυτό; Συνοφρυώνομαι. Αν και..είχε δίκιο.
«Ναι αλλά..όταν κάποιος είναι διαφορετικός, του πέφτει κάποιος λόγος και όλα τα μάτια στρέφονται πάνω του. Ας πούμε πάντα φόραγα ολόσωμο μαγιό, πάντα μακριές μπλούζες, και δεν ξέρω γιατί στα λέω όλα αυτά. Δεν τα έχω πει ποτέ ξανά»
Γυρίζει το βλέμμα του σε εμένα. «Ναι είσαι χαλιά. Κρίμα και είχες ωραία μαλλιά» απαντάει σαρκαστικά.
Γελάω πνιχτά. «Να σε καλά» του λέω απλά.
«Θα ‘θελα καμία μπύρα τώρα» ανασαίνει.
«Αχά, το ήξερα πως προσπαθούσες να με αποπλανήσεις» λέω με ένα μικρό χαμόγελο. Στενεύω τα μάτια μου και γυρίζω προς τα εκείνον.
«Δεν χρειάζομαι μπύρα για να σε αποπλανήσω, έχω τη γοητεία των hansens» μου απαντάει καθώς μιμείται το ύφος μου.
«Λες ότι με γοητευτείς;» γελάω.
«Μπορεί να σε γοητεύω.. μπορεί να σε αποπλανώ..» λέει χαλαρά. «Μπορεί και τα δυο» ψιθυρίζει.
Γελάω πάλι σιγανά, ίσως πιο δειλά από ότι πριν. Αμήχανο. Αμήχανο. Αμήχανο. Τα μάτια του φαινόταν ακόμα πιο έντονα, κάτω από το φως της νύχτας. Είχα βαρεθεί να σκέφτομαι ποσό υπέροχα είναι.
«Θα ακουστεί παράξενο, προειδοποιώ, αλλά..-γελάω- έχεις πολύ ωραίο χρώμα ματιών» έμοιαζα με λέσβια που προσπαθεί να φλερτάρει. Και μόνο στη σκέψη γελούσα, όμως δεν μπορούσα να μην το αναφέρω.
«Είναι και γαμώ τους φακούς επαφής » μου λέει.
Ανασηκώνω τα φρύδια μου έκπληκτη. «Σοβαρά;» ρωτάω.
Αναστενάζει και ύστερα με κοιτάζει πονηρά, η μάλλον ενοχικά. «Θα συνέχιζα τη πλακά..αλλά φοβάμαι μην επιχειρήσεις να τους βγάλεις.» λέει.
Αρχίζω να γελάω «Το ήξερα!» αναφωνώ μέσα από τα γέλια μου. Ο Ace είχε τα πάντα. Με μπέρδευε, αλλά έλεγε μα αλλά εννοούσε, κάθε του πρόταση είχε από πίσω ένα διαφορετικό υπονοούμενο, και ήταν και αστείος. Ήταν πανέμορφος, μα καθόλου ρηχός. Ήταν τόσο γνωστός για είναι ξένος.
Μετά από..πολλούς γύρους, καταλήξαμε πάλι στο ίδιο μέρος. Καθιστοί, στηριζόμενοι στους τοίχους του σπιτιού. Όταν τυχαία τα μάτια μου έπεσαν πάνω στο εξόγκωμα της τσέπης του..όπου εκεί είχε το μαγνητόφωνο που έβγαλε προηγούμενος, άρχισα να αναρωτιέμαι περισσότερα για αυτό.
«Οπότε τι παίζει με το μαγνητόφωνο;» λέω.
«Είναι κάτι σαν ημερολόγιο.» απαντάει. Ήμουν σίγουρη πως ήταν κάτι παραπάνω, αλλά δεν εναντιώθηκα, ή κάτι. Σεβάστηκα ότι ίσως μπορεί να είμαστε πολύ ξένοι, και αφελής για να αληλοανοιχτούμε τόσο πολύ.
