Κεφάλαιο 5°
«Βγες έξω» ακούω μια αντρική φωνή. Η πόρτα ανοίγει, και το φως ξετρυπώνει απότομα. Ο γαλανομάτης καθόταν απέναντι μου, όλη την ώρα. Είχε γίνει ένα με το σκοτάδι στη άκρη του δωματίου, και έτσι είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Μόνο ο ήχος που έκανε ο σουγιάς όταν τον γύριζε ακουγόταν. Δεν μιλούσε , δεν απαντούσε. Πρέπει να ήμουν εδώ μέσα, κάνοντας τίποτα, για πάνω από μια ώρα.
Ο γαλανομάτης σηκώνεται, εξακολουθεί να παίζει με τον σουγιά, ώσπου τον βάζει στη τσέπη του. Εγω με την σειρά μου, βάζω δύναμη στα γόνατα μου, και καταφέρνω να σταθώ όρθια. Πρώτη φορά βλέπω και τα 4 αγόρια στο φως.
Αποσυγκεντρώθηκα για λίγο όσο προσπαθούσα να συγκρατήσω στην εμφάνιση τους στο μυαλό μου. Όμως δεν πρόλαβα. Ο ένας αρπάζει τα χέρια μου, και απευθύνεται στον γαλανομάτη.
«Της έλυσες τα σκοινιά;» ρωτάει σαν να ήταν κάτι κακό.
Ξεφυσάει εκείνος και ύστερα βάζει τα χέρια στις τσέπες του. «Ίσως. Δεν μπορούσε να πάει κάπου έτσι κ αλλιώς»
Ύστερα ελευθερώνει επιφυλάχτηκα τα χέρια μου. Κοιτάζω και τους τέσσερεις χωρίς να ξέρω τι πρέπει να πω, να πρώτο ρωτήσω, ή μάλλον τι πρέπει να κάνω. Ο ένας ήταν ξανθός, είχε μερικά γένια ημερών στο πρόσωπο του. Ενώ οι άλλοι δύο είχαν καστανά μαλλιά. Θύμιζαν λίγο ο ένας στον άλλον. Παρόλα αυτά, τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, δεν πολύ έμοιαζαν. Μόλις πήγα να παρατηρήσω όμως τον τέταρτο, με τα γαλανά μάτια, είχε ξανά εξαφανιστεί.
«Και το αδέσποτο σκυλί βγαίνει επιτέλους από τη τρύπα του» σχολιάζει ο ξανθός. Χαμογελάει, και κάνει χώρο για να περάσω από τη πόρτα. Δεν ανταποκρίνομαι στο χαμόγελο. Προχωράω προσεχτικά σαν το πάτωμα να είναι στενό σκοινί.
Μου δίνει ένα μπουκαλάκι νερό και το ανοίγω μόλις το πιάσω στα χέρια μου. Όλη αυτή την ώρα πέθαινα για μια γουλιά νερό. Δεν είχα ξανά αφυδατωθεί τόσο πολύ. Μόλις πιώ αρκετό, ξανά κλείνω το καπάκι και αναστενάξω.
«Ξέρεις, είχα δύσκολη μέρα σήμερα» του λέω.
Σταυρώνει τα χέρια του. «Τι μου λες..»
«Ναι, βλέπεις, το πάρτι που έκανε το σχολείο μου άρπαξε μυστηριωδώς φωτιά, έπειτα μια παράξενη ομάδα αγοριών, αποφάσισε να με κλείσει σε ένα σκοτεινό υπόγειο. Ο ένας από αυτούς, με φωνάζει σκύλο, πράγμα που δεν βοηθάει.»
«Αδέσποτο σκύλο.» με διορθώνει.
Γελάω πνιχτά. «Ξέρεις τα αδέσποτα σκυλιά δαγκώνουν.» απαντώ.
Συνοφρυώνεται. Και γέρνει το πρόσωπο του όσο εξακολουθούν τα χέρια του να είναι σταυρωμένα.
«Απειλείς τους ίδιους σου τους απαγωγείς; Αυτό ή σε κάνει γκόμενα με μπόλικο τσαγανό ή απλά ηλίθια» μου λέει και δεν μπορώ να πω ότι θα με κολάκευε κάνεις από τους δυο χαρακτηρισμούς.
