Κεφάλαιο 13°
Όταν οι άνθρωποι κάνουν λάθη, έχουν έναν σκοπό, τόσο σωστό για εκείνους που τα λάθη παύουν να υπάρχουν στο λεξιλόγιο τους. Όλοι κάνουμε λάθη, και αν δεν είναι η μέρα μας, τα ξανά κάνουμε. Ίσως όσες φορές μετανιώσεις, τόσες φορές θα ξέρεις, πως ποτέ πραγματικά δεν το έκανες. Γιατί μετανιώνουμε μια φορά για κάτι. Οι υπόλοιπες φορές..δεν είναι μετάνοια, αλλά ένα είδους συναισθήματος, πάνω από τον εγωισμό μας που κυριεύει το πίσω μέρος του κεφαλιού μας.
Ο James Walker, δεν φάνηκε να μετάνιωσε ποτέ για τίποτα. Τα πάντα συνέβησαν κάπως έτσι:
Εκτός εαυτού, έκλεισα τη πόρτα και έτρεξα ξανά μέσα στο πλήθος. Θυμάμαι πόσο συντετριμμένη ήμουν. Ένοιωθα προδομένη, και..γελοία. Ηλίθια που αγόραζα ευκαιρίες σε ανθρώπους που ζητιάνευαν με χρυσές κούπες. Που ποτέ δεν είχαν ανάγκη για καμία συγχώρεση. Ο James προσπάθησε να με ακολουθήσει, αλλά τραβιόμουν συνεχώς από εκείνον. Θυμάμαι πόσο προσπαθούσε να μου εξηγήσει και να μου πει άλλη μια από τις φτηνές δικαιολογίες του.
Στο τέλος μου φώναξε «Ε άστο διάολο Bright» και εξοργισμένη φυσικά γύρισα και του έχωσα ένα γερό χαστούκι. Μερικοί γυρίσαν προς το μέρος μας και αρχίσαν να γελούν μαζί του, εκείνος με κοίταξε οργισμένος , στην αρχή φάνηκε να πήγε να πει περισσότερα αλλά τη τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και έφυγε.
Σαν να μην έφτανε όμως αυτό, ο κύριος Smith, υποδιευθυντής του πανεπιστήμιου, μπαίνει στο πάρτι, μένοντας με το στόμα ανοιχτό. Αρχίζει να ουρλιάζει και να αρπάζει έναν έναν μαθητή είτε από το αυτί είτε από το μπράτσο. Διατάζει να τελειώσει το πάρτι, να κλείσει η μουσική και να φύγουμε όλοι. Τρέχει ατσούμπαλα και προσπερνά τα παιδία, σκοντάφτοντας αλλά κανένας δεν του δίνει σημασία. Μερικοί τον σπρώχνουν και εξακολουθούν να χορεύουν αδιάφοροι. Μέχρι φυσικά να καλέσει ενισχύσεις.
Ύστερα ήρθε στο σταθμό και μας τα έψαλλε διότι συμφωνήσαμε να παίξουμε μουσική. Μόνο που δεν μας πέταξε έξω με τις κλοτσιές.
Καλές χριστουγεννιάτικες διακοπές μου λοιπόν.
«Εξακολουθώ να μην θέλω να περάσω εκεί τις υπέροχες Χριστουγεννιάτικες διακοπές μου» λέω στη γυναίκα που οδηγεί το κόκκινο Smar δίπλα μου, που τυχαίνει να είναι η μητέρα μου.
Η μητέρα μου αποκρίνεται κοιτώντας τον δρόμο. «Οι υπέροχες χριστουγεννιάτικες διακοπές σου θα είναι ακόμα πιο υπέροχες στο παλιό σου σπίτι»
«Όχι, οι υπέροχες χριστουγεννιάτικες διακοπές μου δεν θα είναι καν υπέροχες εκεί πέρα»
«Συνεργάσου μικρή Bright» μου λέει.
Ξεφυσάω μια τούφα μαλλιών που πέφτει πάνω στα μάτια μου και βουλιάζω στο κάθισμα. Η μητέρα μου αποφάσισε να γιορτάσουμε τις διακοπές μας στο παλιό μας σπίτι στη Νέα Υόρκη. Δεν καταλάβαινα γιατί. Ίσως της έλλειπε, και ίσως επειδή ήταν μεγαλύτερο.
