Μέρος 8

Η ώρα είχε περάσει αρκετά. Μπορούσα να δω από το παράθυρο μου ότι ο ήλιος είχε πέσει και είχε ξεκινήσει να νυχτώνει. Είχα αλλάξει ρούχα λίγες ώρες πριν και είχα ξαπλώσει στο κρεβάτι μου μπρούμυτα ενώ είχα σκεπαστεί με το σεντόνι μου. Το μαξιλάρι μου είχε μουσκεψει από τα δάκρυα μου μα δεν με ένοιαζε ιδιαίτερα.

Είχα τρομερό πονοκέφαλο και ένιωθα αφυδατωμένη καθώς δεν είχα φάει τίποτα όλη τη μέρα και δεν είχα πιει νερό. Δεν ξέρω αν ο πατέρας μου είχε γυρίσει σπίτι. Ντρεπόμουν να τον αντικρίσω. Δεν είχα βγει από το δωμάτιο μου καθόλου και ούτε εκείνος είχε έρθει μέσα. Δεν τον κατηγορώ βέβαια. Ούτε εγώ θα το έκανα.

Αναστέναξα και σκούπισα τα μάτια μου αν και δεν έκλαιγα πλέον. Είχα σταματήσει εδώ και κάποιες ώρες. Αλλά τα μάτια μου ήταν ακόμα κόκκινα και πρισμένα. Ο καθένας θα το καταλάβαινε. Δεν κουνήθηκα από την προηγούμενη μου θέση και συνέχισα να χαζεύω από το παράθυρο αν και δεν έβλεπα τίποτα άλλο εκτός από τον ουρανό, ο οποίος σκοτείνιαζε όλο και πιο πολύ.

Το σώμα μου σφίχτηκε όταν άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα. Ασυναίσθητα κράτησα την αναπνοή μου χωρίς να κουνηθώ από τη θέση μου. Το χτύπημα ακούστηκε πάλι και εγώ καθάρισα τον λαιμό μου.

"Ναι;"απάντησα προσπαθώντας όσο πιο πολύ μπορούσα να κάνω την φωνή μου όσο γίνεται λιγότερο βραχνή.

Δεν ήθελα να καταλάβει ότι έκλαιγα.

Η πόρτα άνοιξε και ο πατέρας μου άνοιξε το φως του δωματίου. Αμέσως έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου. Είχα συνηθίσει στο σκοτάδι και το φως με ενοχλούσε. Ήμουν ακόμη μπρούμυτα κι είχα το κεφάλι μου γυρισμένο προς την αντίθετη κατεύθυνση από την δική του. Καλύτερα έτσι. Δεν με εβλέπε.

"Κοιμόσουν;"με ρώτησε πολύ ήρεμα σαν να φοβόταν να το κάνει.

"Όχι."είπα μονολεκτικά συνεχίζοντας να μην τον κοιτάω.

"Εμμμ έλεγα αν ήθελες να φάμε. Δεν είναι ανάγκη να φάμε μαζί αν δεν θες. Μπορείς να φας μόνη σου κι εγώ να πάω σε κάποιο άλλο δωμάτιο. Απλά είδα ότι δεν έφαγες ούτε μεσημεριανό και ήρθα να σε ρωτήσω."προσπάθησε να δικαιολογηθεί γρήγορα.

Τα μάτια μου δάκρυσαν πάλι. Μετά από αυτά που το είχα πει εκείνος ακόμα νοιαζόταν για μένα. Προσπάθησα να καταπιώ έναν λυγμό που έσφιγγε τον λαιμό μου και του απάντησα.

"Φάε μόνος σου."είπα και αμέσως έβρισα τον εαυτό μου.

Ακούστηκα πιο επιθετική από ότι περίμενα στην απόπειρα μου να μην φανεί ότι κλαίω. Και αυτομάτως έγινα πιο αχάριστη. Δαγκωσα τα χείλη μου ενώ τον περίμενα να μιλήσει μα δεν το έκανε. Τον άκουσα να αναστενάζει και έκλεισε την πόρτα βγαίνοντας έξω.

Σηκώθηκα και κοίταξα προς την πόρτα. Έκατσα καθιστή στο κρεβάτι και σκούπισα πάλι τα μάτια μου. Πάλι χάλια τα έκανα. Ακούμπησα το κεφάλι μου στο προσκέφαλο του κρεβατιού και κοίταξα το ταβάνι παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Σκέφτηκα ότι είναι κάτω και τρώει μόνος του και λυπήθηκα πιο πολύ. Μια μέρα μου είχε πει ότι χαίρεται πολύ που είμαι μαζί του γιατί δεν του άρεσε να τρώει μόνος. Μου είχε χαμογελάσει ενώ το έλεγε κι εγώ είχα στριφογυρίσει τα μάτια μου κοιτώντας οπουδήποτε αλλού.

