Κεφάλαιο 23°
Πεταρίζω τις βλεφαρίδες μου, και ανοίγω αργά τα μάτια μου, αποχωρίζοντας το σκοτάδι, και αντικρίζοντας το τρομοκρατημένο πρόσωπο της μητέρα μου.
«Μαμά;» μουρμουρίζω.
Τα μαλλιά της είναι ανάκατα, το πρόσωπο της αναψοκοκκινισμένο, προσπαθεί μέσα στο πανικό της να μου χαμογελάσει. Αλλά μοιάζει τόσο μεγάλος άθλος για εκείνη.
«Πρέπει να φύγουμε από εδώ» απαλοχαϊδεύει το χέρι μου. Τη κοιτάζω μπερδεμένη και τρίβω τα μάτια μου αγουροξυπνημένη.
«Γρήγορα!» ξανά ψιθυρίζει και πετάει το πάπλωμα από πάνω μου.
Σηκώνω τη μέση μου και βρίσκομαι πλέον καθιστή στο κρεβάτι μου, έχοντας σχηματίσει ένα βαθούλωμα στα γαλανά σεντόνια μου. Αρπάζει τα παπούτσια μου και αρχίζει να μου τα φοράει ένα-ένα.
Την κοιτούσα ανήσυχη, να προσπαθεί με τρέμουλο στα χέρια να μου φορέσει τα παπούτσια. Ο ιδρώτας έσταζε από το πρόσωπο της. Τράβηξα το γιακά της μπλούζας μου ζεσταμένη. Ήταν χειμώνας, δεν καταλάβαινα προς τι τόση ζέστη. Ξαφνικά ακούμε ένα παράξενο θόρυβο. Στρέφουμε τα βλέμματα μας στο ταβάνι. Τα ξύλα αρχίζουν και τρίζουν, το ταβάνι να κλονίζεται.
Για μια στιγμή κοιτάζει πίσω της και τότε τα μάτια της ανοίγονται ορθάνοιχτα. Με αρπάζει κοντά της σαν να της έχω λείψει περισσότερο από οποιαδήποτε φορά και τσιρίζει με όλη τη δύναμη της φωνής της. Εγώ κλείνω τα μάτια μου με το πρόσωπο μου να βουλιάζει στο ύφασμα του φρεσκοπλυμένου νυχτικού της.
Ένα φλεγόμενο ξύλο πέφτει ακριβώς μπροστά μας και σκάει με δύναμη στο πάτωμα. Μυτερές φλούδες ξύλου πετάγονται παντού σαν βεγγαλικά. Νοιώθω το σώμα της μητέρας μου να με σφίγγει στην αγκαλιά της και να λυγίζει το σώμα της για να με προστατεύσει. Η φωτιά αρχίζει και εξαπλώνεται σαν μανιακή μέσα στο δωμάτιο. Έπιπλο με έπιπλο, όλα στη σειρά σαν κάποιου είδους ντόμινου αρχίζουν και καίγονται.
Η ανάσα μου κόβεται, αισθανόμουν τα πνευμόνια μου τόσο συμπυκνωμένα για να αντέξουν το παραμικρό οξυγόνο. Χλομιάζω καθώς κοιτάζω τις σπίθες της φλόγας να χοροπηδούν υστερικά πάνω κάτω. Μέσα στα παιδικά μου στιγματισμένα μάτια, σκιαγραφούταν η αντανάκλαση της φωτιάς, και οι φλόγες της καθώς τρεμουλιάζουν με ρίγος, σαν να φοβούνται μην κάψουν η μια την άλλη.
Η μητέρα μου βάζει δύναμη στα γόνατα της και σηκώνεται όρθια με εμένα στην αγκαλιά της. Τρέχει, και ανοίγει την πόρτα με το ένα της χέρι. Θυμάμαι τότε παρακολουθούσα τρομαγμένη τη πόρτα να κλείνει πίσω μου, και το δωμάτιο μου να είχε μετατραπεί σε μικρό χάσμα της κόλασης.