Ανασαίνω. «Ας ξεκινήσουμε από το ότι αν ήθελες να με σκοτώσεις δεν θα με έσωζες» σταυρώνω τώρα και εγω τα χέρια μου.
«Οου, ήρεμα, κάνεις δεν θα σε σκοτώσει.» λέει ο ένας καστανός.
«Μάλλον.» προσθέτει.
«Μας έχεις παρεξηγήσει» χαμογελάει λοξά. Τώρα σταυρώνει και εκείνος τα χέρια του.
«Αλήθεια; Σας έχω;» καγχάζω.
«Πέρασαν μόνο λίγες ώρες πριν με μαλλιοτραβίξετε, δέσετε τα χέρια μου, και προσπαθήσετε να με αναισθητοποιήσετε, λυπάμαι που δεν σχημάτισα και τις καλύτερες εντυπώσεις.» Θα είμαι ειλικρινής, ακουγόμουν σαν σκύλα κάθε φορά που άνοιγα το στόμα μου.
Προτιμούσα να φαίνομαι έτσι, παρά θύμα. Ήθελα να εξασφαλίσω αξιοπρέπεια και ελευθέρια. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Επίσης, με είχαν πονέσει, απομονώσει, τρομάξει, κλειδώσει και μπερδέψει χωρίς να έχουμε κλείσει 2 ώρες που γνωριζόμαστε.
Ο τρίτος, που ήταν και εκείνος καστανός, με ένα πιο ανοιχτό τόνο, και ίσως πιο έντονα χαρακτηριστικά, γελάει σιγανά και σύντομα. «Το παραδέχομαι, έχεις φάση, αλλά κόψε τα πολλά-πολλά, ειλικρινά βαριέμαι να σε ακούω να γκρινιάζεις» μου λέει.
Ο κύκλος που είχαν και οι τρεις σχηματίσει τριγύρω μου ανοίγει, και μπορώ να αρχίσω να παρατηρώ όλο το μέρος. Δεν ήταν, κάτι το ιδιαίτερο. Ήταν σαν ένα τεράστιο, παλιό, μάλλον πολύ.. παλιό σπίτι. Αντίκες, σκονισμένη τοίχοι, μπουκάλια μπύρας πετάμενα από εδώ και από εκεί. Πάγκοι με σκοινιά, μαχαιριά, μέχρι και πιστόλια. Όλα ήταν ακατάστατα.
«Είμαι ο Nick» λέει ο ξανθός.
«Αυτός είναι Axel και αυτός είναι ο Derek» δείχνει τους δυο καστανούς. Ο Axel φαινόταν λίγο πιο χυδαίος και ειρωνικός, ενώ ο Derek που πριν λίγο ανέφερε πως δεν αντέχει τη γκρίνια μου, ήταν μάλλον απλός.. λιγομίλητος, με πολλούς κρίκους στο αριστερό αυτί. Όλοι είχαν μαύρα τατουάζ στα χέρια τους, που το κάλυπταν ολόκληρο. Ήταν μυώδης, φαινόταν σαν να γυμνάζονται καιρό. Αλλά εκτός από το μυώδεις ιστό τους, φαινόταν και πως δεν ήταν απλά αγόρια. Φαινόταν.
«Δεν με νοια!-» αναστενάζω. «Με λενε Alice. Alice bright. Και θέλω να μάθω τι συμβαίνει» λέω τελικά.
«Μπορείς να χαλαρώσεις Alice. Δεν σε έχουμε απαγάγει ή κάτι τέτοιο» γελάει ο Nick όσο απομακρύνεται από κοντά μου. Μου έχει γυρίσει τη πλάτη.
«Ωραία άρα μπορώ να φύγω;» ρωτάω.
«Εμ, όχι.» γυρνάει ξανά για να με κοιτάξει.
Τον κοιτάζω παραξενευμένη.
«Καλά ίσως να σε έχουμε λίγο» λέει και αφήνει ένα μικρό γελάκι στο τέλος.
