Πρόλογος

«Καλώς ήρθατε στο Scars. Τον επίσημο ραδιοφωνικό σταθμό του University of Northern Florida. Μείνετε συντονισμένοι.»

Ο Freddie δίπλα μου πάτησε γρήγορα κάποια κουμπια από το σύστημα και η μουσική άρχισε να παίζει στον σταθμό. Μερικές φορές πατάει τόσο γρήγορα τα κουμπια που νοιώθω ότι τα πατά τυχαία.

Ξεκίνησα να σιγοτραγουδώ τα λόγια του τραγουδιού και να κουνιέμαι σχεδόν ανεπαίσθητα στο ρυθμό.

«Το τραγούδι αυτό είναι φοβερό» σχολίασα.

Εκείνος έγνεψε ανταποδίδοντας στο σχόλιο. «Από τα καλύτερα των Arctic Monkeys»

«Είσαι πολύ τυχερή που ανέλαβες τη ευθύνη για τον σταθμό του σχολείου» μου λέει ενώ αρχίζει και αυτός να παρασύρεται στο ρυθμό κουνώντας απλά λίγο το κεφάλι του.

Χαμογελάω στραβά. «Είμαι δεν είμαι;»

Εκείνος γελάει.
Γελάω και εγω, και ύστερα του χαμογελάω με το πιο ειλικρινές και ευγνώμον χαμόγελο που έχω. « Σε ευχαριστώ». Για να αναλάβω το σταθμό, έπρεπε να περάσω από ένα γραπτό τεστ μαζί με αλλά 15 άτομα που ήταν διατεθειμένα αρπακτικά, έτοιμα να διεκδικήσουν τη θέση μου. Έπρεπε να ξέρω προγραμματισμό. Το μόνο πρόγραμμα που ξέρω, είναι αυτό του κυλικείου. Μόνο δυο άτομα θα μπορούσαν να αναλάβουν τον σταθμό. Ο Freddie με άφησε να αντιγράψω από το γραπτό του. Ήξερε πόσο το ήθελα.

«Στη διάθεση σας» έκανε μια μικρή υπόκλιση.

Ύστερα κοίταξε αμήχανα το μικρόφωνο. Μου ξανά έριξε μια ματιά σαν να ήθελε να μου πει κάτι αλλά δεν τολμούσε. Εγω συνέχισα να τραγουδώ ανενόχλητη. Στο τέλος στήριξε τον αγκώνα του στον πάγκο μπροστά μας.

«Εη..εμ..είσαι καλά;»

«Γιατί ρωτάς;» γελάω καθώς ελευθερώνω το λουρί της τσάντας μου από την καρέκλα.

«Απλά ρωτάω»

«Freddie.» αναφωνώ όσο περνώ τη τσάντα στον ώμο μου. «Καφές, - φέρνω το ποτήρι του καφέ πιο κοντά του- κουμπιά, και καλό κουράγιο- ανακατεύω τα καστανά μαλλιά του, ενώ η γκριμάτσα του προδίδει την ενόχληση του.

Κλείνω τη πόρτα του σταθμού και βρίσκομαι στους διαδρόμους του πανεπιστημίου οπού και μένω τους τελευταίους μήνες, μαζί με την συγκάτοικο μου την Alexa. Μετακόμισα μαζί με την μητέρα μου στη Φλόριντα πριν μερικά χρόνια. Ήταν σίγουρα καλύτερα από την Νέα Υόρκη, και αυτό γιατί πρώτων το σπίτι μας ήταν κοντά στη θάλασσα και δεύτερων στη Νέα Υόρκη δεν ξεχωρίζει τίποτα, είναι όλα οι ίδιες μονότονες απομιμήσεις. Δεν θα πω, πως είμαι το δίστιχο κορίτσι που προσπαθεί μάταια να προσαρμοστεί στη νέα της Ζωή. Ακριβώς όπως στις ταινίες. Γιατί η ζωή στο University of Northern Florida είναι κάτι πάρα πάνω από καλή.

Ο διάδρομος ήταν γεμάτος από τα σιδερένια ντουλαπάκια των μαθητών. Εκεί μέσα μπορούσες να βρεις από χόρτο μέχρι προφυλαχτικά, και στη μικρότερη περίπτωση, κάνα βιβλίο. Εγω κατευθύνθηκα προς το δικό μου. Δεν είχε τίποτα από τα παραπάνω, γιατί μ αρέσει να ανήκω στις εξαιρέσεις. Το είχα στολίσει λιτά με φωτογραφίες από τη παρέα μου.