Με την παλάμη μου χτύπησα το μέτωπο μου. Ήμουν απαράδεκτη. Έπρεπε τουλάχιστον να τον αφήσω να μου μιλήσει όταν ήμασταν στο ξενοδοχείο και όχι να τον αποφεύγω τόσο καιρό. Όσο εκείνος προσπαθούσε να φτιάξει την σχέση μας εγώ την κατέστρεφα και δεν έδινα δεκάρα για αυτό.

Τράβηξα την κουβέρτα από πάνω μου αποφασιστικά. Θα πήγαινα να του μιλήσω. Δεν είχα τίποτα να χάσω. Ο μόνος τρόπος για να καλυτερέψω την κατάσταση ήταν να του ζητήσω τουλάχιστον ένα συγγνώμη και να του πω ότι δεν εννοούσα τίποτα από ότι είπα. Και ελπίζω να με πιστέψει.

Μα πριν προλάβω να κατεβάσω τα πόδια μου από το κρεβάτι η πόρτα άνοιξε πάλι και μπήκε μέσα ο πατέρας μου με ένα κουτί στα χέρια του. Ύψωσε το κεφάλι του και με κοίταξε. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και πρισμένα. Έκλαιγε κι εκείνος; Μέχρι τώρα;

Η καρδιά μου ράγισε σε χίλια κομμάτια και κατέβασα το κεφάλι μου χωρίς να μπορώ να κρατήσω την οπτική επαφή. Ένιωθα τύψεις.

"Τι κάνεις εδώ;"τον ρώτησα ήρεμα και έκατσα οκλαδόν στο κρεβάτι χωρίς να τον κοιτάω.

Εκείνος καθάρισε τον λαιμό του πριν μου απαντήσει και ξαφνικά ένιωθα πολύ άβολα.

"Ήρθα να μιλήσουμε."είπε εκείνος και προσπάθησα να μην χαμογελάσω στο γεγονός ότι σκεφτόμαστε το ίδιο.

"Κάτσε."του είπα και του έδειξα το κενό μπροστά μου στο κρεβάτι.

Εκείνος φάνηκε να ξαφνιάστηκε με την αλλαγή της συμπεριφοράς μου αλλά γρήγορα έκανε όπως του είπα φοβισμένος ότι θα αλλάξω γνώμη. Διστακτικά έκατσε μπροστά μου κρατώντας το κουτί σφιχτά στα χέρια του. Ήταν νευρικός όπως κι εγώ. Σήκωσα το βλέμμα μου αργά και τον κοίταξα. Με κοιτούσε ήδη. Τα πράσινα μάτια του έκαναν τρομερή αντίθεση με το κόκκινο δέρμα γύρω τους και αναρωτήθηκα αν και τα δικα μου φαίνονταν έτσι.

"Είσαι καλά;"με ρώτησε απαλά.

Το βλέμμα του ήταν σοβαρό όσο ποτέ άλλοτε. Σχεδόν με τρόμαζε.

Κουνησα καταφατικά το κεφάλι μου. Στη πραγματικότητα δεν ήμουν καλά. Δεν ήμουν καλά όσο δεν ήταν εκείνος. Διότι ο λόγος που ήταν έτσι τώρα ήμουν εγώ. Το χαμόγελο που είχε πάντα στο πρόσωπο του όταν με έβλεπε δεν υπήρχε. Και μου φαινόταν περίεργο. Τρομακτικά περίεργο.

"Τι είναι αυτό;"του έδειξα το κουτί που κρατούσε σε μια προσπάθεια μου να σπάσω τον πάγο ανάμεσα μας.

"Α εμ...Βασικά ήρθα να σου δείξω κάτι εκτός από το να μιλήσουμε."είπε και με κοίταξε περιμένοντας να δει την αντίδραση μου.

Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά ενθαρρύνοντας τον να συνεχίσει. Η περιέργεια μου για το τι βρίσκεται μέσα σε αυτό το κουτί είχε ξεκινήσει να αυξάνεται.

Από μέσα έβγαλε δύο φωτογραφίες. Η πρώτη ήταν μία φωτογραφία από υπέρηχο ενώ η δεύτερη ήταν μία φωτογραφία με ένα μωρό. Ήταν τουλάχιστον τριών μηνών αλλά ήταν πολύ γλυκό με το ροζ φορεματάκι του και τα παχουλά χεράκια και ποδαράκια του ενώ χαμογελούσε χωρίς δόντια στην κάμερα.