Ήμουν τόσο αφελής, που πίστευα ότι μόλις κλείσουμε τη πόρτα, όλα θα πάνε καλά. Γιατί μόλις γύρισα μπροστά μου αντίκρισα όλο μου το σπίτι να καίγεται μέχρι τα θεμέλια. Ο γωνιακός καναπές που καθόμασταν με τη μαμά και βλέπαμε παλιές βιντεοκασέτες, οι φωτογραφίες μας πάνω στο ντουλαπάκι στην άκρη, το τραπεζάκι που έπινε το πρωί ο μπαμπάς το καφέ του, η ψηλή βιβλιοθήκη μας, με τα δεκάδες βιβλία που μαύριζαν, και μια μια η σελίδα τους έλιωνε στην ορμή της πυρκαγιάς που αμείλικτα σκόρπιζε την καταδίκη της.
Οι γωνίες των δωμάτιων ήταν καρβουνιασμένες, σελίδες και χαρτιά έλιωναν, το σπίτι μας είχε χιλιάδες ξύλινα έπιπλα που φούντωναν κάθε δευτερόλεπτο περισσότερο τη φωτιά. Ο καπνός ήταν τόσο έντονος που είχα ξεχάσει πως μοιάζει να αναπνέεις καθαρό οξυγόνο. Δεν μπορώ να περιγράψω πόσο τρομαγμένη ήμουνα, γιατί στη πραγματικότητα κανένα συναίσθημα δεν μπορεί αποτυπωθεί με λόγια. Αλλιώς δεν θα λεγόταν συναίσθημα. Άρχισα να τσιρίζω σαν να έβλεπα εφιάλτη και να τραβάω το νυχτικό της σαν να ήταν το πάπλωμα του κρεβατιού μου.
Εκείνη κοίταξε τριγύρω της πανικόβλητη. Δεν είχε πουθενά να πάμε. Το μόνο μέρος που μπορούσα να νοιώθω ζεστασιά χωρίς να κινδυνεύω ήταν η αγκαλιά της. Επαναλαμβάνω, ο καπνός ήταν τόσο πυκνός, και η μυρωδιά της φωτιάς, του καμένου ξύλου, των ξεφλουδισμένων τοίχων, ο ήχος του σπιτιού που ξεψυχά, ήταν τόσο έντονος που με έκαναν να μην μπορώ να σταματήσω το κλάμα.
«Που είναι ο μπαμπάς;» κλαψούρισα.
«Σσσςς» την ακούω να μου κάνει.
«Είναι καλά» πήγε να πει αλλά ξαφνικά την έπιασε ένα δυνατός βήχας. «Θεέ μου βοήθησε μας» την άκουσα να ψιθυρίζει.
Δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Πως άρχισε όλο αυτό ή πως θα τελειώσει ,αλλά ήξερα πως με τόσο καπνό, φωτιά και ξυλά που πέφτουν από το πουθενά δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Δεν μπορούσαμε απλά να πάμε στη πόρτα για να τη κάνουμε από εδώ. Με το ζόρι βλέπαμε η μια την άλλη, με το ζόρι αναπνέαμε, με το ζόρι στεκόμασταν όρθιες.
Για μια στιγμή με άφησε κάτω, και εγώ κόλλησα πάνω της. Κοντά στα πόδια της μη θέλοντας να την αφήσω περισσότερο.
Προσπαθήσαμε να φύγουμε, προσπαθήσαμε να σβήσουμε έστω λίγο τη φωτιά, αλλά τίποτα δεν πετύχαινε. Υπήρχε τόση φωτιά μπροστά στη πόρτα, και κάθε γωνιά του σπιτιού, υπήρχε τόσος φόβος μέσα στην ατμόσφαιρα που ήταν σχεδόν πιο καυστικός από τις φλόγες τριγύρω μας.
Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι θα πεθάνουμε. Πραγματικά το πίστευα. Φοβόμουν όμως τόσο πολύ να πεθάνω έτσι.
Αυτές είναι οι αναμνήσεις που θυμόμουν καθαρά. Από εκεί και μετά τα πράγματα γίνονται περίπλοκα. Θυμάμαι εμένα φεύγω από τα χέρια της μητέρας μου και να τρέχω προς το δωμάτιο μου.