Η Jade έφτασε λαχανιασμένη στο μέρος μου και στηρίχτηκε πάνω στο ντουλάπι μου. «Alice χίλια συγνώμη! Δεν με αφήναν να σε δω το βράδυ, είσαι καλά;» ήταν η πρώτη φορά που τη βλέπω τόσο ανήσυχη αναμεσά στους 4 μήνες που τη ξέρω.

«Ε;»

«Είσαι;» με ρωτάει.

«Ναι είμαι μια χαρά» την διαβεβαιώνω. Παρόλα αυτά ακόμα να καταλάβω τι εννοεί. Στρέφω τη προσοχή μου προς το ντουλάπι μου. Το ανοίγω και αφήνω μερικά βιβλία που δεν θα μου χρειαστούν για τα επόμενα μαθήματα.

«Χαίρομαι που το ακούω,
ανησύχησα» ακούω τη φωνή της. Δίχως να την κοιτάξω συνοφρυώνομαι, και απομακρύνομαι αργα από το ντουλάπι.

«Τι εννο-»

«Bright!» με διακόπτει μια γυναίκεια φωνή φωνάζοντας το επίθετο μου. Με χαιρετάει, και ύστερα μου κάνει νόημα να έρθω προς το μέρος της. Γυρίζω το κεφάλι μου προς τη Jade και αναστενάζω. Ύστερα γυρίζω, και πηγαίνω προς την σχολική σύμβουλο.

«Κυρία Miller, Γεια, συμβαίνει κάτι;»

Παίρνει ένα σοβαρό ύφος, σαν να πρόκειται για κάτι πραγματικά ανησυχητικό . Δεν μ αρέσει όταν έχουν αυτό το ύφος οι άνθρωποι. Με αγχώνει. Ύστερα μπλέκει τα δάχτυλα της μεταξύ τους, και πλησιάζει κοντά μου σαν να είμαστε φιλαράκια.

«Θέλω να ξέρεις ότι ως σύμβουλος του πανεπιστημίου, είμαι εδώ για να βοηθώ τους μαθητές μου σε κάθε δυσκολία, όποια και αν είναι αυτή.» μου λέει σαν να είναι κάτι που δεν ξέρω είδη.

«Δεν αμφιβάλω»

«Ότι χρειαστείς..μη διστάσεις να μου μιλήσεις» βάζει το χέρι της στον ώμο μου και χαμογελάει φιλικά. Μόλις τη άκουσα, συνοφρυώθηκα όπως πριν. Την κοίταξα από πάνω έως πάνω, και απομακρύνθηκα απαλά από το άγγιγμα της. «Ελπίζω να είσαι καλύτερα» συνέχισε. Έμοιαζα κεραυνοβολημένη. Δεν είχα ιδέα τι είχαν πάθει όλοι σήμερα. Άνοιξα τα χείλια μου για να μιλήσω, χωρίς να έχω σκεφτεί τίποτα για να πω. Εκείνη δεν άφησε το χαμόγελο της να σκουριάσει, και έφυγε σταδιακά από κοντά μου. Έμεινα να την κοιτάω να απομακρύνεται όσο σκεφτόμουν την νευρική συμπεριφορά των ανθρώπων γύρω μου. Πρώτα ο Freddie , μετά η Janed και τωρα η κυριά Miller.

«Γεια Alice, είσαι καλά..;» άκουσα μια φωνή από πίσω μου, αλλά την αγνόησα. Τι στο διάολο? Άρχισα να περπατάω βιαστικά μακριά από την πολυκοσμία. Δεν είχα καταλάβει τίποτα.

Ήταν σαν ήμουν μια αριθμητική πράξη στο βιβλίο των μαθηματικών, και να μην καταλάβαινα ούτε η ίδια το περιβάλλον μου. Ένοιωθα όλα τα μάτια πάνω μου, σαν όλοι να βρίσκονται εκεί για εμένα. Μόνο και μόνο για να με ρωτήσουν αν είμαι καλά. Από τη βιασύνη μου κουτούλησα στη πλάτη κάποιου συμμαθητή μου. Εκείνος γύρισε προς το μέρος μου και σαν να ξέχασε όταν το χτύπησα με ρώτησε: «Alice! Άκουσα διάφορα, Όλα καλά τώρα;»

Τον προσπέρασα γρήγορα, και συνέχισα να περπατώ ώσπου το χέρι της Alexa, της συγκάτοικος μου, να πιάσει το μπράτσο μου.