Έμεινα να κοιτάω τις φωτογραφίες σμίγοντας τα φρύδια μου. Τον κοίταξα προβληματισμένη κι εκείνος κοιτούσε τις φωτογραφίες με ένα μικρό θλιμμένο χαμόγελο. Τι συνέβαινε;

"Δεν καταλαβαίνω."του είπα.

Εκείνος ήρθε πιο κοντά μου πριν ξεκινήσει να μιλάει ενώ το βλέμμα του δεν έφυγε από τις φωτογραφίες.

"Αυτή είσαι εσύ."μου είπε εκείνος κι εγώ έμεινα να τον κοιτάω σοκαρισμένη."Αυτός ήταν ο πρώτος υπέρηχος της μητέρας σου. Όταν μάθαμε όταν ήταν έγκυος ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου. Ήμουν σίγουρος ότι ήμουν έτοιμος να σε μεγαλώσω, να μεγαλώσω το δικό μου παιδί. Είχα υποσχεθεί ότι θα γινω ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου και θα σε κακομαθαινα επίτηδες για να γίνεις το κορίτσι του μπαμπά. Ήμουν σίγουρος ότι θα ήσουν κορίτσι. Πάντα ήθελα μια κόρη. Και όταν το επιβεβαιώσαμε πετούσα από την χαρά μου."ειπε χαμογελώντας χωρίς να με κοιτάει και τα μάτια του γυάλιζαν επικίνδυνα.

Αν έκλαιγε μπροστά μου δεν θα μπορούσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Αυτή τη στιγμή μιλούσε με τόση αγάπη για την κόρη του, μιλούσε με τόση αγάπη για μένα, που σκεπτόμενη αυτά που του είπα πίστευα ότι δεν το αξίζω.

"Αυτή ήταν όταν ήσουν σχεδόν τριών μηνών."είπε δείχνοντας την άλλη φωτογραφία και η φωνή του σκοτείνιασε.

Έδειχνε λυπημένος. Μα δεν καταλάβαινα γιατί. Τι είχε γίνει τότε;

"Ήταν η τελευταία εβδομάδα που σε είδα. Η τελευταία εβδομάδα πριν φύγεις."

Τον κοίταξα συνοφρυωμένη. Τι εννοούσε; Εκείνος με παράτησε. Όχι εγώ.

"Τι εν-"προσπάθησα να πω αλλά με διέκοψε.

"Θέλω να με αφήσεις να μιλήσω. Ξέρω ότι μου είπες ήδη ότι δεν θες να σου εξηγήσω την κατάσταση μα δεν μπορώ να το κάνω άλλο Y/n. Το έχω ανάγκη. Πρέπει να μάθεις." μου είπε σοβαρός κι εγώ τον κοίταξα πριν γνεψω δίνοντας του την άδεια να μιλήσει.

Άλλωστε ήθελα κι εγώ να μάθω τι έγινε τότε και πως με ξαναβρήκε. Οι ερωτήσεις είχαν βομβαρδίσει το μυαλό μου και ήταν πολύ δύσκολο να βρω απάντηση για όλες. Απλά τόσο καιρό ήμουν πολύ εγωίστρια είτε για να τον αφήσω να μου πει είτε για να τον ρωτήσω.

"Την μητέρα σου την γνώρισα στην Ρουμανία. Εκεί που έμενα. Εκείνη ήταν μια πόρνη πολυτελείας κι εγώ ήμουν φοιτητής στη νομική. Έκανα την πρακτική μου τότε. Την είχα γνωρίσει σε ένα μπαρ που είχα πάει με τους φίλους μου. Κι εκείνη ήταν εκεί αν και με κάποιο άλλο τύπο. Ήταν τόσο όμορφη για να είναι μαζί του. Εκείνος ήταν πάνω από 55 χρονών. Μαζί του χαραμιζόταν. Στη συνέχεια έμαθα ότι ήταν πελάτης της. Εκείνο το βράδυ κατάφερα να πάρω το κινητό της στις τουαλέτες του μπαρ χωρίς να το ξέρει ο πελάτης της. Ερωτευτήκαμε σχεδόν αμέσως και σύντομα ξεκίνησαμε να βγαίνουμε. Μου είπε για την ζωή της και την έβγαλα από το αναξιοπρεπές επάγγελμα της. Την πήρα στο σπίτι μου και ακόμα κι αν δεν έβγαζα τόσα λεφτά όσα εκεινη ήταν αρκετά για να συντηρήσω και εκείνη και εμένα. Είχα υποσχεθεί ότι θα την κάνω χαρούμενη και την αγαπούσα με όλη μου την καρδιά. Και νομιζα ότι κι εκείνη ένιωθε το ίδιο. Μα η λέξη 'νομίζω' απέχει πολύ από την πραγματικότητα."

