Κεφάλαιο 21°

Το Central Park ήταν μεγάλο. Ήταν σαν κάποιο απομακρυσμένο χωριό γεμάτο καφετέριες, πολύ πράσινο, αφού κάθε γωνιά είχε έστω ένα μικρό λουλουδάκι. Πυκνοί θάμνοι, δέντρα γιγαντιαία, αγάλματα, χώρο για πατινάζ, που σύντομα την άνοιξη θα λιώνε δημιουργώντας ξανά όμορφες κρυστάλλινες λίμνες.

Καθόμασταν σε μια καφετέρια,  ο ένας δίπλα στον άλλον. Ο Ace είχε πάρει έναν σκέτο καφέ, ενώ εγώ μιας που δεν μου αρέσει ο καφές, είχα πάρει μια ζεστή σοκολάτα. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ όμορφη, ακούγαμε νεανικά γέλια εφόσον λίγο κάτω υπήρχε ένας χώρος που δεκάδες άτομα κάνανε πατινάζ. Είχε αρχίσει να χιονίσει ελαφρά, και οι χιονοναφες πέφτανε δειλά στο έδαφος.

Είχα μπροστά μου το σημειωματάριο μου, και ένα στυλό. Προσπαθούσα εδώ και αρκετή ώρα να σκεφτώ μια καλή πρόταση για την εργασία του Κ. Wilson. Αλλά τίποτα δεν ήταν αρκετό.

«Ace εσύ είσαι;» ακούω μια γυναικεία φωνή. Ανεβάζω το βλέμμα μου, αντικρίζοντας τη σερβιτόρα μπροστά μας.

Ο Ace γυρίζει και την κοιτάζει χαλαρός. «Εξαρτάται, ποιος ρωτάει;»

«Η Amy»

«Ποια Amy;»

«Η Amy από το μπαρ» του λέει.

Την επεξεργάζεται από πάνω έως κάτω. Το ύφος του ζωηρεύει. «Δεν θυμάμαι, εκτός αν ήσουν αυτή με το ωραίο φόρεμα» εκείνη του χαμογελάει κάπως πονηρά καθώς παίζει με το ύφασμα της μπλούζας της

«Θα μου φέρεις την απόδειξη Amy;» την ρωτάει φιλικά.

«Οτιδήποτε για σένα» του χαμογελάει λίγο πριν στρίψει για να φύγει.

«Μη. Ξεράσω.» του λέω.

Εκείνος χασκογελάει και ύστερα γλύφει τα χείλια του. «Δεν ξέρω τι είναι μικρότερο, το ύφασμα της φούστας της, ή, η ικανότητα σου να κρύβεις τη ζήλεια σου» λέει δείχνοντας με τον στυλό μου πρώτα τη σερβιτόρα και μετά εμένα.

Αρπάζω το στυλό μου από τα χέρια του, και ρίχνω τη πλάτη μου πίσω στη καρέκλα. «Δεν ξέρω τι είναι μεγαλύτερο, η απελπισία της ή το καλάμι που κουβαλάς» απαντώ.

«Ορίστε» ξανά έρχεται η Σερβιτόρα αφήνοντας τον λογαριασμό πάνω στο τραπέζι.

«Κράτα τα ρέστα» αφήνει μερικά χρήματα που δεν μπόρεσα να δω, γιατί ήμουν αφοσιωμένη στο χαρτί μπροστά μου.  Εντελώς τυχαία άγγιξε το χέρι της για να πάρει την απόδειξη. Στριφογύρισα τα μάτια μου. Όταν αυτή επιτέλους φεύγει, ο Ace γυρνάει προς το μέρος μου.

«Έτοιμη;» μου λέει.

«Για τι;» απορώ.

Και τότε γυρίζει την απόδειξη από την αντίθετη πλευρά. Πλησιάζω και διαπιστώνω ότι έγραφε έναν αριθμό κινητού. Της σερβιτόρας προφανώς.

Σουφρώνω τα χείλια μου κοιτώντας τον. «Ξέρεις αυτή θα ήταν μια καλή στιγμή να σταματήσεις να φλερτάρεις με σερβιτόρες» του λέω.

«Δεν φλερτάρω» απαντάει και ρίχνει τη πλάτη του προς τα πίσω. Μπα, η ιδέα μου θα ‘νε.