Όλοι μου είχαν πει τα ονόματα τους, εκτός από τον γαλανομάτη. Ήταν ο μονός που απάντησε ‘ δεν πρόκειται να σου πω το όνομα μου, φώναζε με όπως θες’. Ένοιωθα πως με μισούσε. Αρκετά ειρωνικό αν σκεφτείς πως έπρεπε να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
«Θέλω να..μιλήσω σε έναν Paul.» ανακοινώνω μόλις θυμάμαι εκείνον να μου λέει πως αυτός που με έσωσε λεγόταν έτσι.
«Paul; Δεν υπάρχει κανένας Paul εδώ» γελάει ο Axel. «Έχω ένα θείο στη Ντόρνμπιρν που τον λένε Paul» πετάγεται ο Derek.
«Δεν...» ψιθυρίζω. Οπότε μου είπε ψέματα. Δεν υπάρχει Paul. Το μόνο στοιχείο που κρατάω από αυτόν, είναι πως είναι διπολικός, και πάνω από όλα ξέρει πως να με μπερδεύει.
«Τέλος πάντων, θα σε άφηνα, αλλά δεν κάνουμε τίποτα πριν το εγκρίνει το αφεντικό. Είδη ρισκάρουμε πολλά κρατώντας σε εδώ.» λέει ο Nicκ, όσο αρπάζει ένα μπουκάλι μπύρας.
«Τότε αφήστε με! Και κάνεις δεν θα το μάθει» του λέω.
Καταπίνει σαν νερό λίγο από τη μπύρα προτού μου απαντήσει.
«Δεν είναι τόσο απλό. Φοβόμαστε ότι ξέρει είδη.» ύστερα αναστενάζει.
«Δεν καταλαβαίνω..» είχα βομβαρδίσει το κεφάλι μου με αμέτρητες ερωτήσεις. Αλλά ώρες-ώρες, φοβάμαι να ρωτάω ερωτήσεις, που υπογράφουν τη θλίψη μου. Ξέρω πως ακουγόταν τρελό αυτή τη στιγμή, μα πραγματικά, προτιμούσα να μένω στο σκοτάδι όπως πριν. Να μην έβλεπα πρόσωπα, και χώρο. Παρόλα αυτά, το ψέμα είναι εύκολο, μα ποτέ ανακουφιστικό.
«Δεν χρειάζεται.» μου λέει απλά. Ξαφνικά πνίγεται με τη μπύρα του και κοιτάζει βιαστικά το ρολόι.
«Σκατά, τι ώρα είναι;» λέει.
«Τη κάνουμε» συνεχίζει για εκείνον ο Derek. Αρπάζει το παλτό του, και με προσπερνά. Ο Axel βουτάει το μπουκάλι μπύρας του Nick και πίνει μια γουλιά πριν πάρει το δικό του παλτό.
«Αδελφέ, ξέρεις τι να κάνεις» σκουντάει ο Nick τον γαλανομάτη. Ύστερα, χωρίς περαιτέρω κουβέντες, περνάνε τη πόρτα, η οποία παραδόξος, μόλις άνοιξε, έφερε μια ανυπόφορη ψύχρα. Τουρτούρισα και αγκάλιασα αμέσως το σώμα μου νοιώθοντας για μια στιγμή πως ήμουν γυμνή στη κατάψυξη.
«Φαίνεται πως μείναμε οι δυο μας..» αναφωνεί χαλαρά ο γαλανομάτης. Ξέρω, θα ακουστεί παράξενο, αλλά ήθελα να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα. Κάτι πάνω του, με προσέγγιζε να του μιλήσω. Να ανοίξω συζήτηση μαζί του. Υπήρχε μια τεράστια ειρωνεία που απλωνόταν στην κατάσταση, και αυτή ήταν πως φαινόταν επικίνδυνοι, και ήταν, αλλά δεν πίστευα πως θα με πειράξουν.
«Που πάνε;» ρωτάω.
«Στο αφεντικό. Όταν γυρίσουν, θα ξέρουν τι να σε κάνουν.» λέει.
Παραδέχομαι, πως το τρόπος που περίγραψε τα πράγματα με έκανε να νοιώσω σαν κάποιο περιττό διακοσμητικό που δεν ξέρουν που να το τοποθετήσουν. Και όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να γίνονται διακοσμητικά, πρέπει αρχίζουν να φοβούνται μήπως σπάσουν.