Είχε κερδίσει όλη μου την προσοχή. Δεν περίμενα η μητέρα μου να έκανε το ίδιο επάγγελμα πριν γνωρίσει τον πατέρα μου και αναρωτιόμουν πως κατάντησε να κάνει πάλι τα ίδια αφού τον γνώρισε. Ωστόσο δεν τον διέκοψα και περίμενα συνεχίσει. Κάτι στην χροιά της φωνής του με έκανε ανυπόμονη. Ακόμα κι αν μιλούσε για την αγάπη του προς την μητέρα μου ένιωθα το μίσος να σκεπάζει την φωνή του. Κάτι πήγαινε λάθος στην όλη ιστορία.

"Μετά από ένα χρόνο σχέσης προέκυψες εσύ. Δούλευα πλέον σε μικρή εταιρεία με δικηγόρους και τα οικονομικά μας ήταν αρκετά καλύτερα. Όταν μάθαμε για σένα συμφωνήσαμε να σε κρατήσουμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Σε θέλαμε και οι δύο. Και στην ιδέα ότι το παιδί μου θα ήταν μαζί της ένιωθα ευτυχισμένος μα η ευτυχία μου δεν κράτησε πολύ. Όταν γεννήθηκες δεν ξεκολλούσα από πάνω σου. Σε αγαπούσα τρομερά πολύ. Λάτρευα να σε βλέπω να γελάς κλωτσώντας τα ποδαράκια σου ή όταν κοιμόσουν στο στήθος μου ένιωθα ο πιο ευλογημένος άνθρωπος στον κόσμο. Ο μόνος που δεν συμμεριζόταν τη χαρά του γονέα ήταν η μητέρα σου. Λίγες μέρες αφού γεννήθηκες ξεκίνησε να συμπεριφέρεται περίεργα. Ήταν πολύ καταθλιπτική. Ίσα που χαμογελούσε και η σπιρτάδα στα μάτια της είχε σβήσει. Θεώρησα ότι ήταν η ήπια κατάθλιψη που πιάνει αρκετές μητέρες μετά τη γέννα. Και πραγματικά την στήριζα. Αλήθεια το έκανα. Έκανα τα πάντα για να είναι χαρούμενη μα τίποτα δεν έβλεπα να δουλεύει. Μου έλεγε ότι είναι καλά μα δεν το έβλεπα. Ήταν όλη μέρα ένα ράκος. Μόνο τα κλάματα δεν έβαζε. Έτσι μια μέρα όταν γύρισα από την δουλειά βρήκα το σπίτι μας άδειο και πάνω στον πάγκο της κουζίνας υπήρχε ένα σημείωμα."είπε και μου έδωσε ένα χαρτάκι μέσα από το κουτί, το οποίο μπορούσα να καταλάβω ότι ήταν πολλών χρόνων πριν.

Τα γράμματα ήταν μουτζουρωμένα από την πολυκαιρία και ίσα που διαβάζονταν. Έπιασα το χαρτί στα χέρια μου και ξεκίνησα να το διαβάζω.

Συγγνώμη μα δεν μπορώ να συνεχίσω να το κάνω αυτό. Η πίεση που νιώθω ως γυναίκα και ως μητέρα είναι πολύ μεγάλη. Δεν είναι αυτό που θέλω. Το μετάνιωσα. Λυπάμαι. Πρέπει να φύγω. Σε αγαπώ.

Για πάντα δική σου Y/m/n.

Η αναπνοή μου κόπηκε ενώ διάβασα το χαρτάκι. Δεν έβγαζε λογική. Αυτό το είχε γράψει η μητέρα μου; Οπότε εμείς τον παρατήσαμε; Όχι εκείνος;

Ύψωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα αποσβολωμένη. Ο πόνος και η οργή στα μάτια του υπήρχε ακόμα. Κι εγώ δεν είχα ιδέα τόσο καιρό.

"Σε άφησε και με πήρε μαζί της;"ρώτησα και τα μάτια μου ξεκίνησαν να δακρύζουν πάλι.