«Δες» συνεχίζει και κάνει χίλια κομματάκια την απόδειξη, αφήνοντας από αυτήν μόνο μικρά χαρτάκια να εξαπλωθούν πάνω στο τραπέζι.

Ανασαίνω αγανακτισμένη μαζί του και ξανά επιστρέφω στο χαρτί μου. Ξέρω πως απλά έτσι είναι ο χαρακτήρας του.

Προσπάθησα να σκεφτώ πως ήταν τα πράγματα όσο ήμουν με τον James. Όσο και αν δεν το δεχόμουν με είχε πάρει από κάτω ο χωρισμός μας. Είμασταν τόσους μήνες μαζί, και με τον τρόπο που φέρθηκε με κάνει να νοιώθω ηλίθια. Αλλά πως ήταν τα πράγματα πριν το χωρισμό μας;

Αγάπη είναι ένα έντονο συναίσθημα που, όχι. Αγάπη είναι ένας τρόπος έκφρασης..όχι. Αγάπη είναι… στο τέλος τσαντίστηκα και τσαλάκωσα το χαρτί μπροστά μου, αφού το χα γεμίσει μουτζούρες.

«Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα!» λέω.

«Πως είναι δυνατόν το 50% του βαθμού μου να εξαρτάται από αυτή την εργασία; Από μια ηλίθια ερώτηση για το τι είναι αγάπη. Το λέει πουθενά το βιβλίο; Δείξε μου σελίδα και παράγραφο! Δεν μας το έχουν μάθει ποτέ» συνεχίζω αγχωμένη για την συγκεκριμένη εργασία.

Όσο το πρόσωπο του βρίσκεται κοντά στο δικό μου, και το άρωμα του διαπερνάει τα ρουθούνια μου, εκείνος με πλησιάζει και λέει: «Χαλάρωσε, θα στο μάθω εγώ» και ένα αλαζονικό, αμυδρό χαμόγελο να  στολίζει το πρόσωπο του. Γυρίζω και τον κοιτάζω, τα μάτια του ήταν πολύ κοντά στα δικά μου, και εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι δεν θα συνηθίσω η βαρεθώ ποτέ να βλέπω το γοητευτικό χρώμα τους.

«Τι; Δεν με ‘χεις για καλό δάσκαλο;» μου λέει.

«Δεν μ αρέσει να κλέβω» Καγχάζω. Ηξερα πως του αρεσει ετσι να αστειεύεται.

Μετά από λίγη ώρα, τελειώνοντας άλλη μια αποτυχημένη προσπάθεια να ολοκληρώσω την εργασία μου, ο Ace και ‘γω αφού μεταφέραμε τα ποδήλατα πάλι στην αποθήκη, χωριστήκαμε. Εκείνος όπως μου είπε τον καλούσαν τα καθήκοντα της ομάδας του, ενώ εγώ..απλά έμεινα μονή μου , καθιστή, στην αποθήκη καλώντας με, τα καθήκοντα της περιεργείας μου.

Ήθελα να ψάξω περισσότερα αναμνηστικά μέσα στις ξεχασμένες κούτες, και κάπως έτσι να περάσω το χρόνο μου. Γονάτισα μπροστά τους και τράβηξα μια κοντά μου. Ανοίγοντας την, όμως είδα απλά μερικά κομμάτια αφρολέξ, και παλιά κουζινικά σκεύη. Την έκλεισα εφόσον δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο.

Έφερα τη δεύτερη χάρτινη κούτα που βρήκα μπροστά μου. Με τα νύχια μου έβγαλα τα ζιλοτέιπ και την άνοιξα. Πάλι το μόνο που μπορούσα να δω ήταν μια στροφή αφρολέξ. Την έβγαλα και συναντώ απρόσμενη ένα άλμπουμ φωτογραφιών στο πάτο της κούτας. Χώνω μέσα το χέρι μου και το βγάζω.

Ήταν σχεδόν σάπιο, χαλασμένο, το εξώφυλλο κατάμαυρο σαν να το είχε ζωγραφίζει κάποιος με μαρκαδόρο. Οι σελίδες μέσα ήταν κολλημένες, και κάναν αυτόν τον ενοχλητικό θόρυβο για να ξεκολλήσουν. Αφού άνοιξα τη πρώτη, είδα μια παρόμοια φωτογραφία με αυτή που είδα χθες στο σαλόνι με τον Ace και την μητέρα μου.