«Χαλάρωσε, θα σε αφήσουν να φύγεις» μου λέει, σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις μου. Δεν γνώριζα πόσο χλωμή είχα γίνει που με πρόδωσε έτσι.
«Πως το ξέρεις;» στραβοκαταπίνω.
«Το ξέρω.» χαμογελάει λοξά, και αύτη τη φορά αρκετά αμυδρά.
Ανασαίνω, και ρίχνω τη πλάτη μου πίσω στον τοίχο. «Εξακολουθείς να μην θες να μου πεις το όνομα σου;» του λέω.
«Εξακολουθείς να μην θες να μου πεις το δικό σου;» στερεώνεται και εκείνος στον απέναντι τοίχο.
«Νόμιζα ότι σου αρκούσε το κοκκινομάλλα» απαντώ.
«Και εγω νόμιζα πως το μισούσες» απαντά με τη σειρά του.
«Το μισώ» του λέω.
«Και εμένα μου αρκεί.» μου λέει.
Ξεφυσάω αγανακτισμένη, ενώ εκείνος χαμογελά σαν να το διασκεδάζει.
«Ωραία, ξέρεις κάτι; Αφού δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, καλύτερα να μην μιλάμε.» ανταποκρίνομαι. Αν και, δεν ήμουν σίγουρη αν πράγματι το ήθελα.
«Θα πιώ σε αυτό» τείνει το χέρι με τη μπύρα του προς το μέρος μου, και ύστερα πίνει το υπόλοιπο της μονορούφι.
Μόλις γυρίσει για να αφήσει κάτω τη μπύρα, παρατηρώ τη ανοιχτή πόρτα δίπλα του. Πρέπει να τη ξέχασαν ανοιχτή μόλις έφυγαν οι άλλοι. Κοιτάω ξανά τον γαλανομάτη, και φαίνεται να γεμίζει ένα ποτήρι για εκείνον. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά σαν να επαναστατούσε, το αίμα στις φλέβες μου σχεδόν άρχισε να παγώνει, και χωρίς να χάσω και άλλο δευτερόλεπτο, πήρα απόφαση, και έτρεξα προς τη πόρτα. Ήταν όλα μια απόφαση, όπως τότε που μπαίνεις σε μια παγωμένη θάλασσα, και είναι μόνο μια απόφαση μέχρι να βουτήξεις ολόκληρη μέσα . Δεν αργεί να με πάρει χαμπάρι, και τότε φωνάζει να σταματήσω, και φυσικά με ακολουθεί.
Πριν καν προλάβω να τρέξω λίγα μέτρα μακριά από τη πόρτα, με πιάνει και με τραβάει απότομα κοντά στο σώμα του. «ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ;!» φωνάζει. Ίσως και να του απαντούσα, αν δεν ήμουν τόσο χαλαλισμένη.
Ομολογώ, ήταν παράξενη η επαφή μας. Ένοιωθα το στήθος του να ανεβακοτεβαινει και τη καρδιά του να σφυροκοπά, σαν πράγματι να μην θέλει να χάσει κάποια κοπέλα. Ίσως με άλλη ερμηνεία. Η μπλούζα του είχε μια ζεστασιά που ερχόταν από το κορμί του. Το δικό μου από την άλλη ήταν παγωμένο.
Με κρατεί γερά από το χέρι για να μην υπάρξουν ξανά τυχόν αποδράσεις, και όταν πλησιάζει τη πόρτα, τη κοπανάει με θυμό. Η σύγκρουση του χεριού του με το ξύλο, έκανε ένα μεγάλο θόρυβο, που ορκίζομαι πως με τίναξε.
«Μας κλείδωσες έξω γαμώτη μου!» φωνάζει.
¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥
ΓΕΙΑΑΑΑΑΑΑΑ ΣΑΣΣΣ💙
Δεν πολυυ..αργησα.
Θελω προβλεψεις. Πως φανταζεστε να λενε τον γαλανοματη;
Σορρυυυ για τυχων λαθη, ειναι που ειναι βραδυ.
Anyway πειτε μου εντυπωσεις και τα σχετικα απο το κεφ.
Ποιος σας αρεσει απο τους 4?😏💙
Το επομενο το βλεπω να ανεβαινει μετα το σ/κ;(❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top