Ένιωθα τύψεις και θυμό. Τύψεις γιατί συμπεριφερόμουν άσχημα στο λάθος άτομο για τόσο καιρό και θυμό για την μητέρα μου που μου έκρυψε την αλήθεια τόσα χρόνια. Μια αλήθεια που είχα ανάγκη. Είχα ανάγκη να ξέρω ότι είχα έναν πατέρα ο οποίος με αγαπούσε και ήθελε να είμαι ευτυχισμένη.

Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του πριν συνεχίσει.

"Ορκίζομαι ότι είχα ψάξει κάθε σπιθαμή του σπιτιού για να σε βρω. Είχα μια ελπίδα ότι δεν σε πήρε μαζί της. Άλλωστε είχε πει ότι ένιωθε πίεση ως μητέρα. Είχα γυρίσει το σπίτι άνω-κάτω μα δεν βρήκα τίποτα. Μόνο λίγα ρουχαλάκια σου και τίποτα δικό της. Τα είχε πάρει όλα και με είχε αφήσει. Ο εσωτερικός μου κόσμος είχε καταστραφεί. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ήμουν απεγνωσμένος. Ειδοποίησα την αστυνομία και προσπάθησαν να με βοηθήσουν μα η μητέρα σου είχε φύγει εκτός Ρουμανίας. Δεν είχαμε ιδέα που πήγε. Το είχε στήσει όλο αυτό πολύ καλά. Ξέρεις πόσο δύσκολο ήταν να βρεις κάποιον σε όλο τον πλανήτη; Η αστυνομία δεν είχε όρεξη να κάνει κάτι τέτοιο. Δεν ήταν κάποιος εγκληματίας που τον έτρεμε ο κόσμος. Ήταν απλά μια γυναίκα που εγκατέλειψε τον άνδρα της και πήρε το παιδί μαζί της. Οπότε σύντομα είχα μείνει χωρίς ελπίδες. Δεν είχα ιδέα αν ήσουν ζωντανή. Αν ήσουν καλά. Αν η μητέρα σου σου φερόταν όμορφα. Δεν είχα ιδέα αν θα μάθαινες για μένα και αν η μητέρα σου θα σου μιλούσε για τον πατέρα σου. Η αγάπη μου για την μητέρα σου μετατράπηκε σε μίσος. Ήμουν αποφασισμένος εκείνη τη μέρα να τη ζητήσω σε γάμο. Ήταν η τελευταία μου απόπειρα να την κάνω ευτυχισμένη και εγώ ο ίδιος το ήθελα πολύ. Αλλά όχι μόνο δεν με άφησε να το κάνω μα φεύγοντας πήρε ότι πιο σημαντικό είχα στη ζωή μου. Πήρε εσένα και αυτό δεν ήμουν ούτε είμαι διατεθειμένος να της το συγχωρήσω ποτέ."είπε εκείνος και τα μάτια του δάκρυσαν.

Ακούμπησε το κουτί στα πόδια μου και έβγαλε από μέσα ένα σωρό μικρά κοριτσίστικα ρουχαλάκια. Υποθέτω ήταν αυτά που άφησε η μητέρα μου. Με τα ακροδάχτυλα μου χάιδεψα το ύφασμα και ανατρίχιασα στην ιδέα ότι κάποτε τα φορούσα. Το βλέμμα μου κινήθηκε πάλι στο κουτί και το μόνο πράγμα που είχε απομείνει μέσα ήταν μια ροζ πιπίλα. Την σήκωσα με το χέρι μου και την κοίταξα καλύτερα.

"Ήταν η αγαπημένη σου. Δεν μπορούσες να κοιμηθείς χωρίς αυτή το βράδυ. Έκλαιγες συνέχεια."είπε ο πατέρας μου κι εγώ τον κοίταξα.

Τα δακρυσμένα μας βλέμματα ήρθαν σε επαφή. Ένιωθα πάρα πολύ άσχημα για τον τρόπο που του φέρθηκα μα δεν ήξερα τι να του πω. Η λέξη "συγγνώμη" φάνταζε πολύ λίγη στο μυαλό μου.

"Πώς με βρήκες;"τον ρώτησα και η φωνή μου έτρεμε.

Εκείνος αφού με κοίταξε για λίγη ώρα ξεκίνησε να μιλάει.