Μικρές σπίθες πετάγονταν στα πόδια μου και άρχισα να περπατάω στις μύτες. Τα πόδια μου τσούζανε, και η αναπνοή μου γινόταν όλο πιο δύσκολη. Η μητέρα μου φώναζε το όνομα μου ξανά και ξανά, έβηχε, και με ξανά φώναζε. Δεν ξέρω γιατί δεν την είχα ακούσει. Είχα θυμηθεί κάτι. Κάτι που τώρα αδυνατώ να κάνω.
Θυμάμαι τότε όταν είδα το δωμάτιο μου σε μια άθλια κατάσταση, με τις φλόγες αποπνιχτικές, να κατά τρώνε σαν λυσσασμένες το παραμικρό που είχα εκεί μέσα. Φωτιά υπήρχε σε αρκετά σημεία, αλλά κυρίως προς την δεξιά μεριά του δωματίου.
Προσπάθησα τότε να ανοίξω το παράθυρο. Δεν ξέρω τι ήταν τόσο σημαντικό που με έκανε να θέλω να ανοίξω το παράθυρο μου, να αποχωριστώ την μητέρα μου και να διακινδυνεύσω τόσα πολλά, αλλά τελικά κατάφερα και το άνοιξα.
Εκείνο άνοιξε απότομα, και τότε όλος ο αέρας με ορμή χτύπησε το δωμάτιο μου. Κάτι που δεν ήξερα, και κατέληξα να μάθω καλύτερα από τον καθένα, με τον χειρότερο τρόπο, ήταν ότι δεν είχε πιάσει το δικό μας μόνο σπίτι φωτιά. Το δέντρο που βρισκόταν ακριβώς δίπλα από τα παραθυρόφυλλα μου είχε επίσης τυλιχτεί στις φλόγες. Τα φύλα του κατάμαυρα είχαν κρεμάσει, και πέφτανε σταδιακά, όπως και τα κλαδιά του. Ο άνεμος φυσάει κατά πάνω μου, παρασύροντας και τη φωτιά του δέντρου κατά πάνω μου.
Σπίθες και φλόγες πετάγονται μέσα στο δωμάτιο μου, ο αέρας φουντώνει τη φωτιά μέσα, και τότε πέφτω προς τα πίσω ουρλιάζοντας. Προστατεύω το πρόσωπο μου με τους αγκώνες μου, και έτσι έκανα τα πρώτα μου εγκαύματα. Ένοιωθα το δέρμα μου να καίει, και ένα τοξικό τσούξιμο να κατά τρώει τη σάρκα μου.
Το σώμα μου πέφτει τρομαγμένο κάτω και τότε συνειδητοποιώντας ότι η φωτιά είναι έτοιμη να με καταπνίξει, αρχίζω και με τα χέρια μου σέρνομαι προς τα πίσω. Μέχρι που η πλάτη μου ακούμπησε με δύναμη, πάνω στη ντουλάπα μου.
Τότε άκουσα ένα παράξενο ήχο. Πιο παράξενο από αυτό που έκανε η φωτιά τριγύρω μου, που έμοιαζε με ψίθυρο. Στρέφω το βλέμμα μου προς το ταβάνι, και ένα ξύλο τότε πέφτει μπροστά στα μάτια μου, και με καταπλακώνει.
Τσίριξα δυνατά, τόσο δυνατα... Ένοιωθα πως με βράζανε ζωντανή. Το δέρμα μου να καίγεται. Η θερμοκρασία στο δωμάτιο ήταν τόσο πνιγερή και το πάτωμα ήταν γεμάτο μικρές σπίθες, που προσπαθούσα να σβήσω. Το ξύλο έπεσε πάνω στη κοιλιά μου. Εμπόδιζε την αναπνοή μου, και άρχισα τότε να νοιώθω το κάψιμο στο στομάχι μου. Προσπάθησα με όλη μου τη δύναμη να βγάλω το ξύλο από πάνω μου, πονούσα τόσο πολύ που ούρλιαξα δυνατά ενώ τα δάκρυα στάζανε ποτάμι από τα μάτια μου. Ήταν βαρύ, και εγώ αδύναμη. Προσπαθούσα ξανά και ξανά. Έκλαιγα, έβηχα, φώναζα, προσπαθούσα να απελευθερωθώ. Συνέχεια το ίδιο μοτίβο. Ένοιωθα σαν αράχνη παγιδευμένη στον ίδιο της τον ιστό.