«Κορόνα ή γράμματα;» με ρωτάει ξαφνικά. Κρατεί ένα νόμισμα στο αριστερό του χέρι. Δεν κατάλαβα πότε πρόλαβε και το έβγαλε και ποιος ήταν ο λόγος που το κάναμε αυτό, αλλά σκόπευα να το μάθω χωρίς πολλά πολλά.
Σε κάθε ταινία, όταν κάποιος ρωτάει κορόνα ή γράμματα, πάντα, ή τουλάχιστον τις περισσότερες φορές, όλοι απαντούν κορόνα. οπότε και εγω απάντησα γράμματα.
«Αν χάσεις μου λες τις σκέψεις σου» με κοιτάει, και τα μάτια του σοβαρολογούν, μα τα χείλια του σχεδόν χαμογελούν.
Ρίχνει το νόμισμα, και αναποδογυρίζει κάποιες φορές, για να καταλήξει όρθιο. Γέρνει προς τη μια πλευρά και μετά προς την άλλη, ώσπου ο γαλανομάτης φυσάει το νόμισμα για να πέσει στη κορόνα.
«Δεν παίζεις δίκαια» του λέω.
«Δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάς» υποδύεται τον αθώο κάνοντας με να χαμογελάσω πάλι.
Αναστενάζω, και μετά ανακάθομαι κοιτάζω τον ουρανό χωρίς λόγο..
«Εντάξει λοιπόν.. σκέφτομαι ότι για απαγωγή, είναι πολύ ωραία.» λέω και στο τέλος κατεβάζω το βλέμμα μου προς τα μάτια του.
«Άρα λες ότι δεν είμαι κάλος στη δουλειά μου;» υποδύεται αυτή τη φορά τον θιγμένο.
Γελάω λέγοντας «Λέω.. ότι δεν είσαι κάλος στο να βασανίζεις ανθρώπους.» σταματώ μετά. Και ύστερα με ξανά πιάνει, και συνεχίζω να γελάω για λίγο. Δεν ήταν και τόσο αστείο, το ξέρω, δεν ήταν πως η συγκεκριμένη φράση ήταν αστεία, ήταν πως ο Ace ήταν γενικώς αστείος. Έριξα το κεφάλι μου πίσω, και απλά έκατσα και τον κοιτούσα να με παρατηρεί.
Ανοιγοκλείνει απαλά τα μάτια του. Δεν παύει να με χαζεύει με τα καταγάλανα μάτια του. «Εσένα. Δεν είμαι καλός στο να βασανίζω εσένα» με διορθώνει.
Δεν απάντησα. Δεν είχα ιδέα..τι να πω. Ήθελα να ξαναγελάσω όχι επειδή ήταν αστείο, επειδή αυτή η φράση με έκανε χαρούμενη.
«Όλο αυτό, με την διάσωση, και τα σχετικά, μοιάζει με κινηματογραφική ταινία ε;» γυρίζω και του λέω.
«Η ζωή ώρες-ώρες φέρνει σε ταινία.» κοιτάζω το κενό μαζί του.
«Μπα..απλός η ταινία ώρες -ώρες φέρνει στη ζωή» απαντάει.
¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥
ΧΕΛΛΟΥ ΕΓΚΕΝ❤
Ανεβασα σημερα, οπως υποσχεθηκααα.
Το επομενο θα ανεβει η το αλλο σαββατοκυργιακο η.. πιο νωρις..? Αμ idk.
Ελπιζω να σας αρεσεεεε
Τι πιστευεται για τον Ace? Την κοροιδευει? Ειναι αληθινος? Τι κρυβει γενικα πειτε μου τις σκεψεις σας για αυτον τον χαρακτηρα.💫
* Καντε με add οσες θελετε στο insta:__anna.vl__*💜
- Αυτα, αννα που πρεπει να διαβασει αρχαια, αλλα βαριεται υπερβολικα πολυ μεχρι και να αναπνευσει.💦
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top