"Η μέρα που με είδες για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια ήταν η μέρα που σε είδα κι εγώ. Έχω έρθει στην Κορέα για πάνω από ένα χρόνο μετά τον θάνατο των γονιών μου σε τροχαίο. Αυτό το σπίτι είναι το πατρικό μου. Όταν σε είδα δεν είχα ιδέα ότι είσαι η κόρη μου. Τα πράσινα μάτια σου ήταν ασυνήθιστα στην Κορέα μα δεν ήταν αρκετό για να κάνω την σύνδεση. Μα όταν είδα την μητέρα σου είχα σοκαριστεί. Ήταν ίδια και παράλλακτη. Ήμουν σίγουρος ότι ήταν εκείνη. Δεν γινόταν να κάνω λάθος. Και κοιτάζοντας σε έκανα την σύνδεση. Στην ηλικία έμοιαζες με την ηλικία της κόρης μου και είχες τα ίδια μάτια με εκείνη. Ο λόγος που έφυγα σαν κυνηγημένος εκεινη την μέρα δεν ήταν ότι θυμήθηκα κάτι επείγον μα δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσω την μητέρα σου να με δει. Ήξερα ότι θα κινήσει γη και ουρανό για να με αποφύγει. Και μέχρι να μάθω αν όντως είσαι κόρη μου δεν υπήρχε περίπτωση να σε άφηνα να φύγεις από τα χέρια μου. Όχι πάλι. Οπότε μέσω ενός φίλου μου στην αστυνομία είδα τα στοιχεία σου και μόλις είδα το όνομα σου ήμουν σίγουρος ότι ήσουν εσύ. Έμαθα πολλά πράγματα για την μητέρα σου και όπως μου είχε πει κι εσύ δεν περνούσες καθόλου καλά. Είχα γίνει έξαλλος. Δεν είχα φανταστεί ότι η κόρη μου θα βίωνε τόση καταπίεση. Μα επίσης ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι η μητέρα σου θα ήθελε να επιστρέψει στο επάγγελμα που έκανε τόσα χρόνια. Και το ότι ήθελε να μπλέξει και τις κόρες της σε αυτό ήταν αρρωστημένο. Οπότε θεώρησα ότι το καλύτερο για σένα ήταν να σε πάρω μαζί μου. Ήθελα να είσαι χαρούμενη και να ζήσεις σαν ένα φυσιολογικό κορίτσι στην ηλικία σου. Και από την άλλη μου έλειπες πάρα πολύ. Μου ήταν πολύ δύσκολο να σε αφήσω να φύγεις ενώ σε είχα στα χέρια μου. Ήθελα να με αναγνωρίσεις σαν πατέρας σου και να μείνεις μαζί μου. Δεν το πιστευα ότι ήσουν μπροστά μου!"μου είπε και ακόμα κι αν είχε περάσει καιρός από τότε ο ενθουσιασμός στην φωνή του ήταν εμφανής.

Ήμουν συγκινημένη από αυτά που έλεγε. Για πρώτη φορά στην ζωή μου κάποιος παραδέχτηκε ότι με είχε ανάγκη και με ήθελε μαζί του. Για πρώτη φορά στην ζωή μου ένιωθα ότι κάπου ανήκω και κάποιος νοιάζεται για μένα. Για πρώτη φορά είχα επιτέλους οικογένεια.