Εκείνο το βραδύ, για το συγκεκριμένο και μόνο λεπτό, είχα επισκεφτεί τη κόλαση.Έτσι έκανα τα εγκαύματα στη κοιλιά μου.
Ώσπου σταμάτησε να πονάει.
Οι βλεφαρίδες μου ήταν τόσο βαριές, το σώμα μου τόσο αδύναμο και κουρασμένο, το κεφάλι μου ζαλισμένο, χρειαζόμουν απελπισμένα λίγο καθαρό οξυγόνο να συνέλθω.
Αργά..έκλεισα τα μάτια μου. Έριξα το κεφάλι μου κάτω. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι ήταν να ξυπνώ στην αγκαλιά της μητέρας μου, με δυο πυροσβέστες από πάνω μου. Τα εγκαύματα στο δέρμα μου ακόμα έτσουζαν αλλά σηκώνοντας το κεφάλι μου, ο αέρας με χάιδεψε απαλά στο πρόσωπο, και κατάλαβα ότι ήμουν ζωντανή. Πως η φωτιά είχε σβήσει, και πως όλα είχαν τελειώσει. Η πυροσβεστική είχε έρθει λίγα λεπτά αργότερα, κατάφερε και έβγαλε εμένα και την μητέρα μου σώες και αβλαβές.
«Ήθελες να μάθεις την ιστορία μου. Να τη λοιπόν.» λέω στον Ace όσο βρισκόμαστε στη πίσω αυλή του σπιτιού μου, με τις πλάτες μας κολλημένες στο τοίχο και το σώμα μου να έχει γύρει προς το δικό του. Εκείνος έχει περάσει το χέρι του γύρω μου. Μου άρεσε που είσασταν έτσι σήμερα. Μου άρεσε που ήταν το είδος ανθρώπου που θα κάτσει να σε ακούσει. Και το είδος ανθρώπου θα ήθελα να με κρατάει αγκαλιά αυτή τη στιγμή.
«Αυτά είναι τα εγκαύματα στα χέρια μου.» του λέω και ανεβάζω τα μανίκια της μπλούζες μου για να του τα δείξω. Οι κοκκινίλες αρχίζουν και φαίνονται μα εκείνος δεν μοιάζει έκπληκτος πλέον.
«Και..αυτά στο στομάχι μου» συνεχίζω. Ανεβάζω δειλά τη μπλούζα μου και δείχνω τις κοκκινίλες πάνω στο στομάχι μου. Ένοιωθα γυμνή μπροστά του ακόμα και αν δεν είχα κάνει τίποτα άλλο παρά να του δείξω τα σημάδια μου.
Εκείνος απλά κοιτάζει το κενό νοσταλγικά. Ήταν σοβαρός, και ο γαλανομάτης σπάνια ήταν τελείως σοβαρός. Ήταν μελαγχολικός, με τα γαλανά του να ταξιδεύουν στις σκέψεις του. Τώρα που το σκέφτομαι, έμοιαζε σχεδόν..πληγωμένος.
«Δεν θυμάσαι τι ήθελες τότε στο δωμάτιο σου;» μου λέει.
«Καθόλου.» απαντώ.
Ξεφυσάω. «Δεν μου αρέσουν τα σημάδια μου. Δεν θέλω να τα βλέπουν οι άλλοι. Δεν θέλω να ξέρουν ότι υπάρχουν.» λέω καθώς κατεβάζω το μανίκι της μπλούζας μου. Αλλά εκείνος με σταματάει και αφήνει μανίκια μου σηκωμένα. Απαλοχαϊδέυει το δέρμα μου με τον αντίχειρα του.