Όπως και να είχε, εμένα με χάλαγε, διότι δεν θα μπορούσα να γιορτάζω η τουλάχιστον να δω τον Freddie και την Alexa, και εκτός από αυτό, το σπίτι μας στην Νέα Υόρκη είναι γεμάτο άσχημες αναμνήσεις που σίγουρα θα μου καταστρέψουν το χριστουγεννιάτικο πνεύμα.
«Εγώ και ο James χωρίσαμε» λέω ξαφνικά. «Τι-!» φωνάζει και τα μάτια της ανοίγουν ορθάνοιχτα. Σε κλάσματα δευτερολέπτου, πάρα τρίχα να τρακάρει σε κάποιο άλλο αμάξι μα τη τελευταία στιγμή γυρίζει τέρμα το τιμόνι, καταφέρνοντας να αφήσει το άλλο αμάξι να μας προσπεράσει ξυστά.
«Δεν πετάμε έτσι τη βόμβα αγάπη μου!» λέει ταραγμένη. Πλέον το αμάξι προχωρούσε κανονικά.
«Θα γινόταν κάποια στιγμή έτσι κ αλλιώς» λέω. Από μικρή έβαλα έναν στόχο στον εαυτό μου. Να μην κλάψω ποτέ για κανένα αγόρι. Και το είχα καταφέρει. Πάντα προσπαθούσα να ακουμπώ τη στεναχώρια σε σημεία που ήξερα πως δεν θα μπορούσα να τη ξανά βρω.
«Τσακωθήκατε;» ρωτάει.
«Μπορείς να το πεις και έτσι» απαντώ κοιτώντας έξω το παράθυρο. Δυναμώνω για μια στιγμή το ραδιόφωνο, ακούγοντας το City Lights. Πάντα μου άρεσε να κοιτάζω το παράθυρο ακούγοντας μουσική. Με κάνει να νοιώθω πως βρίσκομαι σε κάποιο κινηματογραφικό φιλμ, ή να σκέφτομαι κοσμοθεωρίες και γεγονότα που είχα καιρό να σκεφτώ, και η αντανάκλαση του προσώπου μου στο τζάμι, ήταν η αποδείξει πως έτσι έβρισκα για λίγο τον εαυτό μου.
«Πως νοιώθεις;» με ρωτάει.
«Καλά εντάξει..δεν θα σκάσω» της λέω. Κ όμως. Θα καθόμουν να σκάσω. Μερικές φορές όπου και να ακουμπήσεις τη στεναχώρια, εκείνη βρίσκει πάντα το δρόμο να γυρίζει πίσω σε εσένα.
«Μπορείς να μου μιλήσεις ξέρεις» είπε.
«Το ξέρω μαμά, απλά νομίζω είναι καλύτερο να μην το συζητάω» κοίταξα τα δάχτυλα μου που ακουμπούσαν νευρικά το ένα το άλλο.
«Όπως θες» εξακολουθεί να κοιτάζει τον δρόμο.
Τέσσερα τραγούδια αργότερα είχαμε φτάσει ακριβώς απέξω από το σπίτι μας. Βγήκα έξω από το αυτοκίνητο και στάθηκα μπροστά από το σπίτι που έμενα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, και έχω να αντικρίσω τα τελευταία 5 χρόνια.
Το σπίτι ήταν μεγάλο. Μια όμορφη μεζονέτα απομακρυσμένη από τους ουρανοξύστες και τις γιγάντιες πολυκατοικίες τις Νέας Υόρκης. Περιτριγυριζόταν από μια σιδερένια μάντρα που είναι πιο σκουριασμένη από ότι τη θυμάμαι. Τα λουλούδια της αυλής έχουν μαραθεί εκτός από μερικές εξαιρέσεις.
«Alice φέρε τις υπόλοιπες βαλίτσες» λέει η μητέρα μου κουβαλώντας μερικές τσάντες που ήταν τοποθετημένες η μια πάνω στην άλλη πάνω στα χέρια της, κάνοντας ένα πύργο από τσάντες έτοιμο να πέσει κάτω.