Το ίδιο αγόρι με κρατούσε πάλι αγκαλιά. Το σκηνικό από πίσω διέφερε, είμασταν σε μια διαφορετική αυλή. Ο αγόρι είχε μελί, εκφραστικά μάτια που κοιτούσαν έντονα τη κάμερα. Εγώ είχα ένα πλατύ χαμόγελο, ενώ τα μαλλιά μου ήταν και εδώ πιο σκούρα, και λίγο πιο κοκκινωπά.
Ένοιωσα ένα έντονο εσωτερικό κάψιμο. Η αυλή, ήταν τόσο γνώριμη, σαν ένα μακρινό όνειρο. Ένοιωθα σαν να ήταν μέρος του σπιτιού μου, και όμως εκτός από αυτό το παράξενο συναίσθημα της επανασύνδεσης που κατάτρωγε λυσσασμένη τη μνήμη μου, δεν θυμόμουν τίποτα άλλο. Ούτε το αγόρι. Ήταν σαν να βρισκότανε ένας τεράστιος τοίχος μπροστά μου, πελώριος και κολοσσιαίος.

Όλοι έχουμε κοιτάξει από την κλειδαρότρυπα έστω μια φορά στη ζωή μας κ ας μην το παραδεχόμαστε. Το να προσπαθείς να δεις μέσα στο δωμάτιο, ενώ κάτι σε εμποδίζει, είτε το κλειδί, είτε κάποιο πανί που είναι ακουμπισμένο στο χερούλι της πόρτας, είναι ενοχλητικό. Όσο περίεργο κ αν ακούγεται, οι αναμνήσεις μου, ήταν κάπως έτσι.

Πήγα στην επόμενη. Μα τότε συνειδητοποίησα ότι οι υπόλοιπες σελίδες ήταν καρβουνιασμένες. Καμένες στην άκρη, και μερικές περισσότερο. Τότε σαν να καιγόταν εκείνο ακόμα, το πέταξα τρομοκρατημένη από τα χέρια μου. Ήμουν τόσο θολωμένη που κοίταξα τα τρεμάμενα χέρια μου για να δω εάν κάηκαν. Αλλά όχι. Ήταν όλα στο μυαλό μου.

Το άλμπουμ είχε πέσει ανοιχτό, με τις καμένες σελίδες του να κρατάνε τα μάτια μου αλυσοδεμένα πάνω τους. Αισθάνθηκα τη ταχυπαλμία να βαράει το στήθος μου. Την ατμόσφαιρα να καίει, και το χώρο να μικραίνει. Μα ο χρόνος είχε παγώσει. Το άλμπουμ ήταν καμένο..

Δεν ήθελα να βουρκώσω, αλλά θα το έκανα έτσι κ αλλιώς. Οι αναμνήσεις αρχίσαν να με πνίγουν. Το πρόσωπο μου να ιδρώνει. Ένοιωθα πως ότι και να αγγίξω θα με κάψει. Ακουγόταν υπερβολικό, ήταν υπερβολικό, αλλά έτσι ήταν.

Ήθελα να τελειώσω το άλμπουμ. Να μάθω ποιο είναι το αγόρι που η μητέρα μου τρόμαξε όταν είδε χθες στη φωτογραφία. Μου φαινόταν παράξενο που δεν τον θυμόμουν, ενώ φαινόταν να ήταν σημαντικό κομμάτι της ζωής μου.
Ξαφνικά άκουσα ένα γδούπο απέξω. Ύστερα βαδίσματα να έρχονται προς τη πόρτα και σταματούν απέξω της. Μπορούσα να διακρίνω τα παπούτσια κάτω από το κενό της πόρτας.

«Μαμά;» ρωτάω. Αλλά εκείνη τη στιγμή αντιλαμβάνομαι πως τα παπούτσια είναι αντρικά.

«Ace..;» ρωτάω συνοφρυωμένη. Σηκώνομαι όρθια  παραξενευμένη.

Η πόρτα ανοίγει αλλά δεν βλέπω αυτόν που περίμενα να δω. Ο ξανθός αδελφός του Ace, μπαίνει μέσα στην αποθήκη με αργά και σταθερά βήματα. Η αναπνοή μου κόβεται και βαδίζω προς τα πίσω τρομαγμένη. Το φως του ηλίου απέξω έχει σχεδόν χαθεί.
Σπρώχνει τη πόρτα και εκείνη τρίζει μέχρι να μισοκλείσει.