«Όταν τα είδες πρώτη φορά - γελάω πνιχτά- είδα το βλέμμα σου. Ήσουν σχεδόν τρομαγμένος» του λέω.
«Ήμουν εντυπωσιασμένος κοκκινομάλλα. Και τώρα ξέρω, πως δεν έκανα λάθος» μου απαντάει.
«Το να έχεις σημάδια δεν σε κάνει άσχημη, η αδύναμη, σε κάνει μαχήτρια.» προσθέτει.
Πόσο μου άρεσε που υπήρχε κάποιος σαν τον Ace να μου υπενθυμίζει ότι δεν είναι τίποτα άλλο από απλές κοκκινίλες. Γενικώς, μου άρεσε όταν μου μιλούσε. Είχε έναν τρόπο να με κάνει να νοιώθω καλύτερα.
Τότε βγάζει το μικρόφωνο του από τη τσέπη του και το φέρνει κοντά στα χείλια του. Όχι πάααλι...
«Τέλη Δεκεμβρίου 2009. Η κοκκινομάλλα αποφάσισε να μας κάνει τη τιμή να μας πει την ιστορία της. Και μετά σου λένε ότι δεν γίνονται χριστουγεννιάτικα θαύματα.» καγχάζει. «Όταν ήρθε η ώρα την φίλησα και της είπα αντίο..» συνέχισε.
«Κάτσε τι έκανες;-» προσπαθώ να πω, αλλά κρατάει απαλά το πρόσωπο μου και με φιλάει, διακόπτοντας έτσι τα λόγια μου. Τα δροσερά χείλια του ενώνονται με τα δικά μου.
«Αντίο» μου είπε με τη ζέστη χρεία του. Του χαμογελάω μέσα από το φιλί μας και εκείνος χαμογελάει πίσω. «Θα με φιλούσε έτσι αν ήξερες ότι ήταν η τελευταία φορά που με βλέπεις;» μου ψιθυρίζει.
«Όχι» του απαντάω. Αλλά δεν θέλω να σκέφτομαι τη περίπτωση αυτή.
«Δείξε μου πως» απαιτεί.
Τότε σχηματίζω ένα πονηρό χαμόγελο, καθώς τον κοιτάζω μέσα στα μάτια. Τον φιλάω απότομα, και τοποθετώ τα χέρια μου γύρω από το πρόσωπο του. Χωρίς να διακόψω το φιλί μας τον τραβάω προς το μέρος μου, και ρίχνω τη πλάτη μου προς τα πίσω όσο τραβάω με πάθος περισσότερο το κορμί του προς τα πάνω μου. Εκείνος φέρνει το χέρι του στη μέση μου.
Συνεχίσαμε να φιλιόμαστε, με τα χείλια μας να ενώνονται με ένταση και οι γλώσσες να παίζαμε μεταξύ τους. Είχαμε μια ιδιαίτερη χημεία μεταξύ μας. Ήταν σαν να μπορούσε ο κάθε ένας να προβλέψει τις κινήσεις του άλλου, και να δέναμε έτσι τις κινήσεις του φιλιού μας με ένα αχόρταγο τρόπο.
¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥
ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΤΗΝ ΠΑΝΕΜΟΡΦΗ ΕΛΛΑΔΑ:)
Καλησπερα στα θεικα ελληνοπουλα που είναι ξυπνια στις 2:20 για να διαβασουν το κεφάλαιο😏❤
ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ ΠΩΣ ΕΙΣΤΕ?❤
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ🎉🎇
Well μαθαμε το παρελθον της Alice, πως απεχτησε τα σημαδια της και μπλαμπλα
Πως σας φανηκε το κεφαλαιο?
Νυσταζω υπερβολικα πολυ για να ξερω τι να γραψω. Sad
Spoiler: Καποια επιστρεφει στη Φλοριντα😏
Σας ελλειψε freddie & Alexa?😌
-Αννα που παει να τη πεσει ετσι οπως ειναι💤💕
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top