"Έτσι βρήκα έναν παλιό μου πελάτη εφοπλιστή που τον είχα βγάλει από ένα μεγάλο σκάνδαλο στο παρελθόν και μου χρωστούσε χάρη. Αυτός ήταν ο κύριος Choi που γνώρισες. Δέχτηκε να με βοηθήσει και ήξερε πως θα χειριζόταν την όλη κατάσταση έτσι ώστε να μην μάθαινε κανείς άλλος για την συνεργασία μας. Οπότε προσέγγισε την μητέρα σου ζητώντας να σε αγοράσει και κανόνισαν το δείπνο. Η μητέρα σου είχε υποσχεθεί να κρατήσει το στόμα της κλειστό και να αφήσει την πόλη σε περίπτωση που ήθελες να το σκάσεις. Για τα χρήματα έκανε τα πάντα. Την συνέχεια την ξέρεις. Πήρα την επιμέλεια σου παγιδεύοντας την μητέρα σου και σε έφερα μαζί μου. Μα βλέποντας ότι δεν σου αρέσει να μένεις εδώ νομίζω σου οφείλω μία συγγνώμη."είπε και μου χαμογέλασε θλιμμένα. "Ήμουν σίγουρος ότι μπορούσα να φτιάξω τις σχέσεις μας Y/n δεδομένου ότι ήμασταν πολύ κοντά όταν ακόμα δεν ήξερες ποιον ήμουν. Νόμιζα ότι θα χαιρόσουν. Φαινόταν σαν να με συμπαθούσες πολύ. Μα νομίζω ότι απλά έβλεπα τα πράγματα όπως με βόλευαν. Ήταν πολύ εγωιστικό να κανονίσω όλο αυτό πίσω από την πλάτη σου μα δεν ήξερα πως να σου πω για μένα και δεν ήξερα αν θα ήθελες να με ξαναδείς ή θα τρομάζες. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να με αποφύγεις ή να πεις στη μητέρα σου για μένα. Οπότε νομίζω ότι αυτή τη στιγμή σε καταπιέζω εγώ κι αν μην το θέλω. Συγγνώμη που κάνω πράγματα χωρίς την συναίνεση σου και συγγνώμη για το θέμα με τον Taehyung. Αν θες να σταματήσω να μπαίνω στη ζωή σου θα το κάνω. Θα πω στον Taehyung να κάνει το ίδιο. Θα συμβιβαστείς βέβαια με το να ζεις μαζί μου και με πονάει αρκετά το γεγονός του ότι δεν με συμπαθείς ή έστω δεν με αναγνωρίζεις μα θα το υποστώ αν αυτό σημαίνει ότι θα σε κάνει χαρούμενη. Για μένα πάντα θα είσαι το μικρό μου κοριτσάκι Υ/n κι ας έχεις μεγαλώσει πλέον. Λυπάμαι που δεν σε βρήκα νωρίτερα και λυπάμαι για τη ζωή σου όλα αυτά τα χρόνια. Δεν μπορώ να κάνω κάτι να επανορθώσω δυστυχώς. Αλλά αλήθεια μου έλειψες και μόνο και μόνο που είσαι μπροστά μου τώρα υγιής και ζωντανή είναι τεράστια ανακούφιση."μου χαμογέλασε λυπημένα και με το χέρι του χάιδεψε απαλά τα μαλλιά μου. "Το κοριτσάκι μου μεγάλωσε μα δεν το χάρηκα καθόλου."είπε και η φωνή του έσπασε στο τέλος ενώ τα μάτια του βούρκωσαν πάλι.

Και αμέσως είχε καταστρέψει κι εμένα. Τα δάκρυα που κρατούσα τόση ώρα προσπαθώντας να μην κλάψω μπροστά του έκαναν την εμφάνιση τους στα μάγουλα μου και κυλούσαν χωρίς να έχω η ίδια την δύναμη να τα σταματήσω. Ένιωθα άσχημα που όλον αυτό τον καιρό κατηγορούσα τον πατέρα μου ότι με παρατήρησε ενώ στην ουσία εμείς το είχαμε κάνει. Ένιωθα άσχημα που προσπαθούσα κάθε μέρα να του δειξω ότι είναι ανεπιθύμητος ενώ εκείνος προσπαθούσε να καλύψει το κενό ανάμεσα μας. Ένιωθα άσχημα που είχα έναν πατέρα που νοιάζεται για μένα και με αγαπάει ενώ εγώ δεν τον αξίζω.

Όταν τα βλέμματα μας συναντήθηκαν το δακρυσμενο υφος του μετατράπηκε σε προβληματισμένο. Δεν είχε ιδέα για ποιο λόγο έκλαιγα και δεν τον κατηγορώ. Πριν λίγες ώρες του είχα πει ότι δεν είναι πατέρας μου και τώρα έκλαιγα σαν να μην υπάρχει αύριο.

"Γιατί κλ-"δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρόταση του καθώς η επόμενη κίνηση μου τον έπιασε απροετοίμαστο.

Σε δευτερόλεπτα πήγα πιο κοντά του και πέρασα τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του και ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο του. Ήταν η πρώτη φορά που αγκάλιαζα άτομο στην ζωή μου και ήμουν τόσο αγχωμένη που η καρδιά μου χτυπούσε πολύ δυνατά. Μα ένιωθα ότι το είχα ανάγκη. Είχα ανάγκη να αγκαλιάσω τον πατέρα μου.

"Συγγνώμη για όλα. Αλήθεια συγγνώμη μπαμπά."είπα ενώ έκλαιγα και έσφιξα το κράτημα μου γύρω από τον λαιμό του.

Στην προφορά της λέξης 'μπαμπά' το στόμα μου μούδιασε. Φαινόταν άγνωστη στα χείλη μου -όχι ότι δεν ήταν- μα μου προσέδιδε ανάμεικτα συναισθήματα. Το τείχος που είχα παλέψει τόσο πολύ να χτίσω ξεκίνησε να γκρεμίζεται. Κι αντί να νιώθω ανασφάλεια και φόβο ένιωθα ανακούφιση. Είχα επιτέλους οικογένεια.