«Δεν σου είπε ο Ace ότι ξέρω που μένεις;» λέει χαμηλόφωνα. Η φωνή του ακουγόταν ήπια, τα μάτια του με κοιτούσαν χαμένα, σχεδόν απροσδιόριστα. Φαινόνταν αποφασισμένα για κάτι.

Πίσω πατάω μέχρι να κολλήσω πίσω στο τοίχο. «Τι κάνεις εδώ;» τον ρωτάω.

Το σκοτάδι μας περικύκλωνε και τους δυο μας. Η παρουσία του με φόβιζε, ήταν γεροδεμένος, πιο δυνατός από μένα, πιο ψηλός και πιο ύπουλος. Το στήθος μου ανεβοκατεβαίνει από το τρόμο που κυλάει στις φλέβες μου.

Το χέρι του ήταν δεμένο από τη πληγή που του είχα κάνει τότε στο τρένο. Το άλλο του ήταν όμως ελεύθερο.  Οι σόλες του παπουτσιού του ακούγονται πάνω στο ξύλο του πατώματος καθώς πλησιάζει.

Σκέφτηκα να ουρλιάξω για βοήθεια, αλλά καθώς άνοιξα το στόμα μου έτοιμη να βγάλω τη κραυγή μου, αυτός με διέκοψε.

«Α -α-α» λέει τραγουδιστά. «Δεν θα το έκανα στη θέση σου» συνεχίζει.

«Γιατί αν έρθει κάποιος εδώ κάτω για σένα, δεν υπόσχομαι τίποτα για τη σωματική του ασφάλεια» λέει. Το βλέμμα του αρχίζει να με φοβίζει, τα μάτια του με κοιτάζουν έντονα σαν να είναι βέλος και εγώ ο κεντρικός στόχος.

Σιωπαίνω. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να βάλω τη μητέρα μου η τον οποιοδήποτε σε κίνδυνο.

«Ήσουν πάντα μεγάλος μπελάς Alice Bright»  με πλησιάζει απειλητικά.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα, και με τόλμη του λέω: «Δεν πείραξα ποτέ κανέναν»

Γελάει ειρωνικά, και ύστερα το χαμόγελο του χάνεται, τα μάτια του στενεύουν. «Πιστεύεις;» με ρωτάει γέρνοντας το κεφάλι του προς τα δεξιά

«Έπρεπε να ήσουν νεκρή εδώ και χρόνια» συνεχίζει. Τον κοιτάζω μέσα στα σκοτεινά του μάτια και συνοφρυώνομαι. Προσπαθούσα να επεξεργαστώ και να λογαριάσω τα λόγια του, μα αδυνατώ.

«Δεν σε ήξερα πριν λίγους μήνες» του απαντώ.

Εκείνος ξανά γελάει αλλά αυτή τη φορά με μια πικρά να τον πνίγει. «Μια μέρα θα καταλάβεις πόσο ειρωνικό είναι όλο αυτό»

«ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ ΓΙΑ ΟΛΑ!» ωρύεται γοερά και κλοτσάει μια κούτα μπροστά του, που συνθλίβεται σε χίλια κομμάτια. Εγώ πετάγομαι τρομοκρατημένη. Τα πόδια μου αρχίζουν και τρέμουν τόσο πολύ που με το ζόρι με κρατούν.

«Για ΟΛΑ!» επαναλαμβάνει. Η χρεία του ήταν αγριεμένη, δυνατή και με έκανε να χάνω τη δικιά μου. Φαινόταν άστοργος, αλύγιστος και αμείλικτος.

«Αν μου εξηγήσεις τι εννοείς ίσως μπορώ να τα διορθώσω..»  λέω απαλά, προσπαθώντας να εξορκίσω τα δαιμόνια του και να γαληνέψω το μυαλό του.

«Είναι πολύ αργά πλέον..» μουρμουρίζει.

«Δεν ήσουν τόσο επιθετικός μαζί μου στην αρχή. Μου έδωσες το χέρι σου και μου είπες το όνομα σου, θυμάσαι; Τι έγινε τώρα;» ρωτάω.

«Όχι, μέχρι που κατάλαβα ποια είσαι. Alice Bright.» απαντάει και προφέρει το ονοματεπώνυμό μου έντονα λες και είναι το πιο σημαντικό όνομα που έχει ακούσει. Τότε σιγά-σιγά βάζει το χέρι του μέσα στη τσέπη του κι βγάζει το όπλο του. Έμοιαζε σαν να τα είχε προγραμματίσει όλα από την αρχή. Το χέρι του σταδιακά σηκώνεται και με στοχεύει.