Έγνεψα, αλλά κάθισα λίγο ακόμα να χαζέψω το σπίτι. Για μια στιγμή μια ακόμα άσχημη ανάμνηση χτύπησε και με έκανε να ανατριχιάσω και να πάω αμέσως να πάρω τις υπόλοιπες βαλίτσες. Αφού αρπάξω την μεγαλύτερη βαλίτσα και τη βγάλω έξω από το χώρο αποσκευών, τη ακουμπάω για λίγο κάτω αναστενάζοντας. Ήταν βαριά η άτιμη.
Εκείνη τη στιγμή, ακριβώς στο διπλανό σπίτι, διακρίνω τον γαλανομάτη να στέκεται εκεί. Ξανά κοιτάζω καλύτερα, μα αυτή τη φορά είχε εξαφανιστεί.
Συνοφρυώνομαι, και αποφασίζω να αφήσω τις βαλίτσες να περιμένουν. Πηγαίνω στο διπλανό σπίτι κάνοντας ένα αργό τροχάδην. Κοιτάζω τριγύρω αλλά δεν τον βλέπω πουθενά. Δεν ήταν ακριβώς σπίτι. Ήταν ένα..ερείπιο. ένα μέρος που πίστευα πως ποτέ ξανά δεν θα πατούσα.
Γυρίζω προς τα πίσω μου, για να φύγω, και τον βλέπω ακριβώς μπροστά μου. Βγάζω μια μικρή κραυγή, και πετάγομαι.
Το γεροδεμένο σώμα του μένει ακίνητο μπροστά μου. Σχηματίζει ένα λοξό χαμόγελο που απολάβανε τον πανικό μου. «Γεια και πάλι, κοκκινομάλλα»
«Γεια, γαλανομάτ- εννοώ, Ace» το διόρθωσα τη τελευταία στιγμή.
«Και εγώ που περίμενα να μην σε ξανά δω ποτέ» του λέω βάζοντας τα χέρια μου στις τσέπες του τζιν μου. «Τι κάνεις εδώ;» τον ρωτάω ύστερα.
«Την ίδια ερώτηση θα έκανα και εγώ» αποκρίνεται.
Τα καταγάλανα μάτια του είναι ακόμα πιο έντονα από ότι τα θυμάμαι. Τα μαύρα μαλλιά του ανακατεύονται που και που με τον αέρα που διαπερνά τα κορμιά μας.
Κοιτάζω λίγο προς τα κάτω αμήχανα. Σκέφτηκα πολύ για το αν θα κάνω την επόμενη ερώτηση. Τελικά σηκώνω το βλέμμα μου. «Με..παρακολουθείς;» βάζω μια τούφα των μαλλιών μου πίσω από το αυτί μου.
«Τι να πω, η ζωή σου έχει ενδιαφέρον, μυστικό και αποτυχημένο πάρτι στο υπόγειο του σχολείου και χωρισμός με τον.. James Walkers;»
Κοκαλώνω σχεδόν ανέκφραστη. Το κάτω χείλος μου πέφτει τρομαγμένο.
«Αστειεύομαι, εσύ και ο φίλος σου αφήσατε πάλι ανοιχτό το μικρόφωνο» συνεχίζει. Θεέ μου Freddie.
Ανασαίνω κάπως ανακουφισμένη. Όσο ανακουφισμένη θα μπορούσα να είμαι που όλοι όσοι άκουγαν τον Scars έμαθαν για την ερωτική μου ζωή και ένας θεός ξέρει τι άλλο. Παρεμπιπτόντως, ο Ace άκουγε Scars..;
«Πρέπει να ανησυχώ που είσαι πάλι εδώ;» ρωτώ καχύποπτη.
«Πρέπει;» ρωτάει γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι του.
Ο Ace Hansen ήταν σίγουρα διαφορετικός. Είχε αυτά τα μάτια που σε υπνώτιζαν στο μπλε πέπλο τους. Απαντούσε στις ερωτήσεις με ερωτήσεις, και μιλούσε σαν να με ξέρει καλύτερα από τον ίδιο μου τον εαυτό.
«Δεν μου απάντησες, τι κάνεις εδώ;» του λέω.