Εκείνος πέρασε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου ανταποδίδοντας την αγκαλιά και τον ένιωσα να τρέμει πριν ρουφήξει την μύτη του και πνίξει ένα αναφιλητό. Δεν ήμουν η μόνη που έκλαιγα. Εγώ έκλαιγα για τον χαμένο μου πατέρα κι εκείνος για την χαμένη του κόρη. Και στην αγκαλιά του ένιωθα ένα περίεργο συναίσθημα που δεν είχα ξανανιώσει ποτέ. Έτσι είναι η πατρική αγάπη; Έτσι είναι να νιώθεις ασφαλής;

Μετά από λίγη ώρα σπάσαμε την αγκαλιά και με κοίταξε στα μάτια χαμογελώντας μου πραγματικά. Μου είχε λείψει το χαμόγελο του κι ας είχα να το δω από σήμερα το πρωί.

"Δεν εννοούσα ότι είπα πριν. Απλά ήμουν θυμωμένη και παραφέρθηκα. Συγγνώμη που σε πλήγωσα. Και σήμερα και όλον αυτόν τον καιρό που σε απέφευγα. Νόμιζα ότι εσύ μας εγκατέλειψες. Μα έκανα λάθος. Ήμουν εγωίστρια και δεν σε άφησα να μου εξηγήσεις."του είπα σοβαρή κι εκείνος σκούπισε τα δάκρυα που είχαν ξεμείνει στα μάγουλα μου.

"Είναι εντάξει πλέον. Σε συγχωρώ. Είσαι η κόρη μου άλλωστε. Μπορώ να κάνω αλλιώς;"μου είπε και για πρώτη φορά του χαμογέλασα.

"Α και μια ακόμα ερώτηση."του είπα κάποιος βιαστικά σαν να θυμηθηκα κάτι.

"Ότι θες."είπε εκείνος και με κοίταξε.

"Ημουν σίγουρη ότι όταν σε πρωτοείδα τα μάτια σου ήταν κάστανα ενώ τώρα είναι πράσινα."του είπα αν και δεν ήταν ερώτηση μα εκείνος κατάλαβε τι ήθελα να πω.

"Βάζω φακούς επαφής όταν δουλεύω. Δεν είναι ότι έχω κάτι με τα πράσινα μάτια μου απλά πολλοί δεν με παίρνουν στα σοβαρά και επειδή προδίδουν την ταυτότητα μου υπάρχουν πολλοί που λόγω ρατσισμού δεν με προτιμούν. Το κάνω καθαρά για επαγγελματικούς λόγους. Βέβαια αυτό ίσχυε στην αρχή και όχι πλέον αλλά έχει μείνει ως συνήθεια να τα βάζω στη δουλειά και επειδή μετά γνώρισα εσένα βεβαιωνόμουν να τα φοράω όταν συναντιόμαστε για να μην σου φανεί περίεργο. Έτσι κι αλλιώς έχουμε τα ίδια μάτια."είπε εκείνος.

"Ααα κατάλαβα."του απάντησα.

"Λοιπόν πεινάς; Θέλεις να φάμε μαζί;"με ρώτησε εύθυμα και σηκώθηκε από το κρεβάτι μου.

Εγώ χαμογέλασα στην συμπεριφορά του. Δεν χρειαζόταν να του κρύβομαι πλέον. Δεν ήθελε το κακο μου.

"Ναι. Πεινάω σαν λύκος."του είπα.

"Ωραία θα ετοιμάσω το φαγητό. Εσύ μόνο αν μπορείς να βάλεις τα πράγματα πίσω στο κουτί και μετά έλα κάτω."είπε και μου έδειξε τα πράγματα που ήταν απλωμένα στο κρεβάτι μου ενώ ξεκίνησε να πηγαίνει προς την πόρτα.

"Εντάξει...μπαμπά."ξαναείπα κι εκείνος μου χαμογέλασε περήφανα πριν βγει έξω.

Είχα επιτέλους λύσει τα προβλήματα μου με τον πατέρα μου και μπορούσαμε πλέον να ζήσουμε σαν οικογένεια. Την οικογένεια που πάντα χρειαζόμουν. Και ένιωθα χαρούμενη διότι είχα αρχίσει να πιστεύω ότι πλέον η ζωή μου γινόταν καλύτερη. Και σε αυτό είχε βοηθήσει τόσο ο Taehyung που με τον τσακωμό μας μου άνοιξε τα μάτια και άλλο τόσο εγώ που σταμάτησα να είμαι εγωίστρια. Και δεν μπορώ να πω ότι το μετανιώνω.

________________________________

Απλά το αφήνω χωρίς σχόλια γιατί είμαι πολύ κουρασμένη. Οι εντυπώσεις δικές σας. Τα πούμε την άλλη εβδομάδα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top