«Σε παρακαλώ, μη..» λέω ικετικά. Τα γόνατα μου λυγίζουν, και γονατίζω στο πάτωμα. Ο στόχος του με ξανά βρίσκει.

«Είναι πολύ αργά πλέον..» λέει πικραμένος. Τα υγραμένα μάτια του γυαλίζουν.

«ΜΗ!» ουρλιάζω.

«Είναι πολύ αργά πλέον..» επαναλαμβάνει νωχελικά. Το δάχτυλο του αρχίζει και πιέζει τη σκανδάλη.

«ΕΙΠΕΣ ΠΩΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ!» πανικοβάλλομαι. 

«Είναι πολύ αργά πλέον..» λέει πάνω από τη φωνή μου. Και τότε ήταν το δευτερόλεπτο που θα με πυροβολούσε. Που θα με σκότωνε. Αυτόματα άρπαξα το άλμπουμ δίπλα μου και το έβαλα μπροστά στο πρόσωπο μου για να καλυφτώ. 

«Σε παρακαλώ. ΜΗ!» τσιρίζω. Ήξερα ότι ένα άλμπουμ δεν θα με βοηθούσε αν πυροβολούσε. Αλλά ήταν μια κίνηση πάνω στο τρόμο και το πανικό μου.

Εκείνος ξαφνικά σταματάει. Το σώμα του παγιώνει. Η ανάσα του κόβεται. Τα φρύδια του λυγίζουν, οι κόρες των ματιών του τρεμοπαίζουν μέσα σε μια λίμνη που βρίσκεται στο περίγυρο των οφθαλμών του. Το κάτω μέρος των χίλιων του αρχίζει και τρέμει.

Ήταν σαν κάτι να τον είχε σταματήσει. Αρπάζει το άλμπουμ από μπροστά μου  και το πετάει βίαια, μακριά. Τυλίγει τα χέρια του γύρω από το λαιμό μου με ορμή, με σηκώνει και με κολλάει στο τοίχο. Νοιώθω ότι το χέρι του θα συνθλίψει τα κόκαλα μου. Η ανάσα μου διακόπτετε.

Μέσα από τα δόντια του, όσο τρέμει από θυμό και τα μάτια του αστράφτουν μίσος, μου λέει:
«Σήκω και φύγε από μπροστά μου. Άλλαξε περιοχή, και μην ξανά γυρίσεις ποτέ εδώ, πήγαινε κάπου που δεν θα μπορώ να σε βρω. Εξαφανίσου πριν το μετανιώσω»

Με αφήνει ελεύθερη, και πράττω όπως μου είπε. Τρέχω προς τη πόρτα αλλά με μια κίνηση την κλείνω πίσω μου. Αμέσως την κλειδώνω, αφήνοντας εκείνον εγκλωβισμένο μέσα.

Βγάζω το κινητό μου και πληκτρολογώ τον πιο γνωστό αριθμό της χώρας. «Ναι; Αστυνομία;»

》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
ΚΑΑΑΑΛΗΣΠΕΡΑ ΚΟΣΜΕ❤
Τι κανετε πως ειστεεε
*finally πασχα*

Το πασχα θα προσπαθω να ανεβαζω αν οχι καθε μερα τοτε μερα παρα μερα.😏

Soo η πλοκη αρχιζει και ξετυλιγεται but μπορει να φανηκε σε μερικους απο εσας προφανεις τα ερωτηματα του κεφαλαιου.

Ναι. Hah. θα θελατε❤

Το επομενο θα ειναι πολυυ ενδιαφερον part, ειδικα οταν θα μπει ο Ace😏💕

Αποψεις για το κεφαλαιο;👉

Btw θεωρω πολυ ενδιαφερον τον χαρακτηρας του Nick στην ιστορια μου γιατι ψυχολογικα ειναι τοσο ασταθης κλτπ

Αν θλτ περιγράψτε μου τα δυο αδελφια με 3 λεξεις. Ace & Nick👉

(Btw θελετε να βαζω τραγουδια πανω στα κεφαλαια η σας αποσυντονιζουν?)

-Αννα που θα ανεβασει ξανα συντομα🌙💕

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top