«Εη φαίνεσαι..καλά» μου ειπε σαν να είναι κάτι περίεργο.

Τραβάω το χέρι μου μακριά από τη λαβή της. «Γιατί να μην είμαι;!» φωνάζω με ένα μικρό -ψέυτικο- γελάκι στο τέλος.

Δεν καταλαβαίνω. Χθες ήταν όλα φυσιολογικά. Κοιμήθηκα νωρίς, ξύπνησα νωρίς. Έφαγα πρωινό, ετοιμάστηκα, και πήγα στον σταθμό, τίποτα ανησυχητικό. Όλο αυτό κάνει εμένα να φαίνομαι παρανοϊκή.

Σκέφτομαι ότι συνέβη και οι φωνές με ρωτάνε ακατάπαυστα σαν ξύλινες ράβδους που βαράνε δυνατά ένα ραγισμένο τύμπανο. Είσαικαλά;Είσαικαλά;Είσαικαλά;Είσαικαλά;

«Λυπάμαι τόσο πολύ Alice. Είσαι καλά;» ακούω τη φωνή της συμμαθήτριας μου από το μάθημα των λατινικών.

Γυρίζω εκνευρισμένη, και ανοίγω τα χέρια μου ορθάνοιχτα. «Δεν ξέρω!» φωνάζω. Μερικά βλέμματα από τριγύρω πέφτουν πάνω μου αλλά σκασίλα μου.

«Ήμουν μια χαρά τι έχετε πάθει όλοι σας;» προσθέτω.

Συνεχίζω να περπατώ. Έχω κάνει τόσες φορές κύκλους, και ακόμα να αφήσω όλα τα βιβλία μου στο ντουλάπι μου. Μόλις το βρισκω, το ανοίγω. Ένας φίλος του αδελφού μου, έρχεται προς το μέρος μου, και βλέπω στην έκφραση του ότι προετοιμάζεται να μου μιλήσει. Πριν το κάνει τον προλαβαίνω.

«Χμ, να μαντέψω; Ω θεέ μου! Alice είσαι καλά;» προσποιούμε καλά τη βαριά φωνή του. Εκείνος με κοιτάει ξαφνιασμένος. Εγω αφήνω τα βιβλία, κλείνω το ντουλάπι. Κουνάω δεξιά και αριστερά το κεφάλι μου ως δείγμα απογοήτευσης και θυμού και τον προσπερνώ.

Καθώς περνούσα ανάμεσα από το κόσμο, σκούντιξα πάνω στη βιασύνη τον Matt. Καλός μου φίλος. Εκείνος γυρίζει, και με σταματά. Προετοιμάζω τον εαυτό μου για την ερώτηση.

«Alice, είσαι καλά; Πως νοιώθεις;»

«Όχι και εσύ..φιλέ, δεν είναι αστείο!» του λέω. Δηλαδή εντάξει άκουσα την ιδιά ερώτηση σε μια μέρα όσες φορές έπρεπε συνολικά σε όλη μου τη ζωή.

«Alice, απάντησε μου» επιμένει.

«Ναι Matt είμαι μια χαρά, με όλους εσάς τι παίζει;» του λέω αλλά εκείνος δεν μου απαντάει. Μοιάζει αφηνιασμένος που δεν ξέρω ούτε εγω η ίδια τι συμβαίνει. Σαν να είναι όλα αυτονόητα.

«Matt γιατί όλοι με ρωτάνε σήμερα αν είμαι καλά;» συνεχίζω.

«Από.. ευγένεια μάλλον» λέει δισταχτικά.

«Όχι, με ρωτάνε σαν να είχα κάποιο τρομερό ατύχημα, η κάτι τέτοιο» αντιλέγω.

Εκείνος στενεύει τα μάτια του, και μένει σαστισμένος μόλις ακούσει τα λόγια μου. Προσπαθώ να πιάσω κάποιο νόημα, να σκεφτώ κάτι που έκανα, που έπαθα, η οτιδήποτε αλλά τίποτα δεν μου έρχεται στο μυαλό. Εκείνος έρχεται με αργά βήματα μπροστά μου και με πιάνει απότομα από τα δυο μπράτσα μου με τέτοιο τρόπο, που τον κάνει να μοιάζει σαν να θέλει να επικεντρωθώ στα ερχόμενα λόγια του.

«Alice, ούρλιαζες..» ψιθυρίζει.

*Ξεκινά αρχές Σεπτεμβρίου*

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top