Κάτι άλλο που με τραβάει στον Ace, είναι πως όταν σου απευθύνεται σε κοιτάει πάντα στα μάτια, με το βλέμμα του να έχει πάντα τα κότσια να μιλήσει ειλικρινά. «Έρχομαι εδώ που και που, για να σκεφτώ» μου είπε.
Γελάω πνιχτά. «Και να φανταστώ η τοποθεσία δίπλα στο σπίτι μου, είναι εντελώς τυχαία»
Το τοπίο τριγύρω ήταν χιονισμένο. Μα οι δρόμοι είχαν καθαριστεί, ακόμα και αν μερικές φορές γλίστραγαν ή είχαν παγώσει σε μερικά σημεία. Τα δέντρα τριγύρω έμοιαζαν λουσμένα με ζάχαρη, και ο αέρας ήταν τόσο παγωμένος που ανατρίχιαζαν οι πόροι του δέρματος μου.
«Τίποτα δεν είναι τυχαίο» λέει.
«Αλλά αυτό θα το καταλάβεις αργότερα» προσθέτει και ένας λίγο πιο δυνατός αέρας χτυπάει το πρόσωπο του.
«Με μπερδεύεις συνέχεια» παραδέχομαι. Και εκεί που περίμενα να τον ακούσω να πει άλλη μια από τις εξυπνάδες του η να με μπερδέψει λίγο παραπάνω, ακούω τη φωνή της μητέρας μου από το σπίτι μου. «Alice! Τι κάνεις τόση ώρα;»
«Έρχομαι μαμά!» γυρίζω και της φωνάζω
«Φοβάσαι να μπεις έτσι δεν είναι;» ο γαλανομάτης με ρωτάει σίγουρος για τον εαυτό του. Τον κοιτάζω σαστισμένη. Δεν μπορεί να τα ξέρει όλα.
«Ξέρεις κάποιος κάποτε μου έμαθε..» κάθεται στο πεζούλι πίσω του, και ζωγραφίζει με ένα ξυλάκι πάνω στο χιόνι.
«Ο φόβος είναι σαν τη σκιά σου. Είναι πάντα εκεί, ακόμα και όταν δεν την βλέπεις, περιμένοντας να πας στο φως για να εμφανιστεί. Όμως είναι ανώφελο να αποφεύγεις το φως επειδή χωρίς αυτό δεν υπάρχει σκοτάδι και στο κάτω κάτω μη ξεχνάς ότι η σκιά σου, είναι ο ίδιος σου ο εαυτός.» λέει.
Η όλη σκηνή μαζί του ήταν ένα τεράστιο ντε ζαβού, και ήταν παράξενο που η παρέα ενός εγκληματία σαν εκείνον έξω στο χιόνι ήταν πιο ζεστή από το σαλόνι του σπιτιού μου.
Η ραχοκοκαλιά μου είχε ανατριχιάσει στα λόγια του, και το μυαλό δεν έπαυε να σκέφτεται ξανά και ξανά τις λέξεις του.
«Πως ήξερες ότι φοβάμαι;» ρωτάω μόνο.
Τα γαλανά μάτια του υψώνονται πάλι στα δικά μου. Με κοιτάζει και χαμογελάει στραβά. «Το μάντεψα.» απαντάει.
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
ΓΕΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ΣΑΣ
Ειπα πως θα βαλω συντομα και εβαλα. * μπι πραουντ*
Τι κανετε πως ειστε
Εγω δεν πηγα σκουλ γτ λυποθημησα κ πηγα για κτ εξετασεις εκει κ μπλαμπλα το ποιντ ειναι οτι εκατσα και εγραψα κεφ.
Ο Ace κανει δυναμικο καμ μπακ μια και καλη για ολη την συνεχεια της ιστοριας😏❤
Το κεφ ειναι απο τα αγαπημενα μου στο Scars, σοου ελπιζω να σας αρεσε.
spoiler: οι χαρακτηρες ερχονται πιο κοντα βολ2?😏
Το επομενο θα προσπαθησω να ειναι το Σαββατοκυργιακο.❤
-Αντιος αννα που ανεβαζει πιο συχνα💫
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top